Kyle Thompson
Ανδρέας Εμπειρίκος «Όταν οι ευκάλυπτοι
θροΐζουν στις αλλέες»
Μνημόσυνον σε μαύρο μείζον
με βαθυπράσινους κισσούς για έναν
άνθρωπο που εις την Πρέβεζαν εχάθη.
Όσοι καμιά φορά από την Πρέβεζα περνάτε
και στην υγρή κουφόβρασι στα καφενεία κάθεσθε να πιήτε έναν καφέ, ή ένα γλυκό
του κουταλιού να φάτε, βαπόρι περιμένοντας ή κάποιο λεωφορείο, ακούοντας βοήν
φωνών και συζητήσεων, ήχους ζαριών και επικλήσεις αυτών που σκύβουν επάνω από
τα τάβλια, την μοίρα μάταια προσπαθώντας με τέχνη να παραμερίσουν, τα πούλια
ζωηρά χτυπώντας, φιλώντας στις χούφτες των τα ζάρια, κουνώντας τα με δύναμιν
και τέλος φωνάζοντας, καθώς τα ρίχνουν με ζέσιν ελπιζόντων: «Ντόρτια!...
Δυάρες!... Εξάρες!...» όσοι, λέγω, σε αυτά τα καφενεία κάθεσθε, στη ζέστη του
καλοκαιριού, την ώρα που φέρνετε στα χείλη σας το δροσερό ποτήρι, ή, μέσα στο
ψύχος του χειμώνα τον αχνιστόν καφέ, προσμένοντας κάποιαν υπουργικήν απόφασιν,
μετάθεσιν, ή κάποιο κέλευσμα ανεξιχνίαστον της Μοίρας, όσοι στα καφενεία της
Πρεβέζης κάθεσθε, προσμένοντας τις οίδε τι – μην τον ξεχνάτε.
Σε όλους του τέτοιους καφενέδες –
Πρεβέζης, Αθήνας, Πατρών – πάντα η ψυχή του πλανάται, όπως και εις τα στυγνά
γραφεία τόσων νομαρχιών και υπουργείων, όπου ο ποιητής σε όλον του τον βίον,
τις μέρες του εν μέσω τρομεράς ανίας μετρούσε σαν κομπολόϊ βαρετό, αυτός που
έσφυζε εν τούτοις – ω, ειρωνεία – από θεσπέσια οράματα, για πράγματα που ο
κόσμος ο πολύς, ο κόσμος ο κοντόφθαλμος ή και ο χυδαίος, χίμαιρες ή ουτοπίες τα
ονομάζει. Διότι, αναμφιβόλως, ο ποιητής αυτός επάλλετο από τοιαύτα οράματα και
αν έλεγε ο ίδιος ότι ιδανικά δεν είχε – είχε, μα από σεμνότητα ή απαλότητα
ψυχής ή φοβον, ντρεπόταν να τα περιγράψη, ντρεπόταν να τα πη ή να τα ονομάση,
αφού ήσαν όλα εδεμικά και πίστευε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε, παρά μονάχα στα
οράματά του τ’ απόκρυφα να τα εκφράση, να τα φθάση, ωσάν να ήτο κατηραμένος,
κολασμένος ο νέος αυτός, ο τόσον (έξω απ’ την πράξιν την στερνήν και ίσως μέσα
σε αυτήν) ο τόσον πολύ εν τη ουσία ευλογημένος.
Ω, ναι, πάντα σε τέτοια μέρη – Κρανίου
τόπος, Γολγοθάς, ή χώρες της Στυγός – πάντα η ψυχή του θα πλανάται. Και θα
πλανάται πάντα σαν του αδικοσκοτωμένου την ψυχή, που την δικαίωση ζητεί, σε όλα
αυτά τα μέρη, καθώς και στα γραφεία εκείνα, όπου ο ποιητής αυτός, πίσω από
σωρούς εγγράφων δημοσίου (βουνά υψηλά του χαρτοβασιλείου) και εμπρός στην
ειδεχθή του κόσμου υποκρισίαν, νυχθημερόν ο ποιητής διαβιών, παρά την σκωπτικήν
που κάποτε τον έπιανε μανίαν, με οίστρον σεραφεικόν και εξαίσιον τους ουρανούς
της απολύτου αθωότητος ωραματίζετο. Και ίσως να έβλεπε εκ νέου ο ποιητής τα
όνειρα των παιδικών του χρόνων, εις μίαν υπέρτατην προσδοκίαν νοσταλγών την
άλλην εκείνην Εδέμ, την της ενδομητρίου ζωής, που εγνώρισε εις την κοιλίαν της
μητρός του, πριν γεννηθή, πριν να κοπή ο ομφάλιος λώρος, επιθυμών, ίσως, να βρη
εκ νέου τας ηδονάς των μη ορατών πλασμάτων, των αγεννήτων την ευδαιμονίαν
επιζητών, την ύπαρξιν εν τη ανυπαρξία, που την ωνόμαζε ο ποιητής «μηδέν» (ίσως,
εννοών την ένωσίν του με το Παν, ίσως ποθών μίαν αρραγή υπερατομικήν αθανασίαν)
επιδιώκων την επιστροφήν του εις την καθολικήν, την αδιαφοροποίητον ύπαρξιν εκ
της οποίας προήλθε, αναζητών τον όλβον των μακάρων στην χλωρασιά της μάνας γης,
ένθα πάσα οδύνη απέδρα.
Μη πήτε λοιπόν ποτέ, ότι ο ποιητής αυτός
δεν είχε ιδανικά, και την ύστατην πράξιν του δειλίαν μη την πήτε, μα πάντοτε να
ενθυμήσθε, ιδίως όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες και βλέπετε κάποιον
κατάκοπον εις την σκιάν των να κοιμάται, πάντα να ενθυμήσθε ότι αυτό που
λέγεται Ειμαρμένη από δρόμους πολλούς μας έρχεται και προς σημεία απροσδόκητα
συχνά πηγαίνει. Και να ενθυμήσθε πάντα τις πιστολιές εκείνες (τον Μαγιακόβσκη
να ενθυμείσθε, τον Τρακλ, Εσσένιν και Κρεβέλ), τις πιστολιές εκείνες, που τις
καρδιές τρυπούν και τις φωνές σωπαίνουν, πάντα να τις ενθυμήσθε, ό,τι και αν
λεν, ό,τι και αν γράφουν οι εφημερίδες που τόσα και τόσα λεν – ως παραδείγματος
χάριν: «Υπό συνθήκας αυτόχρημα δραματικάς, ο Κ.Κ. δημόσιος υπάλληλος εξ Αθηνών,
μετατεθείς εις Πρέβεζαν εσχάτως, έθεσε τέρμα εις την ζωήν του... Στο Λύκειο των
Ελληνίδων εδόθη χθες μέγας χορός∙ αι νεανίδες του Λυκείου, φέρουσαι εθνικάς
ενδυμασίας, εξετέλεσαν Ελληνικούς χορούς∙ το φόρεμα της κυρίας Μ... από
οργκαντί με ντεκολτέ πολύ μεγάλο ήτο απεριγράπτου ωραιότητος... Ο πρόεδρος της
κυβερνήσεως εδέχθη χθες τον πρεσβευτήν της Ιαπωνίας... Οι φορτοεκφορτωταί της
Ερμουπόλεως απήργησαν... Ευρέθη νέον φάρμακον κατά της σπειροχαίτης... Εις
οίκον κακόφημον του Πειραιώς, ο εκδορεύς Ιωάννης Ν... κατέσφαξε την ιερόδουλον
Αναστασίαν Χ... μητέρα τριών τέκνων».
Μη πήτε, λοιπόν, ποτέ, ότι ο νέος αυτός
δεν είχε ιδανικά, διότι έσκυψε πολύ στο χείλος των αβύσσων (όπως αυτοί που
κυνηγούν στα αλπικά βουνά, στην άκρη-άκρη των κρημνών τα εντελβάϊς), ακούων με
φρίκην από υψηλά τους στόνους και τας οιμωγάς της Οικουμένης, ενώ, μεσ’ στην
ψυχή του αντηχούσαν ίσως νεροσυρμαί κρυστάλλινοι και ήχοι θεσπέσιοι των
Παραδείσων. Λόγια μη πήτε που να ισοδυναμούν με ψόγον ή με καταδίκην, δια τον
νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη, διότι η Πρέβεζα, όπου και αν βρίσκεσθε,
πάντα κοντά σας θάναι. Και πάντα θα σας φοβερίζη, με καταχνιές, κουφόβρασι, με
σπίτια που καταρρέουν, με τοίχους λεπρούς, με σκύλους ισχνούς και ψωραλέους, με
ανθρώπους και κώνωπας ανωφελείς, με ελονοσίαν, με φυματίωσιν, με αιμοπτύσεις
και φρικτήν αβάσταχτην ανίαν, με κάτι σαν πτώσιν λαιμητόμου σε νεκρικήν σιγήν,
με κάτι σαν να εκσπερματίζης δίχως να έχης οργασμόν, με κάτι σαν περμαγκανάτ ή
στύψι στον αέρα, με κάτι σαν άγονες γραμμές και αναμονές, με φράσεις ως οι
ακόλουθες: «Ο κύριος Νομάρχης έρχεται... Δεν έρχεται... Ο κύριος Νομάρχης με το
λαντώ του καταφθάνει!...» και με βαθειά, βαρειά μελαγχολία, καρδιοσπαράχτρα
θλίψι, που φθάνει ως τους ουρανούς, πενθίμου καπνού τολύπη, πότε αργά, πότε
γοργά, σαν σιγανού ή γρήγορου θανάτου λύπη, την ώρα που της καρδιάς, εν ακαρεί,
ή με ανεπαισθήτως φθίνοντα βραδύ ρυθμό, σβήνουν για πάντα οι κτύποι.
Μη πήτε λοιπόν ποτέ λόγον κακόν δια τον
νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη. Ήτο σπουδαίος ποιητής, που από τρίχα
μόλις θα έψαλλε τους οργασμούς της γης και όλους τους έρωτας των άστρων, αν
Μοίρα σκληρή δεν έστεφε το μέτωπόν του με βαθυπράσινον κισσόν που εκόπη από
τάφους, μα που και έτσι είναι κισσός, φυτό σπαρμένο απ’ τους θεούς, όπως και η
δάφνη.
Μην τον ξεχνάτε λοιπόν τον νέον αυτόν,
το κάθετον τούτο λάβαρον της θλίψεως και του θανάτου, τον νέον αυτόν που εις
τας ακτάς τους Αμβρακικού απέπτη, τον άσπρον άγγελον με τα κατάμαυρα πτερά μην
τον ξεχνάτε, και, ακόμη, να τον αγαπάτε. Ήτο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και
ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις – είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας
Καρυωτάκης.
Αθήνα, 9.12.1964
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στο ποίημα αυτό
που περιέχεται στην περίφημη συλλογή του «Οκτάνα», τιμά και εξυμνεί τον
ομότεχνό του Κώστα Καρυωτάκη,
δίνοντας συνάμα μιαν απάντηση σ’ εκείνους που πίσω από την αυτοκτονία του είδαν
έναν αδύναμο ή δειλό άνθρωπο. Ο Εμπειρίκος τονίζει πολλαπλώς τη σκληρότητα,
αλλά και το τυχαίο, της μοίρας του νεαρού ποιητή, που τον κράτησε μακριά απ’
την ευδαιμονική και αισιόδοξη θέαση της ζωής. Ο Καρυωτάκης μπορεί να μετέφερε
στους στίχους του την αρνητική και καταθλιπτική πλευρά της ζωής, ωστόσο αυτό
δεν αναιρεί το πόσο σημαντικός ποιητής υπήρξε, ούτε θα πρέπει να μας εμποδίζει
απ’ το ν’ αντιληφθούμε πως πολύ εύκολα θα μπορούσε να είχε μια τελείως
διαφορετική στάση απέναντι στα πράγματα, αν η μοίρα είχε φανεί ευνοϊκότερη
απέναντί του.
«Μνημόσυνον σε μαύρο μείζον
με βαθυπράσινους κισσούς για έναν
άνθρωπο που εις την Πρέβεζαν εχάθη.
Όσοι καμιά φορά από την Πρέβεζα περνάτε
και στην υγρή κουφόβρασι στα καφενεία κάθεσθε να πιήτε έναν καφέ, ή ένα γλυκό
του κουταλιού να φάτε, βαπόρι περιμένοντας ή κάποιο λεωφορείο, ακούοντας βοήν
φωνών και συζητήσεων, ήχους ζαριών και επικλήσεις αυτών που σκύβουν επάνω από
τα τάβλια, την μοίρα μάταια προσπαθώντας με τέχνη να παραμερίσουν, τα πούλια
ζωηρά χτυπώντας, φιλώντας στις χούφτες των τα ζάρια, κουνώντας τα με δύναμιν
και τέλος φωνάζοντας, καθώς τα ρίχνουν με ζέσιν ελπιζόντων: «Ντόρτια!...
Δυάρες!... Εξάρες!...» όσοι, λέγω, σε αυτά τα καφενεία κάθεσθε, στη ζέστη του
καλοκαιριού, την ώρα που φέρνετε στα χείλη σας το δροσερό ποτήρι, ή, μέσα στο
ψύχος του χειμώνα τον αχνιστόν καφέ, προσμένοντας κάποιαν υπουργικήν απόφασιν,
μετάθεσιν, ή κάποιο κέλευσμα ανεξιχνίαστον της Μοίρας, όσοι στα καφενεία της
Πρεβέζης κάθεσθε, προσμένοντας τις οίδε τι – μην τον ξεχνάτε.»
Ο Εμπειρίκος, στο ιδιαίτερο αυτό
μνημόσυνο που συνθέτει για τον Καρυωτάκη,
ζητά απ’ τους αναγνώστες του να μην ξεχνούν τον νεαρό ποιητή. Ιδίως εκείνοι που
τυχαίνει να βρίσκονται στη μοιραία για τον Καρυωτάκη Πρέβεζα∙ την πόλη, όπου
στις 21 Ιουλίου του 1928, ο ποιητής έθετε τέρμα στη ζωή του μ’ έναν
πυροβολισμό.
Την ώρα της αναμονής, την ώρα της
άεργης αναμονής, οι άνθρωποι θα πρέπει να θυμούνται τον Καρυωτάκη, που τόσο
απέλπιδα περίμενε κι εκείνος βρισκόμενος στην Πρέβεζα την υπουργική απόφαση
-την απόσπαση ή τη μετάθεση- που θα τον απάλλασσε απ’ την ανυπόφορη για εκείνον
παραμονή σε μια ακόμη επαρχιακή πόλη.
Ο Εμπειρίκος ήδη από την αρχή του
ποιήματος, και με πρώτη αφορμή την αναφορά σ’ εκείνους που παίζουν τάβλι και
προσπαθούν να παραμερίσουν τη μοίρα, θέτει μια βασική σκέψη του ποιήματος. Η
Μοίρα, με τις ανεξιχνίαστες προθέσεις, είναι εκείνη που καθόρισε κατά τρόπο
τραγικό τη ζωή του νεαρού ποιητή, δημιουργώντας για εκείνον μιαν αναπόφευκτη
πορεία προς τον πρόωρο χαμό του. Ο Εμπειρίκος θεωρεί, και θα επιμείνει ως προς
αυτό, πως ο Καρυωτάκης υπήρξε θύμα της σκληρής του μοίρας, γι’ αυτό και δεν θα
πρέπει οι άνθρωποι να τον κρίνουν και να τον επικρίνουν για τον τρόπο που
επέλεξε να τερματίσει τη ζωή του ή για τους θλιβερούς τόνους της ποίησής του.
Είναι, άλλωστε, παρακινδυνευμένο για οποιονδήποτε άνθρωπο να επικρίνει έναν
συνάνθρωπό του, απ’ τη στιγμή που κι ο ίδιος αγνοεί τι του επιφυλάσσει η δική
του μοίρα, και που πραγματικά πρόκειται να τον οδηγήσει.
«Άσωτο φτάνω εγώ παιδί σε σας, να
λυγιστώ
στην αύρα σα λουλούδι,
χώμα, ουρανέ και θάλασσα της Αττικής,
που σας χρωστώ
τα πάντα, το Τραγούδι!» [Κ. Καρυωτάκης]
«Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους
κι αυτοί λένε πως έτριξε∙
δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται
μελλοντικούς θανάτους.» [Κ. Καρυωτάκης]
«Θάνατος είναι οι κάργες που
χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα
κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.» [Κ.
Καρυωτάκης]
«Σε όλους του τέτοιους καφενέδες –
Πρεβέζης, Αθήνας, Πατρών – πάντα η ψυχή του πλανάται, όπως και εις τα στυγνά
γραφεία τόσων νομαρχιών και υπουργείων, όπου ο ποιητής σε όλον του τον βίον,
τις μέρες του εν μέσω τρομεράς ανίας μετρούσε σαν κομπολόϊ βαρετό, αυτός που
έσφυζε εν τούτοις – ω, ειρωνεία – από θεσπέσια οράματα, για πράγματα που ο
κόσμος ο πολύς, ο κόσμος ο κοντόφθαλμος ή και ο χυδαίος, χίμαιρες ή ουτοπίες τα
ονομάζει. Διότι, αναμφιβόλως, ο ποιητής αυτός επάλλετο από τοιαύτα οράματα και
αν έλεγε ο ίδιος ότι ιδανικά δεν είχε – είχε, μα από σεμνότητα ή απαλότητα
ψυχής ή φοβον, ντρεπόταν να τα περιγράψη, ντρεπόταν να τα πη ή να τα ονομάση,
αφού ήσαν όλα εδεμικά και πίστευε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε, παρά μονάχα στα
οράματά του τ’ απόκρυφα να τα εκφράση, να τα φθάση, ωσάν να ήτο κατηραμένος,
κολασμένος ο νέος αυτός, ο τόσον (έξω απ’ την πράξιν την στερνήν και ίσως μέσα
σε αυτήν) ο τόσον πολύ εν τη ουσία ευλογημένος.»
Εγκλωβισμένος ο Καρυωτάκης στην
περιορισμένη ζωή ενός δημόσιου υπαλλήλου που
άγεται και φέρεται κατά πώς το θέλουν οι ανώτεροί του, βιώνει τη φθοροποιό ανία
της προκαθορισμένης και έξωθεν ρυθμισμένης καθημερινότητας, αλλά και την
επώδυνη απουσία του ελέγχου εκείνου που θα ήθελε να έχει πάνω στην ίδια του τη
ζωή. Μετρά τις μέρες του σαν να είναι η ζωή του κάποια βαρετή ενασχόληση, την
οποία είναι εξαναγκασμένος να υποστεί, κι όλο αυτό παρά τον πλούτο και τη
ζωτικότητα των εσωτερικών του σκέψεων και οραμάτων. Διότι, ακόμη κι αν ο ίδιος
δεν το παραδεχόταν, ήταν βέβαιο πως ο Καρυωτάκης υπήρξε ένας απ’ τους ανθρώπους
που είχαν το προνόμιο να ανασυνθέτουν στη σκέψη τους τον κόσμο και τη ροή των
πραγμάτων μ’ έναν τρόπο ιδανικότερο, μ’ έναν τρόπο που δίχως άλλο θα ξάφνιαζε
τους κοντόφθαλμους συγκαιρινούς του.
Ο Εμπειρίκος θεωρεί πως είναι απίθανο
να μην είχε ο Καρυωτάκης μέσα του την ορμή εκείνη των πνευματικών ανθρώπων που
τους ωθεί να οραματίζονται έναν κατά πολύ καλύτερο κόσμο. Ωστόσο, πιστεύει, πως
ο νεαρός αυτός ποιητής δίσταζε να αποκαλύψει στην πλήρη έκτασή τους τούς
συλλογισμούς του. Κρατούσε για τον εαυτό του το ιδιαίτερο όραμα που είχε για το
πώς του ιδανικού κόσμου, φοβούμενος ίσως πως δεν ήταν σε θέση να δώσει μορφή,
ν’ αποτυπώσει άρτια τις σκέψεις του αυτές ή πολύ περισσότερο ν’ αξιωθεί να
βιώσει την πραγμάτωσή τους, έστω κι αν στην πραγματικότητα ήταν ένας
ευλογημένος ποιητής. Ευλογημένος παρά την τελευταία του απονενοημένη πράξη ή
πιθανώς ευλογημένος ακόμη και κατά την πράξη αυτή, που τον αποδέσμευσε από έναν
κόσμο που τόσο τον πλήγωνε.
«Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.» [Κ.
Καρυωτάκης]
«Κάποιο δέμα τυλιγμένο με καθαρό άσπρο
πανί έχει τοποθετηθεί προσεκτικά, κάθετα προς τον τοίχο, χάμου. Είναι το
μικρότερο από τα έξι παιδιά της Αρμένισσας, που πέθανε λίγες ώρες μετά την
εγκατάστασή τους. Τ’ αδέλφια του παίζουν έξω στον ήλιο. Η μητέρα, ξαλαφρωμένη,
παραστέκει για τελευταία φορά το μωρός της. Οι άλλες γυναίκες τη μακαρίζουν,
γιατί θα μπορέσει από αύριο να πιάσει δουλειά. Είναι σχεδόν ευτυχής.» [Κ.
Καρυωτάκης]
«Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, το τραγούδι να
μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής –
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της
γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να
διασκεδάσει.» [Κ. Καρυωτάκης]
«Ω, ναι, πάντα σε τέτοια μέρη – Κρανίου
τόπος, Γολγοθάς, ή χώρες της Στυγός – πάντα η ψυχή του θα πλανάται. Και θα
πλανάται πάντα σαν του αδικοσκοτωμένου την ψυχή, που την δικαίωση ζητεί, σε όλα
αυτά τα μέρη, καθώς και στα γραφεία εκείνα, όπου ο ποιητής αυτός, πίσω από
σωρούς εγγράφων δημοσίου (βουνά υψηλά του χαρτοβασιλείου) και εμπρός στην
ειδεχθή του κόσμου υποκρισίαν, νυχθημερόν ο ποιητής διαβιών, παρά την σκωπτικήν
που κάποτε τον έπιανε μανίαν, με οίστρον σεραφεικόν και εξαίσιον τους ουρανούς
της απολύτου αθωότητος ωραματίζετο. Και ίσως να έβλεπε εκ νέου ο ποιητής τα
όνειρα των παιδικών του χρόνων, εις μίαν υπέρτατην προσδοκίαν νοσταλγών την
άλλην εκείνην Εδέμ, την της ενδομητρίου ζωής, που εγνώρισε εις την κοιλίαν της
μητρός του, πριν γεννηθή, πριν να κοπή ο ομφάλιος λώρος, επιθυμών, ίσως, να βρη
εκ νέου τας ηδονάς των μη ορατών πλασμάτων, των αγεννήτων την ευδαιμονίαν
επιζητών, την ύπαρξιν εν τη ανυπαρξία, που την ωνόμαζε ο ποιητής «μηδέν» (ίσως,
εννοών την ένωσίν του με το Παν, ίσως ποθών μίαν αρραγή υπερατομικήν αθανασίαν)
επιδιώκων την επιστροφήν του εις την καθολικήν, την αδιαφοροποίητον ύπαρξιν εκ
της οποίας προήλθε, αναζητών τον όλβον των μακάρων στην χλωρασιά της μάνας γης,
ένθα πάσα οδύνη απέδρα.»
Σε όλους τους έρημους, τους δύσκολους
και τους πικρούς τόπους θα πλανάται η ψυχή του Καρυωτάκη, ζητώντας τη δικαίωση που αναλογεί σ’
εκείνον που έφυγε άδικα απ’ τη ζωή. Καθώς, ο θάνατος του νέου ποιητή, έστω κι
αν επρόκειτο για δική του επιλογή, επήλθε στην πράξη απ’ το βάρος της άχαρης
διαβίωσής του, κι απ’ τον πόνο που του προκαλούσε η συσχέτιση με ανθρώπους
διεφθαρμένους και υποκριτές. Ας μην ξεχνάμε πως ο Καρυωτάκης ήρθε πολλές φορές
σε σύγκρουση με ανθρώπους του κρατικού μηχανισμού που προέβαιναν σε κατάχρηση
δημόσιου χρήματος ή με άλλους τρόπους εξυπηρετούσαν ίδια συμφέροντα. Η επιμονή
του ποιητή ν’ αναζητά την αθωότητα σ’ έναν κόσμο τόσο πρόδηλα εξαχρειωμένο του
κόστισε ακριβά.
Ο Καρυωτάκης υπήρξε παράταιρος σ’ αυτή
την πραγματικότητα της εξαπάτησης, της διαφθοράς και του ατομικού συμφέροντος.
Γι’ αυτό και είναι πιθανό ν’ αποζητούσε διαρκώς την επιστροφή σ’ εκείνον τον
κόσμο της απόλυτης αγνότητας, σ’ εκείνη την Εδεμική ύπαρξη, όπου τίποτε το κακό
και τίποτε το αχρείο δεν μπορεί να ταράξει ή να πληγώσει τις αγνές ψυχές και
τις αθώες υποστάσεις, όπως ξεκάθαρα ήταν η δική του. Έτσι, η πράξη της
αυτοκτονίας, ίσως ήταν μια ύστατη προσπάθεια να επιστρέψει στην αμόλυντη
αγνότητα, να επιστρέψει στο απόλυτα προστατευμένο περιβάλλον που μόνο ένας
αγέννητος άνθρωπος γνωρίζει, καλά φυλαγμένος στη μήτρα της μητέρας. Κι αν ο
θάνατος δεν μπορούσε να τον φέρει εκ νέου στην κατάσταση του αγέννητου,
μπορούσε ωστόσο να τον οδηγήσει στον κόσμο της ανυπαρξίας, κοντά στη
μακαριότητα της μάνας γης, απαλλάσσοντάς τον διαμιάς απ’ τη σκληρότητα του
κόσμου των ανθρώπων.
«Και δρόμο θε να δώσω στη χαρά μου!
Τ’ αγέρι πνέει σα ν’ άνοιξεν η θύρα
του Παραδείσου. Πίσω σα να επήρα
για λίγο της ψυχής την παρθενιά μου.»
[Κ. Καρυωτάκης]
«Ύστερα, και του βίου μου την
προσπάθεια
αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει
ωραία-ωραία με χώμα και με αγκάθια.»
[Κ. Καρυωτάκης]
«Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα νά το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα
διαβάζει.» [Κ. Καρυωτάκης]
Μη πήτε λοιπόν ποτέ, ότι ο ποιητής
αυτός δεν είχε ιδανικά, και την ύστατην πράξιν του δειλίαν μη την πήτε, μα
πάντοτε να ενθυμήσθε, ιδίως όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες και βλέπετε
κάποιον κατάκοπον εις την σκιάν των να κοιμάται, πάντα να ενθυμήσθε ότι αυτό
που λέγεται Ειμαρμένη από δρόμους πολλούς μας έρχεται και προς σημεία
απροσδόκητα συχνά πηγαίνει. Και να ενθυμήσθε πάντα τις πιστολιές εκείνες (τον
Μαγιακόβσκη να ενθυμείσθε, τον Τρακλ, Εσσένιν και Κρεβέλ), τις πιστολιές
εκείνες, που τις καρδιές τρυπούν και τις φωνές σωπαίνουν, πάντα να τις
ενθυμήσθε, ό,τι και αν λεν, ό,τι και αν γράφουν οι εφημερίδες που τόσα και τόσα
λεν – ως παραδείγματος χάριν: «Υπό συνθήκας αυτόχρημα δραματικάς, ο Κ.Κ.
δημόσιος υπάλληλος εξ Αθηνών, μετατεθείς εις Πρέβεζαν εσχάτως, έθεσε τέρμα εις
την ζωήν του... Στο Λύκειο των Ελληνίδων εδόθη χθες μέγας χορός∙ αι νεανίδες
του Λυκείου, φέρουσαι εθνικάς ενδυμασίας, εξετέλεσαν Ελληνικούς χορούς∙ το
φόρεμα της κυρίας Μ... από οργκαντί με ντεκολτέ πολύ μεγάλο ήτο απεριγράπτου
ωραιότητος... Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως εδέχθη χθες τον πρεσβευτήν της
Ιαπωνίας... Οι φορτοεκφορτωταί της Ερμουπόλεως απήργησαν... Ευρέθη νέον
φάρμακον κατά της σπειροχαίτης... Εις οίκον κακόφημον του Πειραιώς, ο εκδορεύς
Ιωάννης Ν... κατέσφαξε την ιερόδουλον Αναστασίαν Χ... μητέρα τριών τέκνων».
Ο Εμπειρίκος δεν επιθυμεί να κρίνεται
με αυστηρότητα ο Καρυωτάκης∙
δεν επιθυμεί να δημιουργείται η εντύπωση πως δεν είχε ιδανικά ή πως ήταν
δειλός, επειδή κατέληξε ν’ αφαιρέσει την ίδια του τη ζωή. Ο πόνος που
διακατείχε τον νεαρό ποιητή ήταν τόσο η αιτία για την απαισιόδοξη ποίησή του,
όσο και για την ύστατη πράξη του, κι αυτό είναι κάτι που δεν θα πρέπει να
προσάπτεται στον ποιητή. Οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να ξεχνούν πως η Ειμαρμένη,
η μοίρα του καθενός, έρχεται από πολλούς δρόμους, από πολλά τυχαία περιστατικά,
και μας οδηγεί σε μέρη και σ’ επιλογές συχνά απροσδόκητες. Άλλωστε, η
αυτοκτονία του Καρυωτάκη δεν ήταν η μόνη που ήρθε να σωπάσει μια σημαίνουσα
ποιητική φωνή. Στις 14 Απριλίου του 1930, στα 37 του χρόνια, ο Μαγιακόφσκι
αφαίρεσε τη δική του ζωή με μια σφαίρα∙ στις 4 Νοεμβρίου 1914 ο
εικοσιεπτάχρονος Τράκλ, αφού αποτράπηκε απ’ την προσπάθειά του να
αυτοπυροβοληθεί, πεθαίνει τελικά από υπερβολική δόση ναρκωτικών∙ στις 28
Δεκεμβρίου 1925, στα 30 του χρόνια, θα κρεμαστεί ο Εσσένιν, θύμα κι αυτός της
κατάθλιψης∙ στις 18 Ιουνίου του 1935, στα 35 του χρόνια, θ’ αυτοκτονήσει κι ο
Κρεβέλ, ανοίγοντας το υγραέριο της κουζίνας του σπιτιού του. Θα πρέπει, λοιπόν,
οι άνθρωποι να κρίνουν με κατανόηση τον νεαρό ποιητή, όπως και όλους εκείνους
που δεν αντέχουν τον εσωτερικό πόνο της καταθλιπτικής τους φύσης, και θέτουν
τέρμα στη ζωή τους.
«Κάνε τον πόνο σου άρπα.
Και δρόσισε τα χείλη
στα χείλη της πληγής σου.
Ένα πρωί, ένα δείλι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και γέλασε και σβήσου» [Κ. Καρυωτάκης]
«Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι
αχός
ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει
σαν τελευταία κραυγή, στα βάθη της
νυχτός,
κάποιου πόχει πεθάνει.» [Κ. Καρυωτάκης]
Ο Εμπειρίκος, μάλιστα, μ’ έναν
ιδιαίτερα ευφυή τρόπο -προτρέποντας
δηλαδή τους αναγνώστες να μη λαμβάνουν πάντα υπόψη τους όσα γράφουν οι
εφημερίδες- εντάσσει στο ποίημά του ειδήσεις της εποχής, τονίζοντας
έτσι -χωρίς να σχολιάζει- τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε τότε ο θάνατος του
Καρυωτάκη, αλλά και παρέχοντας με τρόπο εντέχνως τυχαίο πληροφορίες που θα
μπορούσαν να έχουν αλλάξει την πορεία της ζωής του. Έχουμε, λοιπόν, κατά σειρά,
την απρόσωπη είδηση για το θάνατο του ποιητή -είδηση που δεν πέρασε ποτέ στα
πρωτοσέλιδα των εφημερίδων-, χωρίς καν να του αναγνωρίζεται η ποιητική του
ιδιότητα. Ο Καρυωτάκης υπήρξε για τους συγκαιρινούς του δημοσιογράφους ένας
«δημόσιος υπάλληλός». Μια λιτή ανακοίνωση, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις
λεπτομέρειες που δίνονταν για το ντεκολτέ της κυρίας Μ., και φανερώνει εν τέλει
πόσο τραγικά αποπροσανατολισμένη υπήρξε ανέκαθεν η προσοχή του κοινού.
Σημαντική είδηση ήταν, βέβαια, και η
εύρεση του φαρμάκου που μπορούσε να θεραπεύσει τη σύφιλη (ωχρά σπειροχαίτη)∙
ασθένεια που, κατά μία εκδοχή, ώθησε στην πλήρη απελπισία τον Καρυωτάκη. Ενώ, η
αναφορά στη δολοφονία της ιερόδουλης μας παραπέμπει στον τρόπο με τον οποίο
κόλλησε ο ποιητής το σεξουαλικώς αυτό μεταδιδόμενο νόσημα.
«Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη
φίλη,
στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα
χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα
χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που
ερχόταν.» [Κ. Καρυωτάκης]
«Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.» [Κ. Καρυωτάκης]
«Σύμβολα εμείναμε καιρών που απάνω μας
βαραίνουν,
άλυτοι γρίφοι που μιλούν μονάχα στον
εαυτό τους,
τάφοι που πάντα με ανοιχτή χρονολογία
προσμένουν,
γράμματα που δεν έφτασαν ποτέ στον
προορισμό τους.» [Κ. Καρυωτάκης]
«Μη πήτε, λοιπόν, ποτέ, ότι ο
νέος αυτός δεν είχε ιδανικά, διότι έσκυψε πολύ στο χείλος των αβύσσων (όπως
αυτοί που κυνηγούν στα αλπικά βουνά, στην άκρη-άκρη των κρημνών τα εντελβάϊς), ακούων
με φρίκην από υψηλά τους στόνους και τας οιμωγάς της Οικουμένης, ενώ, μεσ’ στην
ψυχή του αντηχούσαν ίσως νεροσυρμαί κρυστάλλινοι και ήχοι θεσπέσιοι των
Παραδείσων. Λόγια μη πήτε που να ισοδυναμούν με ψόγον ή με καταδίκην, δια τον
νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη, διότι η Πρέβεζα, όπου και αν βρίσκεσθε,
πάντα κοντά σας θάναι. Και πάντα θα σας φοβερίζη, με καταχνιές, κουφόβρασι, με
σπίτια που καταρρέουν, με τοίχους λεπρούς, με σκύλους ισχνούς και ψωραλέους, με
ανθρώπους και κώνωπας ανωφελείς, με ελονοσίαν, με φυματίωσιν, με αιμοπτύσεις
και φρικτήν αβάσταχτην ανίαν, με κάτι σαν πτώσιν λαιμητόμου σε νεκρικήν σιγήν,
με κάτι σαν να εκσπερματίζης δίχως να έχης οργασμόν, με κάτι σαν περμαγκανάτ ή
στύψι στον αέρα, με κάτι σαν άγονες γραμμές και αναμονές, με φράσεις ως οι
ακόλουθες: «Ο κύριος Νομάρχης έρχεται... Δεν έρχεται... Ο κύριος Νομάρχης με το
λαντώ του καταφθάνει!...» και με βαθειά, βαρειά μελαγχολία, καρδιοσπαράχτρα
θλίψι, που φθάνει ως τους ουρανούς, πενθίμου καπνού τολύπη, πότε αργά, πότε
γοργά, σαν σιγανού ή γρήγορου θανάτου λύπη, την ώρα που της καρδιάς, εν ακαρεί,
ή με ανεπαισθήτως φθίνοντα βραδύ ρυθμό, σβήνουν για πάντα οι κτύποι.»
Δεν θα πρέπει, σχολιάζει ο Εμπειρίκος,
να πιστεύει κανείς πως ο Καρυωτάκης δεν είχε ιδανικά∙ πως η ποίησή του εξέφραζε έναν
άνθρωπο χωρίς προσδοκίες ή ελπίδες για το μέλλον, κι ας είναι οι στίχοι του
τόσο πρόδηλα απαισιόδοξοι. Ίσως μέσα στην ψυχή του ποιητή να αντηχούσαν οι
χαρμόσυνοι και εξαίσιοι ρυθμοί του Παραδείσου∙ ίσως μέσα του να αισθανόταν την
ομορφιά της ζωής σε όλη της την πληρότητα. Ωστόσο, ο νέος αυτός ποιητής
αντίκρισε την άβυσσο των ανθρώπινων πραγμάτων, κι έγινε δέκτης του πόνου και
του θρήνου όλης της Οικουμένης. Όπως εκείνοι οι παράτολμοι άνθρωποι που
αναζητούν τα όμορφα εντελβάις στα απόκρημνα και υψηλά μέρη των Άλπεων, έτσι κι
εκείνος προχώρησε περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε στην αναζήτησή του. Δεν κοίταξε
απλώς τις άσχημες πτυχές της ζωής, τις βίωσε απόλυτα και γνώρισε την οδύνη που
τις συνοδεύει σε όλη της την τραγικότητα, κι αυτό σφράγισε καθοριστικά τη
μετέπειτα πορεία του.
«Ποια θέληση θεού μας κυβερνάει,
ποια μοίρα τραγική κρατάει το νήμα
των άδειων ημερών που τώρα ζούμε
σαν από μια κακή, παλιά συνήθεια;» [Κ.
Καρυωτάκης]
Δε θα πρέπει, συνάμα, να κατηγορηθεί ο
Καρυωτάκης για την τελευταία του ολέθρια πράξη στην Πρέβεζα, γιατί ό,τι τον ώθησε σ’ αυτήν την
απόφαση, ό,τι όπλισε το χέρι του, δεν βρίσκεται ποτέ μακριά από κανέναν
άνθρωπο. Η Πρέβεζα του Καρυωτάκη, οι συνθήκες δηλαδή εκείνες που κορύφωσαν την
απελπισία της ευαίσθητου ποιητή, υπάρχουν πάντοτε γύρω μας –ανεξάρτητα από το
αν επηρεάζουν ή όχι όλους τους ανθρώπους στον ίδιο βαθμό. Το καταθλιπτικό
τοπίο, οι παρηκμασμένες πόλεις που πνίγονται στη φθορά τους, η βρομιά, η μίζερη
εικόνα των καχεκτικών και ψωριάρικων σκύλων, οι ανούσιοι άνθρωποι, οι σωματικές
ασθένειες, μα κι εκείνη η αδυσώπητη πλήξη που τόσο βαραίνει τις ψυχές των
ανθρώπων∙ η δυσοίωνη σιωπή που είναι σαν να διακόπτεται μόνο από τα δυσάρεστα
και τα επίφοβα, όπως αίφνης η λαιμητόμος που πέφτει∙ η απουσία απόλαυσης, η
στείρα ηδονή, όπως σαν μιαν εκσπερμάτιση που δεν συνοδεύεται από οργασμό, αλλά
και το περμαγκανάτ (το ισχυρό αποστειρωτικό που χρησιμοποιούσαν στους οίκους
ανοχής, το οποίο ίσως και να είχε προφυλάξει τον ποιητή απ’ τη σύφιλη)∙ η
ταλαιπωρία και η απομόνωση των άγονων γραμμών που θέτουν τους ανθρώπους σε μια
διαρκή αναμονή∙ μα κι η κενότητα της ζωής, όπου ένα παντελώς αδιάφορο γεγονός,
όπως η άφιξη του Νομάρχη, αποκτά ξαφνικά σημασία.
[Η αναφορά στην πιθανή άφιξη του
Νομάρχη, μας παραπέμπει στο τελευταίο ποίημα του Καρυωτάκη «Πρέβεζα» καθώς και
σε μιαν επιστολή που είχε στείλει ο ποιητής σ’ έναν ξαδερφό του, η οποία
φωτίζει το νόημα των σχετικών στίχων: «Απόψε το βαπόρι ήρθε σημαιοστολισμένο.
Μέγας θόρυβος μέσα στη Νομαρχία, όταν το είδαμε. Ο κ. Α΄ Γραμματέας επήγαινε δώθε-κείθε
ανήσυχος. Ποιος είναι μέσα; Ο Νομάρχης; Ο Γεν. Διοικητής ή καμιά άλλη
προσωπικότης; Επιτέλους τώρα εξηκριβώθη ότι του πλοίου επέβαινε ο Σεβασμιότατος
Ιωαννίνων (την ευχήν του να ‘χεις). Και τότε επέσαμε πάλι στη νάρκη μας.»
«Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
“υπάρχω;” λες, κι ύστερα: “δεν
υπάρχεις!”
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.» [Κ.
Καρυωτάκης]
Κι όλα αυτά τα στοιχεία που συνθέτουν
την ανυπόφορη πλευρά της ζωής∙ που δημιουργούν την Πρέβεζα του ποιητή, βρίσκονται δεμένα με μια βαθιά
μελαγχολία, με μια βαρύτατη θλίψη που η έντασή της φτάνει ως τους ουρανούς,
όπως ένας πένθιμος καπνός που υψώνεται άλλοτε αργά κι άλλοτε γρήγορα, σαν για
να διακηρύξει τη λύπη ενός θανάτου που επήλθε αντίστοιχα είτε με τρόπο αργό είτε
γρήγορο, καθώς η καρδιά έπαψε ακαριαία να χτυπά ή με ρυθμό που ελαττώθηκε
σταδιακά και ανεπαίσθητα.
Κι αν για τους περισσότερους ανθρώπους
τα δυσάρεστα και τα μίζερα της ζωής δεν επαρκούν για να κάμψουν την αισιοδοξία
τους, για τους ανθρώπους που ζουν υπό το
κράτος της θλίψης είναι ικανά να συντρίψουν με την ασχήμια τους την ψυχή τους.
Αντιστοίχως κι ο Καρυωτάκης, κινούμενος διαρκώς μέσα σε μια κατάσταση θλίψης,
αδυνατούσε να δει και να διακρίνει τα θελκτικά στοιχεία της ζωής. Έμενε διαρκώς
προσηλωμένος στα αρνητικά και στα δυσάρεστα, επιτρέποντάς τους να υπονομεύσουν
κάθε του διάθεση για ζωή.
«Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Τον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους ο Μαρής κι ο Παναγιώτης.
Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:
Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.» [Κ.
Καρυωτάκης]
«Το πάθος όχι, το ίνδαλμά του μόνον,
ή τη γαλήνη, θέλω ν’ αντικρίσω
μια φορά. Κι ύστερα πάρε με πίσω
και καλά τύλιξέ με, ω Νύχτα αιώνων!»
[Κ. Καρυωτάκης]
«Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω
πέρα,
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον
αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.» [Κ.
Καρυωτάκης]
«Μη πήτε λοιπόν ποτέ λόγον κακόν δια
τον νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη. Ήτο σπουδαίος ποιητής, που από τρίχα
μόλις θα έψαλλε τους οργασμούς της γης και όλους τους έρωτας των άστρων, αν
Μοίρα σκληρή δεν έστεφε το μέτωπόν του με βαθυπράσινον κισσόν που εκόπη από
τάφους, μα που και έτσι είναι κισσός, φυτό σπαρμένο απ’ τους θεούς, όπως και η
δάφνη.»
Ο Εμπειρίκος ζητά να μην ειπωθεί
κανένας κακός λόγος για τον ποιητή που αυτοκτόνησε νέος στην Πρέβεζα∙ να μην ειπωθεί κανένας κακός λόγος
για την ύστατη πράξη του, αλλά και για τη θλίψη που διέτρεχε την ψυχή και κατ’
επέκταση τους στίχους του. Καθώς, ο ποιητής αυτός ήταν σπουδαίος, και το δίχως
άλλο, αν είχαν έρθει αλλιώς τα πράγματα στη ζωή του, θα μπορούσε να τραγουδά
τους «οργασμούς της γης» και τους «έρωτες των άστρων»∙ θα μπορούσε να υμνεί τη
ζωοποιό δύναμη της ζωής, τον έρωτα και τη χαρά. Όμως, η μοίρα υπήρξε σκληρή με
τον Καρυωτάκη, κι αντί να κοσμήσει το μέτωπό του με δάφνη, αντί δηλαδή να του
δώσει την ευνοϊκή εκείνη πνοή, που θα τον καθιστούσε ένδοξο ποιητή του ωραίου
και του καλού, του έδωσε βαθυπράσινους κισσούς, κομμένους από τάφους. Η μοίρα
έφερε τον Καρυωτάκη πλησιέστερα στον πόνο και στη θλίψη των ανθρώπων που δεν
γνώρισαν τις γενναιόδωρες δωρεές της ζωής∙ τον έφερε πλησιέστερα στην επιθυμία
του θανάτου, στερώντας του τη διάθεση εκείνη που κινεί τους ευτυχέστερους
ανθρώπους.
Ωστόσο, ακόμη κι αυτός ο κισσός είναι
δοσμένος στους ανθρώπους απ’ τους θεούς, είναι κι αυτός μια έκφανση της ζωής, έστω κι αν δεν φέρνει μαζί του την
ευδαίμονα θέρμη ενός άρτιου βίου. Έτσι, παρόλο που η μοίρα δεν έδωσε στον
Καρυωτάκη το προνόμιο να υμνήσει τη χαρά, του προσέφερε το εξίσου σημαντικό
προνόμιο να υμνήσει τον πόνο και να εκφράσει έτσι τα πράγματα όπως τα ζουν και
τα βλέπουν οι λιγότερο ή ελάχιστα ευνοημένοι άνθρωποι.
«Κι αφού πια τότε θα ‘ναι αργά νέες
χίμαιρες να πλάσεις
ή ακόμη μια επιπόλαιη και συμβατική
χαρά,
θ’ ανοίξεις το παράθυρο για τελευταία
φορά,
κι όλη τη ζωή κοιτάζοντας, ήρεμα θα
γελάσεις.» [Κ. Καρυωτάκης]
«Κι αφού ταιριάζει, ω δέντρα μου, να
μένω απ’ όλα πίσω
τα θαλερά και τα εύθυμα στην πλάση,
εγώ λιγότερο γι’ αυτό δε θα σας
αγαπήσω,
όταν θα μ’ έχετε κι εσείς ακόμη
προσπεράσει.» [Κ. Καρυωτάκης]
«Μην τον ξεχνάτε λοιπόν τον νέον αυτόν,
το κάθετον τούτο λάβαρον της θλίψεως και του θανάτου, τον νέον αυτόν που εις
τας ακτάς τους Αμβρακικού απέπτη, τον άσπρον άγγελον με τα κατάμαυρα πτερά μην
τον ξεχνάτε, και, ακόμη, να τον αγαπάτε. Ήτο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και
ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις – είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας
Καρυωτάκης.»
Ο Εμπειρίκος εκφράζοντας το θαυμασμό
και την εκτίμησή του για τον πρόωρα χαμένο ομότεχνό του, ζητά απ’ τους δικούς του αναγνώστες
να μην ξεχνούν τον ποιητή αυτόν, που υπήρξε υμνητής της θλίψης και του θανάτου∙
τον ποιητή που αφαίρεσε τη ζωή του στις ακτές του Αμβρακικού. Τους ζητά,
μάλιστα, όχι μόνο να μην τον ξεχνούν, μα και να τον αγαπούν, διότι αυτός ο
ευγενής και ψυχικά ταλαιπωρημένος νέος ήταν ένας μεγάλος ποιητής. Διαπίστωση,
την οποία ο Εμπειρίκος επαναλαμβάνει, αλλάζοντας αυτή τη φορά το χρόνο του
ρήματος∙ ο Καρυωτάκης είναι μεγάλος ποιητής.
Η διαπίστωση του Εμπειρίκου,
καταγεγραμμένη ποιητικά 36 χρόνια μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, διατηρεί
και σήμερα αναλλοίωτη την αξία της,
καθώς το έργο του Καρυωτάκη συνεχίζει να διαβάζεται, να επιδρά, και, το
κυριότερο, να εκφράζει σκέψεις και συναισθήματα πολλών ανθρώπων. Η ποίησή του
κρίθηκε επί δεκαετίες από τους ειδικούς και είτε αμφισβητήθηκε είτε υμνήθηκε,
κράτησε ωστόσο αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού, στοιχείο που της
προσδίδει την αλήθεια και την ειλικρίνεια εκείνου του λόγου, που έχοντας
προκύψει απ’ την ψυχή και τα βιώματα του δημιουργού, αντέχει στο χρόνο ως
αυθεντική έκφραση μιας πολύ προσωπικής -μα εν τέλει κοινής για πολλούς
ανθρώπους- θέασης της ζωής.
«Η φριχτή λέξη με φωτιά στον ουρανόν
εγράφη.
Δέντρα τη δαχτυλοδειχτούν, αστέρια την
κοιτούνε,
επιγραφή την έχουνε τα σπίτια κι είναι
τάφοι,
ακόμη θα την άκουσαν οι σκύλοι κι
αλυχτούνε.
Οι άνθρωποι δεν ακούνε;» [Κ.
Καρυωτάκης]
«Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.» [Κ.
Καρυωτάκης]
Τα λόγια του Ανδρέα Εμπειρίκου: «Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις –
είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης», έρχονται ίσως και ως απάντηση στη
γνωστή κριτική του Κ. Θ. Δημαρά, 10 χρόνια μετά το θάνατο του Καρυωτάκη, όπου ο
σημαντικός αυτός φιλόλογος, σχολίαζε μεταξύ άλλων: «Ο Καρυωτάκης δεν ήταν
μεγάλος ποιητής∙ καλά-καλά εγώ πιστεύω πως δεν ήταν καν ποιητής, στην πλήρη
σημασία που μπορούμε να δώσουμε στη λέξη. Τον λεν ακόμη προσωπικό και
πρωτότυπο∙ και όμως σε κάθε του ποίημα επάνω μπορούμε, έτσι, χωρίς σοφία και
έρευνα μεγάλες, να σημειώσουμε το όνομα του δικού μας ή του ξένου ποιητού από
τον οποίον εκάστοτε επηρεάζεται. Αλλά ήταν δέκτης ευαισθησίας καταπληκτικής,
που συγκέντρωσε μέσα του όλες τις διάχυτες τάσεις και ροπές της γενεάς του, τις
αποκρυστάλλωσε και τους έδωσε μορφή τελειωτική. ...»
«Όλα έπρεπε να γίνουν. Μόνο η νύχτα
δεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να ‘ναι,
να παίζουνε τ’ αστέρια εκεί σα μάτια
και σα να μου γελάνε.» [Κ. Καρυωτάκης]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου