Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Κωνσταντίνος Καβάφης «Βυζαντινός Άρχων, εξόριστος, στιχουργών»


Caras Ionut

Κωνσταντίνος Καβάφης «Βυζαντινός Άρχων, εξόριστος, στιχουργών»

Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν.
Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε
επιμελέστατος. Και θα επιμείνω,
ότι κανείς καλλίτερά μου δεν γνωρίζει
Πατέρας ή Γραφάς, ή τους Κανόνας των Συνόδων.
Εις κάθε αμφιβολίαν του ο Βοτανειάτης,
εις κάθε δυσκολίαν στα εκκλησιαστικά,
εμένα συμβουλεύονταν, εμένα πρώτον.
Αλλά εξόριστος εδώ (να όψεται η κακεντρεχής
Ειρήνη Δούκαινα), και δεινώς ανιών,
ουδόλως άτοπον είναι να διασκεδάζω
εξάστιχα κι οκτάστιχα ποιών—
να διασκεδάζω με μυθολογήματα
Ερμού, και Aπόλλωνος, και Διονύσου,
ή ηρώων της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου·
και να συνθέτω ιάμβους ορθοτάτους,
όπως —θα μ’ επιτρέψετε να πω— οι λόγιοι
της Κωνσταντινουπόλεως δεν ξέρουν να συνθέσουν.
Αυτή η ορθότης, πιθανόν, είν’ η αιτία της μομφής.

Το πρωταγωνιστικό πρόσωπο του ποιήματος είναι φανταστικό, ωστόσο η δράση του τοποθετείται ιστορικά ανάμεσα στη βασιλεία του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη (1078-1081) και του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (1081-1118).

Ο Καβάφης θέτει για μια ακόμη φορά στο επίκεντρο την αξία της ποιητικής τέχνης και υποδεικνύει -με τον δικό του ειρωνικό τρόπο- πως η ποίηση δεν είναι απλώς μια ενασχόληση για να περνάει η ώρα, όπως την αντιμετωπίζει ο φανταστικός Βυζαντινός άρχοντας του ποιήματος.
Όπως στο ποίημα «Ο Δαρείος» τίθεται υπό έλεγχο η πρόθεση του φανταστικού ποιητή Φερνάζη να χρησιμοποιήσει την τέχνη του ως μέσο κολακείας για να διασφαλίσει την προσωπική του ανάδειξη, αναλόγως κι εδώ ο Καβάφης επιφυλάσσει μια άκρως ειρωνική αντιμετώπιση για τον εξόριστο άρχοντα που θεωρεί πως η ποίηση -στην περίπτωσή του η στιχουργία, μιας και δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι συνθέτει πραγματική ποίηση- είναι μια ενασχόληση για να ξεγελά την ανία του.

«Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν.
Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε
επιμελέστατος.»

Το ποίημα ξεκινά με την αντίδραση του εξόριστου άρχοντα στα σχόλια που γίνονται εις βάρος του. Η απάντησή του, μάλιστα, κι ιδίως ο σχεδόν αποφθεγματικός πρώτος στίχος, φανερώνουν τη γνώση του ποιητή για την τάση των ανθρώπων να κρίνουν τους άλλους συχνά με μόνο γνώμονα τη δική τους εμπειρία κι εν τέλει τη δική τους υπόσταση. Κι αν λάβουμε τον πρώτο στίχο ως έμμεση απάντηση του ίδιου του Καβάφη στους «φθονερούς επικριτές» του, τότε είναι προφανές ότι οι ελαφροί θα τον θεωρούσαν ελαφρύ, μιας και δεν μπορούσαν να αντιληφθούν πλήρως το νόημα των έργων και των λόγων του.
Ωστόσο, τα λόγια αυτά ανήκουν στον Βυζαντινό άρχοντα και εκφράζουν τη δική του στάση απέναντι στους επικριτές του, γεγονός που μας ωθεί να εξετάσουμε το δικό του έργο –το οποίο και χαρακτηρίζεται ως ελαφρύ. Όπως, λοιπόν, παραδέχεται ο εξόριστος άρχοντας, αφού βαριέται φρικτά (δεινώς ανιών) διασκεδάζει συνθέτοντας μυθολογήματα. Άρα, το ποιητικό του έργο, πράγματι δεν του διασφαλίζει την επιθυμητή εικόνα σοβαρότητας, γι’ αυτό και σπεύδει να συμπληρώσει πως στα σοβαρά πράγματα υπήρξε πάντοτε επιμελής.

«Και θα επιμείνω,
ότι κανείς καλλίτερά μου δεν γνωρίζει
Πατέρας ή Γραφάς, ή τους Κανόνας των Συνόδων.
Εις κάθε αμφιβολίαν του ο Βοτανειάτης,
εις κάθε δυσκολίαν στα εκκλησιαστικά,
εμένα συμβουλεύονταν, εμένα πρώτον.»

Το καύχημα του Βυζαντινού άρχοντα είναι πως γνώριζε καλύτερα απ’ όλους τα ιερά κείμενα και τους Κανόνες των Συνόδων, γι’ αυτό και ο αυτοκράτορας κάθε φορά που είχε κάποια δυσκολία στα εκκλησιαστικά θέματα συμβουλευόταν εκείνον πρώτα. Εντούτοις, ο τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να υπερασπιστεί τη βαθιά του γνώση και την εμπιστοσύνη που του έδειχνε ο αυτοκράτορας, αποκαλύπτουν έναν άνθρωπο υπερφίαλο, του οποίου οι διαβεβαιώσεις δεν μπορούν να εκληφθούν ως αναγκαία έγκυρες (Και θα επιμείνω... εμένα συμβουλεύονταν, εμένα πρώτον).

«Αλλά εξόριστος εδώ (να όψεται η κακεντρεχής
Ειρήνη Δούκαινα), και δεινώς ανιών,
ουδόλως άτοπον είναι να διασκεδάζω
εξάστιχα κι οκτάστιχα ποιών—
να διασκεδάζω με μυθολογήματα
Ερμού, και Aπόλλωνος, και Διονύσου,
ή ηρώων της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου∙»

Παρόλη, όμως, τη γνώση του, και παρά την εμπιστοσύνη που του έδειχνε ο Βοτανειάτης (ίσως τελικά εξαιτίας αυτής της εμπιστοσύνης), εξορίστηκε από την Βασιλεύουσα, με επιμονή της Ειρήνης Δούκαινας, της συζύγου του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, ο οποίος διαδέχτηκε στον θρόνο τον Νικηφόρο Γ΄ Βοτανειάτη.
Η αναφορά στην κακεντρέχεια της Ειρήνης Δούκαινας, στην οποία και αποδίδει ο άρχοντας αυτός την εξορία του, δεν λαμβάνει περαιτέρω εξηγήσεις. Μας φέρνει, όμως, στη σκέψη την παράδοξη στάση που κράτησε αργότερα η σύζυγος του αυτοκράτορα, όταν κατά τη δική του διαδοχή, αντί να υποστηρίξει τον γιο της και μετέπειτα αυτοκράτορα, Ιωάννη Β΄ Κομνηνό, συμμετείχε στην ανεπιτυχή συνωμοσία που οργάνωσε η κόρης της, Άννα Κομνηνή, για να φέρει στο θρόνο τον δικό της άντρα, Νικηφόρο Βρυέννιο.
Ο Βυζαντινός άρχοντας, λοιπόν, έχοντας εξοριστεί και μη έχοντας κάποια άλλη ασχολία για να διασκεδάζει την ανία και προφανώς την απογοήτευσή του, συνθέτει εξάστιχα και οκτάστιχα μυθολογικού περιεχομένου απ’ τη δράση θεών και ηρώων παλαιότερων εποχών.
Ας προσεχθεί πως ο βαθύς γνώστης των χριστιανικών κειμένων, θεωρεί «ουδόλως άτοπον» το να αντλεί τα θέματά του από τη μυθολογία των αρχαίων θεοτήτων. Επιλογή, η οποία σε προγενέστερες περιόδους θα μπορούσε να του δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα, καθώς μαινόταν ακόμη η αντιπαράθεση των Χριστιανών με τους νοσταλγούς του δωδεκάθεου και των αρχαιοελληνικών εν γένει συνηθειών και αντιλήψεων.

«και να συνθέτω ιάμβους ορθοτάτους,
όπως —θα μ’ επιτρέψετε να πω— οι λόγιοι
της Κωνσταντινουπόλεως δεν ξέρουν να συνθέσουν.
Αυτή η ορθότης, πιθανόν, είν’ η αιτία της μομφής.»

Η ενασχόλησή του αυτή με τη στιχουργία -που δεν προκύπτει από κάποια ανάγκη να εκφραστεί ποιητικά, αλλά ως τρόπος για να διασκεδάσει την έντονη ανία του- καταλήγει, κατά τον ίδιο, στη σύνθεση ορθότατων ιάμβων. Τόσο ορθών μάλιστα, που ούτε οι λόγιοι της Κωνσταντινούπολης δεν θα μπορούσαν να συνθέσουν ανάλογους. Κι είναι εν τέλει -κατά τη δική του πάντα άποψη- αυτός ο λόγος, κι αυτή η αιτία της κατηγορίας που διατυπώνεται εις βάρος του.
Ο τρόπος με τον οποίο ο εξόριστος άρχοντας προσπαθεί να παρουσιάσει την ορθότητα των ιάμβων του (θα μ’ επιτρέψετε να πω / όπως οι λόγιοι της Κωνσταντινουπόλεως δεν ξέρουν να συνθέσουν), αλλά και η πεποίθησή του πως αυτή η ικανότητά του στην στιχουργία είναι η αιτία που τον κατηγορούν και τον διαβάλουν, προσθέτουν τα στοιχεία εκείνα που συμπληρώνουν το «ελαφρύ» του χαρακτήρα του, το οποίο και ματαίως θέλησε να αποποιηθεί.
Ο Καβάφης με την ειρωνεία που προκύπτει απ’ τις ανούσιες δηλώσεις υπερηφάνειας του επίδοξου στιχουργού, συνθέτει το προφίλ του ήρωά του κατά τρόπο που δύσκολα θα μπορούσε να αναδυθεί ως σοβαρός ή αξιόπιστος. Άλλωστε, πρόθεση του ποιητή, όπως και στην περίπτωση του Φερνάζη, είναι να υπονομευτεί η στάση και η συμπεριφορά εκείνων των θεραπόντων του λόγου που δεν δείχνουν τον ανάλογο σεβασμό για την τέχνη που τόση αξία είχε για τον ίδιο τον Καβάφη.
Ο εξόριστος άρχοντας συνθέτει ορθότατους ιάμβους, αλλά δεν τολμά καν να αποκαλέσει τους στίχους του ποίηση, καθώς κάποιος που βλέπει τη στιχουργία ως μια «ελαφριά» ενασχόληση, δεν μπορεί να έχει την αξίωση να θεωρείται ή να λέγεται ποιητής. Αντιστοίχως, ο ποιητής Φερνάζης αντιμετωπίζεται με άφθονη ειρωνεία, αφού θεωρεί πως η ποίηση δεν είναι παρά ένα μέσο κολακείας και άρα ένα μέσο προσωπικής ανάδειξης.
Ο Καβάφης, που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην ποιητική τέχνη, γνωρίζει πως κάποτε η ποίηση χρησιμοποιείται λανθασμένα ή για ίδια οφέλη, ή και ως «παιχνίδι» ή «χόμπι» για να περνά η ώρα, και φροντίζει να στηλιτεύσει με την ειρωνεία του αυτές τις συμπεριφορές. Για τον Καβάφη τίποτε άλλο δεν μπορεί να γίνει δεκτό, πέρα από την πλήρη και ουσιαστική αναγνώριση της αξίας του ποιητικού λόγου, και άρα του σεβασμού με τον οποίο πρέπει αυτός να αντιμετωπίζεται.
Ωστόσο, όπως και στο ποίημα ο Δαρείος, το φανταστικό πρόσωπο του εξόριστου άρχοντα ή το πρόσωπο του Φερνάζη, μπορούν να εκληφθούν -ως ένα βαθμό- και ως προσωπεία του ίδιου του ποιητή. Ο Βυζαντινός άρχοντας, βέβαια, έχει ελάχιστα κοινά με τον Καβάφη, εντούτοις οι επιθέσεις που δέχεται για τους στίχους τους, δεν μπορούν παρά να μας θυμίσουν την έντονη επίκριση που δεχόταν ο ίδιος ο Καβάφης απ’ τους συγκαιρινούς του ποιητές. Οπότε η απάντηση του εξόριστου άρχοντα, ίσως είναι και δική του:

«Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου