Rob Woodcox
Πλάτωνα «Πολιτεία» Κείμενο – Μετάφραση
Ενότητα 11η (514a-515a) - Η αλληγορία
του σπηλαίου
Μετὰ ταῦτα δή, εἶπον, ἀπείκασον τοιούτῳ πάθει τὴν ἡμετέραν φύσιν παιδείας τε πέρι καὶ ἀπαιδευσίας. Ἰδὲ γὰρ ἀνθρώπους οἷον ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει, ἀναπεπταμένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἐχούσῃ μακρὰν παρὰ πᾶν τὸ σπήλαιον, ἐν ταύτῃ ἐκ παίδων ὄντας ἐν δεσμοῖς καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς αὐχένας, ὥστε μένειν τε αὐτοὺς εἴς τε τὸ πρόσθεν
μόνον ὁρᾶν, κύκλῳ δὲ τὰς κεφαλὰς ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ ἀδυνάτους περιάγειν, φῶς δὲ αὐτοῖς πυρὸς ἄνωθεν καὶ πόρρωθεν καόμενον ὄπισθεν αὐτῶν, μεταξὺ δὲ τοῦ πυρὸς καὶ τῶν δεσμωτῶν ἐπάνω ὁδόν, παρ’ ἣν ἰδὲ τειχίον παρῳκοδομημένον, ὥσπερ τοῖς θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων πρόκειται τὰ παραφράγματα, ὑπὲρ ὧν τὰ θαύματα δεικνύασιν.
Ὁρῶ, ἔφη.
Ὅρα τοίνυν παρὰ τοῦτο τὸ τειχίον φέροντας ἀνθρώπους σκεύη τε παντοδαπὰ ὑπερέχοντα τοῦ τειχίου καὶ ἀνδριάντας καὶ ἄλλα ζῷα λίθινά τε καὶ ξύλινα καὶ παντοῖα εἰργασμένα, οἷον εἰκὸς τοὺς μὲν φθεγγομένους, τοὺς δὲ σιγῶντας των παραφερόντων.
Ἄτοπον, ἔφη, λέγεις εἰκόνα καὶ δεσμώτας ἀτόπους.
Ὁμοίους ἡμῖν, ἦν δ’ ἐγώ.
Μετάφραση
Σωκράτης: Μετά από αυτά λοιπόν, είπα, παράστησε
τη δική μας φύση μας ως προς την παιδεία και την απαιδευσία με μια τέτοια
εικόνα. Φαντάσου, δηλαδή, μέσα σε μια υπόγεια κατοικία όμοια με σπηλιά, η οποία
έχει την είσοδο ανοιχτή προς το φως σε όλο το μάκρος της σπηλιάς, μέσα σ’ αυτή
να βρίσκονται άνθρωποι από την παιδική τους ηλικία δεμένοι με δεσμά και στα
πόδια και στον αυχένα, ώστε να μένουν καθηλωμένοι και να βλέπουν μόνο μπροστά
τους, χωρίς να μπορούν να στρέφουν γύρω το κεφάλι τους λόγω των δεσμών τους.
Ακόμη (φαντάσου) ένα φως από φωτιά να καίει γι’ αυτούς από ψηλά και μακριά και
πίσω τους. Και ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες να περνά ψηλά ένας δρόμος,
παράλληλα στον οποίο φαντάσου να έχει χτιστεί ένας μικρός τοίχος, όπως ακριβώς
έχουν τοποθετηθεί από τους ταχυδακτυλουργούς μπροστά τους τα παραπετάσματα,
πάνω στα οποία δείχνουν τις ταχυδακτυλουργίες τους.
Γλαύκων: (Τα) φαντάζομαι, είπε.
Σωκράτης: Φαντάσου, λοιπόν, κατά μήκος αυτού
του μικρού τοίχου ανθρώπους να μεταφέρουν κάθε είδους αντικείμενα, που
ξεπερνούν το ύψος του μικρού τοίχου, και ανδριάντες και άλλα ομοιώματα,
κατασκευασμένα κι από πέτρα κι από ξύλο και από κάθε είδους υλικά˙ όπως είναι
φυσικό, (φαντάσου) άλλοι από αυτούς που περνούν φορτωμένοι να μιλούν και άλλοι
να σιωπούν.
Γλαύκων: Αλλόκοτη εικόνα περιγράφεις, είπε,
και αλλόκοτους δεσμώτες.
Σωκράτης: Όμοιους με μας, είπα εγώ.
Ενότητα 12η (519b-d) - Η αλληγορία του
σπηλαίου. Η απροθυμία των φιλοσόφων
Τί δέ; Τόδε οὐκ εἰκός, ἦν δ’ ἐγώ, καὶ ἀνάγκη ἐκ τῶν προειρημένων, μήτε τοὺς ἀπαιδεύτους
καὶ ἀληθείας ἀπείρους ἱκανῶς ἄν ποτε πόλιν
ἐπιτροπεῦσαι, μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳ ἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους, τοὺς μὲν ὅτι σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχουσιν ἕνα, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα
πράττειν ἃ ἂν πράττωσιν ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ, τοὺς δὲ ὅτι ἑκόντες εἶναι οὐ πράξουσιν, ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι;
Ἀληθῆ, ἔφη.
Ἡμέτερον δὴ ἔργον, ἦν δ’ ἐγώ, τῶν οἰκιστῶν τάς τε βελτίστας φύσεις ἀναγκάσαι ἀφικέσθαι πρὸς τὸ μάθημα ὃ ἐν τῷ πρόσθεν ἔφαμεν εἶναι μέγιστον, ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν, καὶ ἐπειδὰν ἀναβάντες ἱκανῶς ἴδωσι, μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται.
Τὸ ποῖον δή;
Τὸ αὐτοῦ, ἦν δ’ ἐγώ, καταμένειν καὶ μὴ ἐθέλειν πάλιν
καταβαίνειν παρ’ ἐκείνους τοὺς δεσμώτας μηδὲ μετέχειν τῶν παρ’ ἐκείνοις πόνων τε καὶ τιμῶν, εἴτε φαυλότερα εἴτε
σπουδαιότεραι.
Μετάφραση
Σωκράτης: Τι λοιπόν; Αυτό δεν είναι φυσικό,
είπα εγώ, και δεν απορρέει αναγκαστικά από τα προηγούμενα, ότι δηλαδή ούτε οι
απαίδευτοι και όσοι δεν έχουν γνωρίσει την αλήθεια θα μπορούσαν ποτέ να
κυβερνήσουν ικανοποιητικά μια πόλη, ούτε αυτοί που αφήνονται να ασχολούνται ως
το τέλος της ζωής τους με την παιδεία, οι πρώτοι, γιατί δεν έχουν ένα
συγκεκριμένο στόχο στη ζωή τους, τον οποίο κυνηγώντας πρέπει να κάνουν όλα
ανεξαιρέτως όσα τυχόν πράττουν και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή, και οι
δεύτεροι, επειδή με τη θέλησή τους δεν θα αναμειχθούν στην πρακτική ζωή, γιατί
νομίζουν ότι έχουν εγκατασταθεί στα νησιά των μακαρίων, ενώ είναι ακόμα
ζωντανοί;
Γλαύκων: Αλήθεια, είπε.
Σωκράτης: Δικό μας λοιπόν έργο, είπα εγώ, των
ιδρυτών της πολιτείας, (είναι) να αναγκάσουμε τις εξαιρετικές φύσεις (ή τα
ξεχωριστά πνεύματα) να φτάσουν στο μάθημα που προηγουμένως είπαμε ότι είναι το
ανώτερο, δηλαδή και να δουν το αγαθό και να ανεβούν εκείνο τον ανηφορικό δρόμο,
και, αφού ανεβούν και δουν αρκετά (το αγαθό), να μην τους επιτρέπουμε αυτό που
τώρα τους επιτρέπεται.
Γλαύκων: Και ποιο είναι αυτό;
Σωκράτης: Το να μένουν συνεχώς εκεί ψηλά, είπα
εγώ, και να μη θέλουν πάλι να κατεβαίνουν κοντά σ’ εκείνους τους δεσμώτες, ούτε
να παίρνουν μερίδιο από τους κόπους και τις τιμές εκείνων, είτε είναι
μικρότερης είτε μεγαλύτερης σημασίας.
Ενότητα 13η (519d-520a) - Η αλληγορία
του σπηλαίου. Ο ηθικός εξαναγκασμός των φιλοσόφων
Ἔπειτ’, ἔφη, ἀδικήσομεν αὐτούς, καὶ ποιήσομεν χεῖρον ζῆν, δυνατὸν αὐτοῖς ὂν ἄμεινον;
Ἐπελάθου, ἦν δ’ ἐγώ, πάλιν, ὦ φίλε, ὅτι νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει, ὅπως ἕν τι γένος ἐν πόλει διαφερόντος εὖ πράξει, ἀλλ’ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει τοῦτο μηχανᾶται ἐγγενέσθαι, συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, ποιῶν μεταδιδόναι ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας ἣν ἂν ἕκαστοι τὸ κοινὸν δυνατοὶ ὦσιν ὠφελεῖν καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν τοιούτους ἄνδρας ἐν τῇ πόλει, οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι ὅπῃ ἕκαστος βούλεται, ἀλλ' ἵνα καταχρῆται αὐτὸς αὐτοῖς ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως.
Ἀληθῆ, ἔφη· ἐπελαθόμην γάρ.
Σκέψαι τοίνυν, εἶπον, ὦ Γλαύκων, ὅτι οὐδ’ ἀδικήσομεν τοὺς παρ’ ἡμῖν φιλοσόφους
γιγνομένους, ἀλλὰ δίκαια πρὸς αὐτοὺς ἐροῦμεν, προσαναγκάζοντες τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖσθαί τε καὶ φυλάττειν.
Μετάφραση
Γλαύκων: Έπειτα (μα πώς), είπε, θα αδικήσουμε
αυτούς και θα τους κάνουμε να ζουν χειρότερα, ενώ είναι δυνατόν σ’ αυτούς (να
ζουν) καλύτερα;
Σωκράτης: Ξέχασες πάλι, φίλε μου, είπα εγώ, ότι
ο νόμος δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό, πώς δηλαδή μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη
θα ευτυχήσει υπερβολικά μέσα στην πόλη, αλλά προσπαθεί να βρει τρόπο να
επιτευχθεί αυτό για ολόκληρη την πόλη, ενώνοντας σε ένα αρμονικό σύνολο τους
πολίτες με την πειθώ και τη βία, κάνοντας να μοιράζονται μεταξύ τους την ωφέλεια
την οποία ο καθένας είναι σε θέση να προσφέρει στο σύνολο και ο ίδιος
διαμορφώνοντας τέτοιους πολίτες μέσα στην πόλη, όχι για να τους αφήνει να
πηγαίνουν, όπου θέλει ο καθένας, αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος ως
δεσμούς που ενώνουν την πόλη.
Γλαύκων: Αλήθεια, είπε˙ πραγματικά το ξέχασα.
Σωκράτης: Σκέψου λοιπόν, είπα, Γλαύκων, ότι δεν
θα αδικήσουμε όσους γίνονται φιλόσοφοι στην πόλη μας, αλλά δίκαια θα μιλήσουμε
προς αυτούς, πείθοντάς τους με επιχειρήματα και να φροντίζουν και να
προστατεύουν τους άλλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου