Davorin Mance
Γεώργιος Βιζυηνός «Το μόνον της ζωής
του ταξείδιον» παραλληλίες με «Το αμάρτημα της μητρός μου»
Ο Βιζυηνός ακολουθεί και στο διήγημα
«Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» την αφηγηματική επιλογή των εισαγωγικών
ενοτήτων του αμαρτήματος∙ έχουμε δηλαδή κι εδώ έναν ομοδιηγητικό
δραματοποιημένο αφηγητή που αφηγείται τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας με
εσωτερική εστίαση, αντικρίζοντάς τα απ’ την οπτική γωνία της παιδικής του
συνείδησης. Επιλογή που του επιτρέπει να αποδώσει τα γεγονότα και τα
συναισθήματα που τα συνόδευσαν, όπως τα βίωσε τότε, διατηρώντας ανέπαφη την
άγνοιά του -και μαζί το ενδιαφέρον των αναγνωστών- για βασικά σημεία
που, αν τα γνώριζε εξαρχής, θα του είχαν επιτρέψει μια τελείως διαφορετική
αντιμετώπιση.
Έτσι, όπως η άγνοια για το αμάρτημα της
μητρός του, τον οδηγεί σε ποικίλες παρερμηνείες, καθώς βρίσκεται σε κατάσταση
πλάνης, αντίστοιχα η άγνοια για το μόνο ταξίδι του παππού του τον ωθεί να
πιστέψει τις πολλές μα αναληθείς διηγήσεις του, σχηματίζοντας λανθασμένες
προσδοκίες για τον κόσμο και την πραγματικότητα.
«Το αμάρτημα της μητρός μου»
«Σχέδια περί του μέλλοντος ημών
εγίνοντο και επεθεωρούντο καθ’ εσπέραν παρά την εστίαν. Ο μεγαλείτερός μου
αδελφός ώφειλε να μάθη την τέχνην του πατρός μας, διά να λάβη εν τη οικογενεία
τον τόπον εκείνου. Εγώ έμελλον ή μάλλον ήθελον να ξενιτευθώ, και ούτω καθεξής.
Αλλά προ τούτου έπρεπε να μάθωμεν όλοι τα γράμματά μας, έπρεπε να ξεσχολήσωμεν.
Διότι, έλεγεν η μήτηρ μας, άνθρωπος αγράμματος, ξύλον απελέκητον.»
«Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»
«Ότε μ’ εστρατολόγουν δια το έντιμον
των ραπτών επάγγελμα, ουδεμία υπόσχεσίς των ενεποίησεν επί της παιδικής μου
φαντασίας τόσον γοητευτικήν εντύπωσιν, όσον η διαβεβαίωσις, ότι εν Κωνσταντινουπόλει
έμελλον να ράπτω τα φορέματα της θυγατρός του Βασιλέως.
Εγνώριζον πολύ καλά
ότι “οι βασιλοπούλαις” έχουν εξαιρετικήν τινα αδυναμίαν εις τα ραφτόπουλα,
μάλιστα, όταν αυτά ηξεύρουν να τραγουδούν τους επαίνους των θελγήτρων αυτών,
ενώ ράπτουν τα “βλατιά”, με τα οποία στολίζουσι τα κάλλη των.»
Η πολύχρονη απουσία του αφηγητή, όπως
καταγράφεται στο αμάρτημα, ξεκινά με το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα μάθαινε το επάγγελμα «των
ραπτών». Η διατύπωση του αφηγητή στο αμάρτημα, ότι ήθελε να ξενιτευτεί, η οποία
δίνεται χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις, βρίσκει την αιτιολόγησή της στις
εισαγωγικές γραμμές του παράλληλου κειμένου. Το μικρό παιδί πείθεται πως αξίζει
να φύγει απ’ τη γενέτειρά του δεχόμενο διάφορες υποσχέσεις εκ των οποίων εκείνη
που βαρύνει εν τέλει περισσότερο είναι πως στην Κωνσταντινούπολη θα ράβει τα
ρούχα της κόρης του Βασιλιά, καθώς γνώριζε -απ’ τις διηγήσεις του παππού του-
πως οι βασιλοπούλες είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στα ραφτόπουλα.
Στο μόνον της ζωής του ταξείδιον, η
αφέλεια και η αθωότητα του μικρού παιδιού δίνονται με εμφατικό τρόπο, μιας και
μεγάλο μέρος του διηγήματος καλύπτεται απ’ τις φανταστικές του προσδοκίες, που
έχουν βέβαια γεννηθεί μέσα από τις διάφορες ιστορίες του παππού του. Ο παππούς
αποτελεί για το παιδί-αφηγητή μιαν αναμφισβήτητη αυθεντία, και φυσικά τη
μοναδική πηγή γνώσεων για το πώς είναι ο κόσμος πέρα από τη μικρή τους πόλη.
Τόσο ο παππούς, όσο και η μητέρα θα τεθούν σε αμφισβήτηση και θα χάσουν το
πρότερο κύρος τους στα μάτια του παιδιού, καθώς σταδιακά θα επέρχεται η απώλεια
της παιδικότητας.
«Το αμάρτημα της μητρός μου»
«Ενθυμούμαι ακόμη οποίαν εντύπωσιν
έκαμεν επί της παιδικής μου φαντασίας η πρώτη εν τη εκκλησία διανυκτέρευσις.
Το αμυδρόν φως
των έμπροσθεν του εικονοστασίου λύχνων, μόλις εξαρκούν να φωτίζη αυτό και τας
προ αυτού βαθμίδας, καθίστα το περί ημάς σκότος έτι υποπτότερον και
φοβερώτερον, παρά εάν ήμεθα όλως διόλου εις τα σκοτεινά.
Οσάκις το
φλογίδιον μιας κανδύλας έτρεμε, μοι εφαίνετο, πως ο Άγιος επί της απέναντι
εικόνος ήρχιζε να ζωντανεύη, και εσάλευε, προσπαθών ν’ αποσπαθή από τας
σανίδας, και καταβή επί του εδάφους, με τα φαρδυά και κόκκινά του φορέματα, με
τον στέφανον περί την κεφαλήν, και με τους ατενείς οφθαλμούς επί του ωχρού και
απαθούς προσώπου του.
Οσάκις πάλιν ο
ψυχρός άνεμος εσύριζε διά των υψηλών παραθύρων, σείων θορυβωδώς τας μικράς
αυτών υέλους, ενόμιζον, ότι οι περί την εκκλησίαν νεκροί ανερριχώντο τους
τοίχους και προσεπάθουν να εισδύσωσιν εις αυτήν. Και τρέμων εκ φρίκης, έβλεπον
ενίοτε αντικρύ μου ένα σκελετόν, όστις ήπλωνε να θερμάνη τας ασάρκους του
χείρας επί του μαγκαλίου, το οποίον έκαιε προ ημών.»
«Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»
«Ήτο φθινόπωρον και ήρχιζεν ήδη να
καλονυκτώνη· ψυχροί πλέον οι άνεμοι εσύριζον δια των αραιών του δάσους δένδρων,
ταράσσοντες τον ριγηλόν ύπνον των ημιγύμνων αυτών κλαδίων, αφ’ ων, κλαυθμηρώς
γογγύζοντα, εστροβιλίζοντο επί του εδάφους αναρίθμητα φύλλα. Κατά τοιαύτας
νύκτας, η εκ διαλειμμάτων όπισθεν θολερών συννέφων προφαίνουσα σελήνη,
αυξάνουσα την αγρίαν μελαγχολίαν της Φύσεως δια των ωχρών, των “νεκροχλώμων”
αυτής επιχρώσεων, αντί να παρηγορήση, πληροί την καρδίαν του οδοιπόρου αορίστων
φόβων και επανειλημμένων φρικιάσεων. Την αγριότητα του ημετέρου ταξειδίου
επηύξανεν η ανώμαλος ταχύτης, μεθ’ ης ο υψηλός ημών ίππος παρήλαυνεν έμπροσθεν
των εκατέρωθεν της οδού αντικειμένων, πριν ή προφθάσω να διακρίνω τα αμφίβολά
των σχήματα προς καθησύχασιν της υπόπτου καρδίας μου. Η διαρκής και επίσημος
σιγή του Θύμιου, το απρομελέτητον της οδοιπορίας, ο σκοπός, δι’ ον αύτη
εγίνετο, ο τρόπος της φανταστικής εκείνης ιππασίας, εν η κατά μεν το ήμισυ
εκρεμάμην από της ζώνης του Θύμιου κατά δε το ήμισυ ελικνιζόμην επί των
οπισθίων του ίππου ―ταύτα πάντα ενώ εκράτουν την παιδικήν μου καρδίαν εν διαρκή
ανησυχίαν, εξήπτον την φαντασίαν μου μέχρι παραισθησίας.
Δεν νομίζω να
ητένισα κατά την νύκτα εκείνην παραδόξους συμπτώσεις νεφών, των μεν επί των δε
φερομένων υπό του ανέμου, χωρίς να τα συμπληρώσω τη βοηθεία του σεληνιακού
φωτός και της προκατειλημμένης φαντασίας εις πελώριον σύμπλεγμα παλαιστών
αγωνιζομένων τον υπέρ των όλων κίνδυνον. Ο είς με το λευκόν και πολύπτυχον
αυτού εσώβρακον ανεμιζόμενον εις τον αέρα, με τα ευρέα, τα κεντητά “μανίκια”
του υποκαμίσου του ήτον αναμφιβόλως ο παππούς μου. Ο έτερος με την μακράν και
λυτήν αυτού κόμην κυμαινομένην, με τας λευκάς επί των ώμων πτέρυγας, με τον
φολιδωτόν του θώρακα περί το στήθος και την φλογίνην ρομφαίαν εις την γυμνήν
δεξιάν του, αυτός ήτο βεβαίως ο άγγελος. ― Τόσας φοράς τον είχον ιδεί επί της
αριστεράς θύρας του αγίου βήματος εν τη εκκλησία του χωρίου μας.
Ο καϋμένος ο
παππούς! Πώς θα τα βγάλη πέρα με τόσον φοβερόν αντίπαλον!..»
Η είδηση πως ο παππούς παλεύει με τον
άγγελο: «Ο παππούς παλεύει
με τον άγγελον! ― Αυτό βεβαίως δεν ήτο καλή δουλειά. Αλλ’ ο παππούς γυρεύει και
μένα ― Αυτό ήτον ακόμη χειρότερο! Αυτό θα ειπή πως ο παππούς μοναχός του δεν
ειμπορεί να τα βγάλη πέρα με τον άγγελο και με καλεί να τον βοηθήσω!», καθιστά
αναγκαία την επιστροφή του παιδιού-αφηγητή στη Βιζύη, σε μια νυχτερινή διαδρομή
που του γεννά φόβο και εξάπτει τη φαντασία του σε σημείο παραισθησίας. Ο
συριγμός του ψυχρού ανέμου, το φως της σελήνης που καλύπτει τα πράγματα μ’ ένα
«νεκρόχλωμο» επίχρισμα, δημιουργούν κλίμα φόβου και επανειλημμένων φρικιάσεων.
Ενώ, επιπλέον, η σκέψη πως ο παππούς δίνει αγώνα με τον άγγελο, ωθούν τη
φαντασία του μικρού παιδιού να βλέπει στους σχηματισμούς των σύννεφων
συμπλέγματα παλαιστών, απ’ τους οποίους ο ένας με το πολύπτυχο σώβρακο και τα
κεντητά μανίκια ήταν ο παππούς, κι ο άλλος με τα μακριά μαλλιά τις λευκές
φτερούγες ήταν ο άγγελος.
Ο φόβος του μικρού παιδιού και τα
τρομακτικά παιχνιδίσματα της φαντασίας του μας παραπέμπουν στο αμάρτημα και
στην πρώτη διανυκτέρευση στην εκκλησία. Εκεί, ο τρόμος που αισθάνεται ο
αφηγητής καθιστά ολοφάνερη την επικράτηση της παιδικής συνείδησης, και
καταγράφεται μέσα από εικόνες παραίσθησης και ψευδαίσθησης.
Το αμυδρό φως των λύχνων τρέπει το
σκοτάδι του υπόλοιπου χώρου ακόμη πιο ύποπτο -όπως το φως της σελήνης στο
παράλληλο κείμενο-, κι αίφνης αρκεί το τρεμάμενο φως της φλόγας ενός καντηλιού
για να φανεί στο μικρό παιδί πως ο άγιος της εικόνας ζωντανεύει και προσπαθεί
να κατέβει απ’ τον τοίχο της εκκλησίας∙ ή ο συριγμός του ανέμου για να τον
κάνει να πιστεύει πως οι νεκροί γύρω απ’ την εκκλησία προσπαθούν ν’ ανέβουν
στους εξωτερικούς της τοίχους για να μπουν μέσα, και πως ένας από αυτούς
μάλιστα απλώνει τα άσαρκα χέρια του για να τα ζεστάνει στο μαγκάλι.
Η απόδοση αυτών των εικόνων, και στα
δύο κείμενα, δίνει εναργέστερα το ευαίσθητο του χαρακτήρα και τους φόβους που
συναντώνται σ’ ένα παιδί, καθιστώντας πιο αληθοφανή την πρόθεση του συγγραφέα
να παρουσιάσει τα γεγονότα όπως τα είδε και τα έζησε ένα μικρό παιδί.
[Ας σημειωθεί πως η παραίσθηση είναι η
αντίληψη που οφείλεται στην παρερμηνεία ενός εξωτερικού ερεθίσματος (ο άγιος
της εικόνας), ενώ ψευδαίσθηση είναι η αντίληψη χωρίς την ύπαρξη κάποιου
εξωτερικού ερεθίσματος (ο σκελετός που απλώνει τα χέρια του).]
«Το αμάρτημα της μητρός μου»
«Αλλ’ όλα παρήρχοντο εις μάτην.
Το παιδίον
εχειροτέρευεν αδιακόπως, και η μήτηρ μας εγίνετο ολονέν αγνώριστος. Ενόμιζες,
ότι ελησμόνησε πως είχε και άλλα τέκνα.
Ποίος μας
έτρεφε, ποίος μας έπλυνε, ποίος μας εμβάλωνεν ημάς τα αγόρια, ούτε ήθελε καν να
το γνωρίζη.
Μία Σοφηδιώτισσα
γραία, προ πολλών ήδη ετών παρισιτούσα εν τω οίκω μας, εφρόντιζε περί ημών, εφ’
όσον τη το επέτρεπεν η μαθουσάλειος αυτής ηλικία.
Την μητέρα μας
δεν την εβλέπομεν ενίοτε ολοκλήρους ημέρας.
...
Ήρχησα λοιπόν να συνέρχωμαι ολίγον κατ’
ολίγον, και ήρχησα να συλλογίζωμαι.
Ανεκάλεσα εις
την μνήμην μου όλας τας προς την μητέρα τρυφερότητας και θωπείας μου.
Προσεπάθησα να ενθυμηθώ μήπως της έπταισα ποτέ, μήπως την αδίκησα, αλλά δεν
ηδυνήθην. Απεναντίας εύρισκον, ότι αφ’ ότου εγεννήθη αυτή η αδελφή μας, εγώ,
όχι μόνον δεν ηγαπήθην, όπως θα το επεθύμουν, αλλά τούτ’ αυτό παρηγκωνιζόμην
ολονέν περισσότερον. Ενθυμήθην τότε, και μοι εφάνη ότι εννόησα, διατί ο πατήρ
μου εσυνείθιζε να με ονομάζη το αδικημένον του. Και με επήρε το παράπονον και
ήρχησα να κλαίω. Ω! είπον, η μητέρα μου δεν με αγαπά και δεν με θέλει! Ποτέ,
ποτέ πλέον δεν πηγαίνω εις την εκκλησίαν! Και διηυθύνθην προς την οικίαν μας,
περίλυπος και απηλπισμένος.»
«Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»
«Ποτέ δεν αμφέβαλον ότι ο παππούς μου
ήτο πολύπειρος, κοσμογυρισμένος άνθρωπος. Αλλ’ οπωσδήποτε επέστρεφον και εγώ
από το μακρότερον ―μετά τον Άγιον Τάφον― ταξείδιον, από την Πόλιν. Είχον ιδεί
τόσα και τόσα πράγματα. Ενόμιζον λοιπόν, ότι έφερον μετ’ εμαυτού αφηγητικήν
ύλην, ικανήν να ενασχολήση επί τινας τουλάχιστον ημέρας την προσοχήν, αν ουχί
τον θαυμασμόν του γέροντος. Αλλ’ ότε τον ήκουσα να προφέρη ούτως ακαταδέκτως
και περιφρονητικώς εκείνο το «Άς τ’ αυτά!», να διακόπτη τα σπουδαιότερά μου
θέματα, ως εάν ήσαν μηδέν δι’ αυτόν, και να αντικαθιστά ταύτα δι’ ιδίων τόσον
θαυμαστών, τόσον αγνώστων εις εμέ διηγημάτων, έπαιξα κατησχυμένος υπό το
μέγεθος της ανεξαντλήτου κοσμογνωσίας αυτού και δεν ετόλμησα πλέον να είπω
τίποτε.
....
― Και τα πράγματα, που είδες παππού,
και ξεύρεις; ― ηρώτησα εγώ τότε εν μεγίστη απορία. ― Στην χώρα που ψήν’ ο ήλιος
το ψωμί εκεί κοντά που ζουν οι Σκυλοκέφαλοι, πότε επήγες, παππού;
― Ω! είπεν εκείνος
τότε. Αυτού, ψυχή μου, δεν επήγα· με τ’ αφηγήθηκε η γιαγιά μου, όταν μ’
εμάθαινε να πλέκω.
― Και στης θάλασσας
τον αφαλό, παππού, που βγαίνει η Φώκια και πιάνει τα καράβια, και τα ρωτά για
τον Αλέξανδρο τον βασιλέα; Κ’ εκεί δεν επήγες;
― Όχι, ψυχή μου! Κι
αυτό με τ’ αφηγήθηκ’ η γιαγιά μου.
― Και στο σπήλαιο,
παππού, που είν’ η Μάγισσα, που μαρμαρώνει τους ανθρώπους, κ’ εκεί δεν επήγες;
― Όχι, ψυχή μου! Η
γιαγιά μου, με τ’ αφηγήθηκε, η γιαγιά μου.
Απερίγραπτος είναι η
αύξουσα έντασις της απογοητεύσεώς μου ανά πάσαν αυτού απόκρισιν. Όλη λοιπόν η
μεγάλη εκείνη ιδέα μου περί των ταξειδίων του παππού, όλη μου η προς αυτόν
υπόληψις κ’ εμπιστoσύνη δια την κοσμογνωσίαν και πολυπειρίαν του περιωρίζετο
έξαφνα εις τας διηγήσεις, δηλαδή τα παραμύθια, τα οποία ήκουσεν από την μάμμην
του, καθ’ ον χρόνoν είχε την αφέλειαν να πιστεύη ο πτωχός και το ότι ήτο
θηλυκού και ουχί αρσενικού γένους! Απελπισία και αγανάκτησις κατείχε την
καρδίαν μου.»
Η μητέρα και ο παππούς είναι δύο πολύ σημαντικά
πρόσωπα στη ζωή του μικρού παιδιού.
Η αγάπη και η αφοσίωση που τους έχει είναι απεριόριστη, όπως άλλωστε και η
εμπιστοσύνη του στη δική τους αγάπη, στο κύρος και στην ειλικρίνειά τους. Αποτελούν,
επομένως, δύο πολύτιμες σταθερές, δύο σημεία αναφοράς για την ύπαρξη του μικρού
παιδιού, αλλά και για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της ψυχολογίας του.
Ωστόσο, και στα δύο κείμενα, καθίσταται σαφές πως το πέρασμα του μικρού παιδιού
απ’ την παιδική αθωότητα στη σταδιακή ωρίμανση επιτυγχάνεται μέσα απ’ την
αποκαθήλωση και την αποδόμηση των δύο αυτών προτύπων.
Η μητέρα, για την οποία ο αφηγητής
θεωρεί πως αγαπά με τον ίδιο τρόπο όλα της τα παιδιά, αδιαφορεί ολοένα και
περισσότερο για τα αγόρια της στρέφοντας την προσοχή και το ενδιαφέρον της προς
την άρρωστη Αννιώ. Φτάνει, μάλιστα, στο σημείο να προσφέρει τον Γιωργή στον Θεό
ως αντάλλαγμα για την άρρωστη αυτή κόρη. Έρχεται, έτσι, το παιδί-αφηγητής
αντιμέτωπο με τη σκληρή συνειδητοποίηση πως η μητέρα του, όχι μόνο δεν έχει την
ίδια αγάπη για όλα της τα παιδιά, αλλά πολύ περισσότερο είναι πρόθυμη ακόμη και
να στερηθεί την ύπαρξη του ίδιου για χάρη της Αννιώς. Καθώς συνδυάζει στη σκέψη
του την αδιαφορία της μητέρας με την προσευχή και το αίτημά της προς τον Θεό, η
εμπιστοσύνη του σε αυτήν και στα συναισθήματά της κλονίζεται πικραίνοντας το
μικρό παιδί.
Αντιστοίχως, η εντύπωση πως ο παππούς
έχει κάνει πολλά και σημαντικά ταξίδια, και πως είναι ένας πολύπειρος άνθρωπος,
δεν επαρκεί για να καλύψει την απογοήτευσή του παιδιού απ’ την αδιαφορία που
δείχνει ο γέροντας στις διηγήσεις του από την Πόλη. Το μικρό παιδί αρχίζει να
απογοητεύεται από τη στάση του παππού, μέχρι που μαθαίνει από την εξομολόγησή
του πως στην πραγματικότητα δεν έχει κάνει κανένα από αυτά τα ταξίδια που του
διηγούταν, και πως όλα όσα του έλεγε τα είχε ακούσει απ’ τη δική του γιαγιά
όταν κι εκείνος ήταν μικρός.
Το μικρό παιδί συνειδητοποιεί ξαφνικά
πως όλα όσα πίστευε ως αληθινά μέχρι τότε δεν ήταν παρά μυθεύματα και
παραμύθια, κι ακόμη περισσότερο πως ο παππούς του που τόσο τον θαύμαζε δεν είχε
ζήσει τίποτε απ’ όσα εκπληκτικά του περιέγραφε. Ο παππούς είχε περάσει τη ζωή
του αρχικά νομίζοντας πως είναι κορίτσι -πρωτοβουλία των γονιών του για
να τον διαφυλάξουν απ’ το παιδομάζωμα των Τούρκων-, κι ύστερα δέσμιος της πολύ
ισχυρότερης και πολύ δυναμικότερης γυναίκας του, αφήνοντας εκείνη να κάνει όλα
τα ταξίδια που ο ίδιος επιθύμησε και σχεδίασε. Ακόμη και το ταξίδι της γιαγιάς
στους Άγιους Τόπους, για το οποίο γίνεται αναφορά στο αμάρτημα, ήταν
προορισμένο να γίνει από τον παππού.
Το παιδί-αφηγητής έρχεται αντιμέτωπο με
την ανειλικρίνεια και τα λάθη των πιο αγαπημένων του ανθρώπων, μαθαίνοντας με
πικρό τρόπο πως η ζωή και οι άνθρωποι δεν είναι όπως τους νόμιζε. Μια πρόγευση
της πραγματικότητας που το ωθούν στην ωρίμανση και στην απώλεια της παιδικής
του αθωότητας και τυφλής εμπιστοσύνης.
«Το αμάρτημα της μητρός μου»
«Και με έβαλε να γονατίσω πλησίον της.
– Έλα πατέρα –
να με πάρης εμένα – για να γιάνη το Αννιώ! – ανεφώνησα εγώ διακοπτόμενος υπό
των λυγμών μου. Και έρριψα επί της μητρός μου παραπονετικόν βλέμμα, διά να τη
δείξω πως γνωρίζω, ότι παρακαλεί ν’ αποθάνω εγώ αντί της αδελφής μου. Δεν
ησθανόμην ο ανόητος ότι τοιουτοτροπόπως εκορύφωνα την απελπισίαν της! Πιστεύω
να μ’ εσυγχώρησεν. Ήμην πολύ μικρός τότε, και δεν ηδυνάμην να εννοήσω την
καρδίαν της.»
«Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»
«Αλλά λοιπόν αι κακουχίαι και τα
βάσανα, όσα υπέστην, και όσα έμελλον να υποστώ, με την γλυκείαν ελπίδα, να
επιστρέψω ποτέ εις το χωρίον με μίαν βασιλοπούλαν εις το πλευρόν μου, επήγαινεν
εις τα χαμένα; επήγαν δια τίποτε; Καλά, παππού! Αν με διης και σύ ποτε να
ξαναπιάσω βελόνι, πες πως είμαι θηλυκός και δεν το ξεύρω!
Και τον ενδιάθετον
τούτον λόγον ητοιμαζόμην να προφέρω, ελέγχων συγχρόνως τον παππούν, διότι
έγεινεν αιτία να υπάγω εις την Πόλιν να κακουχηθώ επί ματαίω. Αλλ’ ότε, υψώσας
τους οφθαλμούς, είδον τον παππούν με το ονειροπολούν αυτού βλέμμα διαρκώς
προσηλωμένον μακράν επί της κoρυφής του κωνοειδούς εκείνου χώματος, από του
οποίου ήλπισέ ποτε να εισέλθη εις τα ουράνια, δεν ηξεύρω ποία μυστηριώδης
δύναμις εδέσμευσε την φωνήν επί της γλώσσης μου.»
Η πικρία κι η απογοήτευση που
αισθάνεται το παιδί-αφηγητής απέναντι στ’ αγαπημένα του πρόσωπα, θα εκδηλωθεί
με διαφορετικό τρόπο στα δύο διηγήματα.
Έτσι, στο αμάρτημα το μικρό παιδί θα θελήσει να πληγώσει τη μητέρα του
προσευχόμενο στον νεκρό του πατέρα να έρθει να τον πάρει για να σωθεί η Αννιώ∙
κάτι για το οποίο μετάνιωσε αργότερα, όταν ως ενήλικας πια είχε μάθει κι είχε
καταλάβει τα κίνητρα της μητέρας του. Ενώ, στο μόνον της ζωής του ταξείδιον, παρόλο
που θέλει να εκφράσει στον παππού του την αγανάκτησή του που με ψευδείς
υποσχέσεις τον είχε ωθήσει να πάει στην Κωνσταντινούπολη και να ταλαιπωρείται
-με την ελπίδα πως τάχα θα γύριζε πίσω έχοντας πλάι του μια βασιλοπούλα-
τελευταία στιγμή συγκρατείται και δεν λέει τίποτα. Θέλει να του πει πως δεν
πρόκειται ποτέ πια να πιάσει στα χέρια του βελόνα, ωστόσο βλέποντας το
ονειροπόλο βλέμμα του παππού και συναισθανόμενος πως ο αγαπημένος γέροντας έχει
ήδη περάσει μια ζωή ανέλπιστων στερήσεων και απογοητεύσεων, κατανοεί πως είναι
μάταιο να του εκφράσει και τα δικά του παράπονα.
Η πλήρης συγχώρεση για την αδιανόητη
τότε σκληρότητα της μητέρας θα αργήσει να έρθει, και θα χρειαστεί μια ειλικρινή
εξομολόγηση από μέρους της, όπως αυτή που προσέφερε ο παππούς στο παιδί-αφηγητή.
Αντιθέτως, η συγχώρεση για τον παππού κι η κατανόηση για τα δικά του κίνητρα
επήλθε νωρίς, καθώς ο γέροντας δεν δίστασε, έστω και στο κλείσιμο της ζωής του,
να μιλήσει με ειλικρίνεια στο παιδί και να του αποκαλύψει την έκταση των δικών
του διαψεύσεων και τον καημό για τα δικά του ανεκπλήρωτα ταξίδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου