Louis Jean Francois Lagrenee [Η αρπαγή
της Δηιδάμειας]
Γιώργης Παυλόπουλος «Το άγαλμα και ο
τεχνίτης»
Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την
παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει
πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.
Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.
Στο ποίημα επιχειρούνται δύο
υπερβάσεις: Με την πρώτη η Δηιδάμεια επαναφέρεται στη ζωή και αποχτάει
ανθρώπινη υπόσταση, γίνεται πρόσωπο καθημερινό. Με τη δεύτερη αισθάνεται τον
εαυτό της όχι μόνο ως αντικείμενο του πόθου του Κένταυρου (σύμφωνα με το
σύμπλεγμα), αλλά του ίδιου του τεχνίτη (σύμφωνα με το ποίημα). Όπως θα
διαπιστώσατε η ποιητική διεργασία ακολουθεί την εξής διαδρομή: πίσω από τα
σημαινόμενα του συμπλέγματος (ερωτική επιθυμία του Κένταυρου για τη Διηδάμεια)
βλέπει τον τεχνίτη, που βαθμιαία ταυτίζεται με τον Κένταυρο. Πρόκειται για μια
ταύτιση που η αφετηρία της δεν είναι μόνο ψυχολογική αλλά και αισθητική: ο
καλλιτέχνης, για να είναι αποτελεσματικός, πρέπει να ταυτίζεται, να μπαίνει
όπως λέμε στο πετσί των προσώπων που ιστορεί ή πλάθει.
Το άγαλμα: Πρόκειται για λεπτομέρεια του δυτικού
αετώματος του ναού του Διός στην Ολυμπία, που εκτίθεται στο εκεί αρχαιολογικό
Μουσείο. Το αέτωμα αυτό παριστάνει τη μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων.
Σύμφωνα με τη μυθολογία οι Λαπίθες ήταν λαός της Θεσσαλίας που κατοικούσε κοντά
στο Πήλιο. Οι Κένταυροι ήταν τερατόμορφα όντα με σώμα ανθρώπου ως τη μέση και
αλόγου κάτω από τη μέση. Όταν, λέει ο μύθος, παντρευόταν ο βασιλιάς των Λαπιθών
Πειρίθους με τη νύμφη Δηιδάμεια, κάλεσε στο γάμο του το Θησέα, καθώς και τους
γείτονές του Κενταύρους. Στο γαμήλιο συμπόσιο ο βασιλιάς των Κενταύρων Ευρυπίων
μέθυσε και επιτέθηκε ερωτικά κατά της Δηιδάμειας. Ακολούθησε μάχη και οι
Λαπίθες καταδίωξαν τους Κενταύρους. Η λεπτομέρεια στην οποία αναφέρεται το
ποίημα παριστάνει τον Κένταυρο Ευρυπίωνα να αγκαλιάζει βίαια τη νύμφη
Δηιδάμεια. Ολη η παράσταση της μάχης θεωρείται ότι εκφράζει την πάλη του
πνεύματος με τα ζωώδη πάθη.
Ο τεχνίτης: Ο γλύπτης του αετώματος. Είναι
άγνωστος, ανήκει πάντως στα μέσα του 5ου αι. π.Χ.
Στο ποίημα «Το άγαλμα και ο τεχνίτης» ο
Γιώργης Παυλόπουλος καταφεύγει στην προσφιλή του ιδέα των ιστοριών που
επαναλαμβάνονται διαρκώς, χωρίς διαφαινόμενο τερματισμό. Η απάντηση του ποιητή
στο θάνατο, στη φθορά και στην απώλεια του έρωτα, είναι οι κυκλικές συνθέσεις
του που με την αέναη επανάληψή τους, κατορθώνουν να εξουδετερώσουν το
αναπόδραστο τέλος που περιμένει καθετί ανθρώπινο. Έτσι, η ζωή, η ομορφιά της
νεότητας και το πολύτιμο συναίσθημα του έρωτα, παραμένουν αιώνια προφυλαγμένα
από το ολέθριο πέρασμα του χρόνου.
«Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.»
Το ζωντάνεμα της Δηιδάμειας μετά το
κλείσιμο του μουσείου δίνει -με τη χρήση έστω του φαντασιακού στοιχείου- μια
δικαίωση στην αιώνια νεότητα της σμιλεμένης στο μάρμαρο μορφής. Ο γλύπτης
φρόντισε να διασώσει την ομορφιά της γυναικείας μορφής κι ο ποιητής της
προσφέρει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει την αιώνια αυτή νεότητα, παρέχοντάς της
ζωή μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των επισκεπτών του μουσείου.
Η διαχρονική επιθυμία των ανθρώπων να
σταθούν έξω από την καταστροφική δύναμη του χρόνου, που δεν μπορεί ποτέ να
πραγματωθεί στον πραγματικό κόσμο, βρίσκει την απάντησή της στην υπερβατική
πραγματικότητα της ποίησης. Η ομορφιά της νέας γυναίκας όχι μόνο διαφυλάσσεται,
αλλά απολαμβάνει και το προνόμιο μιας κρυφής ζωής.
Η Δηιδάμεια κάθε βράδυ, μόλις κλείνει
το μουσείο, αποδεσμεύεται από το σφιχτό αγκάλιασμα του Κένταυρου κι είναι
ελεύθερη να απολαύσει μερικές στιγμές ηρεμίας, οι οποίες είναι ωστόσο
διαποτισμένες από μια διάθεση ερωτική. Άλλωστε, τόσο το γεγονός ότι η διαρκώς
αναγεννώμενη αγαλματένια μορφή έχει σμιλευτεί κι έχει έτσι παραμείνει
διαχρονικά το αντικείμενο του πόθου ενός Κένταυρου, όσο και η νεανική ομορφιά
του κορμιού της, δεν μπορούν παρά να διαχέουν ερωτισμό σε κάθε της κίνηση.
Το βραδινό λουτρό της νύμφης και το
πολύωρο χτένισμα των ξανθών μαλλιών της, που λειτουργούν φαινομενικά ως τρόπος
χαλάρωσης και ξεκούρασης από τους πολύβουους και κουραστικά φιλοπερίεργους
τουρίστες, είναι στην πραγματικότητα η προετοιμασία για την υποδοχή εκείνου.
«Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την
παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.»
Η αιώνια νεότητα της Δηιδάμειας θα
παρέμενε ένα δώρο ανώφελο χωρίς την παρουσία εκείνου να τη διεκδικεί επίμονα
και να την επιθυμεί ακόρεστα. Ο δικός του διαρκής πόθος είναι που παρέχει την
ιδεατή ολοκλήρωση στη δίχως τέλος ύπαρξη της όμορφη νύμφης.
Ο ανώνυμος γλύπτης, ο άνδρας που
διέσωσε το κάλλος της νεαρής γυναίκας, είναι αυτός που παραμονεύει στη σκοτεινή
γωνιά, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να αρπάξει εκ νέου στα χέρια του
το δημιούργημά του. Ο τρόπος με τον οποίο φυλακίζει το κορμί της στο δικό του,
δεν είναι άλλος από τον τρόπο που την κρατά αιώνια εγκλωβισμένη ο Κένταυρος στο
ερωτικό σύμπλεγμα που κοσμούσε το αέτωμα του ναού. Ο γλύπτης μιμείται την
κίνηση του Κένταυρου, φανερώνοντας έτσι πως τη στιγμή που έπλαθε το έργο του,
δεν ήθελε τίποτε περισσότερο από το να είναι εκείνος που θα έχει στην αγκαλιά
του την όμορφη νύμφη. Στο έργο αποτυπώνεται έτσι όχι μόνο ο πόθος του μυθικού
αρσενικού πλάσματος, αλλά και ο πόθος του ίδιου του καλλιτέχνη. Η ενασχόλησή του,
άλλωστε, με το σύμπλεγμα αυτό και η ιδανική αποτύπωσή του, υποδηλώνουν το
ενδιαφέρον και την προσωπική εμπλοκή του δημιουργού με τις μορφές που σμίλευσε
στο μάρμαρο.
«Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει
πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.»
Η Δηιδάμεια έχει πια συνηθίσει τις
νυχτερινές επιθέσεις του, οι οποίες συμπληρώνουν την αιώνια υπόστασή της∙
υπόσταση, άλλωστε, που έλαβε και διαφύλαξε χάρη στο δικό του θαυμασμό, χάρη στη
δική του επιμονή να σμιλέψει τη μορφή της. Η αντίστασή της έτσι στο βίαιο
άρπαγμά του είναι τυπική μόνο, καθώς γνωρίζει πως στην αγκαλιά του είναι η
πραγματική της θέση. Μα ακόμη περισσότερο καθώς γνωρίζει πως η δική του
παρουσία σύντομα θα μετουσιωθεί στην παρουσία του αγαλμάτινου συντρόφου της,
του Κένταυρου.
Η απομάκρυνση της Δηιδάμειας από τα
χέρια του Κένταυρου είναι σύντομη και δεν της παρέχει τη δυνατότητα μιας
διαρκέστερης ελευθερίας. Η νύμφη είναι πλασμένη στο πλευρό του και δεν μπορεί
-τώρα πια ούτε και θέλει- να αποδεσμευτεί από αυτόν. Η επιστροφή της σε αυτόν
είναι δεδομένη, αναπόφευκτη και αιωνίως επαναλαμβανόμενη, πιστοποιώντας ξανά
και ξανά με τον τρόπο αυτό την ασίγαστη επιθυμία του για εκείνη. Τόσο ο
τεχνίτης, ο δημιουργός του ερωτικού συμπλέγματος, όσο και ο Κένταυρος ο πρώτος
βίαιος διεκδικητής της, θέλουν και κατέχουν σταθερά μια θέση πλάι της.
Η αιώνια υπόσταση θα ήταν κενή και
ανούσια χωρίς την παρουσία του έρωτα, του παντοδύναμου αυτού συναισθήματος που
κατορθώνει να προσφέρει νόημα και αξία στη ζωή των ανθρώπων. Ο ποιητής,
επομένως, συνδυάζει εδώ τις δύο βασικές επιθυμίες κάθε θνητού που γεύτηκε ποτέ
τη ζωή∙ τη διαχρονική διάρκεια της νεότητας και φυσικά την ακατάλυτη παρουσία
του έρωτα. Ό,τι για τους απλούς ανθρώπους είναι απαγορευμένο, προσφέρεται
απλόχερα στην όμορφη νύμφη, μέσω της φαντασίας του ποιητή. Η αιώνια νεότητά της
πλουτίζεται με την αέναη παρουσία του έρωτα, τη δίχως τέλος διεκδίκησή της από
τους δύο φανατικά προσηλωμένους σε αυτήν εραστές της.
«Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.»
Καθώς η μεταμόρφωση του τεχνίτη
ολοκληρώνεται για άλλη μια φορά και ο Κένταυρος παίρνει τη θέση του, η σκέψη
της Δηιδάμειας παραμένει δοσμένη στον δημιουργό της, έστω κι αν το κορμί της
αφήνεται στα άγρια ένστικτα του μυθικού πλάσματος. Ανάμεσα στον βίαιο έρωτα του
Κένταυρου και τη ζωοποιό δημιουργική δύναμη του γλύπτη, που με τόση αγάπη
αποτύπωσε τη μορφή της, η Δηιδάμεια θα προτιμούσε να βρίσκεται στην αγκαλιά του
γλύπτη, αυτό όμως δεν είναι εφικτό. Διατηρεί ωστόσο μέσα της τον δικό του
ανθρώπινο πόθο, τη δική του αφοσίωση και την αιώνια προσφορά της τέχνης του∙
μένει πιστή σε αυτόν που την έπλασε και βιώνει γι’ αυτόν τον έρωτα εκείνο που
μόνο ένας άνθρωπος βαθιά αφοσιωμένος αξίζει.
Αν ο Κένταυρος κατέχει αιώνια το κορμί
της, που διεκδίκησε με τη βιαιότητα του πόθου του, ο τεχνίτης κατέχει την ψυχή
της, που τη διεκδίκησε με την επιμονή της τέχνης του, με το χάρισμά του να
σμιλεύει και να διαφυλάττει το κάλλος τη στιγμή ακριβώς που βρίσκεται στην
ιδανικότερη έκφανσή του. Ο τεχνίτης κέρδισε τη θέση του στην καρδιά της νύμφης
με τη γνήσια αγάπη του για τη διάσωση της μορφής της και με την αφοσίωση που
επέδειξε στο σκοπό αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου