Piotr Belcyr
Λορέντζος
Μαβίλης «Λήθη»
Ο Κωστής Παλαμάς στον πρόλογο της
ποιητικής συλλογής Δεκατετράστιχα έγραψε για την ποίηση του Μαβίλη:
«Ανταμώνονται στα ωραιότερα σονέτα μια επιμελημένη και στα ελάχιστα φροντίδα με
μια θερμότατη στη σύλληψη πνοή για να δείξουν, ακόμα μια φορά, πως τεχνική
δεξιοσύνη και καθαρή ποίηση ένα είναι».
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και
να ‘ναι.
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.
Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι·
πόνους παλιούς, που μέσα τους
κοιμούνται.
Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας
θρηνήσουν:
θέλουν - μα δε βολεί να λησμονήσουν.
όντας
βυθίσει: όταν βυθιστεί, όταν
δύσει.
στης
λησμονιάς... βρύση: σύμφωνα
με τις λαϊκές δοξασίες οι νεκροί πίνουν το νερό της λησμονιάς και ξεχνούν όλα
τα επίγεια.
α: αν.
όθε: απ’ αυτούς που...
λιβάδια
από ασφοδίλι: η
εικόνα αναφέρεται στον «ασφοδελό λειμώνα» (=λιβάδι από ασφοδίλια), χώρο του
Άδη, όπου, κατά τους αρχαίους Έλληνες, περιφέρονταν μόνιμα ή ησύχαζαν οι ψυχές
των ηρώων.
Ο Λορέντζος Μαβίλης ακολουθώντας μια
απαισιόδοξη θεώρηση της ζωής μακαρίζει τους νεκρούς, διότι έχουν την ευκαιρία
να λησμονήσουν τις πλείστες πίκρες που βίωσαν όσο ζούσαν. Ο θρήνος, άρα, των
ανθρώπων δεν ταιριάζει σε όσους έχουν πεθάνει, μιας κι εκείνοι έχουν πια γλιτώσει
από τα βάσανα, αλλά στους ζωντανούς, οι οποίοι είναι αναγκασμένοι να έρχονται
αντιμέτωποι με αδιάκοπους καημούς, χωρίς να μπορούν ποτέ να λησμονήσουν όλα τα
βάσανα που έχουν ήδη ζήσει.
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής.
Οι εισαγωγικοί στίχοι του ποιήματος
βασίζονται σ’ ένα οξύμωρο σχήμα, καθώς οι νεκροί χαρακτηρίζονται καλότυχοι.
Οξύμωρο, βέβαια, αν ιδωθεί από την οπτική ενός ανθρώπου που θεωρεί τη ζωή δώρο
και ευλογία, μιας και ο ποιητής φαίνεται πως έχει διαφορετική άποψη. Ο Μαβίλης
αιτιολογεί την καλοτυχία των νεκρών τονίζοντας πως εκείνοι έχουν την ευκαιρία
να λησμονήσουν τις πίκρες της ζωής, και φανερώνει έτσι πως η αντίληψή του για
την έννοια της ζωής, σε φιλοσοφικό επίπεδο τουλάχιστον, είναι αρνητική. Ο
ποιητής μοιάζει, δηλαδή, να υιοθετεί την προσέγγιση εκείνων των φιλοσόφων που
αντιλαμβάνονται τον ανθρώπινο βίο ως πεδίο διαρκούς δοκιμασίας και πόνου, εφόσον
οι άνθρωποι τείνουν να παγιδεύονται σ’ ένα φαύλο κύκλο επιθυμιών με συνεχείς
διαψεύσεις και απογοητεύσεις, γεγονός που τους ωθεί στην απόρριψη της
ευδαιμονικής θέασης της ζωής.
Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και
να ‘ναι.
Ο ποιητής θεωρεί, λοιπόν, πως οι
άνθρωποι δεν θα πρέπει να λυπούνται τους νεκρούς, ούτε και να τους θρηνούν,
διότι εκείνοι έχουν λησμονήσει την παρουσία τους στη γη, οπότε δεν έχουν πια
καμία θλίψη. Ο ποιητής, μάλιστα, προσδιορίζει μια συγκεκριμένη ώρα κατά την
οποία κυρίως δεν θα πρέπει να κλαίνε οι ζωντανοί για τους νεκρούς, όσο έντονος
κι αν είναι ο καημός που βιώνουν. Πρόκειται για την ώρα που δύει ο ήλιος και
σουρουπώνει∙ την ώρα που βραδιάζει κι οι άνθρωποι, έχοντας ολοκληρώσει τις
ασχολίες της καθημερινής εργασίας, συνηθίζουν να αφήνονται στην αναπόληση και
στη νοσταλγία.
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση∙
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.
Είναι ακριβώς η ώρα κατά την οποία οι
ψυχές των νεκρών διψούν και πηγαίνουν να πιούν νερό στη βρύση της λησμονιάς. Ο
ποιητής ακολουθεί εδώ την αρχαιοελληνική παράδοση, σύμφωνα με την οποία στον
Άδη υπήρχε πηγή με το νερό της Λήθης, απ’ το οποίο έπιναν οι ψυχές των νεκρών
και ξεχνούσαν έτσι όσα σχετίζονταν με τη ζωή τους και τους ανθρώπους που άφησαν
πίσω τους. Φαίνεται, μάλιστα, πως ο ποιητής θεωρεί ότι επρόκειτο για μια
καθημερινή διαδικασία, με το αίσθημα της δίψας να ωθεί κάθε βράδυ τις ψυχές στη
βρύση της λησμονιάς, προκειμένου να διατηρηθεί η κατάσταση της λήθης που τους
απάλλασσε από τον πόνο της ανάμνησης.
Εμφανής, επίσης, εδώ η τάση των λαϊκών
και αρχαίων ελληνικών παραδόσεων να αποδίδουν στις ψυχές των νεκρών
χαρακτηριστικά της επίγειας ζωής, όπως είναι για παράδειγμα το αίσθημα της
δίψας και η συνήθεια να πίνουν νερό.
Αν, επομένως, στάξει δάκρυ απ’ τους
ανθρώπους που αγαπάνε, το κρυσταλλένιο, το πεντακάθαρο νερό της λησμονιάς,
γίνει βούρκος και μαυρίζει, ματαιώνοντας τη διαδικασία της λήθης. Οι ζωντανοί
άνθρωποι, άρα, προκαλούν αναστάτωση στις ψυχές των νεκρών αγαπημένων τους, με
τη θλίψη και τα δάκρυά τους, αφού τους αρνούνται τη δυνατότητα να παραμείνουν
σ’ αυτή τη γαλήνια κατάσταση λήθης που τους προφυλάσσει από την οδύνη των
αναμνήσεων.
Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι∙
πόνους παλιούς, που μέσα τους
κοιμούνται.
Το θολωμένο από τα δάκρυα των ζωντανών
νερό, αποτελεί αιτία για να θυμηθούν ξανά οι ψυχές των νεκρών παλιούς πόνους
που βρίσκονταν μέσα τους για καιρό σε αδρανή κατάσταση, και να βιώσουν έτσι εκ
νέου την πικρία της ζωής. Προσέχουμε, πάντως, πως οι μνήμες που επανέρχονται
και πικραίνουν τις ψυχές, δεν είναι οι αναμνήσεις ευτυχισμένων στιγμών και η
ομορφιά της ζωής, μιας και κάτι τέτοιο δεν υφίσταται σύμφωνα με την αντίληψη
του ποιητή∙ ό,τι επανέρχεται στη μνήμη των νεκρών και τους πληγώνει, είναι οι
πόνοι που είχαν ξεχαστεί.
Τα λιβάδια από ασφοδίλι συνδέουν το
ποίημα του Μαβίλη με την αρχαιοελληνική παράδοση, εφόσον ο ασφόδελος ήταν για
τους αρχαίους Έλληνες σύμβολο του πένθους.
Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας
θρηνήσουν:
θέλουν - μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Μέσα από τον ποιητικό αυτό μύθο
προκύπτει η πεποίθηση του Μαβίλη πως ο θρήνος και τα δάκρυα για όσους έχουν
πεθάνει, όχι μόνο δεν τους ωφελούν, αλλά το αντίθετο μάλιστα τους προξενούν
πόνο, εφόσον τους εξαναγκάζουν να θυμηθούν τις πίκρες της ζωής. Η παρότρυνση
του ποιητή, άρα, σε όποιον δεν μπορεί να αντέξει τη θλίψη του και ξεσπά σε
δάκρυα τα βράδια, είναι να μη θρηνεί τους νεκρούς, αλλά τους ζωντανούς, οι
οποίοι πραγματικά αξίζουν το θρήνο και τη συμπόνια, αφού είναι αυτοί που
βιώνουν τον μεγαλύτερο πόνο. Οι ζωντανοί, σε αντίθεση με τις ψυχές των νεκρών,
όχι μόνο βρίσκονται σε διαρκή οδύνη και θλίψη, δεν έχουν καν το προνόμιο της
λήθης, που τόσο γενναιόδωρα παρέχεται στους πεθαμένους. Οι ζωντανοί θέλουν, μα
δεν μπορούν να λησμονήσουν.
Η χρήση του β΄ προσώπου στο πλαίσιο του
ποιήματος προσφέρει ζωντάνια και κάνει περισσότερο αισθητή τη διάθεση
παραίνεσης του ποιητή.
Τα χαρακτηριστικά του σονέτου
α) είναι ποίημα ολιγόστιχο· αποτελείται
από δεκατέσσερις στίχους, που κατανέμονται σε τέσσερις στροφές
β) οι δυο πρώτες στροφές είναι
τετράστιχες, ενώ οι δυο τελευταίες τρίστιχες· έχουμε δηλαδή το σχήμα: 4 - 4 - 3
- 3
γ) το μέτρο είναι κανονικά ιαμβικό και
οι στίχοι -εδώ- ενδεκασύλλαβοι.
δ) η ομοιοκαταληξία ακολουθεί το σχήμα
αββα, αββα, γδγ, δεε. Έχουμε, δηλαδή, σταυρωτή ομοιοκαταληξία στις δύο πρώτες
στροφές.
ε) Ακολουθείται, επίσης, ο κανόνας ότι ένας
τουλάχιστον στίχος της μιας στροφής πρέπει να ομοιοκαταληκτεί με έναν της
άλλης.
Μέτρο
Στο ιαμβικό μέτρο έχουμε εναλλαγή μιας
άτονης συλλαβής με μια τονισμένη (χωρίζεται σε ζεύγη, δηλαδή, δύο συλλαβών όπου
τονίζεται η δεύτερη), χωρίς να συμπίπτει απαραίτητα ο γραμματικός τόνος των
λέξεων με τον τόνο του μέτρου. Για παράδειγμα, στον ακόλουθο στίχο το μέτρο
λειτουργεί ως εξής:
Α / δε / μπο / ρείς / πα / ρά / να / κλαις / το / δεί / λι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου