Larry Cole
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Ο Ιουλιανός εν τοις Μυστηρίοις»
Πλην σαν ευρέθηκε μέσα στο σκότος,
μέσα στης γης τα φοβερά τα βάθη,
συντροφευμένος μ’ Έλληνας αθέους,
κ’ είδε με δόξες και μεγάλα φώτα
να βγαίνουν άυλες μορφές εμπρός του,
φοβήθηκε για μια στιγμήν ο νέος,
κ’ ένα ένστικτον των ευσεβών του χρόνων
επέστρεψε, κ’ έκαμε τον σταυρό του.
Αμέσως οι Μορφές αφανισθήκαν·
οι δόξες χάθηκαν — σβήσαν τα φώτα.
Οι Έλληνες εκρυφοκοιταχθήκαν.
Κι ο νέος είπεν· «Είδατε το θαύμα;
Αγαπητοί μου σύντροφοι, φοβούμαι.
Φοβούμαι, φίλοι μου, θέλω να φύγω.
Δεν βλέπετε πώς χάθηκαν αμέσως
οι δαίμονες σαν μ’ είδανε να κάνω
το σχήμα του σταυρού το αγιασμένο;»
Οι Έλληνες εκάγχασαν μεγάλα·
«Ντροπή, ντροπή να λες αυτά τα λόγια
σε μας τους σοφιστάς και φιλοσόφους.
Τέτοια σαν θες, εις τον Νικομηδείας
και στους παπάδες του μπορείς να λες.
Της ένδοξης Ελλάδος μας εμπρός σου
οι μεγαλύτεροι θεοί φανήκαν.
Κι αν φύγανε, να μη νομίζεις διόλου
που φοβηθήκαν μια χειρονομία.
Μονάχα σαν σε είδανε να κάνεις
το ποταπότατον, αγροίκον σχήμα
σιχάθηκεν η ευγενής των φύσις,
και φύγανε και σε περιφρονήσαν».
Έτσι τον είπανε, κι από τον φόβο
τον ιερόν και τον ευλογημένον
συνήλθεν ο ανόητος, κ’ επείσθη
με των Ελλήνων τ’ άθεα τα λόγια.
Το ποίημα «Ο Ιουλιανός εν τοις
Μυστηρίοις» ανήκει στα ονομαζόμενα Κρυμμένα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, σ’
εκείνα δηλαδή τα ποιήματα που ενώ βρέθηκαν ολοκληρωμένα στο αρχείο του ποιητή,
ο ίδιος είχε επιλέξει να μην τα δημοσιεύσει.
Το ποίημα είναι κυρίως αφηγηματικό, και
βασίζεται σε στοιχεία της ζωής ενός ιστορικού προσώπου, μεταφέροντας ένα
περιστατικό που ο ποιητής έχει αντλήσει από διάφορες πηγές, όπως είναι για παράδειγμα
το έργο του Edward
Gibbon, σύμφωνα με την εύστοχη υπόδειξη του Γ.
Π. Σαββίδη. Ο Καβάφης ασχολείται κι εδώ με τον Ιουλιανό τον Παραβάτη, τον
περιβόητο Βυζαντινό αυτοκράτορα (361-363) που προσπάθησε μάταια να επαναφέρει
την εθνική θρησκεία, σε μια εποχή κατά την οποία ο χριστιανισμός είχε πια
εδραιωθεί για τα καλά στη συνείδηση των πολιτών. [Αναλυτικά βιογραφικά στοιχεία
του Ιουλιανού παρατίθενται στο σχολιασμό του ποιήματος «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας»]
Η
προσπάθεια του Ιουλιανού να αναβιώσει την εθνική θρησκεία και να την
αποκαταστήσει στην παλιά της δόξα υπονομεύτηκε κι από τον ίδιο τον Ιουλιανό, ο
οποίος έχοντας περάσει αρκετά χρόνια μελετώντας τον χριστιανισμό και τα ιερά
κείμενα της θρησκείας αυτής, είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό. Ο Ιουλιανός δεν
μπορούσε επί της ουσίας να προσφέρει στους Εθνικούς αυτό που ήθελαν, διότι πέρα
από τον θεωρητικού επιπέδου θαυμασμό για την αρχαία θρησκεία, ο ίδιος δεν είχε
την αναγκαία κατανόηση των τρόπων και του ουσιαστικού περιεχομένου της θρησκείας
τους. Η επαφή με τον χριστιανισμό είχε αλλοιώσει δραστικά τον τρόπο αντίληψης
του Ιουλιανού και τον είχε οδηγήσει στη λανθασμένη εντύπωση πως αν κατόρθωνε να
δώσει στην εθνική θρησκεία στοιχεία από τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του
χριστιανισμού, θα πετύχαινε την ευρύτερη διάδοση της παλαιάς αυτής θρησκείας. Το
αποτέλεσμα, ωστόσο, ήταν απογοητευτικό, καθώς ο αυτοκράτορας κατέληξε να
ενοχλεί με τη δράση του τόσο τους Χριστιανούς, όσο και τους Εθνικούς.
Ο Καβάφης έχει αφιερώσει επτά ποιήματα
στον Ιουλιανό, θέλοντας να αναδείξει διάφορες πτυχές της αποτυχημένης
προσπάθειας του αυτοκράτορα, κι έχει επισημάνει, μεταξύ άλλων, την αδυναμία του
Ιουλιανού να κατανοήσει και να εκτιμήσει το βαθμό ελευθερίας που χαρακτήριζε την
εθνική θρησκεία. Ένας «χριστιανομαθημένος» αυτοκράτορας, που δεν είχε καν τη δυνατότητα
να εκτιμήσει το κάλλος του ανθρώπινου σώματος και την απόλαυση του ερωτικού
βιώματος, θέλησε να υπηρετήσει μια θρησκεία που, αν μη τι άλλο, βάσιζε την
ύπαρξή της στην αποθέωση της ομορφιάς και της ηδονής.
Πλην σαν ευρέθηκε μέσα στο σκότος,
μέσα στης γης τα φοβερά τα βάθη,
συντροφευμένος μ’ Έλληνας αθέους,
κ’ είδε με δόξες και μεγάλα φώτα
να βγαίνουν άυλες μορφές εμπρός του,
φοβήθηκε για μια στιγμήν ο νέος,
κ’ ένα ένστικτον των ευσεβών του χρόνων
επέστρεψε, κ’ έκαμε τον σταυρό του.
Στο συγκεκριμένο ποίημα ο Καβάφης
έρχεται να τονίσει το βαθμό στον οποίο είχε επηρεαστεί ο Ιουλιανός από τον
χριστιανισμό και την συνεπακόλουθη αδυναμία του να αφοσιωθεί πραγματικά στην
εθνική θρησκεία. Βασιζόμενος, έτσι, στην πληροφορία πως ο Ιουλιανός σε νεαρή
ηλικία μυήθηκε στα νεοπλατωνικά Μυστήρια -σε μυστικιστικές τελετές δηλαδή-, αναπλάθει
αφηγηματικά το περιστατικό αυτό και να δείξει πόσο δύσκολο υπήρξε για τον τότε
νεαρό Ιουλιανό να βιώσει και να αντιληφθεί την ουσία τους.
Μόλις, λοιπόν, ο νεαρός Ιουλιανός
βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι, σε κάποιο χώρο πολύ βαθιά μέσα στη γη,
συνοδευόμενος από άθεους Έλληνες∙ συνοδευόμενος από μη Χριστιανούς, και
αντικρίζει να αναδύονται μέσα από λαμπρό φως και με μεγάλη δόξα οι άυλες μορφές
των αρχαίων θεοτήτων, αισθάνεται φόβο, και οδηγημένος από το ένστικτο των
χρόνων που είχε περάσει μελετώντας τις γραφές του χριστιανισμού, κάνει το
σταυρό του.
Αμέσως οι Μορφές αφανισθήκαν∙
οι δόξες χάθηκαν — σβήσαν τα φώτα.
Μπροστά στο ιερό σημείο του σταυρού, οι
Μορφές, οι άυλες αυτές εκφάνσεις των αρχαίων θεοτήτων εξαφανίζονται, και μαζί τους
χάνεται όλο εκείνο το εντυπωσιακό σκηνικό του φωτός που συνόδευε την εμφάνισή τους.
Παρέχεται, έτσι, στον Ιουλιανό μιας σαφής ένδειξη πως η δύναμη του Χριστού
υπερέχει κατά πολύ αυτών των υποχθόνιων φασμάτων, που δεν τολμούν να αντέξουν
το ιερό σύμβολο της χριστιανικής θρησκείας.
Οι Έλληνες εκρυφοκοιταχθήκαν.
Κι ο νέος είπεν∙ «Είδατε το θαύμα;
Αγαπητοί μου σύντροφοι, φοβούμαι.
Φοβούμαι, φίλοι μου, θέλω να φύγω.
Δεν βλέπετε πώς χάθηκαν αμέσως
οι δαίμονες σαν μ’ είδανε να κάνω
το σχήμα του σταυρού το αγιασμένο;»
Κι αυτή ακριβώς την αίσθησή του
εκφράζει ο Ιουλιανός στους Έλληνες που τον συνοδεύουν. Το γεγονός δηλαδή ότι οι
δαίμονες χάθηκαν μόλις τον είδαν να κάνουν το σχήμα του σταυρού, αποτελεί ικανή
ένδειξη πως πρόκειται για ένα θαύμα που πιστοποιεί την αληθινή δύναμη του
Χριστού. Προσέχουμε πως ο Ιουλιανός αποκαλεί τις άυλες Μορφές, δαίμονες,
χρησιμοποιώντας μια λέξη που ενώ παλαιότερα σήμαινε θεότητες απέκτησε στην πορεία
αρνητική σημασία δηλώνοντας το πνεύμα του κακού. Ο Ιουλιανός, άλλωστε, δεν
διστάζει να φανερώσει πως φοβάται, και το κάνει αυτό εμφατικά, αφού
επαναλαμβάνει δύο φορές το αίτημά του να φύγει, συνοδεύοντάς το μάλιστα με
θετικές προσφωνήσεις προς τους συνοδούς του, θέλοντας ίσως να τους αφυπνίσει
συναισθήματα συμπάθειας απέναντι στην λιποψυχία του.
Στους στίχους αυτούς δίνεται και μια
πρώτη αντίδραση των Ελλήνων οι οποίοι κρυφοκοιτάζονται μεταξύ τους∙
ανταλλάσσουν υπό μία έννοια συνωμοτικές ματιές, σαν να θέλουν να συμφωνήσουν
για το πώς θα χειριστούν την απρόσμενη αυτή αντίδραση του Ιουλιανού, αλλά και
το πώς θα εξηγήσουν την αιφνίδια αποχώρηση των θεοτήτων.
Οι Έλληνες εκάγχασαν μεγάλα∙
«Ντροπή, ντροπή να λες αυτά τα λόγια
σε μας τους σοφιστάς και φιλοσόφους.
Τέτοια σαν θες, εις τον Νικομηδείας
και στους παπάδες του μπορείς να λες.
Της ένδοξης Ελλάδος μας εμπρός σου
οι μεγαλύτεροι θεοί φανήκαν.
Κι αν φύγανε, να μη νομίζεις διόλου
που φοβηθήκαν μια χειρονομία.
Μονάχα σαν σε είδανε να κάνεις
το ποταπότατον, αγροίκον σχήμα
σιχάθηκεν η ευγενής των φύσις,
και φύγανε και σε περιφρονήσαν».
Η απάντηση, πάντως, των Ελλήνων απέχει
από αυτό που πιθανώς θα προσδοκούσε ο Ιουλιανός, αφού εκείνοι γελούν με ένταση,
εκφράζοντάς έτσι την περιφρόνησή τους απέναντι στο φόβο του νεαρού συντρόφου τους.
Σε ευθύ λόγο μας δίνονται και τα λόγια
των Ελλήνων, όπως προηγουμένως μας δόθηκαν και του Ιουλιανού, τεχνική που
ενισχύει τη θεατρικότητα του κειμένου και του
προσδίδει ζωντάνια.
Οι Έλληνες, λοιπόν, αποπαίρνουν τον
Ιουλιανό, σχολιάζοντας πως θα έπρεπε να αισθάνεται ντροπή για την αντίδρασή του
και για τα όσα λέει. Τη στιγμή που βρίσκεται μαζί με σοφιστές και φιλοσόφους,
μαζί με ανθρώπους της καθαρής νόησης, δεν θα έπρεπε να φέρεται κατά τέτοιο
τρόπο που μόνο σε παπάδες και επισκόπους θα ταίριαζε. Αν, επομένως, θέλει να
εκφράζει τέτοιου είδους φοβίες και τέτοια έλλειψη σεβασμού απέναντι στους θεούς
των Ελλήνων, θα πρέπει να επιστρέψει κοντά στους ιερείς του χριστιανισμού, οι
οποίοι πρόθυμα θα συμφωνούσαν μαζί του.
Του τονίζουν, μάλιστα, πως μπροστά του
εμφανίστηκαν οι μεγαλύτεροι θεοί της ένδοξης Ελλάδας και πως εξαφανίστηκαν, όχι
γιατί τάχα φοβήθηκαν μια απλή χειρονομία, αλλά γιατί σιχάθηκαν το ποταπό και το
αγροίκο σύμβολο μιας κατώτερης θρησκείας∙ σιχάθηκε η ευγενική τους φύση αυτή
την εκδήλωση ασέβειας και αποχώρησαν για να εκφράσουν την περιφρόνησή τους απέναντι
σε κάποιον που δείχνει πίστη σε μια θρησκεία που δεν φτάνει καν το ύψος και την
ποιότητα της δικής τους ανώτερης ύπαρξης.
Έτσι τον είπανε, κι από τον φόβο
τον ιερόν και τον ευλογημένον
συνήλθεν ο ανόητος, κ’ επείσθη
με των Ελλήνων τ’ άθεα τα λόγια.
Αυτή ήταν η εξήγηση που δόθηκε από τους
Έλληνες για την αιφνίδια εξαφάνιση των άυλων Μορφών μπροστά στο σχήμα του
Σταυρού, κι υπήρξε εν τέλει ικανή να επαναφέρει τον «ανόητο» Ιουλιανό από τον
ιερό και ευλογημένο φόβο. Ο Ιουλιανός πείθεται στα άθεα λόγια των Ελλήνων και
απομακρύνεται από την ύστατη αυτή επαφή του με το μεγαλείο του χριστιανισμού.
Το γεγονός ότι ο αφηγητής, το ποιητικό
υποκείμενο, χαρακτηρίζει τον Ιουλιανό ανόητο που πείθεται στα λόγια των
Ελλήνων, υποδεικνύει πως ο ποιητής δίνει την ιστορία αυτή από την οπτική ενός Χριστιανού,
που σαφώς καταδικάζει την ευπείθεια και την αφέλεια του Ιουλιανού. Ο Καβάφης,
άλλωστε, σε όλα τα ποιήματα που συνθέτει με θέμα τον Ιουλιανό υιοθετεί, κατά
τρόπο συνήθως ειρωνικό, την οπτική των Χριστιανών, κατορθώνοντας να ξεγυμνώνει
παράλληλα τόσο το ανώφελο των προσπαθειών του Ιουλιανού όσο και την υποκριτική
στάση των Χριστιανών, οι οποίοι υπερασπίζονται μια θρησκεία τις αρχές της οποίας
ακολουθούν μόνο φαινομενικά, αφού στην ουσία διατηρούν ανέπαφα όλα τα
ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου