Rebecca Poole
Κωνσταντίνος Καβάφης «Είγε ετελεύτα»
«Πού
απεσύρθηκε, πού εχάθηκε ο Σοφός;
Έπειτ’
από τα θαύματά του τα πολλά,
την
φήμη της διδασκαλίας του
που
διεδόθηκεν εις τόσα έθνη
εκρύφθηκ’
αίφνης και δεν έμαθε κανείς
με
θετικότητα τι έγινε
(ουδέ
κανείς ποτέ είδε τάφον του).
Έβγαλαν
μερικοί πως πέθανε στην Έφεσο.
Δεν
τόγραψεν ο Δάμις όμως· τίποτε
για
θάνατο του Aπολλωνίου δεν έγραψεν ο Δάμις.
Άλλοι
είπανε πως έγινε άφαντος στην Λίνδο.
Ή
μήπως είν’ εκείν’ η ιστορία
αληθινή,
που ανελήφθηκε στην Κρήτη,
στο
αρχαίο της Δικτύννης ιερόν.—
Aλλ’
όμως έχουμε την θαυμασία,
την
υπερφυσικήν εμφάνισί του
εις
έναν νέον σπουδαστή στα Τύανα.—
Ίσως
δεν ήλθεν ο καιρός για να επιστρέψει,
για
να φανερωθεί στον κόσμο πάλι·
ή
μεταμορφωμένος, ίσως, μεταξύ μας
γυρίζει
αγνώριστος.— Μα θα ξαναφανερωθεί
ως
ήτανε, διδάσκοντας τα ορθά· και τότε βέβαια
θα
επαναφέρει την λατρεία των θεών μας,
και
τες καλαίσθητες ελληνικές μας τελετές.»
Έτσι ερέμβαζε στην πενιχρή του κατοικία—
μετά
μια ανάγνωσι του Φιλοστράτου
«Τα
ες τον Τυανέα Aπολλώνιον»—
ένας
από τους λίγους εθνικούς,
τους
πολύ λίγους που είχαν μείνει. Άλλωστε —ασήμαντος
άνθρωπος
και δειλός— στο φανερόν
έκανε
τον Χριστιανό κι αυτός κι εκκλησιάζονταν.
Ήταν
η εποχή καθ’ ην βασίλευεν,
εν
άκρα ευλαβεία, ο γέρων Ιουστίνος,
κ’
η Aλεξάνδρεια, πόλις θεοσεβής,
αθλίους
ειδωλολάτρας αποστρέφονταν.
Απολλώνιος ο Τυανεύς (Τύανα Καππαδοκίας, 1ος αι. μ.Χ.)
Φιλόσοφος
και μύστης με νεοπυθαγορική κατεύθυνση και με ευρύτερη φήμη στα λαϊκά στρώματα
ως θαυματοποιός και δάσκαλος της σοφίας και της αρετής∙ για τους εθνικούς ήταν
περίπου ό,τι ο Χριστός για τους χριστιανούς.
Ο
Απολλώνιος περιηγήθηκε όλες τις χώρες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, προτείνοντας
στα κηρύγματά του ως ιδανικό τρόπο ζωής το βίο του Πυθαγόρα. Ο ίδιος ήταν
ασκητικός, με ισχυρή βούληση και καλοσύνη, αρνιόταν τη σεξουαλικότητα, την
κρεοφαγία και την οινοποσία, απέτρεπε τους μαθητές του από λατρευτικές πράξεις
με αιματηρές θυσίες και υποδείκνυε τη σιωπή και τη νοερή προσευχή. Οι οπαδοί
του από τα λαϊκότερα στρώματα πίστευαν ακόμη ότι ο Απολλώνιος είχε, εκτός από
τις παραπάνω αρετές, και υπερφυσικές ιδιότητες, που του έδιναν την ευχέρεια να
καταλαβαίνει τη γλώσσα των ζώων, να μιλά γλώσσες που δεν είχε ποτέ μάθει, να
προμαντεύει πολλά σπουδαία πράγματα, να εκβάλλει δαιμόνια, να θεραπεύει
αρρώστους, να ανασταίνει νεκρούς, να σπάει τα δεσμά του, όπως στην περίπτωση
της φυλάκισής του από τον αυτοκράτορα Δομιτιανό στη Ρώμη, ακόμη και να
εμφανίζεται μετά το θάνατό του, σε διάφορους τόπους.
Από
τα έργα του Απολλώνιου είναι γνωστά το «Τελευταί ή περί θυσιών», από τον
Ευσέβιο, που έχει διασώσει και μερικά αποσπάσματα∙ επίσης το «Περί του
Πυθαγορικού βίου», από τον Ιάμβλιχο, που το είχε ως πηγή στο ομώνυμο δικό του
έργο. Με το όνομα του Απολλώνιου έχουν σωθεί και 77 επιστολές, από τις οποίες
μερικές ίσως είναι γνήσιες.
Μετά
το θάνατό του ο Απολλώνιος λατρεύτηκε ως ήρωας ή ως θεός και τιμήθηκε με βωμούς
και αγάλματα. Έναν αιώνα αργότερα η Ρωμαία αυτοκράτειρα Ιουλία Δόμνα ανέθεσε
στο Φιλόστρατο να γράψει «Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον», μια βιογραφία του σε 8
βιβλία, με πάρα πολλά μυθιστορηματικά και φανταστικά στοιχεία.
Το ποίημα
Ο
Κωνσταντίνος Καβάφης συνηθίζει στην ποίησή του να παρουσιάζει το θέμα της
θρησκείας από την οπτική των εθνικών (των ειδωλολατρών), υποδηλώνοντας εν μέρει
τη σχετικότητα που διακρίνει την επικράτηση της μίας ή της άλλης θρησκευτικής
επιλογής. Ο ίδιος δεν χαρακτήριζε τον εαυτό του χριστιανό, χωρίς όμως αυτό να
τον εμποδίζει να αποδεχτεί την αξία που έχει για τη συναισθηματική κατάσταση
του ατόμου το αίσθημα της πίστης. Στέκει, ωστόσο, αυστηρός κριτής της
υποκρισίας που διακρίνει πολλούς χριστιανούς της εποχής του, οι οποίοι αν και
υποτίθεται πως υπηρετούν μια θρησκεία που πρεσβεύει την αγάπη και την αποδοχή,
είναι στην πραγματικότητα μισαλλόδοξοι, φανατισμένοι και καθόλου ανεκτικοί
απέναντι στους συνανθρώπους τους.
Ο
Γ. Π. Σαββίδης σημειώνει για το συγκεκριμένο ποίημα: Ιστορικοφανές ποίημα που
εγκιβωτίζει άλλο ποίημα.
Ο
νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος και μάγος Απολλώνιος γεννήθηκε στα Τύανα της
Καππαδοκίας γύρω στις αρχές του πρώτου αιώνα και πέθανε στα 96/8 π.Χ. Σπούδασε
φιλοσοφία και υιοθέτησε τον ασκητικό βίο των Πυθαγορείων. Ταξίδεψε στην Ανατολή
(μέχρι και στην Ινδία) και φημίστηκε για τις θαυματουργικές του ικανότητες∙
έτσι, μετά θάνατον, έφθασε να προβληθεί ως ανταγωνιστής του Ιησού Χριστού.
Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Έφεσο, αλλά διάφορες παραδόσεις
υποστήριζαν πως «ανελήφθη» στη Ρόδο είτε στην Κρήτη.
Η
θρυλική βιογραφία του, Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον, γράφηκε σχεδόν δύο αιώνες
αργότερα, από τον σοφιστή Φλάβιο Φιλόστρατο – «έργον λίαν αξιοπερίεργον και
ανταμείβον τον αναγνώστην του [...] Η ανάγνωσίς του υπήρξε δι’ εμέ αληθής
απόλαυσις [...] Η μορφή του μεγάλου μάγου φιλοσόφου των Τυάνων γοητεύει το
πνεύμα ως μεγαλοπρεπής υπεράνθρωπος προσωπικότης. [...] Τα ποιητικά επεισόδια
είναι πολλά, καθιστώντας το βιβλίον αποταμίευμα ποιητικής ύλης» (Καβάφης, εφ.
Τηλέγραφος, 24/5 Νοεμβρίου 1892).
Είγε ετελεύτα
Ο
τίτλος του ποιήματος αντλείται από ένα χωρίο του Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον∙
μεταφράζω: «Εάν και εφ’ όσον πέθανε».
Πού
απεσύρθηκε, πού εχάθηκε ο Σοφός;
Έπειτ’
από τα θαύματά του τα πολλά,
την
φήμη της διδασκαλίας του
που
διεδόθηκεν εις τόσα έθνη
εκρύφθηκ’
αίφνης και δεν έμαθε κανείς
με
θετικότητα τι έγινε
(ουδέ
κανείς ποτέ είδε τάφον του).
Η
πρώτη στροφή του ποιήματος αποδίδει τις σκέψεις ενός ειδωλολάτρη, ο οποίος
διαβάζοντας τον βίο του Απολλώνιου αναρωτιέται σχετικά με την κατάληξη του
σημαντικού -ιδίως για τους εθνικούς- αυτού φιλοσόφου. Ο θάνατος του Απολλώνιου
αμφισβητήθηκε από τους εθνικούς, στην προσπάθειά τους πιθανώς να δημιουργήσουν
το δικό τους ανάλογο ενός θεανθρώπου που κατορθώνει να υπερνικήσει τους νόμους
τη φύσης, όπως συνέβη στην περίπτωση του Χριστού. Στον Απολλώνιο, άλλωστε,
αποδόθηκε πέρα από μιαν αντίστοιχη διδασκαλία ηθικού περιεχομένου, η τέλεση θαυμάτων,
αλλά και η φήμη πως μετά το θάνατό του -εάν και εφόσον πέθανε- εμφανίστηκε σ’
έναν σπουδαστή στη μητρική του πατρίδα.
Αφορμή
για να ξεκινήσει η φημολογία γύρω από το που ή το αν πέθανε ο Απολλώνιος,
αποτέλεσε το γεγονός ότι ο φιλόσοφος αποσύρθηκε αιφνιδίως παρά τη μεγάλη φήμη
που είχε αποκτήσει, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποια σχετική μαρτυρία για το
θάνατό του ή για τον τόπο ταφής του.
Έβγαλαν
μερικοί πως πέθανε στην Έφεσο.
Δεν
τόγραψεν ο Δάμις όμως· τίποτε
για
θάνατο του Aπολλωνίου δεν έγραψεν ο Δάμις.
Άλλοι
είπανε πως έγινε άφαντος στην Λίνδο.
Ή
μήπως είν’ εκείν’ η ιστορία
αληθινή,
που ανελήφθηκε στην Κρήτη,
στο
αρχαίο της Δικτύννης ιερόν.—
Ο
Φιλόστρατος είχε χρησιμοποιήσει το συναξάρι που είχε γράψει ο μαθητής του
Απολλωνίου, Δάμις, και το οποίο σταματούσε πριν από τον θάνατο του Τυανέως. Εφόσον,
λοιπόν, ο Δάμις δεν συμπεριέλαβε στο δικό του κείμενο καμία αναφορά στο θάνατο
του Απολλώνιου και με δεδομένες τις ετερόκλητες πληροφορίες που αντλούνταν από
άλλες πηγές -λιγότερο αξιόπιστες-, ο κόσμος των εθνικών μπορούσε να διατηρεί
την ελπίδα του πως ο φιλόσοφος είτε δεν είχε πεθάνει είτε είχε αναληφθεί ως
θεότητα στους ουρανούς, μόνο και μόνο για να επιστρέψει εκ νέου σε κάποια πιο
κατάλληλη για το δίδαγμά του στιγμή.
Σύμφωνα
με τις διάφορες φήμες, ο Απολλώνιος ενδέχεται να πέθανε στην Έφεσο ή στη Λίνδο
-στο ναό της Αθηνάς Λινδίας, στην Ρόδο- ή ίσως και να ήταν αληθινή η ιστορία
πως αναλήφθηκε στο αρχαίο ιερό της Δικτύννης (Δίκτυννα: δηλαδή Διχτούσα,
επίθετο της μινωικής θεάς Βριτομάρτιδος, συντρόφου της Αρτέμιδος).
Aλλ’
όμως έχουμε την θαυμασία,
την
υπερφυσικήν εμφάνισί του
εις
έναν νέον σπουδαστή στα Τύανα.—
Ο
εθνικός αναγνώστης της ιστορίας του Απολλώνιου επιλέγει να αναφέρει τις
διάφορες φήμες σχετικά με το τέλος του φιλοσόφου, έστω κι αν κάποιες από αυτές
μοιάζουν προφανώς αναληθείς ή και πολύ κοντά στην ιστορία του Χριστού, όπως
είναι αίφνης η μετά θάνατον εμφάνιση του Απολλώνιου σ’ ένα σπουδαστή στα Τύανα.
Η πρόθεση των εθνικών να δημιουργήσουν έναν δικό τους Μεσσία, έναν δικό τους
θεάνθρωπο καθίσταται περισσότερο εμφανής όσο πιο κοντά στην ιστορία του Ιησού
πλάθουν την ιστορία του φιλοσόφου.
Ίσως
δεν ήλθεν ο καιρός για να επιστρέψει,
για
να φανερωθεί στον κόσμο πάλι·
ή
μεταμορφωμένος, ίσως, μεταξύ μας
γυρίζει
αγνώριστος.— Μα θα ξαναφανερωθεί
ως
ήτανε, διδάσκοντας τα ορθά· και τότε βέβαια
θα
επαναφέρει την λατρεία των θεών μας,
και
τες καλαίσθητες ελληνικές μας τελετές.
Η
απροθυμία του εθνικού αναγνώστη να πιστέψει τις πληροφορίες για το θάνατο του
Απολλώνιου κι η ελπίδα του πως ίσως ο ξεχωριστός αυτός φιλόσοφος βρίσκεται
ακόμη ανάμεσα στους ανθρώπους, με μιαν άλλη μορφή, ή πως θα επιστρέψει εκ νέου
-εφόσον αναστηθεί ή επιστρέψει από τον ουρανό, όπου έχει αναληφθεί-, φανερώνουν
την ανάγκη του να διατηρήσει άσβεστη την ελπίδα για μια, ετεροχρονισμένη έστω,
δικαίωση της θρησκείας του. Ό,τι πέτυχε κατά τρόπο αποτελεσματικό η θυσία του
Χριστού για τη νέα θρησκεία, θα μπορούσε να το επιτύχει και μια απρόσμενη
επανεμφάνιση του Απολλώνιου για τη θρησκεία των εθνικών.
Οι
ελπίδες του, βέβαια, είναι μάταιες, εφόσον η νέα θρησκεία έχει πια εδραιωθεί
πλήρως, ωστόσο εκείνος συνεχίζει να προσδοκά την επιστροφή του Απολλώνιου,
προκειμένου να ακουστεί και πάλι ο ορθός λόγος του∙ προκειμένου να επανέρθει η
λατρεία των παλαιών θεών και μαζί της οι καλαίσθητες ελληνικές τελετές.
Ο
εθνικός αναγνώστης αποζητά την επιστροφή της παλιάς θρησκείας, που σε αντίθεση
με τον συντηρητισμό του χριστιανισμού και την καταδίκη των επιθυμιών του
σώματος, έθετε την εκτίμηση του ανθρώπινου κάλλους ψηλά, μιας και ήταν σαφές πως
το σώμα, οι ανάγκες του, δεν μπορούν να παραγνωρίζονται και να υποτιμώνται.
Έτσι
ερέμβαζε στην πενιχρή του κατοικία—
μετά
μια ανάγνωσι του Φιλοστράτου
«Τα
ες τον Τυανέα Aπολλώνιον»—
ένας
από τους λίγους εθνικούς,
τους
πολύ λίγους που είχαν μείνει. Άλλωστε —ασήμαντος
άνθρωπος
και δειλός— στο φανερόν
έκανε
τον Χριστιανό κι αυτός κι εκκλησιάζονταν.
Ήταν
η εποχή καθ’ ην βασίλευεν,
εν
άκρα ευλαβεία, ο γέρων Ιουστίνος,
κ’
η Aλεξάνδρεια, πόλις θεοσεβής,
αθλίους
ειδωλολάτρας αποστρέφονταν.
Η
δεύτερη στροφή του ποιήματος μας μεταφέρει σ’ ένα μεταγενέστερο χρονικό σημείο
απ’ όπου το ποιητικό υποκείμενο στρέφει προς τα πίσω για να σχολιάσει τα
λεγόμενα του εθνικού αναγνώστη. Μαθαίνουμε, λοιπόν, πως ο μονόλογος που
προηγήθηκε ανήκε σ’ έναν φτωχό ειδωλολάτρη και προέκυψε ύστερα από την ανάγνωση
του έργου του Φιλοστράτου. Ο ειδωλολάτρης αυτός ήταν ένας από τους ελάχιστους
που είχαν απομείνει εκείνη την εποχή, και από φόβο απέναντι στο μένος και στην
αποστροφή των πολλών αναγκαζόταν να προσποιείται πως είναι κι αυτός Χριστιανός.
Όπως αναφέρεται, ειδικότερα, ο εθνικός αναγνώστης ζούσε στα χρόνια του
Ιουστίνου -ο Ιουστίνος Α΄ ο Γέροντας (518-527) υπήρξε άξεστος και αγράμματος
στρατιωτικός, θείος του Ιουστινιανού.
Ο
ποιητής σχολιάζει πως ο ειδωλολάτρης του ποιήματος ήταν δειλός και ασήμαντος,
γι’ αυτό και δεν τολμούσε να αντιταχθεί στην κυρίαρχη χριστιανική πλειοψηφία.
Καταπίεζε, έτσι, από φόβο τις δικές του πεποιθήσεις και προσπαθούσε να
προσαρμοστεί στο κλίμα της εποχής του, για ν’ αποφύγει τον κοινωνικό
στιγματισμό και την αποδοκιμασία. Τα χρόνια κατά τα οποία οι ειδωλολάτρες
καταδίωκαν τους Χριστιανούς είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί και πλέον οι ρόλοι
είχαν αντιστραφεί. Η χριστιανική θρησκεία, όχι μόνο είχε επικρατήσει, αλλά είχε
υιοθετήσει και τη μισαλλοδοξία των πρότερων διωκτών της.
Οι
Αλεξανδρινοί, βέβαια, δεν δίωκαν τους ειδωλολάτρες, ούτε τους βασάνιζαν, όπως
παλαιότερα συνέβαινε εις βάρος των Χριστιανών, αλλά και πάλι δεν είχαν φτάσει
ως εκείνο το σημείο ηθικής βελτίωσης, ώστε να αποδέχονται και να σέβονται τις
θρησκευτικές πεποιθήσεις των παλαιών δυναστών τους.
Ο
θρησκευτικός φανατισμός -είτε από τη μεριά των Χριστιανών είτε απ’ αυτή των
Εθνικών- αποτελεί ένα σύμπτωμα πνευματικού δογματισμού που βρίσκει τον Καβάφη
απόλυτα αντίθετο, γι’ αυτό και στα ποιήματά του συχνά στηλιτεύει την αδυναμία
των ανθρώπων να δείξουν σεβασμό απέναντι σε απόψεις και πιστεύω που
αντιτίθενται στα δικά τους.
Ο
ίδιος ο Καβάφης σχολιάζει τα εξής σχετικά με τους καταληκτικούς στίχους του
ποιήματός του:
«Ο
αναγνώστης γίνεται συμπαθητικότερος. Πτωχός, δειλός, και –εάν έδειχνε τη γνώμη
του- αντικείμενον αποστροφής. Το δε “άθλιος” δεν αναφέρεται εις αυτόν, τον κατά
πρόσχημα Χριστιανό, αλλά εις τους άλλους που κηρύττουν που είναι εθνικοί και
πολλάκις ευπορούν. Σημειώσεως άξιον: δεν λέγω ότι η Αλεξάνδρεια διώκει και
κατατρέχει ή βλάπτει καν. Απλώς αποστρέφεται. Αποστρέφεται δε όχι τα άτομα
τόσον, όσον την δοξασίαν. Το “άθλιος” αναφέρεται στο -κατά την θεοσεβή πόλιν-
μιαρόν (και φυσικά έτσι της φαίνεται) της θρησκείας των, θρησκείας του διαβόλου,
θρησκείας των προ τριών αιώνων μαρτυρησάντων τους Χριστιανούς, θρησκείας των
Περσών των καταδιωκόντων απηνώς τους Χριστιανούς, θρησκείας που, αν επεκράτει
και πάλιν, θα έφερε τον κόσμον εις την κόλασι. Από άποψιν φιλική προς τους
εθνικούς, οι τελευταίοι τέσσαρες στίχοι δεικνύουν, με ιστορικήν ακρίβειαν, την
ατμόσφαιρα του φανατισμού και της θρησκοληψίας.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου