Erwin Olaf
Μίμης
Ανδρουλάκης «Ο κόκκινος κάβουρας» [απόσπασμα]
Ταξιδεύω στο παράδοξο, παρείσακτος σε
μια πτήση με πρόωρα μαυρισμένους Σκανδιναβούς, δίχως να ξέρω το βασικό: ποιοι
με καλούν και τι ζητούν από εμένα. Προσπαθώ να διασκεδάσω με τα θορυβώδη
γυναικόπαιδα των Βίκινγκ γύρω μου, μα είναι αδύνατον να ξεφορτωθώ μια
ακατανίκητη -ή καλύτερα ανεξήγητη- ψυχική και πνευματική παρόρμηση να συγκρίνω
τους κόσμους του 1913 και του 2013, κάτω από τον αφρό των γεγονότων, με τα
μάτια των μυστικών πρακτόρων και τις αναφορές των κατασκόπων. Πρέπει να μ’ έχει
χτυπήσει γερά η χρονολογική νεύρωση με το 1913, σαν τον προβληματικό ήρωα του
νομπελίστα Νορβηγού Χάμσουν στο Πείνα, που έγραφε ασταμάτητα «1848»
-οριζοντίως, καθέτως, πλαγίως, κυκλικώς. Πληροφορώ πάντως τον ανυπόμονο για την
περιπέτεια αναγνώστη πως, αν τυχόν βαρεθεί καθώς ξεσκονίζω στον αέρα τους
απόρρητους φακέλους εκείνης της μοιραίας χρονιάς, μπορεί να πηδήσει κατευθείαν
στο επόμενο κεφάλαιο. Εκείνος θα χάσει.
Το τρελό, που ανακαλύπτω εκ των
υστέρων, είναι πως συμβαίνουν όμοια γεγονότα, σε ίδιες ημερομηνίες, με απόσταση
ακριβώς εκατό χρόνων, καθώς ο Ομπάμα κατευθύνεται στο Βερολίνο το 2013
προσκεκλημένος της Μέρκελ, όπως οι εστεμμένοι -ένας γαλαξίας βασιλιάδων και
πριγκίπων της Ευρώπης- είχαν ταξιδέψει επίσης στο Βερολίνο, καλεσμένοι του
κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ το 1913.
Έτσι, μ’ αυτό το μπρος πίσω, στο
ξεστράτισμα του χρόνου, βρισκόμαστε, Σάββατο 24 Μαΐου 1913, στημένοι έξω από το
κεντρικό ταχυδρομείο της Βιέννης Fleischmarkt,
περιμένοντας ποιος θα ζητήσει ένα ύποπτο δέμα με έξι χιλιάδες λίρες στο
μυστηριώδες όνομα Νίκον Νιζέτας. Είχε πέσει σύρμα ότι τα άκρως απόρρητα
πολιτικά και στρατιωτικά σχέδια της Αυστροουγγαρίας για τους Βαλκανικούς
Πολέμους είχαν διαρρεύσει στη μυστική υπηρεσία πληροφοριών της Ρωσίας. Ήταν
εκατό τα εκατό βέβαιοι πως υπήρχε κατάσκοπος των Ρώσων στα ηγετικά κλιμάκια των
Ενόπλων Δυνάμεων της Αυτοκρατορίας, και δόθηκε εντολή να ανοίγονται όλα τα
δέματα και τα γράμματα.
Εδώ, σ’ αυτά τα σχέδια, παιζόταν η
μοίρα της Θεσσαλονίκης. Η Αυστρία την ήθελε δικό της προτεκτοράτο.
«Αδύνατον τη Θεσσαλονίκη» απάντησε στον
Βενιζέλο ο βασιλιάς Γεώργιος όταν τον ενημέρωνε για την κυοφορούμενη Βαλκανική
Συμμαχία και την προοπτική να απελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό. «Αδύνατον,
τη θέλει η Αυστρία και σ’ αυτήν θα επιδικαστεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις».
«Α, έτσι; Ας την πάρουμε τότε εμείς
πρώτοι, και ας τη ζητήσουν από εμάς οι Μεγάλες Δυνάμεις» τον έκοψε ο Έλληνας
πρωθυπουργός.
Οι Ρώσοι είναι σίγουρο ότι ενημέρωσαν,
από τις αρχές του 1912, τους φίλους τους τούς Σέρβους για τα αυστριακά σχέδια,
αλλά δεν ξέρουμε αν αυτοί με τη σειρά τους ειδοποίησαν τον Βενιζέλο όταν
εκείνος έστελνε το απελπισμένο τελεσίγραφο στον πρίγκιπα Κωνσταντίνο: «Σας
απαγορεύω να κινηθείτε προς Μοναστήριον. Χωρίς χρονοτριβή σπεύσατε πρώτοι εις
Θεσσαλονίκην. Σας καθιστώ προσωπικώς υπεύθυνο διά την βραδύτητα, αν τυχόν
αφήσετε τους Βουλγάρους να εισέλθουν πρώτοι εις Θεσσαλονίκην».
Ήταν πέντε το απόγευμα όταν ένας κομψός
κύριος με ωραίο παρουσιαστικό, γκρίζο κουστούμι και μαύρο καπέλο πλησίασε στο
γκισέ του ταχυδρομείου της Βιέννης.
«Είμαι ο Νιζέτας και έχετε ένα δέμα για
εμένα».
Ο υπάλληλος κινήθηκε να το φέρει, αλλά
ταυτόχρονα πάτησε το κουμπί που άναβε το κόκκινο φως συναγερμού σ’ ένα δωμάτιο
του πάνω ορόφου. Εκεί περίμενε η Ασφάλεια. Ο Νιζέτας κατάλαβε την κίνηση και το
‘βαλε στα πόδια. Ο αστυνομικός πρόλαβε μόνο να δει τον αριθμό του ταξί που
έφευγε με τον μυστηριώδη Νίκον Νιζέτας. Είκοσι λεπτά μετά, βρέθηκε ο ταξιτζής
που τους είπε πως τον άφησε στο Cafe
Kaiserhof. Φυσικά
την είχε κοπανήσει κι από κει, μα ένας πιτσιρικάς λούστρος, πολύ παρατηρητικός,
πληροφόρησε την αστυνομία πως ένας κύριος μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά άρπαξε έξω
από το cafe ένα
άλλο ταξί για τον Hotel
Klomser. Λίγα λεπτά μετά ο
δεύτερος ταξιτζής πήγε στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου τη θήκη ενός πολυσουγιά
τσέπης με τον οποίο προφανώς θα άνοιγε το δέμα και τελικά τον ξέχασε στο πίσω
κάθισμα ο βιαστικός πελάτης. Ο ρεσεψιονίστ υπέθεσε τους δυο τρεις πιθανούς
ιδιοκτήτες της δερμάτινης θήκης και τους ειδοποίησε. Την ώρα που ο κύριος με το
γκρι κουστούμι άπλωνε το χέρι στη θήκη, εντοπίστηκε από την αστυνομία. Σοκ στη
Βιέννη. Ο Νιζέτας ήταν ο Άλφρεντ Ριντζ, διευθυντής της μυστικής υπηρεσίας
πληροφοριών της Αυστροουγγαρίας μέχρι πριν δυο μήνες, που τώρα βρισκόταν με
μετάθεση ως στρατιωτικός διοικητής στην Πράγα. Η κατάπληξη ήταν διπλή. Μία
γιατί ένας αφοσιωμένος υπερπατριώτης της Αυτοκρατορίας ήταν προδότης. Και μία
που ένας σκληρός και αγέρωχος στρατιωτικός μανιακός με τη γυμναστική και την
άρση βαρών, αποδείχθηκε ομοφυλόφιλος και είχε εκβιαστεί από την υπηρεσία
πληροφοριών της τσαρικής Ρωσίας, η οποία γνώριζε το μυστικό του πάνω από δέκα
χρόνια. Στην αρχή εξαναγκάστηκε να υποκύψει στον εκβιασμό, αλλά τα ακριβά
γούστα του και η επικίνδυνη αίσθηση της βεβαιότητας ότι δεν πρόκειται ποτέ να
ξεσκεπαστεί τον έκαναν να συνεργαστεί εθελούσια. Το ρωσικό χρήμα έρρεε άφθονο,
μέχρι που συνέβη το απίστευτο: ένας έμπειρος πράκτορας να ξεχάσει τη θήκη του
σουγιά του στο ταξί! Το παίγνιο της παρανομίας τελικά μοιάζει με παρτίδα σκάκι.
Κι είναι δύσκολο να μαντέψεις την ανοησία ενός άσχετου πρωτάρη κι ακόμη
δυσκολότερο την απροσδόκητη τύφλωση κι επιπολαιότητα ενός πανέξυπνου,
ξεσκολισμένου παίκτη όπως ο Ριντζ. Στο διαμέρισμά του στην Πράγα θα βρουν
μισοτελειωμένο γράμμα στον εραστή του, τον Στέφαν Χόρινκα, υπολοχαγό του
στρατού, ο οποίος του ζητούσε να διακόψουν τη σχέση τους. Ο Ριντζ έδινε στον
Χόρινκα εννιακόσιες κορόνες τον μήνα. Η αστυνομία δεν τον συνέλαβε στον Hotel Klomser, αλλά τέθηκε υπό παρακολούθηση από την
υπηρεσία αντικατασκοπείας. Το βράδυ δείπνησε μ’ έναν άλλον φίλο του και, όταν
επέστρεψε στο ξενοδοχείο, κατάλαβε ότι ο κλοιός γύρω του στένευε. Δανείστηκε
ένα περίστροφο από έναν γνωστό του στρατιωτικό και το μεθεπόμενο ξημέρωμα ένας
πυροβολισμός συντάραξε το Hotel
Klomser και έδωσε τέλος στην
προδοσία του. Ήταν η πιο διάσημη αυτοκτονία του 1913 στη Βιέννη, την πόλη με το
μεγαλύτερο ποσοστό αυτοκτονιών τότε στον κόσμο.
Ας ελπίσουμε πως θα ‘ρθει μια εποχή που
οι σεξουαλικές προτιμήσεις των ανθρώπων δεν θα αποτελούν αντικείμενο εκβιασμού
τους. Πάντως η χουντική ΚΥΠ, έξι περίπου δεκαετίες μετά την υπόθεση Ριντζ, θα
εκβιάσει και θα στρατολογήσει με αξιοσημείωτη αμοιβή γνωστό δημοσιογράφο που
θήτευε τις νύχτες ως τραβεστί στη Συγγρού.
Εκείνο το πρωινό του Μάη του 1913,
κοντά στο Hotel
Klomser, στο ξακουστό Cafe Central, έπιναν τον καφέ τους -δίχως να
γνωρίζονται- ο Σίγκμουντ Φρόυντ και ο Λέον Τρότσκι, εκδότης τότε της Πράβδα,
ενώ κατέφτανε στη Βιέννη από τον σταθμό της Κρακοβίας ένας νεαρός μυστακοφόρος,
κοντός και βλογιοκομμένος, με μια ξύλινη βαλίτσα στο χέρι και ελληνικό
διαβατήριο με το όνομα Σταύρος Παπαδόπουλος. Ήταν ο θρυλικός Κόμπα, ο
Γεωργιανός επαναστάτης Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλλι που οργάνωνε ληστείες
τραπεζών στην Τιφλίδα και ήρθε στην Αυστροουγγαρία με τα δεκαπέντε έθνη και τις
δέκα επίσημες γλώσσες να μελετήσει το εθνικό ζήτημα. Ναι, όπως καταλάβατε, ήταν
ο Ιωσήφ Στάλιν. Ένας διάσημος πράκτορας, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής των
Μπολσεβίκων, θα ενημερώνει την Οχράνα, τη μυστική αστυνομία του τσάρου, για τις
κινήσεις των τριών ηγετών: Τρότσκι – Στάλιν στη Βιέννη και του Λένιν στην,
επίσης αυστριακή, Γαλικία. Εκεί στη Βιέννη μένει το 1913 και ο νεαρός Γιόσιπ
Μπροζ, ο μετέπειτα ηγέτης του Απελευθερωτικού Στρατού της Γιουγκοσλαβίας Τίτο,
που δούλευε στην αυτοκινητοβιομηχανία Daimler. Εκείνο το πρωί στην ίδια πόλη, ένας
ρέμπελος εικοσιτετράχρονος σπουδαστής ζωγραφικής ξεκινούσε από την Meldemannstrasse, κοντά στον Δούναβη, για την Ακαδημία
Καλών Τεχνών. Ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ. Την ίδια μέρα που έπαιρνε θέση στις
βιτρίνες των βιβλιοπωλείων της Ευρώπης το Der Tod in Venedig (Θάνατος στη Βενετία) του Τόμας Μαν
και άνοιγε τις πύλες της η Διεθνής Βιομηχανική Έκθεση στη μεσαιωνική φλαμανδική
πόλη Γκεντ (Ghent),
κορυφαία εκδήλωση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, στο Βερολίνο θα
συναντηθούν σε βασιλική γαμήλια τελετή τα τρία ξαδέρφια, οι ισχυρότεροι ηγέτες
του κόσμου: Ο Γεώργιος Ε΄ του Ηνωμένου Βασιλείου, ο κάιζερ Γουλιέλμος Β΄ της
Γερμανίας και ο τσάρος Νικόλαος Β΄ της Ρωσίας. Είχαν κοινή καταγωγή από τη
βασίλισσα Βικτόρια.
Ο κάιζερ Γουλιέλμος θα πει στον τσάρο
Νικόλαο: «Αγαπητέ Νικόλαε, σε συνοδεύουν διακόσιοι εβδομήντα μυστικοί
πράκτορες. Τι τους θέλεις; Εδώ είσαι σαν στο σπίτι σου. Η εποχή των πολέμων
ανάμεσά μας τελείωσε ανεπιστρεπτί. Οι πράκτορές μας είναι περιττό έξοδο. Μας
ενώνουν πια όλες τις δυναστείες της Ευρώπης ακατάλυτοι συγγενικοί δεσμοί. Είμαστε
αλληλεξαρτημένοι με το διεθνές εμπόριο και τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές
δίχως σύνορα. Να, χθες, προς τιμήν του ξαδέλφου Γεωργίου Β΄, έδωσα χάρη στους
δύο Βρετανούς κατασκόπους, τους πλοιάρχους Τρεντς και Μπέρτραντ Στιούαρτ, που
ήρθαν σαν τουρίστες και έκλεψαν τα σχέδια του Ναυτικού μας. Χθες υποδέχθηκα
στον σταθμό Λεχρέρ τον βασιλιά Γεώργιο φορώντας τη βρετανική στρατιωτική στολή,
ενώ εκείνος την πρωσική στολή της φρουράς των Δράκων».
Τίποτα δεν προδίκαζε εκείνο το μοιραίο
συμβάν, έναν χρόνο μετά, τη δολοφονία του αρχιδούκα της Αυστροουγγαρίας
Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σεράγεβο, που έδωσε την αφορμή για το ξέσπασμα του
Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το Black
Hand, Μαύρο Χέρι, η
σερβική εθνικιστική οργάνωση χτύπησε. Ναι, τίποτα δεν το προδίκαζε, εκτός από
τις κινήσεις και τις αναφορές των πρακτόρων και των κατασκόπων –μερικές φορές,
βέβαια, αφελείς, επιπόλαιες, ασυνάρτητες.
Εκατό χρόνια μετά, τις ίδιες
ημερομηνίες, η Μέρκελ υποδέχεται στην Πύλη του Βραδεμβούργου, ακριβώς εκεί που
βρισκόταν κάποτε η διαχωριστική γραμμή Ανατολικού – Δυτικού Βερολίνου, τον
Ομπάμα, ο οποίος επαναλάμβανε την κλασική σκηνή του Τζον Κέννεντυ το 1963 με
την ιστορική φράση «Ich
bin ein Berliner». Κι όπως ο κάιζερ, ο Ομπάμα θα
καθησυχάσει τη Μέρκελ για την υποκλοπή των ηλεκτρονικών δεδομένων από την
αμερικανική NSA και
συνεπώς τη CIA και
το FBI.
«Έλα τώρα, Άνγκελα, όλα αυτά είναι για
χολλυγουντιανό θρίλερ. Μη δίνεις σημασία. Δεν είμαστε πια στον Ψυχρό Πόλεμο.
Όλοι παρακολουθούν όλους. Είναι ρουτίνα».
Όμως, μια κυρία δίπλα στην εξέδρα της
υποδοχής, η Σαμπίνε, υπουργός Δικαιοσύνης από τους Ελεύθερους Δημοκράτες,
επαναλάμβανε εδώ και μήνες σιβυλλικά, πολύ πριν ο Έντουαρντ Σνόουντεν κάνει τις
σχετικές αποκαλύψεις: «Δεν μιλώ ποτέ στο κινητό, δεν στέλνω e-mails!». Ενώ εγώ παρεξήγησα τη Μέρκελ ότι
«τα είχε» με τον πρώην της σύμβουλο Βάιντμαν, νυν διοικητή της Μπούντεσμπανκ,
αυτοί απλώς απέφευγαν τους μοντέρνους «κοριούς» με περιπάτους σε μη
προβλέψιμους ανοιχτούς χώρους. Η Μέρκελ, η αινιγματική κόρη του πάστορα από τη
Δρέσδη, ξέρει πολύ καλά ότι η CIA
έχει ξεσκονίσει όλους τους φακέλους της Στάζι και έχει συλλέξει τις πιο απίθανες
λεπτομέρειες από την οικογενειακή και φοιτητική της ζωή και από τη συμμετοχή
της στη μαρξιστική-λενινιστική οργάνωση «Ελεύθερη Γερμανική Νεολαία» (FDJ). Αυτό έκαναν και για τον Γκρέγκορ
Γκίζι, εκ των ηγετών του κόμματος της Αριστεράς (Die Linke) στη Γερμανία. Οι εκβιαστές αναζητούν
πάντα «γκρίζες ζώνες».
Αν πράκτορας της χρονιάς το 2013 είναι
ο Έντουαρντ Σνόουντεν, όπως ο Άλφρεντ Ριντζ το 1913, τον τίτλο του πιο
επιπόλαιου και παράδοξου πράκτορα του 1913 τον διεκδικεί ο «Τίνο», ο
Κωνσταντίνος, ο πρίγκιπας και στη συνέχεια βασιλιάς της Ελλάδας, επικεφαλής του
ελληνικού στρατού. Ενδεχομένως λόγω βλακείας –αλλά, ειδικά σ’ εποχή πολέμου, η
βαριά αμέλεια είναι ισοδύναμη της προδοσίας. Αφήσαμε τον κάιζερ Γουλιέλμο Β΄ να
δηλώνει στον τσάρο της Ρωσίας ότι πέρασε η εποχή των πρακτόρων, αλλά έχει
φροντίσει ο ίδιος να ελέγχει διπλά τον γαμπρό του, τον «Τίνο»: και με τη σύζυγο
και με τη φυτευτή ερωμένη. Σύζυγος είναι η βασίλισσα Σοφία της Ελλάδας, αδελφή
του κάιζερ, και ερωμένη η όμορφη αλλά τυχοδιώκτρια κοκότα Πάολα φον Οστχάιμ,
πριγκίπισσα εκ διαζυγίου. Ο Κωνσταντίνος, στα γράμματά του από το μέτωπο προς
την περιφερόμενη στα κοσμικά κέντρα της Ευρώπης Πάολα, αφού πετά μερικά «Σε
φιλώ παντού», της εκμυστηρεύεται με απόλυτη λεπτομέρεια τα πιο απόρρητα σχέδια
του Γενικού Επιτελείου. «Η επίθεσή μας θα αρχίσει την Πέμπτη, αντί της
Παρασκευής, στις έξι το πρωί. Διαθέτω επτά μεραρχίες». Η Πάολα δούλευε για τις
γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, αλλά είχε τεθεί υπό παρακολούθηση και από τις
γαλλικές. Το πιθανότερο: να είχε εξελιχθεί σε διπλή πράκτορα. Τα εμβάσματα του
ανόητου Κωνσταντίνου ήταν σχετικά λίγα για να ζει η άφραγκη Πάολα μεταξύ
Ντοβίλ, Νίκαιας και Σαιν Μόριτζ. Για τους Γάλλους, δούλευε εθελοντικά η
θαυμαστή Μαρία Βοναπάρτη, μαθήτρια του Φρόυντ, σύζυγος του πρίγκιπα Γεωργίου,
αδελφού του Κωνσταντίνου, η οποία είχε κοιμηθεί με τη μισή γαλλική κυβέρνηση
αφού ο άνδρας της κοιμόταν με τον θείο του τον Βαλντεμάρ, πρίγκιπα της Δανίας.
Ευτυχώς πρόλαβε να τον ξεφορτωθεί η Κρήτη από Αρμοστή με την επανάσταση του
Θερίσου (1905). «Σε δεχθήκαμε σαν αρραβώνα με την Ελλάδα, μα η μνηστεία
κακοφόρμισε, καιρός να φύγεις» θα πει ο Βενιζέλος.
Να που φτάσαμε στο πολυαναφερόμενο
πολιτικό πρόσωπο του 1913 στις εκθέσεις των πρακτόρων των Μεγάλων Δυνάμεων:
στον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον ηγέτη που -όπως θα χαριτολογήσει ο Τσόρτσιλ-
χόρευε επί μια δεκαετία όπως ήθελε τις «τρεις ρεντιγκότες»: τον Λόυντ Τζορτζ,
πρωθυπουργό της Βρετανίας, τον Κλεμανσό της Γαλλίας και τον πρόεδρο Ουίλσον των
ΗΠΑ.
Το 1913 μπαίνει με τις αναφορές των
μυστικών υπηρεσιών για τις κινήσεις του Βενιζέλου στη Διάσκεψη του Λονδίνου
όπου θα συζητηθεί και θα υπογραφεί η συμφωνία ειρήνης μεταξύ της Τουρκίας και
των βαλκανικών συμμάχων –Ελλάδας, Σερβίας και Μαυροβουνίου. Έχει προηγηθεί
αυστριακή αναφορά για τη συνάντηση του Βενιζέλου με τον σοφό πρωθυπουργό της
Γαλλίας Πουανκαρέ, ο οποίος θα εξελιχθεί σε θαυμαστή του Μεγάλου Κρητικού. «Ήτο
Οδυσσεύς; Ήτο σφιγξ; Ήτο, εν πάση περιπτώση, εν ον ανεξιχνίαστον το οποίον είχε
τον μύθον του και την επιβολή του».
Ένας άλλος μυστικός πράκτορας της
Γερμανίας περιγράφει λεπτομέρειες από την ιδιωτική ζωή του Έλληνα πρωθυπουργού
στο Λονδίνο, και ιδιαίτερα σχετικά με το κυοφορούμενο ειδύλλιό του με τη
ζάμπλουτη Έλενα Σκυλίτση, και σημειώνει με νόημα τη μεσολάβηση-προξενιό του
λόρδου Κρόσφιλντ και τις «σχέσεις» της Ελληνίδας γεροντοκόρης με τον Βρετανό
στρατάρχη Κίτσενερ. Δηλαδή προειδοποιεί πως ο βρετανικός κλοιός σφίγγει γύρω
από τον Βενιζέλο.
Ένας Αυστριακός πράκτορας, προφανώς
Κρητικός ίσως από την αντιβενιζελική πτέρυγα του Κούνδουρου, σε έκθεσή του
επικυρωμένη με την υπογραφή του Αυστριακού προξένου Βάιν, αφηγείται τις μέρες
της θριαμβευτικής επιστροφής του Βενιζέλου στην Κρήτη, αφού κέρδισε δύο
εκλογικές αναμετρήσεις, δύο Βαλκανικούς πολέμους, διπλασίασε την Ελλάδα και
πήρε μέρος ως νικητής σε δύο Διεθνείς Διασκέψεις Ειρήνης, του Λονδίνου και του
Βουκουρεστίου. Είναι 1η Δεκεμβρίου του 1913, η μεγάλη μέρα που θα
υψωθεί στο φρούριο Φιρκά των Χανίων η ελληνική σημαία, εκεί που ο αγωνιστής
Καγιαλές έκανε το κορμί του ιστό της όταν βομβάρδιζαν οι στόλοι των Μεγάλων
Δυνάμεων τους επαναστάτες του 1897.
Ο πράκτορας περιγράφει του
διαγκωνισμούς κατά την έπαρση της σημαίας που δεν επέτρεψαν στον βασιλιά
Κωνσταντίνο να τραβήξει εκείνος μόνος του το σχοινί, αλλά το έβαλαν -με
υπόδειξη του Βενιζέλου- στα χέρια των δύο αρχαιότερων εν ζωή οπλαρχηγών, του
Αναγνώστη Μάντακα, με τα σαράντα τέσσερα παιδιά από τρεις γάμους, και του
Χατζη-Μιχάλη Γιάνναρη. Η αφήγηση του πράκτορα πέρασε στα πολύ προσωπικά. Ο
Ελευθέριος Βενιζέλος, μετά από ένα κρητικό γλέντι στο μετόχι Συκολιές του
προσωπικού φίλου και γραμματέα του, του Κλέαρχου Μαρκαντωνάκη, θα ξημερωθεί με
την παλαιά ερωμένη του την Παρασκευούλα, χήρα του φίλου του τού Βλουμ, στο
σπίτι του θείου της, Ιωάννου Μαλλινάκη, στην οδό Θεοτοκοπούλου 54.
Η τουρκική νύχτα της Κρήτης που κράτησε
267 χρόνια, 7 μήνες κι 7 μέρες, τελείωσε με μια ερωτική ολονυχτία του
επαναστάτη του Θερίσου. Χαλάλι του!
Μίμης Ανδρουλάκης «Ο κόκκινος κάβουρας»
(Μυθιστόρημα), Εκδόσεις Πατάκη, 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου