Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Κωνσταντίνος Καβάφης «Οροφέρνης»




Izzymedrano

Κωνσταντίνος Καβάφης «Οροφέρνης»

Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω
μοιάζει σαν να χαμογελά το πρόσωπό του,
το έμορφο, λεπτό του πρόσωπο,
αυτός είν’ ο Οροφέρνης Aριαράθου.


Παιδί τον έδιωξαν απ’ την Καππαδοκία,
απ’ το μεγάλο πατρικό παλάτι,
και τον εστείλανε να μεγαλώσει
στην Ιωνία, και να ξεχασθεί στους ξένους.

A εξαίσιες της Ιωνίας νύχτες
που άφοβα, κ’ ελληνικά όλως διόλου
εγνώρισε πλήρη την ηδονή.
Μες στην καρδιά του, πάντοτε Aσιανός·
αλλά στους τρόπους του και στην λαλιά του Έλλην,
με περουζέδες στολισμένος, ελληνοντυμένος,
το σώμα του με μύρον ιασεμιού ευωδιασμένο,
κι απ’ τους ωραίους της Ιωνίας νέους,
ο πιο ωραίος αυτός, ο πιο ιδανικός.

Κατόπι σαν οι Σύροι στην Καππαδοκία
μπήκαν, και τον εκάμαν βασιλέα,
στην βασιλεία χύθηκεν επάνω
για να χαρεί με νέον τρόπο κάθε μέρα,
για να μαζεύει αρπαχτικά χρυσό κι ασήμι,
και για να ευφραίνεται, και να κομπάζει,
βλέποντας πλούτη στοιβαγμένα να γυαλίζουν.
Όσο για μέριμνα του τόπου, για διοίκησι —
ούτ’ ήξερε τι γένονταν τριγύρω του.

Οι Καππαδόκες γρήγορα τον βγάλαν·
και στην Συρία ξέπεσε, μες στο παλάτι
του Δημητρίου να διασκεδάζει και να οκνεύει.

Μια μέρα ωστόσο την πολλήν αργία του
συλλογισμοί ασυνείθιστοι διεκόψαν·
θυμήθηκε που απ’ την μητέρα του Aντιοχίδα,
κι απ’ την παληάν εκείνη Στρατονίκη,
κι αυτός βαστούσε απ’ την κορώνα της Συρίας,
και Σελευκίδης ήτανε σχεδόν.
Για λίγο βγήκε απ’ την λαγνεία κι απ’ την μέθη,
κι ανίκανα, και μισοζαλισμένος
κάτι εζήτησε να ραδιουργήσει,
κάτι να κάμει, κάτι να σχεδιάσει,
κι απέτυχεν οικτρά κι εξουδενώθη.

Το τέλος του κάπου θα γράφηκε κ’ εχάθη·
ή ίσως η ιστορία να το πέρασε,
και, με το δίκιο της, τέτοιο ασήμαντο
πράγμα δεν καταδέχθηκε να το σημειώσει.


Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω
μια χάρι αφήκε απ’ τα ωραία του νειάτα,
απ’ την ποιητική εμορφιά του ένα φως,
μια μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας,
αυτός είν’ ο Οροφέρνης Aριαράθου.

Ιστορικό πλαίσιο

Ο Οροφέρνης ήταν ο αμφισβητούμενος γιος του Αριαράθου Δ΄ της Καππαδοκίας∙ η μητέρα του ήταν κόρη του Αντιόχου Γ΄ και η γιαγιά του, Στρατονίκη, κόρη του Αντιόχου Β΄ της Συρίας. Προστατευόμενος του Δημητρίου Σωτήρος -ο οποίος ήταν βασιλιάς της Συρίας (δείτε «Δημητρίου Σωτήρος(162-150 π.Χ.)»)- και ο οποίος τον βοήθησε ν’ ανέβει στο θρόνο της Καππαδοκίας στα 157 π.Χ., επιχείρησε αργότερα να σφετεριστεί τον θρόνο του προστάτη του.

Ο Αριαράθης Ε΄ Ευσεβής Φιλοπάτωρ ανατρέπεται από τον Οροφέρνη
Μετά τον θάνατο του Αριαράθου Δ΄ (163/2 π.Χ.), βασιλεύς της Καππαδοκίας έγινε ο γιος του Μιθριδάτης, ο οποίος έλαβε το όνομα Αριαράθης Ε΄ Ευσεβής Φιλοπάτωρ. Ο νέος βασιλεύς διακρίθηκε για τις φιλοσοφικές του διατριβές και την όλη πνευματική κίνηση που δημιούργησε και ενίσχυσε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του (163/2-130 π.Χ.). Νεότατος είχε σταλεί στην Αθήνα, όπου έλαβε ελληνική παιδεία και αναγορεύθηκε Αθηναίος πολίτης.
Με τους Ρωμαίους ο Αριαράθης Ε΄ ανανέωση την «φιλίαν και συμμαχίαν» και απέρριψε, ύστερα από υπόδειξή τους, την πρόταση του Δημητρίου Σωτήρος (που επιθυμούσε να επαναφέρει την Καππαδοκία στη σφαίρα επιρροής του) να πάρει σύζυγο από τον οίκο των Σελευκιδών, τη χήρα του Περσέως Λαοδίκη. Ωστόσο προσπάθησε να μην έρθει σε ρήξη με τον Δημήτριο: αρνήθηκε να ενισχύσει τις κυριαρχικές τάσεις του Αρταξία της Μεγάλης Αρμενίας, ο οποίος ήταν σύμμαχος του Τιμάρχου, και συγκρούσθηκε με τον επαναστάτη σατράπη της Κομμαγηνής Πτολεμαίο, ακολουθώντας συστηματικά φιλειρηνική πολιτική.
Κατά το 160 π.Χ. ο Αριαράθης Ε΄ έστειλε πολύτιμο στέφανο στη Ρώμη για να εκδηλώσει την αφοσίωσή του προς τους Ρωμαίους. Έχοντας πρόθυμο συνήγορό του τον Τιβέριο Σεμπρώνιο Γράκχο, ο οποίος κατά την επίσκεψή του στην Καππαδοκία τον είχε πείσει να απορρίψει το συνοικέσιο που του πρότεινε ο Σελευκίδης Δημήτριος, κέρδισε την εύνοια της Συγκλήτου που τον τίμησε εξαιρετικά.
Παρά τη ρωμαϊκή όμως υποστήριξη, ο Αριαράθης Ε΄ εκδιώχθηκε από την αρχή (γύρω στο 158 π.Χ.) από τον Οροφέρνη, πρεσβύτερο «αδελφό» του, πραγματικό ή υποτιθέμενο, που είχε την υποστήριξη του Σελευκίδη βασιλέως. Ο έκπτωτος βασιλεύς κατέφυγε στη Ρώμη, όπου έσπευσε να στείλει πρεσβεία και ο Οροφέρνης, επιδιώκοντας να επιτύχει την αναγνώρισή του και να ανανεώσει την «φιλίαν και συμμαχίαν», αλλά κυρίως να παρακολουθήσει από κοντά και να αντιδράσει στα λεγόμενα του Αριαράθου.
Ο Οροφέρνης με τον χαρακτήρα του και τη συμπεριφορά του προς τους υπηκόους του έγινε μισητός. Φόνευε τους πλουσιότερους για να πάρει χρήματα και δεν υπολόγιζε την αντίδραση που θα προκαλούσε η τακτική του. Από τα χρήματα που συνάθροισε έδωσε ένα τεράστιο ποσό στον βασιλιά Δημήτριο Α΄, ως ανταμοιβή για την υποστήριξή του, και μικρότερα ποσά σε άλλους.
Η διαμάχη μεταξύ του Αριαράθου Ε΄ και του Οροφέρνη ήταν φυσικό να απασχολήσει τη Ρώμη που, αποφεύγοντας να πάρει σαφή θέση υπέρ του ενός ή του άλλου για να μη δυσαρεστήσει τους άμεσα ενδιαφερόμενους προστάτες τους Ατταλίδες και Σελευκίδες, αποφάνθηκε ότι ο Αριαράθης και ο Οροφέρνης έπρεπε να μοιράσουν την αρχή. Η ρωμαϊκή σύσταση δεν έγινε δεκτή από τον Οροφέρνη και ο Αριαράθης, αφού διέφυγε δύο δολοφονικές απόπειρες εναντίον του (στην Κέρκυρα και στην Κόρινθο), κατέφυγε τελικά στο Πέργαμο, καραδοκώντας την ευκαιρία να ανακτήσει την εξουσία. Πραγματικά ο βασιλιάς του Περγάμου Άτταλος Β΄ ικανοποίησε το αίτημα του Αριαράθου και τον αποκατέστησε με τη βοήθεια των περγαμηνών όπλων στον θρόνο της Καππαδοκίας (156 π.Χ.), καταφέρνοντας σοβαρό πλήγμα στην πολιτική του Δημητρίου.  

Το ποίημα
Το ποίημα «Οροφέρνης» εντάσσεται στα ποιήματα πολιτικής του Καβάφη, στα οποία ο ποιητής είτε στηλιτεύει πολιτικά πρόσωπα που δεν είχαν το αναγκαίο ήθος είτε επαινεί εκείνα που κατόρθωσαν να τιμήσουν με τις πράξεις τους τον ιδιαίτερο ρόλο τους στην πολιτική ζωή του τόπου τους. Ο Οροφέρνης, εμφανώς, ανήκει στην κατηγορία των αρνητικών προτύπων, εφόσον ως βασιλιάς της Καππαδοκίας αποδείχθηκε ανίκανος να αντιληφθεί το πλήθος των ευθυνών που συνόδευαν τη θέση του και επιδόθηκε σε μια ανερυθρίαστη συγκέντρωση πλούτου, διαπράττοντας ανείπωτες βιαιότητες και εκδηλώνοντας συμπεριφορές εντελώς ανάρμοστες για έναν πολιτικό ηγέτη.
Η εισαγωγική στροφή του ποιήματος, όπως και η καταληκτική, χωρίζονται με διπλό διάστιχο από το υπόλοιπο ποίημα, καθώς μεταφέρουν ένα διαφορετικό κλίμα και παρουσιάζουν μια διαφορετική εικόνα του Οροφέρνη. Στις στροφές αυτές ο Καβάφης αντικρίζει μια ποιότητα του ήρωά του, που δεν έχει να κάνει με τις πράξεις και το ήθος του∙ στις στροφές αυτές ο ποιητής τονίζει και τιμά τη νεανική ομορφιά του ανήθικου Οροφέρνη.

1η στροφή
Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω
μοιάζει σαν να χαμογελά το πρόσωπό του,
το έμορφο, λεπτό του πρόσωπο,
αυτός είν’ ο Οροφέρνης Aριαράθου.

Τελευταία στροφή
Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω
μια χάρι αφήκε απ’ τα ωραία του νειάτα,
απ’ την ποιητική εμορφιά του ένα φως,
μια μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας,
αυτός είν’ ο Οροφέρνης Aριαράθου.

Το σχήμα κύκλου που δημιουργείται με την επαναφορά του σχετιζόμενου με το τετράδραχμο νόμισμα θέματος, συντείνει στην πρόκληση της αίσθησης πως ο ποιητής επιθυμεί να διασώσει κάπως τον ήρωά του, υπενθυμίζοντας πως ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα του υπήρξε ένας ωραίος νέος με ποιητική ομορφιά. Έτσι, παρά το γεγονός ότι το κάλλος του Οροφέρνη υπήρξε ένα τυχαίο δώρο της φύσης, το οποίο δεν θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη, εφόσον ο νέος αυτός ήταν ένας άπληστος και ανήθικος άνθρωπος, εντούτοις ο Καβάφης επιμένει στην παρουσίαση αυτής της ομορφιάς, θέλοντας ίσως να επισημάνει πως οι άνθρωποι διαχρονικά τείνουν να παρασύρονται από το ωραίο παρουσιαστικό και να μεροληπτούν υπέρ των όμορφων ανθρώπων∙ παραγνωρίζοντας κάποτε ακόμη και ουσιώδη ελαττώματα του χαρακτήρα τους.
Συνάμα, βέβαια, η επιμονή στο θέμα του νομίσματος έχει και μια επιπλέον σημασία∙ τα νομίσματα με την ωραία μορφή του Οροφέρνη είναι τα μόνα που έχουν απομείνει από αυτόν και συνεχίζουν να προκαλούν το θαυμασμό όσων τα αντικρίζουν, κυρίως εκείνων που δεν γνωρίζουν τίποτε για το ποιόν και τη δράση του εικονιζόμενου προσώπου. Μπορεί, επομένως, η πραγματικότητα του Οροφέρνη να ήταν γεμάτη ασχήμια και βιαιότητα, η χαραγμένη εικόνα του όμως αποπνέει ακόμη τη χάρη της ωραίας νεότητάς του και διαφυλάττει μια «μνήμη αισθητική», μια ανάμνηση αισθησιακή ενός «αγοριού της Ιωνίας».
[Τα σπανιώτατα ασημένια τετράδραχμα του Οροφέρνη (τρία βρέθηκαν το 1870, στην Πριήνη, στα ερείπια του ναού της Πολιάδος Αθηνάς, κάτω απ’ το βάθρο του λατρευτικού αγάλματος) θεωρούνται απ’ τα ωραιότερα νομισματικά πορτραίτα των ελληνιστικών χρόνων. (Ρένος, Ήρκος & Στάντης Αποστολίδης)]

Παιδί τον έδιωξαν απ’ την Καππαδοκία,
απ’ το μεγάλο πατρικό παλάτι,
και τον εστείλανε να μεγαλώσει
στην Ιωνία, και να ξεχασθεί στους ξένους.

Με τη δεύτερη στροφή του ποιήματος ξεκινά ουσιαστικά η διήγηση της ιστορίας του Οροφέρνη και η παρουσίαση της προσωπικότητας και της δράσης του. Ο ποιητής, λοιπόν, μας θυμίζει πως όταν ήταν ακόμη παιδί ο Οροφέρνης απομακρύνθηκε από την Καππαδοκία, προκειμένου να «ξεχασθεί στους ξένους»∙ να ξεχάσει αφενός ο ίδιος την Καππαδοκία και να δημιουργήσει μια νέα ζωή για τον εαυτό του, αλλά και να τον ξεχάσουν οι πολίτες της Καππαδοκίας, ώστε να μη δημιουργηθούν στο μέλλον προβλήματα με τυχόν δικαιώματα του Οροφέρνη στο θρόνο.
[Η κόρη του Αντίοχου Γ΄ του Μεγάλου, η Αντιοχίς, παντρεμμένη με το βασιλιά της Καππαδοκίας Αριαράθη Δ΄, τον Ευσεβή, και μη κάνοντας παιδιά, του παρουσίασε σα δικά της δύο αγόρια ξένα, τον Αριαράθη και τον Οροφέρνη. Μα σαν απέκτησε απ’ τον άντρα της αργότερα δύο κόρες κ’ ένα γιο, το Μιθριδάτη (τον κατοπινό Αριαράθη Ε΄ -βασιλεία: 163-130 π.Χ.), του ωμολόγησε την απάτη της, κ’ εκείνος για ν’ αποσοβήση το σκάνδαλο και ν’ αποφύγει τυχόν έριδες για τη διαδοχή, ξαπόστειλε τον μεν Αριαράθη στη Ρώμη, να πάρει ρωμαϊκή αγωγή, και τον Οροφέρνη στην Ιωνία, στους Έλληνες, να ξεχασθεί. ((Ρένος, Ήρκος & Στάντης Αποστολίδης)]

A εξαίσιες της Ιωνίας νύχτες
που άφοβα, κ’ ελληνικά όλως διόλου
εγνώρισε πλήρη την ηδονή.
Μες στην καρδιά του, πάντοτε Aσιανός∙
αλλά στους τρόπους του και στην λαλιά του Έλλην,
με περουζέδες στολισμένος, ελληνοντυμένος,
το σώμα του με μύρον ιασεμιού ευωδιασμένο,
κι απ’ τους ωραίους της Ιωνίας νέους,
ο πιο ωραίος αυτός, ο πιο ιδανικός.

Ο Οροφέρνης θα ζήσει στην Ιωνία έναν απόλυτα ηδονικό βίο, φανερώνοντας έτσι μια πτυχή της προσωπικότητάς του που θα τον συνοδεύσει και στα κατοπινά του χρόνια, εφόσον θα συνεχίσει να επιδιώκει πάντοτε την προσωπική του ευχαρίστηση, μη θέλοντας να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία του κοινού καλού και μη θέλοντας να προσφέρει κάτι το ουσιαστικό στους άλλους.
Ο ηδονικός βίος του Οροφέρνη συντίθεται κατά τα πρότυπα του καβαφικού ερωτισμού, μιας και ο νέος αυτός αφήνεται «άφοβα» και «όλως διόλου» ελληνικά στο κυνήγι της ηδονής. Αν και παραμένει πάντοτε Ασιανός στην καρδιά του, εντούτοις υιοθετεί ως προς όλα τ’ άλλα τους ελληνικούς τρόπους∙ μιλά ελληνικά, ντύνεται ελληνικά, στολίζεται με περουζέδες (πολύτιμες γλαυκοπράσινες πέτρες), ευωδιάζει το σώμα του με μύρο γιασεμιού και αναδεικνύεται ως ο ωραιότερος και ο πιο ιδανικός ανάμεσα στους ωραίους νέους της Ιωνίας.
Ο Καβάφης, που πάντοτε εκτιμά το κάλλος και τον ηδονισμό της νεότητας, παρουσιάζει εδώ έναν βίο απόλυτα ελεύθερο και αφοσιωμένο στις πιο εκλεκτές απολαύσεις. Έναν βίο αντάξιο του τότε ελληνικού τρόπου.

Κατόπι σαν οι Σύροι στην Καππαδοκία
μπήκαν, και τον εκάμαν βασιλέα,
στην βασιλεία χύθηκεν επάνω
για να χαρεί με νέον τρόπο κάθε μέρα,
για να μαζεύει αρπαχτικά χρυσό κι ασήμι,
και για να ευφραίνεται, και να κομπάζει,
βλέποντας πλούτη στοιβαγμένα να γυαλίζουν.
Όσο για μέριμνα του τόπου, για διοίκησι —
ούτ’ ήξερε τι γένονταν τριγύρω του.

Αργότερα, όταν με τη βοήθεια του Δημητρίου Σωτήρος, του βασιλιά της Συρίας, θα πάρει το θρόνο της Καππαδοκίας, θα συνεχίσει να ζει για τον εαυτό του, βρίσκοντας πλέον μια νέα ευχαρίστηση στη θέση του ερωτικού ηδονισμού. Πλέον ο Οροφέρνης θα καταφεύγει σε κάθε πιθανή ανομία προκειμένου να συγκεντρώνει όλο και περισσότερα πλούτη. Ο Οροφέρνης θα χυμήξει πάνω στη βασιλεία σαν το αρπακτικό και θα μαζεύει χρυσό και ασήμι, προσφέροντας στον εαυτό του την ευχαρίστηση να βλέπει τα πλούτη του να πληθαίνουν και «στοιβαγμένα να γυαλίζουν». Ο Οροφέρνης είχε, μάλιστα, ληστέψει και τον ναό του Διός, στο όρος Αριάδνη, για να πληρώσει τους μισθοφόρους του, αποδεικνύοντας πως μπροστά στην άπληστη αγάπη του για το χρήμα δεν υπολόγιζε ούτε τις ευθύνες του απέναντι στους πολίτες τους κράτους του, μα ούτε και τον οφειλόμενο σεβασμό απέναντι στους ιερούς θρησκευτικούς ναούς. Αδιάφορος για τις συνέπειες και τον αντίκτυπο των πράξεών του, έδειξε ασέβεια όχι μόνο απέναντι στους θεούς, αλλά και πολύ περισσότερο απέναντι στους πολίτες, οι οποίοι δεινοπάθησαν υπό την εξουσία του και τον μίσησαν βαθιά.
Ο Οροφέρνης, όπως και πολλοί άλλοι πολιτικοί ηγέτες του τότε και του σήμερα, δεν αντιλαμβάνεται πως εξουσία σημαίνει πολλαπλές ευθύνες και ένα δυσβάσταχτο χρέος απέναντι στους πολίτες. Ο Οροφέρνης θα δείξει πλήρη αδιαφορία για τη μέριμνα του τόπου και για την ορθή του διοίκηση, μη έχοντας επί της ουσίας την παραμικρή ιδέα για το πώς επιτυγχάνεται μια άρτια και αποτελεσματική διακυβέρνηση.
Ο Οροφέρνης θα βάλει πάνω απ’ όλους τον εαυτό του και τη δική του ευημερία, κι αυτό θα το πληρώσει ακριβά, αφού η βασιλεία του θα διαρκέσει ελάχιστα.   

Οι Καππαδόκες γρήγορα τον βγάλαν∙
και στην Συρία ξέπεσε, μες στο παλάτι
του Δημητρίου να διασκεδάζει και να οκνεύει.

Λαομίσητος για την υπέρογκη φορολογία του, ο Οροφέρνης, το 155/54 π.Χ., αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αντιόχεια.
Οι Καππαδόκες, που είχαν απολύτως δικαιολογημένα μισήσει τον φερτό αυτό ηγέτη, φροντίζουν γρήγορα για την αποπομπή του, και ο Οροφέρνης καταλήγει στο παλάτι του προστάτη του, του Δημητρίου, να συνεχίζει τη ματαιότητα του βίου του.
Ο Οροφέρνης μη έχοντας κοπιάσει για τίποτε, δεν εκτιμά και δεν αναγνωρίζει τίποτε, ούτε καν την προστασία του Δημητρίου, όπως θα φανεί στη συνέχεια. Το μόνο που φαίνεται να τον απασχολεί είναι οι διασκεδάσεις και ο ανέφελος και άκοπος βίος.

Μια μέρα ωστόσο την πολλήν αργία του
συλλογισμοί ασυνείθιστοι διεκόψαν∙
θυμήθηκε που απ’ την μητέρα του Aντιοχίδα,
κι απ’ την παληάν εκείνη Στρατονίκη,
κι αυτός βαστούσε απ’ την κορώνα της Συρίας,
και Σελευκίδης ήτανε σχεδόν.
Για λίγο βγήκε απ’ την λαγνεία κι απ’ την μέθη,
κι ανίκανα, και μισοζαλισμένος
κάτι εζήτησε να ραδιουργήσει,
κάτι να κάμει, κάτι να σχεδιάσει,
κι απέτυχεν οικτρά κι εξουδενώθη.

Κάποια στιγμή κι ενόσω συνεχίζει να ζει στο παλάτι του Δημητρίου, απολαμβάνοντας την εύνοια του Σύριου βασιλιά, θα φανερώσει μια ακόμη αρνητική πτυχή του άθλιου χαρακτήρα του∙ θα φανεί απολύτως αγνώμονας και αχάριστος απέναντι στον μοναδικό προστάτη του. Θα θυμηθεί πως σύμφωνα με το επίπλαστο γενεαλογικό του δέντρο έχει κι αυτός σχέση με τον οίκο των Σελευκιδών και θα θελήσει να ανατρέψει τον Δημήτριο. Έτσι, θα βγει για λίγο από τη συνεχή λαγνεία και μέθη του καθημερινού του βίου, και θα προσπαθήσει να ραδιουργήσει εις βάρος του Δημητρίου.
Έξοχος εδώ ο τρόπος με τον οποίο ο Καβάφης σκιαγραφεί την ανικανότητα αυτού του ανθρώπου που το μόνο του κλέος υπήρξε η ομορφιά της νεότητάς του. Μισοζαλισμένος από τη χρόνια απραξία, «κάτι» ζητά να ραδιουργήσει, «κάτι» προσπαθεί να κάμει, «κάτι» να σχεδιάσει∙ με την επανάληψη της αντωνυμίας κάτι ο ποιητής υπονομεύει πλήρως τα υποτιθέμενα σχέδια του Οροφέρνη, που σε όλη του τη ζωή δεν είχε αποκτήσει τίποτε βασιζόμενος στις δικές του δυνάμεις. Ακόμη και τώρα, όλα αυτά που πιστεύει ότι μπορεί να διεκδικήσει είναι απολύτως ανούσια, εφόσον βασίζονται στα ψεύτικα βιογραφικά στοιχεία που είχε παρουσιάσει η μητέρα του. Στοιχεία, τα οποία ακόμη κι αν ήταν αληθινά, δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν τίποτε στον νεαρό αυτό που δεν είχε κανένα προσόν και καμία ποιότητα ως άνθρωπος.
Ο Οροφέρνης θα αποτύχει, επομένως, οικτρά, και θα εξουθενωθεί σε κάθε επίπεδο, αφού θα χάσει και τη στήριξη του μοναδικού ανθρώπου που του αναγνώριζε κάποια αξία∙ έστω κι αν τον είχε μόνο για να τον χρησιμοποιεί ως πιόνι για να επιδιώκει τα δικά του προσωπικά σχέδια.  

Το τέλος του κάπου θα γράφηκε κ’ εχάθη∙
ή ίσως η ιστορία να το πέρασε,
και, με το δίκιο της, τέτοιο ασήμαντο
πράγμα δεν καταδέχθηκε να το σημειώσει.

Η συντριβή και η απαξίωση του Οροφέρνη είναι απόλυτη, αφού, όπως με καυστική ειρωνεία σχολιάζει ο ποιητής, δεν θεώρησε κανείς πως είχε έστω και την ελάχιστη αξία να καταγράψει τις όποιες πληροφορίες για το τέλος του. Ο Οροφέρνης θα χαθεί και κανείς δεν θα καταδεχτεί να σημειώσει ή έστω να διαφυλάξει, αν υποτεθεί πως καταγράφηκαν, τα σχετικά στοιχεία για το πώς τελείωσε η ζωή αυτού του άθλιου ανθρώπου.
Ό,τι απέμεινε ως ανάμνηση του Οροφέρνη, είναι η εικόνα του προσώπου του πάνω στα τετράδραχμα νομίσματα∙ απ’ την ποιητική εμορφιά του ένα φως∙ κάτι ελάχιστο από τα ωραία του νιάτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου