Rachel Baran
Κωνσταντίνος Καβάφης «Άγε, ω βασιλεύ
Λακεδαιμονίων»
Δεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια
ο κόσμος να την δει να κλαίει και να
θρηνεί·
και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή.
Τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της
απ’ τον καϋμό και τα τυράννια της.
Μα όσο και νάναι μια στιγμή δεν βάσταξε·
και πριν στο άθλιο πλοίο μπει να πάει
στην Aλεξάνδρεια,
πήρε τον υιό της στον ναό του
Ποσειδώνος,
και μόνοι σαν βρεθήκαν τον αγκάλιασε
και τον ασπάζονταν, «διαλγούντα», λέγει
ο Πλούταρχος, «και συντεταραγμένον».
Όμως ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισε·
και συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα
είπε στον Κλεομένη «Άγε, ω βασιλεύ
Λακεδαιμονίων, όπως, επάν έξω
γενώμεθα, μηδείς ίδη δακρύοντας
ημάς μηδέ ανάξιόν τι της Σπάρτης
ποιούντας. Τούτο γαρ εφ’ ημίν μόνον·
αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ,
πάρεισι.»
Και μες στο πλοίο μπήκε, πηαίνοντας
προς το «διδώ».
[1929]
Ο Καβάφης δίνει εδώ ένα ακόμη εξαίρετο
ποίημα πολιτικής επανερχόμενος στην ιστορία της
Κρατησίκλειας (Εν Σπάρτη), της μητέρας του
Σπαρτιάτη βασιλιά Κλεομένη Γ΄. Το ποίημα είναι ιστοριογενές -βασίζεται δηλαδή
σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα- και αναδεικνύει την αξιοπρέπεια με την
οποία η Κρατησίκλεια υπομένει για χάρη της πατρίδας της, την προοπτική της
οικειοθελούς ομηρίας της στην Αίγυπτο.
Η Κρατησίκλεια γνωρίζει πως η πατρίδα
της χρειάζεται στρατιωτική βοήθεια, κι εφόσον ο Πτολεμαίος Γ΄ της Αιγύπτου
θέτει ως όρο για την παροχή της, να μεταβούν εκείνη και τα εγγόνια της ως
όμηροι στην Αίγυπτο, δεν διστάζει να το αποδεχτεί, όσο κι αν συναισθάνεται τον
κίνδυνο που ελλοχεύει. Η προθυμία της «θαυμάσιας» αυτής γυναίκας να θέσει τον
εαυτό της στην υπηρεσία της πατρίδας της, αλλά και η αξιοπρέπεια με την οποία
αντιμετωπίζει τον πόνο του αποχωρισμού απ’ το γιο της, όπως και το φόβο για τη
ζωή τη δική της και των εγγονιών της, αναγνωρίζονται από τον Καβάφη ως ιδανικά
στοιχεία συμπεριφοράς ενός άξιου ηγετικού προσώπου.
Δεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια
ο κόσμος να την δει να κλαίει και να
θρηνεί∙
και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή.
Τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της
απ’ τον καϋμό και τα τυράννια της.
Ο Καβάφης θέλοντας να παρουσιάσει το
επιθυμητό πρότυπο συμπεριφοράς και αντίληψης ενός ηγέτη, επιλέγει -όχι τυχαία- την
Κρατησίκλεια, μιας κι η αγέρωχη αυτή Σπαρτιάτισσα συγκεντρώνει όλα τα άριστα
στοιχεία ενός πολιτικού προσώπου. Γνωρίζει πως πρέπει πάντοτε να θέτει το καλό
της πατρίδας πάνω απ’ τις δικές της ανάγκες ή επιθυμίες, κι είναι γι’ αυτό
έτοιμη ν’ αποχωριστεί για πάντα το γιο της, και ίσως να συνοδεύσει τα εγγόνια
της στον τόπο του θανάτου τους (όπως και έγινε τελικά)∙ γνωρίζει πως το όφελος
των συμπατριωτών της είναι σημαντικότερο απ’ τους δικούς της πόνους και τις
δικές της στεναχώριες, γιατί εκείνη δεν είναι ένας απλός πολίτης, αλλά η μητέρα
του βασιλιά. Γνωρίζει, συνάμα, πως ένας
ηγέτης δεν μπορεί να απαιτεί από τους πολίτες θυσίες και γενναιότητα, όταν ο
ίδιος δεν είναι πρόθυμος να δείξει με το παράδειγμά του πως είναι έτοιμος να
θυσιαστεί και να αγωνιστεί για την πατρίδα του. Γνωρίζει πως το να είσαι ηγέτης
σημαίνει πρώτα απ’ όλα πως έχεις περισσότερες ευθύνες από τους άλλους και όχι
περισσότερα προνόμια, όπως νομίζει η πλειονότητα των εκφυλισμένων πολιτικών.
Η Κρατησίκλεια θέλει το παράδειγμά της
να σταθεί σημείο αναφοράς για τους συμπολίτες της, γι’ αυτό και παρά τον πόνο
που αισθάνεται δεν επιτρέπει στον εαυτό της να λυγίσει μπροστά στον κόσμο. Έχει
πλήρη συναίσθηση της σημασίας που δίνουν οι πολίτες στη δική της στάση, και
γνωρίζει καλά πως ένα δικό της δείλιασμα θα είχε εξαιρετικά αρνητικό αντίκτυπο
στην ψυχολογία του λαού της Σπάρτης. Υπομένει, έτσι, με αξιοθαύμαστη ψυχική
δύναμη τους δικούς της φόβους και προκαλεί δέος με την ψυχραιμία και τη
μεγαλοπρέπειά της.
Μα όσο και νάναι μια στιγμή δεν βάσταξε∙
και πριν στο άθλιο πλοίο μπει να πάει
στην Aλεξάνδρεια,
πήρε τον υιό της στον ναό του
Ποσειδώνος,
και μόνοι σαν βρεθήκαν τον αγκάλιασε
και τον ασπάζονταν, «διαλγούντα», λέγει
ο Πλούταρχος, «και συντεταραγμένον».
Ο Καβάφης αντιμετωπίζει την
Κρατησίκλεια με μεγάλο σεβασμό, κι αυτό γίνεται αντιληπτό απ’ την απουσία της γνωστής ειρωνικής
χροιάς του λόγου του. Ακόμη και τη στιγμιαία της λιποψυχία την αντικρίζει με
συμπάθεια, καθώς κατανοεί την ένταση και την τραγικότητα όσων εκείνη βίωνε κατά
την αποχώρησή της απ’ τη Σπάρτη. Επρόκειτο, άλλωστε, για μια προσωπική στιγμή
με το γιο της, μακριά απ’ τα βλέμματα των πολιτών, και άρα μια δίκαια
κερδισμένη έκφραση ανθρώπινης αδυναμίας.
Ο ποιητής αντλεί αυτούσια παραθέματα
από τον Βίο Κλεομένους του Πλουτάρχου, τιμώντας αφενός την πηγή του, και φανερώνοντας αφετέρου ένα
καίριο γνώρισμα του ποιητικού του λόγου και των προθέσεών του∙ ζητούμενο για
τον Καβάφη δεν είναι η σύνθεση έξοχα λυρικών στίχων, αλλά η μετάδοση
συγκεκριμένων και, κατά τον ίδιο, εξαιρετικά σημαντικών μηνυμάτων. Ο ποιητής
έχει διατρέξει την ιστορία για να εντοπίσει το ιδανικό πρότυπο ηγέτη και αυτό
ακριβώς θέλει να παρουσιάσει. Η
προσοχή πρέπει να δοθεί στην Κρατησίκλεια και
όχι στις υποτιθέμενες δικές του ποιητικές αρετές, γι’ αυτό και ο δικός του λόγος
υποχωρεί και τα γεγονότα
δίνονται σταδιακά μέσα από την ιστορία του Πλουτάρχου. Ο Καβάφης δεν επιδιώκει
να αναδείξει τον εαυτό του και τις λεκτικές και συνθετικές του ικανότητες∙
θέλει να παρουσιάσει ποια είναι η ιδανική συμπεριφορά ενός πολιτικού ηγέτη.
Στον αντίποδα των ποιητών που δείχνουν
την άνεσή τους σε όλα τα πιθανά μέτρα και ρυθμούς, πετυχαίνουν εξαίρετες
ομοιοκαταληξίες και συνθέτουν έξοχα δείγματα λυρικού λόγου, ο Καβάφης αντιπαραθέτει μια ποίηση
που βασίζεται στην ουσία του μεταδιδόμενου συλλογισμού. Ενώ, αντίστοιχα, σε
αντίθεση μ’ εκείνους τους ποιητές που εμπλέκονται με το επικαιρικό στοιχείο και
θυσιάζουν τη μετάδοση των σκέψεών τους στην επικριτική διάθεση ενός
προκατειλημμένου κοινού (με τις δικές του πεποιθήσεις, αρέσκειες και
απαρέσκειες), ο Καβάφης μεταθέτει τα γραφόμενά του σε πολύ παλαιότερες
ιστορικές περιόδους, εκμηδενίζοντας έτσι τυχόν πολιτικές αγκιστρώσεις και
προσωπικές εμπάθειες των αναγνωστών του.
Με ευφυή τρόπο ο Καβάφης δεν επικρίνει
τους πολιτικούς της εποχής του, δεν εμπλέκεται σε αδιέξοδες κρίσεις και
αντιπαραθέσεις, ούτε κοπιάζει
μάταια να αλλάξει τις ήδη διαμορφωμένες απόψεις των συγκαιρινών του για πρόσωπα
και καταστάσεις. Τους δίνει, ωστόσο, θετικά και αρνητικά πρότυπα από το
παρελθόν και εμμέσως τους ωθεί να βρουν τις αναλογίες με τη δική τους εποχή,
και με την ποιότητα των πολιτικών προσώπων της επικαιρότητας.
Η Κρατησίκλεια είναι μητέρα, γι’ αυτό
και σπεύδει ν’ αγκαλιάσει και να φιλήσει το γιό της που βρισκόταν σε μεγάλη
οδύνη (διαλγούντα), είναι όμως κι ένα πολιτικό πρόσωπο, γι’ αυτό και παλεύει με
τον προσωπικό της πόνο και σύντομα συνέρχεται.
Όμως ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισε∙
και συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα
είπε στον Κλεομένη «Άγε, ω βασιλεύ
Λακεδαιμονίων, όπως, επάν έξω
γενώμεθα, μηδείς ίδη δακρύοντας
ημάς μηδέ ανάξιόν τι της Σπάρτης
ποιούντας. Τούτο γαρ εφ’ ημίν μόνον∙
αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ,
πάρεισι.»
Και μες στο πλοίο μπήκε, πηαίνοντας
προς το «διδώ».
«Έλα, βασιλιά των Λακεδαιμονίων, ώστε,
όταν βγούμε, κανείς να μη μας δει δακρυσμένους ή να κάνουμε κάτι ανάξιο της
Σπάρτης. Τούτο μόνο είναι στο χέρι μας. Όσο για τις τύχες μας, μας παραστέκουν
όπως δώσει ο θεός.»
Η Κρατησίκλεια απευθυνόμενη στον γιο
της με τον τίτλο του (βασιλιά των Λακεδαιμονίων), του υπενθυμίζει την
ιδιαιτερότητα της θέσης του, και άρα την υποχρέωσή του να φανεί δυνατός, όσο κι
αν πονά, όσο κι αν στεναχωριέται που αποχωρίζεται τη μητέρα και τα παιδιά του.
Δεν πρέπει κανείς να μας δει δακρυσμένους
ή να κάνουμε κάτι ανάξιο της Σπάρτης, λέει η Κρατησίκλεια, και φανερώνει έτσι όλη την αξιοπρέπεια και
την ψυχική της δύναμη απέναντι σε ό,τι αποτελεί για την ίδια μια τραγική
απώλεια. Μπορεί να μην έχουμε, σχολιάζει, τον έλεγχο όσων συμβαίνουν, τον έλεγχο
της τύχης μας -καθώς αυτά μας τα δίνει κατά πως θέλει ο θεός- αλλά είναι
απολύτως δική μας υπόθεση το πώς θα αντιδράσουμε απέναντι στα γεγονότα.
Το αν η Κρατησίκλεια οδεύει προς το
θάνατό της, αυτό το γνωρίζει μόνο ο θεός, το
αν όμως θα φερθεί, όπως αρμόζει σε μέλος της βασιλικής οικογένειας, αυτό
εξαρτάται μόνο από την ίδια.
Ο αυτοσεβασμός και ο αυτοέλεγχος
μπροστά στις στιγμές του ολέθρου∙ η διατήρηση δηλαδή της πολύτιμης
αξιοπρέπειας, που με εμφατικό τρόπο τονίζεται από τον Καβάφη προς τον Αντώνιο (Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον), για
την Κρατησίκλεια είναι κάτι το δεδομένο. Η Σπαρτιάτισσα Κρατησίκλεια -μητέρα
ενός βασιλιά- γνωρίζει, όσο κανείς, πόσο σημαντικό είναι για ένα πολιτικό
πρόσωπο, αλλά και για κάθε άνθρωπο, να αντιμετωπίζει με εγκαρτέρηση τις
δυσκολίες της ζωής και να μην εκθέτει τον εαυτό του με ανώφελα ξεσπάσματα.
Αντιλαμβάνεται πως ίσως να μην ξαναδεί το γιο της, αντιλαμβάνεται πως ίσως
σύντομα χάσει τη ζωή της, αλλά τίποτε από αυτά δεν είναι ικανό να την κάνει να
φανεί αδύναμη και αναξιοπρεπής μπροστά στους πολίτες της Σπάρτης. Τα κλάματα
και ο θρήνος δεν μπορούν να ωφελήσουν σε τίποτα την ίδια, μπορούν, αντιθέτως,
να κλονίσουν το ηθικό των συμπατριωτών της, κι αυτό θα ήταν κάτι το τελείως
απαράδεκτο για την Κρατησίκλεια, διότι έτσι θα είχε προδώσει την πατρίδα της και
θα είχε αμαυρώσει το βασιλικό της γένος.
Το μόνο, λοιπόν, που είναι στο χέρι μας
είναι το πώς αντιδρούμε απέναντι στα γεγονότα∙ το αν διαφυλάττουμε ή όχι την
αξιοπρέπειά μας. Κι η θέση του Καβάφη είναι ως προς αυτό ξεκάθαρη∙ τίποτε
και καμία απώλεια, όσο σημαντική κι αν είναι, δεν πρέπει να μας εξωθεί σε
αναξιοπρεπείς συμπεριφορές. Ακόμη κι αν δεν μπορούμε να κάνουμε τη ζωή μας,
όπως τη θέλουμε, ακόμη κι αν δεν μπορούμε να πετύχουμε τους στόχους μας ή να
διασώσουμε εκείνα για τα οποία έχουμε αγωνιστεί μια ζωή, μπορούμε τουλάχιστον
να διαφυλάξουμε την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό μας.
Η Κρατησίκλεια αποχωρεί από τη Σπάρτη
πηγαίνοντας στη χώρα, όπου λίγο καιρό μετά θα εκτελεστεί μαζί με τα εγγόνια της∙ αποχωρεί, όμως,
χωρίς να επιτρέψει σε κανέναν να αμφισβητήσει την αφοσίωσή της στην πατρίδα της
και τη δύναμη του χαρακτήρα της∙ αποχωρεί έχοντας διατηρήσει ακέραια την
υπερηφάνεια της, κι έχοντας θέσει ένα άριστο παράδειγμα ήθους στους
συμπατριώτες της.
Ιστορικό πλαίσιο
Στην πόλη των Λακεδαιμονίων, ο βασιλιάς
Κλεομένης Γ΄ είχε ανακινήσει και πάλι -όπως παλαιότερα ο Άγις- το πρόβλημα του
αναδασμού της γης προσπαθώντας να εξασφαλίσει αφοσιωμένους οπαδούς μεταξύ των
περιοίκων. Στην πραγματικότητα μια βαθιά κοινωνική μεταρρύθμιση είχε γίνει πια
αναπόφευκτη για τη Σπάρτη. Οι σοβαρές απώλειες σε γόνιμα εδάφη που είχε υποστεί
-η Μεσσηνία είχε ήδη χαθεί από την εποχή του Επαμεινώνδα και η Κυνουρία της
είχε αφαιρεθεί από τον Φίλιππο Β- και η έντονη μείωση των ελεύθερων πολιτών της
λακωνικής πολιτείας- στα 479 π.Χ. ο αριθμός τους έφτανε τις 8000, ενώ στα μέσα
του 3ου αιώνα δεν
ξεπερνούσε τους 700, και από αυτούς περίπου μόνο εκατό διέθεταν έγγειο
ιδιοκτησία και είχαν κατά συνέπεια τη δυνατότητα να ασκούν τα πολιτικά τους
δικαιώματα- είχαν οξύνει τόσο τις μεταξύ φτωχών και πλουσίων αντιθέσεις, ώστε
μόνο μια γενναία μεταρρύθμιση των πραγμάτων θα μπορούσε να εξουδετερώσει όλες
τις δυσκολίες. Ο βασιλιάς Κλεομένης είχε σαφή συνείδηση του ότι τα
μεταρρυθμιστικά του σχέδια θα προσέκρουαν στη σφοδρή αντίθεση των εφόρων. Έτσι δεν
του απέμενε παρά μόνο το πραξικόπημα. Το 227 π.Χ. έβαλε και σκότωσαν όλους τους
εφόρους, κατήργησε την αρχή τους, η οποία δεν περιλαμβανόταν στη λυκούργειο
νομοθεσία, και εξόρισε 80 από τους πιο διακεκριμένους Σπαρτιάτες
μεγαλογαιοκτήμονες. Η επαναφορά του παλαιού καθεστώτος που αντιπροσωπευόταν από
τους νόμους του Λυκούργου και η αναβίωση της σπαρτιάτικης πολεμικής ζωής είχαν
απώτερο σκοπό την αύξηση της μαχητικής δυνάμεως του κράτους∙ η εφαρμογή δε του
εσω-πολιτικού προγράμματος ήταν η προϋπόθεση για τη δραστηριοποίηση της
εξωτερικής σπαρτιατικής πολιτικής, της οποίας στόχος θα ήταν η επιβολή της
λακωνικής ηγεμονίας στην Πελοπόννησο.
Για να ανακόψει ο Σικυώνιος Άρατος
-στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας από το 245 π.Χ.- έκανε, ως υπεύθυνος
πολιτικός ηγέτης της Αχαϊκής συμπολιτείας (που είχε ιδρυθεί από το 280 π.Χ.),
μια μεγάλη στροφή στην εξωτερική πολιτική του. Με τίμημα την επιστροφή της
Κορίνθου, που είχε καταληφθεί τότε από τον Κλεομένη, στους Μακεδόνες, έκλεισε,
σαν στρατηγός αυτοκράτωρ, μιαν επίσημη συνθήκη με τον Αντίγονο Δώσωνα (225
π.Χ.).
Κατά τον αγώνα του εναντίον του
Κλεομένους Γ΄, ο Αντίγονος Δώσων σύντομα σημείωσε σοβαρές επιτυχίες. Η Τεγέα, ο
Ορχομενός, η Μαντίνεια περιήλθαν σε αυτόν (223 π.Χ.). Ο αγώνας για την ηγεμονία
στην Πελοπόννησο κρίθηκε με τη μάχη της Σελλασίας (καλοκαίρι του 222). Κατ’
αυτήν νικήθηκαν οι υπό τον Κλεομένη Σπαρτιάτες από τους Μακεδόνες και τους
συμμάχους τους. Ο βασιλιάς Αντίγονος μπήκε σαν νικητής στην Σπάρτη, της οποίας
το έδαφος πατήθηκε για πρώτη φορά στην μακραίωνη ιστορία της από έναν
κατακτητή. Ο Κλεομένης δραπέτευσε στην Αίγυπτο, οι μεταρρυθμίσεις του
παραμερίστηκαν, ο βασιλικός θρόνος έμεινε κενός. Η Σπάρτη έγινε μέλος της
πανελλήνιας συμμαχίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου