William Adolphe Bouguereau
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Όταν ο φύλαξ είδε το φως»
Χειμώνα, καλοκαίρι κάθονταν στην στέγη
των Aτρειδών κ’ έβλεπ’ ο Φύλαξ. Τώρα
λέγει
ευχάριστα. Μακριά είδε φωτιά ν’ ανάβει.
Και χαίρεται· κι ο κόπος του επίσης
παύει.
Είναι επίπονον και νύκτα και ημέρα,
στην ζέστη και στο κρύο να κοιτάζεις
πέρα
το Aραχναίον για φωτιά. Τώρα εφάνη
το επιθυμητόν σημείον. Όταν φθάνει
η ευτυχία δίδει πιο μικρή χαρά
απ’ ό,τι προσδοκά κανείς. Πλην καθαρά
τούτο κερδήθηκε: γλιτώσαμ’ απ’ ελπίδας
και προσδοκίας. Πράγματα εις τους
Aτρείδας
πολλά θα γίνουνε. Χωρίς να ’ναι σοφός
κανείς εικάζει τούτο τώρα που το φως
είδεν ο φύλαξ. Όθεν μη υπερβολή.
Καλό το φως· κι αυτοί που έρχονται καλοί·
τα λόγια και τα έργα των κι αυτά καλά.
Και όλα ίσια να ευχόμεθα. Αλλά
το Άργος ημπορεί χωρίς Aτρείδας να
κάμει. Τα σπίτια δεν είναι παντοτινά.
Πολλοί βεβαίως θα μιλήσουνε πολλά.
Ημείς ν’ ακούμε. Όμως δεν θα μας γελά
το Απαραίτητος, το Μόνος, το Μεγάλος.
Και απαραίτητος, και μόνος, και μεγάλος
αμέσως πάντα βρίσκεται κανένας άλλος.
Το «Όταν ο φύλαξ είδε το φως» ανήκει
στα Κρυμμένα ποιήματα του Καβάφη, σ’ εκείνα δηλαδή που, αν και βρέθηκαν
ολοκληρωμένα στο αρχείο του, ο ίδιος δεν τα είχε δημοσιεύσει. Βασίζεται στην
τραγωδία του Αισχύλου «Αγαμέμνων», και κυρίως στο προλογικό της τμήμα, στο
οποίο δίνεται ο μονόλογος του φύλακα.
Η Κλυταιμνήστρα έχει αναθέσει στον
φύλακα να παρακολουθεί νυχθημερόν το Αραχναίον, το βουνό της Αργολίδας,
προκειμένου να δει τη συνθηματική φωτιά που θα δήλωνε την άλωση της Τροίας και,
άρα, την επιστροφή του Αγαμέμνονα στις Μυκήνες. Η Κλυταιμνήστρα, που ηγείται
πλέον του βασιλείου μαζί με τον εραστή της Αίγισθο, δεν έχει συγχωρέσει τον
Αγαμέμνονα που θυσίασε την κόρη τους Ιφιγένεια προκειμένου να διασφαλίσει ούριο
άνεμο για την εκκίνηση της εκστρατείας. Έτσι, όταν ο Αγαμέμνονας επιστρέφει,
έχοντας μαζί του και την Κασσάνδρα, την κόρη του Πριάμου, γίνεται αποδεκτός από
την Κλυταιμνήστρα με προσποιητή χαρά, μόνο και μόνο για να δολοφονηθεί από
εκείνη λίγο αργότερα, όπως ακριβώς και η νέα ερωμένη του.
Χειμώνα, καλοκαίρι κάθονταν στην στέγη
των Aτρειδών κ’ έβλεπ’ ο Φύλαξ. Τώρα
λέγει
ευχάριστα. Μακριά είδε φωτιά ν’ ανάβει.
Και χαίρεται∙ κι ο κόπος του επίσης
παύει.
Είναι επίπονον και νύκτα και ημέρα,
στην ζέστη και στο κρύο να κοιτάζεις
πέρα
το Aραχναίον για φωτιά.
Οι εισαγωγικοί στίχοι του ποιήματος μας
μεταφέρουν τα συναισθήματα του φύλακα, ο οποίος έχοντας περάσει τόσο καιρό να
στέκει στη στέγη του παλατιού περιμένοντας να δει τη συνθηματική φωτιά,
επιτέλους είναι έτοιμος να αναγγείλει το ευχάριστο νέο. Ο φύλακας χαίρεται,
κυρίως διότι θα παύσει επιτέλους ο κόπος του∙ όπως εξηγεί, άλλωστε, ο αφηγητής
είναι επίπονο να κοιτάζει κανείς μέρα νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, με κρύο και με
ζέστη απέναντι στο Αραχναίον περιμένοντας να δει τη φωτιά.
Το καθήκον που είχε ανατεθεί στον
φύλακα ήταν εξουθενωτικό τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά, διότι η αναμονή, η
αδιάκοπη αναμονή για το νικηφόρο σημάδι, συνοδευόταν κι από πλήθος προσδοκιών
που έρχονταν συχνά σε αντίθεση με την εξελισσόμενη πραγματικότητα. Όσο ο
φύλακας περίμενε να δει τη φωτιά, πολλά είχαν αλλάξει στο παλάτι.
Τώρα εφάνη
το επιθυμητόν σημείον. Όταν φθάνει
η ευτυχία δίδει πιο μικρή χαρά
απ’ ό,τι προσδοκά κανείς.
Τώρα, επιτέλους, φάνηκε το επιθυμητό
σημάδι. Όπως, όμως, συνειδητοποιεί ο φύλακας, και διατυπώνει κατά τρόπο
αποφθεγματικό ο ποιητής, όταν φτάνει η ευτυχία, δίνει τελικά μικρότερη χαρά απ’
όση προσδοκούσε κανείς. Σε ό,τι αφορά την ειδική περίπτωση του φύλακα αυτό έχει
την εξήγησή του στο γεγονός ότι η προσδοκώμενη έλευση του Αγαμέμνονα δεν θα
σημάνει κατ’ ανάγκη την επιστροφή στην πρότερη κατάσταση ευημερίας και στερεής
διοίκησης του βασιλείου. Η Κλυταιμνήστρα έχει αποκτήσει πλέον εραστή και δεν
είναι διατεθειμένη να επιτρέψει στον Αγαμέμνονα να συνεχίσει αμέριμνος τη ζωή
του από εκεί που την είχε αφήσει, όταν έφυγε για την Τροία. Ο Αγαμέμνονας
θυσίασε την κόρη τους, κι αυτό δεν πρόκειται να το αφήσει ατιμώρητο η
Κλυταιμνήστρα.
Πέρα, όμως, από την ειδική περίπτωση του
φύλακα, η διαπίστωση αυτή του ποιητή έχει και γενικότερες προεκτάσεις, υπό την
έννοια πως πάντοτε, όταν οι άνθρωποι προσδοκούν για καιρό ένα συγκεκριμένο
γεγονός να συμβεί, κι όταν ταυτίζουν το γεγονός αυτό με μια υποτιθέμενη
κατάσταση πλήρους ευτυχίας, εφόσον θεωρούν πως αυτό είναι που πραγματικά θα
φέρει στη ζωή τους την πλήρωση και τη δικαίωση που επιθυμούν, διαπιστώνουν εν
τέλει πως η χαρά που συνοδεύει την πραγμάτωσή του δεν είναι ανάλογη μ’ εκείνη
που πίστευαν πως θα νιώσουν. Η ζωή, άλλωστε, και οι επιμέρους συνθήκες που
επικρατούν, δεν είναι στοιχεία στάσιμα, δεν γίνεται να ακινητοποιούνται μόνο
και μόνο γιατί απουσιάζει εκείνο το απολύτως επιθυμητό γεγονός που θα
ολοκληρώσει την ιδεατή εικόνα που πλάθει το άτομο στη σκέψη του. Έτσι, όταν
έρθει το πολυπόθητο εκείνο γεγονός, έχουν στο μεσοδιάστημα αλλάξει τόσο οι
συνθήκες όσο και το ίδιο το άτομο, οπότε τα πράγματα τελικά δεν λαμβάνουν την
μορφή που τόσο εξιδανικευτικά είχε σχεδιάσει κανείς στη σκέψη του.
Πλην καθαρά
τούτο κερδήθηκε: γλιτώσαμ’ απ’ ελπίδας
και προσδοκίας.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η έλευση
του προσδοκώμενου σημαδιού δεν φέρνει την αναμενόμενη χαρά, αφού καταλήγει να
φτάσει όταν πια τα πράγματα έχουν αλλάξει δραστικά, τουλάχιστον προσφέρει ένα
πολύ σημαντικό κέρδος. Οι πολίτες -κι εδώ ακούμε τη φωνή του φύλακα- θα γλιτώσουν
από τη φθορά των ελπίδων και των προσδοκιών που τόσο καιρό έτρεφαν και
μεγαλοποιούσαν στην ψυχή τους. Τώρα που επιστρέφει ο Αγαμέμνονας τα πράγματα θα
ξεκαθαρίσουν και τη θέση των πιθανώς ανεδαφικών προσδοκιών θα λάβει η αληθινή
εξέλιξη των γεγονότων.
Πόσο εύκολα οι άνθρωποι παγιδεύονται
στα δίχτυα της ελπίδας και τείνουν να πλάθουν υποθετικά σενάρια, όταν αφήνονται
για μεγάλο διάστημα σε μια κατάσταση αναμονής και αβεβαιότητας. Πόσο εύκολα
τείνουν να αψηφούν τα δεδομένα της πραγματικότητας κι αρχίζουν να ελπίζουν πως
όλα μπορούν να λάβουν μια τελείως διαφορετική κατεύθυνση αν γίνει το ένα ή το
άλλο γεγονός, στα οποία και συνήθως εναποθέτουν την πραγμάτωση όλων τους των
προσδοκιών. Προσδοκίες, οι οποίες σταδιακά, κι όσο παραμένουν αβέβαιοι οι
άνθρωποι, όλο και λαμβάνουν μεγαλύτερες διαστάσεις.
Πράγματα εις τους Aτρείδας
πολλά θα γίνουνε. Χωρίς να ’ναι σοφός
κανείς εικάζει τούτο τώρα που το φως
είδεν ο φύλαξ.
Τώρα που ο φύλακας είδε το φως είναι
εύκολο να εικάσει κανείς πως θα υπάρξουν πολλές εξελίξεις στον οίκο των
Ατρειδών, κι αυτό είναι ένα συμπέρασμα το οποίο δεν απαιτεί δα και κάποια
ιδιαίτερη σοφία. Εφόσον ο πόλεμος στην Τροία τελείωσε, ο Αγαμέμνονας επιστρέφει
στο παλάτι του, κι αυτό το ένα γεγονός θα θέσει σε κίνηση πολλά επιμέρους
γεγονότα, εφόσον τώρα θα ξεκαθαριστούν οι πραγματικές προθέσεις της Κλυταιμνήστρας,
η οποία τόσο καιρό έχει τον έλεγχο της εξουσίας μαζί με τον εραστή της. Το
βέβαιο, πάντως, είναι πως ο Αγαμέμνονας δεν θα βρει τα πράγματα στο παλάτι όπως
τα άφησε.
Όθεν μη υπερβολή.
Καλό το φως∙ κι αυτοί που έρχονται καλοί∙
τα λόγια και τα έργα των κι αυτά καλά.
Και όλα ίσια να ευχόμεθα. Αλλά
το Άργος ημπορεί χωρίς Aτρείδας να
κάμει. Τα σπίτια δεν είναι παντοτινά.
Κι εφόσον θα υπάρξουν πολλές και
αστάθμητες εξελίξεις, συνεπώς δεν θα πρέπει να γίνει δεκτό το νέο της επιστροφής
του βασιλιά των Μυκηνών και του Άργους με υπερβολή. Διότι, σαφώς το σημάδι της φωτιάς
ήταν καλό, αφού σημαίνει πως τελείωσε ο πόλεμος, και φυσικά αυτοί που επιστρέφουν
είναι καλοί∙ και τα έργα και τα λόγια του Αγαμέμνονα υπήρξαν πάντοτε καλά∙
ήταν, αλίμονο, ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες της εποχής του. Ωστόσο, και
παρά την εύλογη αισιοδοξία που θα γεννηθεί στην ψυχή των πολιτών, δεν θα πρέπει
να ταυτίζουν την τύχη τους μ’ εκείνη του ηγέτη τους. Ό,τι γνωρίζει, άλλωστε, ο
φύλακας σε σχέση με το τι συμβαίνει στο παλάτι, δεν είναι κάτι που το γνωρίζουν
όλοι οι πολίτες. Επομένως, το νέο της επιστροφής του βασιλιά γίνεται με
διαφορετικό τρόπο αποδεκτό από εκείνον και με διαφορετικό τρόπο από τους υπόλοιπους
πολίτες.
Ο αφηγητής είναι σαφής: το Άργος μπορεί
να επιβιώσει και χωρίς τους Ατρείδες. Τα σπίτια, άλλωστε, -δηλαδή οι βασιλικοί
οίκοι- δεν είναι παντοτινά. Οι Ατρείδες διαδέχτηκαν τους Περσείδες και το Άργος
γνώρισε ακόμη μεγαλύτερη ακμή. Μια πιθανή κατάρρευση του οίκου των Ατρειδών δεν
θα πρέπει, άρα, να γίνει δεκτή ως ταυτόχρονη κατάρρευση και του Άργους.
Οι πολίτες δεν θα πρέπει ποτέ να
ταυτίζουν τη μοίρα τους με την πορεία ενός προσώπου -ενός ηγέτη-, όσο
σημαντικός ή όσο λαοφιλής κι αν είναι αυτός.
Πολλοί βεβαίως θα μιλήσουνε πολλά.
Ημείς ν’ ακούμε. Όμως δεν θα μας γελά
το Απαραίτητος, το Μόνος, το Μεγάλος.
Και απαραίτητος, και μόνος, και μεγάλος
αμέσως πάντα βρίσκεται κανένας άλλος.
Μόλις επιστρέψει ο Αγαμέμνονας τα
γεγονότα θα είναι, το δίχως άλλο, πολλά και πιθανώς για κάποιους εντελώς
απρόσμενα. Πολλοί τότε θα πουν πολλά, και θα ερμηνεύσουν ο καθένας με το δικό
του τρόπο τη σημασία των εξελίξεων. Κι είναι λογικό πως οι πολίτες θα πρέπει να
λάβουν υπόψη τους όσα θα ειπωθούν. Εντούτοις, δεν θα πρέπει να τους ξεγελάσει
και να τους απελπίσει ο αναπόφευκτος έπαινος που θα ακουστεί για τον βασιλιά,
ότι δηλαδή ήταν Απαραίτητος για το βασίλειο, ότι ήταν ο Μόνος χαρισματικός
ηγέτης της εποχής του και ότι ήταν Μεγάλος. Αυτοί οι έπαινοι, όσο σωστοί κι αν
είναι, δεν έχουν και δεν μπορούν ποτέ να έχουν ανταπόκριση με τη συνεχώς εξελισσόμενη
πραγματικότητα. Και απαραίτητος, και μόνος, και μεγάλος, βρίσκεται αμέσως
κάποιος άλλος, που παίρνει τη θέση του προηγούμενου ηγέτη και συνεχίζει με
ανάλογη επιτυχία το έργο του προκατόχου του, αρκεί να του δείξουν οι πολίτες
την αναγκαία εμπιστοσύνη.
Ο ποιητής εδώ θέτει τα φαινόμενα του
μεσσιανισμού και της αποθέωσης ορισμένων ηγετών αντιμέτωπα με την ρεαλιστική
προσέγγιση της πραγματικότητας. Ό,τι συχνά καθιστά έναν ηγέτη Απαραίτητο και
Μεγάλο, δεν είναι παρά η απόλυτη εμπιστοσύνη που του δείχνει ο λαός και άρα η
δίχως αμφιβολία ανάληψη και εκπλήρωση από το μέρος των πολιτών τολμηρών
πρωτοβουλιών∙ στοιχεία, δηλαδή, που απουσιάζουν όταν οι πολίτες δυσπιστούν
απέναντι στον ηγέτη τους και κυριαρχεί έτσι ένα κλίμα αβεβαιότητας. Η αλήθεια,
λοιπόν, είναι πως τα μεγάλα επιτεύγματα μιας πολιτείας δεν βασίζονται στα
υποτιθέμενα χαρίσματα του ενός, αλλά στην επίμονη και σταθερή δράση των πολλών.
Δεν είναι ο ηγέτης που καθιστά την πολιτεία επιτυχημένη και που της διασφαλίζει
την ευημερία της, είναι οι ίδιοι οι πολίτες που, έχοντας την αναγκαία αίσθηση
σταθερότητας, προχωρούν απρόσκοπτοι στο καθημερινό τους έργο, αλλά και στη
διεκδίκηση όλο και σπουδαιότερων επιτευγμάτων.
Ο Καβάφης καταγράφει εδώ μια
αδιαμφισβήτητη αλήθεια που αξίζει να αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς, τόσο στα
ζητήματα της πολιτικής, όσο και στην προσωπική ζωή των ατόμων. Ποτέ και κανείς
δεν είναι Απαραίτητος, Μόνος και Μεγάλος∙ αυτές οι ποιότητες δεν αποτελούν
γνωρίσματα του ενός -υποτιθέμενα- ξεχωριστού προσώπου∙ αυτές οι ποιότητες
αποτελούν καθρέφτισμα της εσωτερικής ανάγκης των ανθρώπων να μπορούν να
εμπιστευτούν κάποιον τόσο απόλυτα, ώστε να νιώθουν ασφαλείς για να δράσουν
ανεμπόδιστα στην καθημερινότητά τους. Εκείνο που χρειάζονται οι πολίτες, όσο
τίποτε άλλο, είναι το αίσθημα της σταθερότητας∙ είναι η αίσθηση ότι η ηγεσία
του τόπου βρίσκεται στα χέρια ενός ικανού και αξιόπιστου ανθρώπου που μπορεί να
κρατά το τιμόνι του τόπου με αδιασάλευτη πυγμή.
Δεν έχει σημασία αν ο ηγέτης αυτός είναι
πράγματι χαρισματικός, εφόσον αυτό είναι επί της ουσίας μια ψευδαίσθηση∙
σημασία έχει να μπορούν οι πολίτες να αισθανθούν πως μπορούν να του έχουν
εμπιστοσύνη. Κι είναι τελικά αυτό το αίσθημα της εμπιστοσύνης που προσφέρει στον
εκάστοτε ηγέτη το μέγιστο προνόμιο να γίνεται αντιληπτός με απόλυτα θετικό
τρόπο.
Είναι, άρα, σαφές πως δεν θα πρέπει οι
πολίτες να θεωρούν πως ό,τι καταφέρνουν ως σύνολο οφείλεται στα ανεπανάληπτα
χαρίσματα του ηγέτη τους. Θα πρέπει να κατανοήσουν πως οι επιτεύξεις βασίζονται
μόνο στη δική τους αποφασιστικότητα και ακαταπόνητη δράση κι εργασία. Κανένας
ηγέτης δεν είναι αναντικατάστατος και απόλυτα σπουδαίος, αφού στην
πραγματικότητα ό,τι του αποδίδεται ως επιτυχία δεν είναι παρά το αποτέλεσμα
μιας συλλογικής προσπάθειας που έχει πάντοτε ως βάση τη δράση των ίδιων των
πολιτών.
Αισχύλου
«Αγαμέμνων»
Φύλακας:
Τους θεούς παρακαλώ να μ’ απαλλάξουν
απ’ το βάσανο τούτο∙ ένα χρόνο στη
σκοπιά,
άγρυπνος σαν το σκυλί, πάνω απ’ των
Ατρειδών το σπίτι
ξεσκόλισα των άστρων των νυχτερινών τη
σύναξη
κι έμαθα τους λαμπρούς αφέντες τους,
άστρα ξεχωριστά στον ουρανό,
που στους θνητούς χειμώνα φέρνουνε και
καλοκαίρι,
σαν χάνονται στη δύση κι όταν
ανατέλλουν∙
ακόμη του πυρσού παραμονεύω το σημάδι,
τη λάμψη της φωτιάς να φέρει το
μαντάτο,
την είδηση πως πάρθηκε η Τροία∙
γιατί έτσι ορίζει της αντρόψυχης
γυναίκας η καρδιά που ελπίζει∙
κι όταν κουρνιάζω, είν’ το στρώμα μου
υγρό,
τον ύπνο διώχνει κι όνειρα δεν το
συντροφεύουν∙
γιατί είναι ο φόβος στο πλευρό μου
παραστάτης,
μην τύχει και τα μάτια μου σφαλίσω κι
αποκοιμηθώ∙
κι όταν λέω να τραγουδήσω
κάποιο σκοπό χαρούμενο ή πονεμένο,
στου ύπνου το νανούρισμα νυστέρι,
τότε θρηνώ τη συμφορά τούτου του
σπιτικού
στενάζοντας που, όπως παλιά, τέλεια δεν
κυβερνιέται.
Μα τώρα ας έρθει του μαρτυρίου
γλιτωμός,
η τύχη ας με βοηθήσει
και φως χαρμόσυνο μες στο σκοτάδι ας
φανεί.
Ω χαίρε λαμπάδα νυχτερινή,
που σαν της μέρας λάμπεις το φως
και χορούς προμηνύεις ατέλειωτους
στο Άργος μέσα
γι’ αυτή την καλοτυχιά.
Ποπό!
Δυνατά το φωνάζω στου Αγαμέμνονα τη
γυναίκα,
γοργά απ’ την κλίνη της να σηκωθεί
κι άσμα θριάμβου ν’ αρχίσει στο παλάτι
γι’ αυτή τη λάμψη, αν πράγματι το Ίλιον
έπεσε,
όπως ο φλογερός δαυλός λαμπρά το
αναγγέλλει∙
και πρώτος το χορό θα στήσω
τραγουδώντας,
γιατί δικιά μου θα γενεί του αφέντη μου
η τύχη,
όπου εξάρες τρεις φορές
μου ‘φερε αυτό το φωτεινό μαντάτο∙
ας γίνει θεέ μου, το λοιπόν, με τούτο
‘δω το χέρι,
σαν έρθει ο κύρης του σπιτιού,
το χέρι το ακριβό του να κρατήσω.
Για τ’ άλλα τσιμουδιά δεν βγάζω∙
βόδι βαρύ τη γλώσσα μου πατάει∙
μονάχο του το σπίτι, αν είχε στόμα και
μιλιά,
ξεκάθαρα θα τα ‘λεγε∙ γιατί εγώ
και μόνος μου μιλώ σ’ όσους γνωρίζουν,
μα, αν είναι και δεν ξέρουν, τίποτα δεν
θυμάμαι.
[Μετάφραση: Νίκος Νικολίτσης]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου