Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Πολιορκία και άλωση της Τρίπολης

Karl Krazeisen

Πολιορκία και άλωση της Τρίπολης

Ο αγώνας γύρω από την Τρίπολη, που εξελίχθηκε σε στενή πολιορκία της, ήταν η μεγαλύτερη πολεμική προσπάθεια των Ελλήνων στην Πελοπόννησο κατά το πρώτο έτος της Επανάστασης. Απασχόλησε μεγάλο αριθμό αγωνιστών και τους σημαντικότερους οπλαρχηγούς του Μοριά με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη και κράτησε σχεδόν έξι μήνες, από τις αρχές Απριλίου ως τις 23 Σεπτεμβρίου του 1821.
Από τις πρώτες μέρες της Επανάστασης ο Κολοκοτρώνης αντιλήφθηκε την εξαιρετική σημασία που θα είχε για την επιτυχία του αγώνα η άλωση της Τρίπολης. Έτσι ίδρυσε στις αρχές Απριλίου με λίγους πολεμιστές το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο για την πολιορκία της, το στρατόπεδο της Πιάνας. Σύντομα και οι άλλοι οπλαρχηγοί του Μοριά ασπάσθηκαν το σχέδιό του και ίδρυσαν στρατόπεδα στην περιφέρεια της Τρίπολης, σε απόσταση περίπου 3 ωρών από αυτήν, στη Βλαχοκερασιά, στο Χρυσοβίτσι, στο Βαλτέτσι και αλλού. Παράλληλα τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούσε πια και το στρατόπεδο των Βερβαίνων, που είχε ιδρυθεί από τον Μάρτιο. Τις πρώτες αποτυχίες του ολιγάριθμου και ανοργάνωτου ακόμη ελληνικού στρατού, που είχε αντιμετωπίσει συνεχείς επιθέσεις ισχυρών τουρκικών δυνάμεων με αποτέλεσμα τη διάλυση των στρατοπέδων της Πιάνας, της Βλαχοκερασιάς και του Βαλτετσίου, διαδέχθηκαν οι μεγάλες νίκες στο Λεβίδι, στο Βαλτέτσι, στα Δολιανά και στα Βέρβαινα, που αναπτέρωσαν το ηθικό των Ελλήνων. Ο Κολοκοτρώνης έδωσε τότε το σύνθημα της προωθήσεως των ελληνικών δυνάμεων και ο κλοιός γύρω από την πόλη περισφίχθηκε. Τα νέα ελληνικά στρατόπεδα βαθμιαία, μετά από τις νίκες του ελληνικού στρατού στις μεμονωμένες εξόδους των Τούρκων για ανεφοδιασμό, προωθήθηκαν χαμηλότερα. Με την άφιξη του Δ. Υψηλάντη στα Τρίκορφα στις 2 Ιουλίου, η πολιορκία έγινε συστηματικότερη. Οι ελληνικές δυνάμεις που ο αριθμός τους είχε σημαντικά αυξηθεί, οργανώθηκαν καλύτερα και τοποθετήθηκαν σε επίκαιρες θέσεις, πλησιέστερα προς τα τείχη της Τρίπολης.
Στο στενό ανάμεσα στον Μύτικα και στα αμπέλια της Καπνίστρας, από όπου περνούσε ο δρόμος από την Τρίπολη στα Καλάβρυτα, ανοίχτηκε με υπόδειξη του Κολοκοτρώνη μια οχυρωματική τάφρος -γράνα- ως εμπόδιο σε ενδεχόμενη προσπάθεια διαφυγής των πολιορκημένων Τούρκων και ως στήριγμα για την προώθηση ελληνικών τμημάτων στην πεδιάδα. Στη Γράνα, στις 10 Αυγούστου, οι Έλληνες νίκησαν του Τούρκους σε μια πεισματώδη μάχη, που έκρινε την τύχη της Τρίπολης.

Τα γεγονότα της πολιορκίας και της άλωσης σύμφωνα με τη διήγηση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, όπως αυτή καταγράφηκε από τον Γεώργιο Τερτσέτη [Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 – Υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης, 1846]

«Μέσα εις την Τριπολιτζά ήσαν 14.000 άρματα και 8.000 Καββαλαρέοι. Τον Ιούνιο Μήνα ήλθε ο Υψηλάντης εις το Άστρος και εσυνάχθηκαν όλοι οι Άρχοντες της Πελοποννήσου, Ανδρέας Ζαΐμης, Σωτήρ Χαραλάμπης, Πετρόμπεης, Αναγνώστης, Δελιγιαννέοι και λοιποί, και εγώ, και επήγαμεν να προϋπαντήσωμεν τον Υψηλάντη. Εις το ορδί άφησα τον Πάνο υιόν μου, Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, Αναγνωσταρά, Γιατράκο, Μητροπέτροβα και λοιπούς∙ τον εκαρτερέσαμεν με παράταξι, και έτυχαν και οι Σπετζιώτες προύχοντες εκεί και επήγαμεν όλοι, και τον επήγαμεν εις τα Βέρβενα∙ εκεί ο Υψηλάντης εγύρευε να κάμη πράγματα όπου δεν άρεζαν των αρχόντων και έτζι εφιλονείκησαν. Ο Υψηλάντης είχε μαζύ του τον Βάμβα, Αναγνωστόπουλο, Αντωνόπουλο, και μια πενηνταριά μαθητάς της Ευρώπης Έλληνας. Εκεί ήθελε να κάμη ως Επίτροπος του γενικού Επιτρόπου, οι Άρχοντες δεν ηθέλησαν και έτζι εδυσαρεστήθη ο Υψηλάντης και ανεχώρησε δια την Καλαμάτα. Ο Αλέξανδρος Κατακουζηνός είχε σταλθή εις την πολιορκίαν της Μονοβασίας. Εις τα Βέρβενα ήσαν συναγμένοι έως 5.000 στρατιώτες, αυτοί επήραν όλοι τα άρματα δια να σκοτώσουν όλους τους άρχοντας∙ ήλθαν και μας πολιόρκησαν εις το Κονάκι του Πετρόμπεη, όπου είμεθα όλοι συναγμένοι∙ ήκουσα τον θόρυβο και ηθέλησα να έβγω έξω, ο Κανέλος Δελιγιάννης μ’ εμπόδιζε, τους είπα: αφήσετε να έβγω μήπως γένη αρχή και πέσει κανένα τουφέκι και τότε μας σκοτώσουν όλους∙ εγώ στρατιώτας δεν είχα τότες, εβγήκα έξω και ωμίλησα: Έλληνες, τι θέλετε; ελάτε εδώ∙ και ευθύς έτρεξαν και με σήκωσαν εις τον αέρα. Μου λέγουν: ότι θέλομε να σκοτώσωμε τους άρχοντας, διότι μας έδιωξαν τον Υψηλάντη∙ εγώ τους είπα: ελάτε να σας ειπώ πρώτον και εγώ, έπειτα είμαι συμβοηθός σας να τους σκοτώσετε∙ τους ετράβιξα τίρο τουφέκι, εις μια βρύσι όλους, και ανέβηκα επάνω εις μια πέτρα για να με ακούν όλοι, και τους είπα: διατί θέλομε τον χαϋμό μας μονάχοι μας; ημείς εσηκώσαμε τα άρματα δια τους Τούρκους και έτζι ακουσθήκαμεν εις την Ευρώπη, ότι ‘σηκωθήκαμεν οι Έλληνες δια τους Τυράννους, και στέκεται όλη η Ευρώπη να ιδή τι πράγμα είναι τούτο. Οι Τούρκοι όλοι είναι ακόμη απείραγοι εις τα Κάστρα και εις ταις χώραις, και ημείς εις τα βουνά, και αν σκοτώσωμεν τους προεστούς θα ειπούν οι Βασιλείς, ότι τούτοι δεν εσηκώθησαν δια την ελευθερίαν, αλλά δια να σκοτωθούν συνατοίτους, και είναι κακοί άνθρωποι, Καρβονάροι, και τότε ειμπορούν οι Βασιλείς να βοηθήσουν τον Τούρκο και να λάβωμε ζυγόν βαρύτερον από εκείνον που είχαμε∙ γράφομε και έρχεται οπίσω ο Υψηλάντης και μην επήρε ο νους σας αέρα. Τότε τους ησύχασα. Οι άρχοντες και ο Μαυρομιχάλης έστειλαν τον Αναγνωσταρά και εγύρισαν οπίσω τον Υψηλάντη, και επήγε πάσα ένας εις την θέσι του. Τότε επροσκύνησε η Μονοβασιά εις τον Κατακουζινό∙ επολιορκούσαν εκεί οι Μανιάται και οι Τζάκονοι δια ξηράς, και δια θαλάσσης Σπετζιώτικα καράβια. Και μετ’ ολίγας ημέρας επαραδόθηκε και το Νιόκαστρο, επολιορκούσαν Μανιάτες, Αρκαδινοί και Μεσσήνιοι δια ξηράς, και δια θαλάσσης Σπετζιώτικα καράβια. Σαν επήγαμε εις τα Τρίκορφα, είπαμε του Πετρόμπεη να στείλη εις την Μάνη να φέρη βοήθεια, και μας αποκρίθηκε: ότι οι Μανιάτες δεν εβγαίνουν αν δεν πληρωθούν∙ τότε ήλθαν 500 Μανιάτες και τους επλέρωναν όλαι αι Επαρχίαι όπου επολιορκούσαν την Τριπολιτζά, και η Καρύταινα ξεχωριστά επλήρωνε 300 Μανιάτες του Μούρτζινου. Εφέραμεν ένα κανόνι από τον Μιστρά και εκανονιτζάραμε την Τριπολιτζά από μακρυά. Εκείναις ταις ώραις εκάθοντο οι Άρχοντές μας εις την Ζαράκωβα, δεν ενθυμούμαι τώρα: τι τους εζήτησε ο Υψηλάντης και οι Άρχοντες δεν το εδέχθηκαν∙ το στράτευμα σαν το ήκουσε αυτό, απεφάσισε να υπάγει εις την Ζαράκωβα να τους σκοτώση∙ μου έκαμε μια αναφορά και μου έλεγε, ότι οι Άρχοντες δεν θέλουν να υπογράψουν εκείνου όπου ζητή ο Υψηλάντης, και μου ζητούσαν την γνώμη μου δια να τους σκοτώσουν∙ και εγώ τους απεκρίθηκα: μείνετε ήσυχοι και εγώ τελειόνω και τούτην τη δουλειά∙ εσηκώθηκα λοιπόν το μεσημέρι και επήγα εις την Ζαράκωβα, ηύρηκα τους Άρχονταις, τους είπα: τι κάνετε; κάμετε ό,τι κάμετε, υπογράψατε ό,τι σας ζητεί ο Υψηλάντης δια να τελειώση και αυτός ο βρασμός∙ και έτζι ετελείωσε και αυτό. Την ημέρα του Αγίου Ηλία, ταις 20 Ιουλίου οι Τούρκοι ήλθαν εις ημάς και επήγαν εις τους Αγιοπετρίτας και Τζακώνους∙ εκείνη η ημέρα ήτον δυστυχισμένη δια ημάς, εσκοτώθηκαν 15 Αγιοπετρίτες και 10 Μισοριώτες∙ καθημερινώς είχαμε πόλεμο από το μεσημέρι έως το βράδυ, και το βράδυ τους εμβάζαμεν μέσα∙ εσιμόσαμεν τόσο κοντά, όπου εφέραμεν κοσμήτες δια να φτιάσουν λαγούμι εις την μεγάλη τάπια της Τριπολιτζάς. Άρχισαν οι ζωοτροφίαις να ολιγοστεύουν σ’ την Τριπολιτζά, και έδιωχναν ταις Ελληνικαίς φαμηλιαίς από μέσα δια να μη τρώγουν τον ζαερέ, και έτζι είχαμεν κάθε ημέραν είδησιν, τι έκαμναν και δεν έκαμναν μέσα οι Τούρκοι∙ τους έφερναν εις το ορδί μου και τους εξέταζα. Νερό τους έλειψε, ερρίψαμε φλόμο εις τα τριγυρνά νερά∙ οι Έλληνες επήγαιναν έως εις τα τείχη της Τριπολιτζάς. Μία ημέρα έμαθα από έναν Έλληνα, ότι ο Καμίλμπεης ετοιμάζεται με μια τριακοσαριά ή πεντακοσαριά δια να υπάγη εις την Κόρινθο και έμελλε ν’ απεράση από το Μήτικα. Εγώ σαν το άκουσα αυτό (μόλον ότι ήτον ψεύμα), εγνοιάσθηκα και επήρα 10 Καβαλαραίους και επήγα εις το Μήτικα δια να ιδώ το στράτευμα, και αντί 200 Τριπολιτζόταις όπου είχα διατάξει να μένουν εκεί δεν εύρηκα παρά 30∙ τους ωμίλησα με τα χαράματα και ήλθαν∙ τους εμάλωσα διατί ήτον τόσο ολίγοι, και αυτοί μου είπαν, ότι δεν ήτον άλλοι φερμένοι και ήταν 20 ημέραις όπου εφύλαγαν εκεί. Ο Νταγρές με 200 ανθρώπους ήτον εις τα Τζιπιανά και εις ταις ράχαις∙ τότε τους έρριξαν μερικά τουφέκια∙ εκατέβηκαν και αυτοί, και τους επήρα και επήγα εις το Χωρίον Λουκά∙ έπειτα επήρα τους 200 του Νταγρέ και τους έβαλα εις το Μήτικα αντίκρυ εις την Καπνίστρα και έφκιασαν ταμπούρια∙ κυττάζω την γην, και ήτον εύκολο να σκαφθή από του Μήτικα έως εις την πέρα μεριά της Καπνίστρας, όπου άφηκαν τους στρατιώτας του Νταγρέ∙ ήτον μακριά ένα μίλι, και το μισό ήτον γράνες αμπελιών∙ τους λέγω: να φτιάσωμε μια γράνα εδώ∙ τότε έγραψα μια διαταγή εις τα Τριπολιτζιότικα χωριά: να μαζωχθούν 70 έως 200 και να σκάψουν μια γράνα (χαντάκι), και να ρίχνουν το χώμα κατά την Τριπολιτζά, επειδή δεν ήλπιζα ότι θα περάσουν την άλλη μεριά της γράνας∙ και εις 3 ημέρας την έφτιασαν, την επήγα έως τα ταμπούρια και την άφησαν 700 βήματα έως την ρίζα του βουνού, όπου είχαν τα ταμπούρια∙ το άφημα αυτό έγινε προς όφελος των Ελλήνων. Ο Κεχαίας εις τρεις τέσσαρες ημέραις με 6.000 στράτευμα εβγήκε και επήγε κατά τα Δολιανά και γυρίζει έπειτα και πλακώνει τον Νταγρέ, και το χαλάν αυτό το ορδί∙ του εσκότωσαν 27 και 20 λαβωμένους. Οι Τούρκοι δεν είδαν την γράνα, διότι ήτον νύκτα, μόνον είδαν την άκρην και είπαν: οι Γκιαούριδες σύνορα κάμνουν, μοιράζουν την γην. Ο Νταγρές εκλείσθη εις μια Σπηλιά με 4. Ευθύς σαν ήκουσα τα τουφέκια, εκατάλαβα ότι εκτύπησαν τον Νταγρέ και εκίνησα∙ ειδοποίησα όλα τα ορδιά τα Καρυτινά να τραβούν κοντά μου, και εγώ εβγήκα με τον Αϊουτάντε μου Φωτάκο, εις το Χωματοβούνι, καρσί (αντίκρυ) σ’ το Μήτικα, και μια τρακοσαριά, οι ογλιγορώτεροι, τους έστειλα να πιάσουν την γράνα και να πάνε εις βοήθεια του Νταγρέ επέρασαν αυτοί από κοντά, ήλθαν άλλοι 200, τους έστειλα και αυτούς, και ήλθαν Καρυτινοί 1.000. Οι Τούρκοι όπου είχαν μείνει σ’ την Τριπολιτζά, εβγήκαν κι’ επολεμούσαν δια να εμποδίσουν τους Έλληνας να έλθους εις βοήθειαν. Οι στρατιώτες όπου είχα στείλει εκτύπησαν τους Τούρκους αποπάνω, και τους ετζάκισαν, και εγλύτωσαν τον Νταγρέ∙ το μεγαλήτερο μέρος του Τουρκικού στρατεύματος, ευρίσκετο εις του Λουκά το χωριό, και εφόρτωναν 600 φορτώματα ζωοτροφίας. Ο Κεχαϊάς έστειλε 300 καβαλαραίους δια να περάσουν την γράνα∙ τους εβάρεσαν οι εδικοίμας, και έπειτα τους άνοιξαν οι εδικοίμας και επέρασαν οι 300 Τούρκοι, εσκότωσαν 5, λαβωμένοι 10, 15 άλογα. Εγώ ενδυνάμωσα τους Έλληνας. Τότε ξεκινά ο Κεχαϊάς 1.000. Οι Έλληνες εδιαμοιράσθηκαν πλάτη με πλάτη, και ημείς εκτυπούσαμε τους Τούρκους από το άλλο μέρος∙ τους εκτύπησαν τους 1.000∙ εσκότωσαν μια πενηνταριά απ’ αυτούς, και πολλοί λαβωμένοι, και πολλά άλογα∙ έπειτα ήλθε και το μεγάλο σώμα των Τούρκων με τα φορτώματα έως 600 μουλάρια και άλογα με τους πεζούς και καβαλαραίους∙ τα φορτώματα τα είχαν εις την άκρη. Οι Έλληνες όπου είχα στείλει εις βοήθειαν του Νταγρέ, τους έφερναν πολεμώντας αποπίσω κατάκαμπα. Κάμνει γιουρούσι και η περασμένη καβαλαριά και η απέραστη∙ σκοτώνουν 80 καβαλαραίους, και όλα τα φορτώματα μένουν εις την εξουσία των Ελλήνων. Οι Έλληνες εδόθησαν εις τα λάφυρα, και εγλύτωσαν οι Τούρκοι, διότι δεν τους επήραν κυνηγώντας. Επάσχισα με το σπαθί, με ταις κολακείαις δια να τους κινήσω, πλην δεν άκουαν, και έτζι εγλύτωσαν οι Τούρκοι. Εις αυτόν τον πόλεμον οι Τούρκοι ήσαν 6.000, οι περισσότεροι καβαλαραίοι, Έλληνες ήσαν 1.000 όλοι Καρυτινοί∙ ελαβώθη ο αδελφός του Κεχαϊαμπέη, Έλληνες 2 μόνον εσκοτώθησαν και 2, 3 λαβωμένοι∙ οι Τούρκοι 120 σκοτωμένοι και χωριστά οι λαβωμένοι. Οι Τούρκοι πλέον δεν εβγήκαν από τα τείχη της Τριπολιτζάς, ήτον η ύστερή τους φορά∙ επολεμούσαν από τα τείχη, απελπίσθησαν δια να εύρουν πλέον ζωοτροφίας∙ εις τας 10, 15 Αυγούστου έγινε αυτός ο πόλεμος, ένας μήνας, πριν να παρθή η Τριπολιτζά.
Επήγα μια νυκτιά και έπιασα του Μαντζαγρά∙ Εκάμαμε χαντάκια και έκαμα και ήλθε ο Δημητράκης Δελιγιάννης με το σώμα του και έπιασε αυτό το χωριό 10 λεπτά μακρυά από την Τριπολιτζά. Τα τούρκικα άλογα άρχιζαν να αποσταίνουν διότι δεν είχον πλέον να φάγουν∙ έστειλα τον Γενναίον και εμάζωξε Τζακωνίτες και Αγιοπετρίτες και τους έσμιξε με τον Παναγιώτη Ζαφυρόπουλο και Γεωργάκη Τζάκονα κ’ έπιασαν την Βουλιμήν, δεν φθάνει το κανόνι εκεί, παρομοίως έστειλα τον Κεφαλά με Μεσσηνίους κατά τον Άγιον Σώστη και εταμπουρώθη, και έτζι δεν τους αφίναμε με τελειότητα να σπαράξουν πλέον. Οι Αρβανίτες άρχισαν να έχουν ομιλίαις με ημάς∙ αυτοί ήτον 3.000 και εκείνη ήτον η δύναμις της Τουρκικής φρουράς, με επρόβαλαν να τους αφήσω ν’ απεράσουν και τους υπεσχέθηκα, τους μεν Τούρκους εντοπίους να τους αφήσωμε χωρίς τα άρματά τους και τους Αρβανίτας με τα άρματά τους. Ωμίλησα με τους Άρχοντας, με τον Μαυρομιχάλη πρώτα και έπειτα έδωσα λόγον τιμής εις τους Αρβανίταις δια να αναχωρήσουν.
Κατά τον Ιούνιον Μήνα όταν πολιορκούσαμεν την Τριπολιτζά εσήκωσα από τα Ντερβένια τον Μακαρίτην Πάνο. Ο Πάνος, ο Υψηλάντης, ο Γενναίος, ο Αποστόλης ήτον εις τα Βασιλικά, Επαρχία της Κορίνθου, διότι τους είπαν ότι ήλθαν Τούρκοι.
Το στράτευμα, 700, με τον Υψηλάντη από την Αγία Ειρήνη αγνάντευαν τον στόλο που καίγει το Γαλαξίδι. Όταν πολιορκούσαμε στενά την Τριπολιτζά, έβγαιναν έξω οι πολιορκούμενοι, σ’ στον πόλεμον τους πιάναμε, μεταξύ αυτών επιάσθη ο Χαντζή Χρήστος, ο Κότζος∙ οι Βούλγαροι ήτον σεΐζιδες∙ ως 200 επιάσαμεν, ήτον χριστιανοί.
Εν ταυτώ άρχισαν οι Αρβανίταις να πραγματεύωνται – ήτον ένας γραμματικός με τους Αρβανίταις, γραμματικός του Βελήμπεη και Αλμάσμπεη∙ Αυτός έκαμνε τον μεσίτη με τους Αρβανίταις να τους βγάλωμεν∙ οι επίλοιποι Τούρκοι μανθάνοντας το τραττάτο, ηθέλησαν να πάρουν μέρος και αυτοί∙ εβγαίνανε εις ένα μέρος, επήγαινε ο Πετρόμπεης, ο Αναγνώστης Ντελιγιάννης, Κρεβατάς και άλλοι, και τους ελέγαμε, να αφήσουν τ’ άρματα, και να τους μβαρκάρωμε όπου θέλουν∙ εκείνοι έλεγαν όχι, με τ’ άρματά μας∙ στέλνουμε, σ’ τους Αρβανίταις, δια να εμπιστευθούν να έβγουν, τον Κολιόπουλο ως ενέχυρον. Βλέποντες οι Έλληνες ότι θα πέσει η Τριπολιτζά εμαζώχθηκαν 20.000 (22 Σεπτεμβρίου)∙ καθώς εδοκίμασαν οι Αρβανίταις να φύγουν, επήδησαν οι Έλληνες μέσα από την τάπια του Σαραγιού. Οι Αρβανίταις εβγήκαν έξω, επήραν τον Κολιόπουλο, ετράβηξαν κατά τον Μήτικα έως 2.500. Μπαίνοντας τ’ ασκέρι, έβαλα τελάλι να μη σκοτώσουμε τους Αρβανίταις∙ εβγήκαν ως 2.000, και μέσα εις την Τριπολιτζά έκοβαν.
Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη. Αρβανίταις κλεισμένοι εις τον Πύργο, δεν πείθονται εις την φωνή μου.
Εκεί που εβγήκα με τους Έλληνας, το πράγμα τους οι Αρβανίταις το είχαν σταλμένο εις το τζατήρι μου από ημέρας μπροστά τρεις. Πηγαινάμενος εκεί, δοκίμασαν οι Έλληνες να κτυπήσουν τους Αρβανίταις, εγώ τους είπα: εάν θέλετε να βαρέσετε τους Αρβανίταις σκοτώσετε εμένα πρώτα, ει μη και είμαι ζωντανός όποιος πρωτορίξει εκείνονε πρωτοσκοτόνω πρώτα∙ κ’ εμβήκα μπροστά με τους σωματοφύλακάς μου, και εμίλησα των Αρβανιτών και ήρθαν ο Λιμάμπεης και ο Βελήμπεης οι δύο Αρχηγοί των Αρβανίτων και τους εζήτησα 2 ενέχυρα, και τους έδοσα το πράγμα τους, 13 φορτώματα.
Εις το τραττάτο ήτον οι πρώτιστοι των Ελλήνων∙ εγώ έμεινα πιστός εις τον λόγον της τιμής μου.
Επήρα τον Κολιόπουλο από τους Αρβανίταις και τους έδοσα τον Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, Χρηστάκη και Βασίλη Αλωνισθιώτη.
Τον Κολιόπουλο τον ωρδίνιασα με 300 ανθρώπους να τους ξεβγάλη∙ έτζι τους επήρε εις τα Καλάβρυτα και εις την Βοστίτζα, και ο Κολιόπουλος εγύρισε οπίσω. Το ασκέρι όπου ήταν μέσα το Ελληνικό έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άνδραις 32.000∙ μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτζάς. Ένας Υδράιος έσφαξε 90. Έλληνες εσκοτώθηκαν 100∙ έτζι επήρε τέλος. Τελάλη να παύση ο σφαγμός.
Του Σεχνετζίμπεη η φαμηλιά έμεινε μ’ εμέ, 24 άνθρωποι∙ τον Κιαμίλπεη τον πήρε ο Γιατράκος – ο Κεχαϊάς έμεινε αιχμάλωτος με τα χαρέμια και τα περίλαβε ο Πετρόμπεης.
Μετά την νίκη του Βαλτετζιού του είχα γράψει ένα γράμμα και του έλεγα, ότι: σ’ ενόμισα τακτικόν και ήλθες κλέφτικα να πολεμήσης, μανθάνω ότι κάνεις προσκυνοχάρτια εις τους Ρωμαίους, δεν είναι τώρα καιρός δια τους Τούρκους να δίνης προσκυνοχάρτια, αλλά είναι των Ελλήνων καιρός να δίνουν εις τους Τούρκους, και ελπίζω να σου δώσω ράγι, αν γλυτώσης, να πας εις τον τόπον σου, βάστα όσο μπορέσεις και καλήν αντάμωσιν εις το Σαράγι σου. Και ο Θεός τη ήφερε και εσμίξαμε εις το Σαράγι – ήμουν σκλάβος εις τους Ρούσσους έλεγε ο Κεχαϊάς, καλήτερα να χαθώ εις τους Έλληνας, αλλού θα με στείλη ο Σουλτάνος να χαθώ – μην φοβάσαι, δεν φονεύομε όσους επροσκύνησαν. Τους επαραδώκαμεν εις την φύλαξιν των Μαυρομιχαλέων.
Όταν εμβήκα εις την Τριπολιτζά με έδειξαν εις το παζάρι τον Πλάτανο όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας, αναστέναξα και είπα: άϊτε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθησαν εκεί, και διέταξα και τον έκοψαν∙ επαρηγορήθηκα και δια τον σκοτομόν των Τούρκων.
Όταν εκίνησα δια να υπάγω εις το Βαλτέτζι, εις τον δρόμον εβγήκαν τρεις λαγοί και τους έπιασαν ζωντανούς οι Έλληνες, τότε τους είπα, ότι η νίκη παιδιά είναι εδική μας. Είχαν πρόληψι οι Έλληνες όταν έβλεπαν λαγούς και επερνούσαν από το στρατόπεδο και δεν τους εσκότωναν ή δεν τους έπιαναν η καρδιά των Ελλήνων εκρύωνε, ότι θα χάσουν τον πόλεμο.
Από βουνό εις βουνό είχα τουφέκια με φωτιαίς και εις ολίγας στιγμαίς έδιδα είδησιν εις τα μακρυνά στρατεύματα.
Μια φορά εις τα τρίκορφα ο Αναγνώστης Ζαφυρόπουλος από το Ζυγοβίτσι, τον οποίον είχα γραμματικόν τότε, με έβλεπε όπου αγωνιζόμουνα εις τας 24 ώρας. Εις τας 20 επήγαινα εις την τέντα μου και έτρωγα ολίγο ψωμί∙ μου είπε: άϊτε Κολοκοτρώνη παιδεύσου, παιδεύσου, και η πατρίς σου θέλει σε ανταμείψει∙ εγώ του αποκρίθηκα ότι, εμένα η πατρίς θα με πρωτοεξορίσει, και η τύχη το ήφερε και αλήθευσα.
Είχαμε σχέδιο να προβάλωμεν εις τους Τούρκους της Τριπολιτζάς να παραδοθούν, και έτζι να στείλωμεν ανθρώπους μέσα να μαζευθούν όλα τα λάφυρα, και έπειτα να τα διαμοιράσουν κατ’ αναλογίαν εις διαφόρους Επαρχίας και να βγάλουν δια το έθνος∙ αλλά ποιος ήκουσε. Η Καρύταινα από την αρχήν της πολιορκίας της Τριπολιτζάς έως την πτώσιν της έδωσε 48.000 σφαχτά και εράνους από τους ευκατάστατους.
Έπειτα από 10 ημέρας εβγήκαν όλοι οι Έλληνες με τα λάφυρα και επήγαν εις ταις επαρχίαις τους σκλάβους, σκλάβαις. Σε 10 ημέραις όπου επείκασα ότι οι Έλληνες εσιγουρεύθηκαν τα λάφυρά τους, εκάμαμε συνέλευσι, ο Υψηλάντης, ο Πετρόμπεης και άλλοι, όπου είχαμεν αρχήν∙ τους είπα, ότι, είναι καιρός να εκστρατεύσωμε τώρα και να κινήσω δια την Πάτρα, και το έκριναν εύλογον∙ τότε εκίνησα μόνο με 40 σωματοφύλακας για την Πάτρα∙ έστειλα προσταγή εις την επαρχία της Καρύταινας, να μαζωχθούν τα στρατεύματα δια την Πάτρα∙ και όταν έφθασα στα Μαγούλιανα έξη ώραις από την Τριπολιτζά εσυνάχθηκαν 1700 στρατιώταις, και έως να κατέβω εις την Γαστούνη εμάζωνα 10.000. Ακούοντας ότι εκστράτευα δια την Πάτρα οι Άρχοντες, ο Α. Ζαΐμης, Σωτήρ Χαλάμπης, Π. Πατρών, που πολιόρκιζαν την Πάτρα, γράφουν ένα γράμμα του Υψηλάντη και Πετρόμπεη και όλης της τότε Κυβερνήσεως (Γερουσίας)∙ εμάθαμε ότι ο Κολοκοτρώνης έρχεται εις την Πάτρα, ο Κολοκοτρώνης να μείνη και να έλθη βοήθεια μια τρακοσαργιά νωμάτοι ή με τον Δεληγιάννη ή μ’ ένα Μαυρομιχάλη, διατί σε έξη ημέραις πέρνομε την Πάτρα – διατί έλεγαν των μικρών: δεν συμφέρει, ότι αν έλθη ο Κολοκοτρώνης θε να πάρη και της Πάτρας τα λάφυρα καθώς και της Τριπολιτζάς∙ σκοπός τους ήτον να μην πάρω την Πάτρα και δυναμωθώ∙ αν με άφιναν να πάγω αμέσως, θα μου έδιναν αμέσως τα κλειδιά οι Τούρκοι από τον φόβον τους. (Ανάθεμα να έχουν).

Τα γεγονότα της άλωσης από τον ιστορικό George Finlay [History of the Greek Revolution, 1861]

The Greeks having deliberately deceived the Turks by a treacherous treaty immediately set to work to cheat one another out of a share in the booty. It had been stipulated that the spoil was to be divided into three equal parts; one-third for the national treasury, one-third for the troops, and one-third for the ships employed in the blockade. Both the government and the soldiers were defrauded of their shares. Two Spetziot vessels, belonging to Botases and Koland-rutzos, as soon as they had embarked the valuables of the Turks and a few of the wealthiest families, sailed off, and never gave any account of the greater part of the booty in their possession. This conduct caused much recrimination between the Greek soldiers and the Albanian sailors; but it was asserted that the Spetziots bribed the primates and the captains to abandon the cause of the national treasury and of the poor soldiers. This base conduct of their leaders damped the enthusiasm of the people of Messenia, who became so lukewarm in the cause of the Revolution, that they neglected to concert any effectual measures for blockading Modon and Coron, of which the Turks retained possession.
The surrender of Tripolitza was retarded by the measures which the chiefs of the blockading army adopted to get possession of the money and jewels of the Turks without being obliged to share the booty with the national treasury and the private soldiers. Their first speculation was to establish a trade in provisions, which they sold to the starving Turks at exorbitant prices, while they prolonged the negotiations for a capitulation. Kyriakuli Mavromichales, a brave and patriotic officer, put an end to these scandalous proceedings by bringing on a severe skirmish, and threatening to storm the walls. The soldiers also began to perceive the object of their leaders, and to clamour at their avarice.     
If Prince Demetrius Hypsilantes had  been present at the surrender of Tripolitza, as commander-in-chief of the Greek army, he would have gained the honour of the conquest, and his disinterestedness would, in all probability, have enabled him to protect the cause of order. He had some personal virtues which all men respected, and which would have obtained for him the support of the best Greek soldiers at this important time. But, most unfortunately for the cause of Greece, Hypsilantes allowed himself to be persuaded to quit the camp before Tripolitza by the selfish Moreot leaders, just at the moment it became certain that the place could not hold out for many days. The object of Hypsilantes was to prevent the Turks landing within the Gulf of Corinth on the northern coast of the Morea. Most of the foreign officers in Greece accompanied him; and as soon as he departed, Kolokotrones with the greedy chieftains commenced negotiations with the Albanians, who formed part of the garrison of Tripolitza, and stuck private bargains for selling their protection to wealthy Turks.
Petrobey became nominally the commander-in-chief of the besieging army after Hypsilantes’s departure, but he possessed no authority. It was now known over all Greece that the fall of Tripolitza was inevitable, and crowds of armed peasants hurried to the camp to share in the plunder of the Turks. The booty gained at Monemvasia and Navarin had demoralised the whole population. On the 27th of September, a conference was held to treat concerning a capitulation. The Greek chiefs offered to allow the Turks to retire with their families to Asia Minor on receiving forty millions of piastres, a sum then equal to 1.500.000 sterling. There was no possibility of collecting so large a sum; and as the Greeks demanded, moreover, that the Turks should deliver up their arms, the besieged had no guarantee that they would escape the fate of their country-men at Monemvasia and Navarin, for they could neither trust the promises of the chiefs nor the humanity of the troops. The Turks therefore made a counter-proposition. They offered to give up everything they possessed, except their arms, and a small fixed sum in money, and demanded permission to occupy the passes of Mount Parthenius, in order to secure their safe retreat to Nauplia. The Greek chiefs refused these terms, as every hour of the increasing famine within the walls increased their profits. The kehaya bey proposed to the garrison to cut its way through the besiegers and gain Nauplia; but the Moreot Mussulmans had no longer horses to carry off their families and without their knowledge of the country the other troops feared to make the attempt.
The Greeks now concluded a separate capitulation with the Albanian Mussulmans under the command of Elmas Bey. These mercenaries were fifteen hundred strong, and they were still fit for the severest service. The Greeks regarded them as dangerous enemies. They were experienced in mountain warfare, and would have preferred fighting their way home against any odds rather than surrendering their arms, or a single gold piece from the treasure they carried in their belts. To them the misery of the Turks was a matter of indifference. The great business of their lives was to amass money abroad, and to carry it back safely to their native villages in Albania.
While the negotiations with the Albanians were going on, the Greek chiefs employed the time in concluding separate bargains with wealthy Mussulmans, who delivered to them money and jewels on receiving promises of protection, ratified by the most solemn oaths. The widow of a Spetziot shipowner, named Bobolina, gained notoriety by her conduct in these bargains. She had displayed both energy and patriotism at the commencement of the Revolution; and a ship, of which she was the proprietor, was engaged in blockading Nauplia. She now came up to the camp before Tripolitza, to obtain a share of the booty at the surrender of the place. Petrobey and Kolokotrones allowed her to enter the city, in order to persuade the Turkish women to deliver up their money and jewels, as the only means of purchasing security for their lives and their honour. In the mean time the Greek chiefs treated with the Mussulmans from their respective districts, and the Maniats concluded private bargains with the Barduniots.
The Greek soldiers at last became aware that their chiefs were engaged in a conspiracy to defraud them of the booty which had been held out to them as a lure to prosecute the blockade for six months without pay. A feeling of indignation spread through the camp, and it was resolved by tacit consent to put an end to the treacherous proceedings of the chiefs by entering the place either surprise or storm. An opportunity occurred on the 5th of October 1821. A few soldiers contrived to gain an entrance at the Argos gate, and to seize one of the adjoining towers, from which they displayed the Greek flag.
In a few minutes the whole Greek army rushed to the walls, which were scaled in several places and the gates thrown open. A scene of fighting, murder, and pillage then commenced, unexampled in duration and atrocity even in the annals of this bloody warfare. Human beings can rarely have perpetrated so many deeds of cruelty on an equal number of their fellow-creatures as were perpetrated by the conquerors on this occasion. Before the Greek chiefs could enter the place, the whole city was a scene of anarchy, and the misconduct of the Greek chiefs had rendered them powerless to restore order or to arrest the diabolical passions which their own avarice and dishonourable proceedings had awakened in the beasts of their followers.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου