Chris Lopez
Γιώργος
Σεφέρης «Επικαλέω τοι την θεόν...»
Λάδι στα μέλη,
ίσως ταγγή μυρωδιά
όπως εδώ στο λιόμυλο
της μικρής εκκλησιάς
στους χοντρούς πόρους
της σταματημένης πέτρας.
Λάδι στην κόμη
στεφανωμένη με σκοινί,
ίσως και άλλα αρώματα
που δε γνωρίσαμε
φτωχά και πλούσια
κι αγαλματάκια στα δάχτυλα
προσφέρνοντας μικρούς μαστούς.
Λάδι στον ήλιο·
τρόμαξαν τα φύλλα
στου ξένου το σταμάτημα
και βάρυνε η σιγή
ανάμεσα στα γόνατα.
Έπεσαν τα νομίσματα·
«Επικαλέω τοι την θεόν…».
Λάδι στους ώμους
και στη μέση που λύγισε
γρίβα σφυρά στη χλόη,
κι αυτή η πληγή στον ήλιο
καθώς σημαίναν τον εσπερινό
καθώς μιλούσα στον αυλόγυρο
μ’ ένα σακάτη.
Κούκλια, Νοέμ. ’53
Το ποίημα του Σεφέρη «Επικαλέω τοι την
θεόν...» ανήκει στη συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ», που περιέχει ποιήματα
τα οποία ενέπνευσε στον ποιητή το ταξίδι του στην Κύπρο.
Ο τίτλος του ποιήματος, όπως και το
βασικό ιστορικό του πλαίσιο, αντλούνται από την Ιστορία του Ηροδότου:
«ἔνθα ἐπεὰν ἵζηται γυνή, οὐ πρότερον ἀπαλλάσσεται ἐς τὰ οἰκία ἤ τίς οἱ ξείνων ἀργύριον ἐμβαλὼν ἐς τὰ γούνατα μειχθῇ ἔσω τοῦ ἱροῦ. ἐμβαλόντα δὲ δεῖ εἰπεῖν τοσόνδε· Ἐπικαλέω τοι τὴν θεὸν Μύλιττα. Μύλιττα δὲ καλέουσι τὴν Ἀφροδίτην Ἀσσύριοι... ἐνιαχῇ δὲ καὶ τῆς Κύπρου ἐστὶ παραπλήσιος τούτῳ νόμος.»
[= Όταν μια γυναίκα καθήσει εκεί (δηλ.
στον αυλόγυρο του ναού της Αφροδίτης) δεν την αφήνουν να πάει σπίτι της παρά
αφού ένας ξένος της ρίξει χρήματα στα γόνατα και σμίξει μαζί της μέσα στον ναό.
Και ρίχνοντάς τα πρέπει να πει τούτο μόνο: «Στο όνομα της θεάς Μύλιττας» -
Μύλιττα ονομάζουν την Αφροδίτη οι Ασσύριοι... Και σε μερικά μέρη της Κύπρου
υπάρχει ένα έθιμο παραπλήσιο με τούτο.] Ηρόδοτος Ι 199
Ο Σεφέρης έχοντας επισκεφτεί το χώρο
όπου βρισκόταν το Ιερό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο (χωριό Κούκλια) της Κύπρου,
συνθέτει -μυθική μέθοδος- την προσωπική του εμπειρία με όσα γνωρίζει ότι
συνέβαιναν στο χώρο αυτό κατά την αρχαιότητα. Προκύπτει, έτσι, ένα παράλληλο
ξεδίπλωμα του αρχαίου εθίμου, που τιμούσε την Αφροδίτη, και της παροντικής
εμπειρίας του ποιητή.
Ο Σεφέρης αντλεί το αναγκαίο ιστορικό
υλικό από το έργο του Ηροδότου και ανασυνθέτει το βίωμα μιας γυναίκας που έχει
έρθει στο Ιερό για να τηρήσει το αρχαίο αυτό έθιμο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο κάθε
εντόπια γυναίκα όφειλε μια φορά στη ζωή της να μείνει στο ιερό της Αφροδίτης
και να σμίξει μ’ έναν ξένο άνδρα. Επρόκειτο επί της ουσίας για έθιμο των Βαβυλωνίων,
το οποίο όμως είχε περάσει και σε μερικά μέρη της Κύπρου.
Λάδι στα μέλη,
ίσως ταγγή μυρωδιά
όπως εδώ στο λιόμυλο
της μικρής εκκλησιάς
στους χοντρούς πόρους
της σταματημένης πέτρας.
Ήδη από την πρώτη στροφή καθίσταται
σαφής η παράλληλη κίνηση παροντικής και παρελθοντικής εμπειρίας, καθώς ενώ ο
πρώτος στίχος μας παραπέμπει στη γυναίκα εκείνη, που εκπροσωπεί ουσιαστικά κάθε
γυναίκα που βρέθηκε κατά την αρχαιότητα στο Ιερό, για να τιμήσει την Αφροδίτη,
οι υπόλοιποι συνιστούν έκφραση του προσωπικού βιώματος του ποιητή. Τα μέλη του
γυναικείου σώματος έχουν καλυφθεί με λάδι, σε μια προσπάθεια καλλωπισμού, ώστε
να το καταστήσουν περισσότερο ποθητό στον άγνωστο άντρα που θα ανταποκριθεί στο
ερωτικό κάλεσμα.
Εκείνο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη
είναι πως κάθε γυναίκα που ερχόταν στο Ιερό ήταν αναγκασμένη να παραμείνει εκεί
μέχρι να βρεθεί ο άντρας που θα θελήσει να κοιμηθεί μαζί της. Μια παράδοξη
επιβεβαίωση της θηλυκότητας, που πιστοποιούσε κατά κάποιο τρόπο τη θελκτικότητα
της γυναίκας, και άρα τη δυνατότητά της να επιτελέσει τον πρωταρχικό της ρόλο
ως εκπρόσωπος της θεάς του έρωτα, της Αφροδίτης. Η δοκιμασία αυτή, η
επιβεβαίωση του ερωτισμού και της θελκτικότητας, δεν ήταν ωστόσο εξίσου εύκολη για
όλες τις γυναίκες. Η αφήγηση του Ηροδότου είναι αποκαλυπτική: «Όσες λοιπόν
συμβαίνει να είναι προικισμένες με ομορφιά και παράστημα, γλιτώνουν γρήγορα·
όσες όμως ανάμεσά τους είναι άσχημες περιμένουν εκεί πολύν καιρό, έτσι που δεν
μπορούν να ξεπληρώσουν το έθιμο. Γι’ αυτό συμβαίνει μερικές να κάθονται και
τρία και τέσσερα χρόνια.»
Η αναφορά στο λάδι που χρησιμοποιούσαν
τότε οι γυναίκες για να αλείψουν το σώμα τους λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός
με το παρόν, καθώς ο ποιητής αντιλαμβάνεται την αλλοιωμένη μυρωδιά του παλιού
λαδιού από τον λιόμυλο της μικρής εκκλησίας που βρίσκεται στον ίδιο χώρο.
Ο αρχαίος ναός συνυπάρχει με την
αφιερωμένη στην Παναγία την Καθολική εκκλησία του 12ου αιώνα, κι η
έντονη αντίθεση ανάμεσα στους δύο κόσμους διατρέχει το σύνολο του ποιήματος.
Η ταγγή μυρωδιά του λαδιού διαχέεται
στην ατμόσφαιρα από τους χοντρούς πόρους της πέτρας που έχει χρησιμοποιηθεί για
το χτίσιμο της εκκλησίας. Πέτρα την οποία ο ποιητής αποκαλεί σταματημένη, για
να υποδηλώσει την ακινησία του χώρου και το σταμάτημα της παράδοσης, καθώς οι
πέτρες για την εκκλησία προήλθαν από το Ιερό της Αφροδίτης, που είχε
παρακμάσει, όπως κατόπιν παρήκμασε και έπαψε να λειτουργεί και η εκκλησία.
Λάδι στην κόμη
στεφανωμένη με σκοινί,
ίσως και άλλα αρώματα
που δε γνωρίσαμε
φτωχά και πλούσια
κι αγαλματάκια στα δάχτυλα
προσφέρνοντας μικρούς μαστούς.
Η αναφορά στο λάδι επανέρχεται στην
αρχή κάθε στροφής ενώνοντας τις δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους και
θρησκείες. Εδώ, λοιπόν, ως καλλωπισμός για τα μαλλιά των γυναικών, οι οποίες
σύμφωνα με τον Ηρόδοτο φορούσαν επίσης ένα στεφάνι από λινάρι.
Στην προσπάθειά τους να γίνουν αρεστές
στον άγνωστο άντρα που θα τις επιλέξει οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν ίσως κι άλλα
αρώματα, τα οποία δεν τα γνωρίσαμε, όπως σχολιάζει ο ποιητής. Αρώματα φτωχά και
πλούσια, ανάλογα με την κοινωνική θέση της κάθε γυναίκας, μα και αγαλματάκια
στα δάχτυλα, για να θυμίζουν το λατρευτικό της παράδοσης. Με το στήθος τους,
συχνά ανώριμο ακόμη, έκθετο στους περαστικούς άντρες.
Η διάκριση ανάμεσα σε φτωχά και πλούσια
αρώματα μας παραπέμπει συνάμα στη διαφοροποίηση που υπήρχε ανάμεσα στις φτωχές
και τις πλούσιες γυναίκες. Κι όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος: «Πολλές που το θεωρούν
ανάξιό τους να ανακατεύονται με τις άλλες γυναίκες, από υπερηφάνεια για τα
πλούτη τους, πάνε με σκεπασμένα αμάξια και στέκονται πλάι στο ιερό, ενώ από
πίσω ακολουθεί ολόκληρη συνοδεία από υπηρέτες.»
Λάδι στον ήλιο·
τρόμαξαν τα φύλλα
στου ξένου το σταμάτημα
και βάρυνε η σιγή
ανάμεσα στα γόνατα.
Έπεσαν τα νομίσματα·
«Επικαλέω τοι την θεόν…».
Το λάδι στο σώμα εκτεθειμένο στον ήλιο,
εκτεθειμένο στις διαθέσεις οποιουδήποτε περαστικού θελήσει να διεκδικήσει τον
έρωτα της γυναίκας. Κι η γυναίκα απόλυτα αφημένη στην επιλογή του άγνωστου
άντρα, τον οποίο δεν μπορεί να τον αρνηθεί, όποιος κι αν είναι, όπως κι αν
είναι.
Αυτή ακριβώς την αίσθηση της ανησυχίας
που έχει η γυναίκα, για το ποιος θα την επιλέξει μεταδίδεται στους στίχους του
ποιητή με το τρόμαγμα των φύλλων, όταν αίφνης κάποιος ξένος σταματά μπροστά της,
και η σιγή ανάμεσα στα γόνατά της, η σιγή στη γυναικεία της φύση βαραίνει
μπροστά στο αναπάντεχο, μα και αναπόδραστο σμίξιμο με τον άγνωστο άντρα.
Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος: «Την ώρα που αφήνει
τα λεφτά, πρέπει να πει αυτά τα λόγια μόνο: “Στο όνομα της θεάς Μύλιττας”.
Μύλιττα ονομάζουν οι Ασσύριοι την Αφροδίτη. Το ποσό μπορεί να είναι
οσοδήποτε· δεν πρόκειται η γυναίκα να το αρνηθεί· δεν έχει αυτό το δικαίωμα·
γιατί τα χρήματα αυτά είναι ιερά. Ακολουθεί λοιπόν τον πρώτο που θα της δώσει
κάτι, και δεν αποδοκιμάζει κανέναν. Αφού σμίξει μαζί του κι έχοντας εκπληρώσει
το χρέος της προς τη θεά, φεύγει πια για το σπίτι της, και στο εξής, ό,τι και
να της δώσει κάποιος, δεν μπορεί να την κάνει δική του.»
«Λάδι στους ώμους
και στη μέση που λύγισε
γρίβα σφυρά στη χλόη,
κι αυτή η πληγή στον ήλιο
καθώς σημαίναν τον εσπερινό
καθώς μιλούσα στον αυλόγυρο
μ’ ένα σακάτη.»
Το λάδι στους ώμους και το σώμα που
λυγίζει και παραδίδεται στις διαθέσεις του άγνωστου άντρα· με τους ασπρόμαυρους
αστραγάλους στη χλόη, καθώς η γυναίκα αφήνεται τελείως σε αυτόν. Αυτό το έθιμο
που ακόμη κι ο Ηρόδοτος το χαρακτηρίζει ως το χειρότερο, αυτό που αφήνει μια
πληγή στον ήλιο, την στιγμή που οι καμπάνες της εκκλησίας σημαίνουν τον
εσπερινό -μετάβαση στο παρόν του ποιητή-, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την
ηθική και την αγνότητα της χριστιανοσύνης.
Μα το πέρασμα του χρόνου έχει πια ρίξει
βαριά τη σκιά του σε τέτοιου είδους έθιμα, όπως αντίστοιχα η έλευση του
χριστιανισμού έχει θέσει σε δεύτερη μοίρα το σώμα και τη λατρεία του έρωτα.
Τώρα ό,τι απομένει είναι ο σακάτης με τον οποίο μιλά ο ποιητής στον αυλόγυρο
της εκκλησίας.
Στο χώρο που κάποτε οι άνθρωποι
τιμούσαν τη θεά της ομορφιάς και του έρωτα, το μόνο που μπορεί κανείς να δει
είναι ερείπια· σκόρπια κι ελάχιστα κατάλοιπα μιας θρησκείας αφιερωμένης στο
ανθρώπινο κάλλος, κι έναν σακάτη να συμβολίζει την πλήρη παραμέληση του σώματος
και της δικής του ξέχωρης ομορφιάς και αξίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου