Theodore Gericault
Δημήτριος
Βικέλας «Λουκής Λάρας» (Ερωτήσεις σχολικού)
Λουκής
Λάρας [απόσπασμα]
Ο Λουκής Λάρας είναι ένα έργο
αφετηριακό· με τη δημοσίευσή του εγκαινιάζεται μια καινούργια περίοδος της
νεοελληνικής πεζογραφίας. Η υπόθεσή του αναφέρεται στην Επανάσταση του '21 και
ιδιαίτερα στις αντιδράσεις του άμαχου πληθυσμού. Τοπικά εξελίσσεται στη Σμύρνη,
στη Χίο και στην Τήνο όπου ο Λάρας κατέφυγε τελικά και σταδιοδρόμησε ως
έμπορος. Το απόσπασμα που ακολουθεί δίνει μια σκηνή από τα φρικιαστικά γεγονότα
της σφαγής της Χίου κατά το 1822.
«Την επιούσαν ήμεθα από πρωίας
συνηγμένοι κατά το σύνηθες εις την ισόγειον της οικίας είσοδον, ήτις
εχρησίμευεν ως κοινή αίθουσά μας. Καθήμενοι εις των θυρών τα κατώφλια και επί
των βαθμίδων της κλίμακος συνεσκεπτόμεθα, ως πάντοτε, περί του πρακτέου,
αναμένοντες τι η ημέρα θα μας φέρει και υπολογίζοντες πότε ηδυνάμεθα να περιμένωμεν
απόκρισιν εκ Ψαρών.
Η Ανδριάνα μόνη ήτο απούσα. Είχεν
εξέλθει προς εύρεσιν τροφής. Και άλλοτε κατώρθωσε να ποικίλει την πενιχράν
δίαιτάν μας συλλέγουσα χόρτα άγρια εις τους πέριξ του χωρίου λόφους. Αλλ’
εβράδυνεν ήδη να επιστρέψει. Και η μήτηρ μου, ανησυχούσα, πολλάκις ήνοιξε την
θύραν και προέτεινε την κεφαλήν εις την οδόν, να ίδει μη φαίνεται ερχόμενη.
Η Ανδριάνα ήτο ο γενικός προστάτης, η
αληθής πρόνοια ολοκλήρου της εις Μεστά δυστυχούς ημών ομάδος. Πλήρης
αυταπαρνήσεως και αφοσιώσεως, περιέθαλπε την μητέρα και τας αδελφάς μου και
εφρόντιζε περί πάντων των λοιπών· όλα τα επρόφθανεν, όλα τα εσυλλογίζετο· αυτή
εύρισκεν ή εφεύρισκε την καθημερινήν τροφήν μας, αυτή έφερε το νερόν εκ της
πηγής, αυτή κατώρθωσε δι’ αχύρων και παλαιών ταπήτων ν’ αυτοσχεδιάσει στρωμνάς
δι’ όλους εις τα εύκαιρα δωμάτια της οικίας εκείνης· αυτή μας έφερεν ειδήσεις
έξωθεν, σχετιζόμενη μετά των χωρικών και τα πάντα ερευνώσα και τα πάντα
μανθάνουσα. Η ενεργητικότης της ήτο αδάμαστος και ακατάβλητος η ευθυμία της.
Είχε την καρδίαν υγιά και ακμαίαν όσον και το σώμα, και συχνάκις δια της
ζωηρότητος, διά της φαιδρότητός της έφερεν εις τα χείλη μας το μειδίαμα, εν
μέσω της επικρατούσης εκεί γενικής αθυμίας.
Η ώρα εν τούτοις παρήρχετο και ηύξανε
της μητρός μου η ανησυχία. Δεν ήθελα να την αυξήσω εκφράζων τους φόβους μου,
αλλ’ ήμην και εγώ ανήσυχος, και οι άλλοι επίσης. - Τι έγινε; Πώς αργεί; μην
έπαθε τίποτε; Τοιαύται αντηλλάσσοντο φράσεις. Εκεί, αίφνης, ανοίγεται η θύρα
και παρουσιάζεται η Ανδριάνα κάτωχρος, τρέμουσα, με την κόμην λυτήν, σχισμένα
τα φορέματα και ανοικτά, τα στήθη αιματωμένα...
Η όλη παρουσία της εμαρτύρει πάλην
φοβεράν, και τρόμον και αισχύνην.
Η μήτηρ μου ηγέρθη αμέσως, εκάλυψε με
τας χείρας τους οφθαλμούς και ανέκραξε μετά φρίκης:
Α! οι Τούρκοι οι Τούρκοι! Και αρπάσασα
τας θυγατέρας της έσυρεν αυτάς εις την αγκάλην της.
Η δε Ανδριάνα με τη μίαν χείρα επί της
ανοικτής θύρας, εδείκνυε διά της άλλης την έξοδον, και ασθμαίνουσα δεν ηδύνατο
ν’ άρθρωση τας λέξεις τας οποίας επροσπάθει να προφέρη·- Φύγετε, κρυφθείτε!
Ευρέθη μεν όλοι διά μιας έξω εις τον δρόμον μετά της Ανδριάνας.
Πού επηγαίνομεν; Τι ηθέλομεν; Έμφυτος
τις ορμή διηύθυνε τα βήματά μας μακράν της πύλης του χωρίου. Εφεύγομεν τους
Τούρκους. Δεν εσκεπτόμεθα όμως ότι απομακρυνόμενοι της εξόδου, εκλειόμεθα εντός
του χωρίου. Αλλά μη σκέπτεταί τις εις τοιαύτας ώρας;
Ενώ ετρέχομεν ούτω περίφοβοι,
παραζαλισμένοι, μη γνωρίζοντες πού να καταφύγωμεν, μια γραία εις την θύραν
ταπεινής οικίας ιστάμενη μας είδε, μας ελυπήθη και ήπλωσε προς ημάς την χείρα.
- Ελάτε, εδώ να σας κρύψω, Χριστιανοί.
Εχύθημεν όλοι εντός της ανοικτής θύρας,
ακολουθούντες την γραίαν. Ο θεός την εφώτισε! Εις εκείνην χρεωστούμεν την
σωτηρίαν, την ύπαρξίν μας. Δεν την είδα έκτοτε, ούτε το όνομα της, γνωρίζω,
αλλά ποτέ δεν ελησμόνησα το αγαθόν πρόσωπόν της, ουδ’ έπαυσα ευλόγων την μνήμην
της. Είθε να την αντήμειψεν ο Θεός και να την ανέπαυσεν εν ειρήνη!
Όπισθεν της οικίας ήτο αυλή ύπαιθρος,
εις δε την άκραν της αυλής σταύλος. Εντός του σταύλου μάς έκρυψεν η γραία. Αι
αγελάδες της έβοσκον εις την εξοχήν και δεν επέστρεψαν ούτε την εσπέραν
εκείνην, ούτε τας επιούσας, να μας διαφιλονικήσωσι της κατοικίας των την
κατοχήν. Δεν ηχμαλώτιζον γυναικόπαιδα μόνον οι Τούρκοι· ό,τι εύρισκον ήτο λεία
ευπρόσδεκτος. Αλλά δεν εζημίωσαν ημάς τότε ληστεύσαντες της πτωχής γραίας τα
ζώα.
Η είσοδος ήτο στενή και σκοτεινή, εις
δε το βάθος ηνοίγετο ο σταύλος τετράγωνος και οπωσούν ευρύχωρος· αλλ’ ουδ’
αυτός είχε παράθυρον ή άλλην οπήν, ώστε, ότε εκλείετο η επί της αυλής θύρα της
διόδου, το σκότος ήτο ψηλαφητόν και η αποφορά δεν είχε διέξοδον. Τέσσαρα
ημερόνυκτα εμείναμεν εντός του κρυψώνος τούτου, δεκαοκτώ εν συνόλω ψυχαί!
Το εσπέρας της πρώτης ημέρας η
φιλάνθρωπος γραία μάς έφερε σάκκον πλήρη σύκων. Ότε δε συνηθίσαμεν εις το
σκότος, ανεκαλύψαμεν εις μίαν γωνίαν κάδον έχοντα εισέτι ύδωρ αρκετόν, προς
ποτισμόν των αγελάδων. Χάρις εις το ύδωρ τούτο και εις τα σύκα δεν απεθάνομεν
της δίψης και της πείνης. Εις θέσιν σε προέχουσαν επί μιας των πλευρών του
σταύλου εύρομεν άχυρον, το οποίον εστρώσαμεν κατά γης, διά να μη κατακλίνωνται
επί του βορβορώδους εδάφους αι γυναίκες και τα παιδία. Και εζήσαμεν ούτω
τέσσαρας νύκτας και τέσσαρας ημέρας!
Εκ του κρυψώνος μας ηκούομεν έξω
συχνάκις τας κραυγάς των Τούρκων και οιμωγάς των Χριστιανών, πότε μακράν και
άλλοτε πλησίον. Την τελευταίαν μάλιστα νύκτα τούς είχομεν πολύ, πολύ πλησίον,
διότι διενυκτέρευσαν εις την οικίαν της γραίας, και ηκούομεν τας ομιλίας των
και τας διηγήσεις των αισχρών κατορθωμάτων των.
Ο κύριος των Τούρκων σκοπός ήτο η
ανακάλυψις των κρυπτομένων φυγάδων. Τους άνδρας εφόνευον, τα δε γυναικόπαιδα
ηχμαλώτιζον μεταφέροντες την άγραν των εις την πόλιν. Τους χωρικούς δεν
έβλαπτον συνήθως, εκτός δι’ ύβρεων και ραβδισμών και λακτισμάτων και διά της
καταναλώσεως των τροφίμων των. Δεν έμενον δε επί πολύ οι αυτοί Τούρκοι εις το
χωρίον. Αφ’ εσπέρας ήρχετο μία συμμορία, έτρωγον, έπινον εκοιμώντο, την δεν
πρωίαν ήρχιζεν η έρευνα προς σφαγήν και αιχμαλωσίαν· ανεχώρουν οι πρώτοι με
αιχμαλώτους και λάφυρα, και τους διεδέχετο νέα την εσπέραν συμμορία, και ούτως
εφεξής. Ημείς δ’ επεριμένομεν να κορεσθώσι και να παύση η εξάντλησις της λείας
την διαδοχήν του διωγμού, παρακαλούντες τον Θεόν να μη ανακαλυφθώμεν μέχρι
τέλους.
Πώς να περιγράψω την αγωνίαν των
ατελεύτητων εκείνων ημερών! Εφοβούμεθα να λαλήσωμεν μη ο ελάχιστος θόρυβος μας
προδώση. Η Ανδριάνα έκλαιεν, έκλαιεν ακαταπαύστως, και λυγμοί ενίοτε εξέφευγον
από του στήθους της· ο πατήρ μου επέβαλλε τότε σιωπήν.
- Θέλεις να μας καταδώσης; έλεγε.
Και έκυπτεν η Ανδριάνα την κεφαλήν, και
δεν ηκούετο ο θρήνος της.
Επλησίαζεν η μήτηρ μου να την
παρηγόρηση.
- Μη μ’ εγγίζεις και λερώνεσαι!
Δυστυχής νέα! Η μαύρη απελπισία της
εντός του σκοτεινού και δυσώδους εκείνου καταφυγίου ήτο η φοβερωτέρα ένδειξις
της τύχης, η οποία επερίμενε τας λοιπάς εκεί γυναίκας, εάν οι Τούρκοι μάς
ανεκάλυπτον!
Την τελευταίαν νύκτα εξημερώθημεν με
τον φόβον ότι δεν θα σωθώμεν από τας χείρας των. Η θύρα μόνη του σταύλου μάς
εχώριζεν απ’ αυτών.
Την αυγήν επανήλθεν εις την αυλήν η
σιωπή, αλλ’ εξηκολούθει εντός του χωρίου ο θόρυβος. Πόσον βραδέως αι ώραι
παρήρχοντο! Θα επανέλθωσιν οι Τούρκοι πλησίον μας; Θα τους έχωμεν και την νύκτα
πάλιν; Ησθανόμεθα πάντες ότι δεν ηδυνάμεθα να ανθέξωμεν πλειότερον.
Προς το εσπέρας τούς ηκούσαμεν εις την
αυλήν, ετοιμαζομένους προς αναχώρησιν, και εκρατούμεν την αναπνοήν μας,
περιμένοντες την ελπιζομένην απομάκρυνσίν των.
Εκεί, ακούομεν αίφνης, πλησίον της
θύρας, βροντώδη Τούρκου φωνήν.
- Ας ίδωμεν πριν φύγωμεν, τι έχει εις
αυτήν την αποθήκην. Έκαμα τον σταυρόν μου. Κρύος ιδρώς με περιέχυσεν.
Η θύρα του σταύλου έτριξε και ηνοίχθη,
και εις το άνοιγμα της είδα Τούρκου μορφήν φοβεράν. Εκράτει ξίφος γυμνόν εις
την μίαν χείρα, εις δεν την άλλην ράβδον, και από της άκρας της ράβδου εκρέματο
λύχνος, το δε φως του λύχνου εφώτιζε του Τούρκου το πρόσωπον, και όπισθεν των
ώμων του άλλαι Τούρκων κεφαλαί έρριπτον περίεργα εντός του σκότους βλέμματα.
Εκαθήμην κατά γης εις το βάθος του
σταύλου, αντίκρυ της εισόδου. Χίλια έτη να ζήσω, δεν θα λησμονήσω την
αποτρόπαιον εκείνην οπτασίαν!
Αναπνοή εντός του σταύλου δεν ηκούετο.
Ο Τούρκος εκτείνει τον πόδα, προχωρεί εν βήμα... Αντήχησε διά μιας ο πάταγος
υδάτων πατουμένων και βλάσφημος του Τούρκου εκφώνησις. - Μόνον βρώμαι είναι
εδώ. Δεν έχει τίποτε. Πηγαίνωμεν!
Η θύρα εκλείσθη μετά κρότου και οι
Τούρκοι ανεχώρησαν. Εσώθημεν! Εν βήξιμον, εις στεναγμός ηδύνατο να μας προδώση.
Αλλ’ ο Θεός μάς ελυπήθη και ηυδόκησε να μας διαφύλαξη, η δε σωτηρία μας την
ώραν εκείνην μας εφάνη ως αγαθός δια το μέλλον οιωνός και επεριμέναμεν με
πλειότερον ήδη θάρρος της δοκιμασίας μας το τέλος.
Δεν εψεύσθησαν αι ελπίδες μας. Την
αυτήν εκείνην εσπέραν, αφού ενύκτωσεν, ηνοίχθη του στάβλου η θύρα και πάλιν,
αλλ’ υπό φίλης τώρα χειρός, και ήλθεν εν μέσω ημών ο χωρικός τον οποίον ο θείος
μου είχεν αποστείλει προς εύρεσιν πλοίου. Πώς εξετέλεσε την παραγγελίαν, πώς
ανεκάλυψε το κρυσφύγετόν μας, δεν γνωρίζω. Έφερε την αγγελίαν ότι πλοίον
ψαριανόν μας επερίμενεν εις έρημον λιμενίσκον, όχι μακράν του χωρίου, και ήτο
έτοιμος ο χωρικός να μας οδήγηση αμέσως προς αυτό.
Η νυκτερινή ώρα, ο φόβος των Τούρκων, η
άγνοια του μέλλοντος, οι κίνδυνοι της φυγής, η ανάμνησις των πρώτων ματαίων
περιπλανήσεων πολλούς δισταγμούς την ώραν εκείνην εγέννησαν. Αλλ’ αν εμέναμεν,
ο όλεθρος ήτο βέβαιος σήμερον ή αύριον, ενώ φεύγοντες ηδυνάμεθα ίσως να
σωθώμεν. Απεφασίσθη λοιπόν η φυγή και ανεχωρήσαμεν υπό την οδηγίαν του χωρικού.
Κρατούμενοι τας χείρας και βαδίζοντες
εν σιωπή εφθάσαμεν εις την άκραν του χωρίου, προς το αντίθετον της εισόδου
μέρος. Εφεύγομεν την πύλην υποπτευόμενοι ότι εφρουρείτο υπό Τούρκων. Ο οδηγός
μας είχε λάβει τα μέτρα του. Εισήλθομεν εντός οικίας ερήμου διά να
δραπετεύσωμεν εκ των όπισθεν. Η νυξ ήτο σκοτεινή, διεκρίνετο όμως εκ του
παραθύρου το κρημνώδες κάτω έδαφος. Εκρεμάσθη σχοινίον και κατέβην πρώτος εγώ.
Έδεσα εις την ζώνην μου το σχοινίον και το εκράτουν εκ των χειρών, ενώ με
κατεβίβαζον οι άνωθεν. Κατήλθον κατόπιν οι λοιποί άνδρες ανά εις, και
επεριλάβομεν έπειτα τας καταβιβαζομένας γυναίκας και παιδία. Τελευταίος
επήδησεν ο χωρικός, ετέθη επί κεφαλής μας, και ήρχισεν η νυκτερινή οδοιπορία.
Η απόστασις δεν ήτο μεγάλη, αλλά δεν
είναι εύκολος ο δρόμος, όταν με την καρδίαν τρέμουσαν φεύγης εις το σκότος, μη
γνωρίζων πού πηγαίνεις, και φοβήσαι ανά πάσαν στιγμήν μη φανώσιν οι Τούρκοι,
και έχης γέροντας και γυναίκας και παιδία μικρά εις την συνοδείαν σου!»
Μεστά: χωριό της Χίου.
εύκαιρος: αδειανός.
Ερωτήσεις:
1. Πώς
κρίνετε τη συμπεριφορά της Ανδριάνας;
Η Ανδριάνα, μια ορφανή κοπέλα που ζει
με την οικογένεια του αφηγητή ως υπηρέτρια, παρουσιάζεται κατά τρόπο
εξιδανικευτικό και κοσμείται με ποικίλες αρετές, γεγονός που συμβαδίζει με τη
γενικότερη διάθεση του συγγραφέα να εντάσσει στα κείμενά του ήρωες που διακρίνονται
για την αγαθότητα του χαρακτήρα τους.
Ο αφηγητής θα μας παρουσιάσει
λεπτομερώς τη συμπεριφορά της Ανδριάνας προτού η άτυχη κοπέλα βιαστεί από τους
Τούρκους, προκειμένου οι αναγνώστες να είναι σε θέση να αντιληφθούν την
τεράστια διαφορά που θα προκύψει στη στάση και στις αντιδράσεις της μετά το
τραγικό αυτό γεγονός. Έτσι, κατά το διάστημα που προηγείται του βιασμού, η
Ανδριάνα εμφανίζεται ως μια κοπέλα με εύθυμη διάθεση και ακατάλυτη
ενεργητικότητα, η οποία κατορθώνει να λειτουργεί ως «γενικός προστάτης» για όλη
την οικογένεια. Ίσως για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της απέναντι στους
ανθρώπους αυτούς που την έχουν κοντά τους σαν να είναι μέλος της οικογένειάς
τους, η Ανδριάνα επιδεικνύει αξιοθαύμαστη αφοσίωση και θέτοντας τον εαυτό της
σε δεύτερη μοίρα φροντίζει διαρκώς τα μέλη της οικογένειας του αφηγητή. Σε
καθημερινή βάση η Ανδριάνα καταφέρνει να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στους
προστάτες της, βρίσκοντας ή, αν δεν υπήρχαν πραγματικά τρόφιμα, εφευρίσκοντας
το καθημερινό τους γεύμα, φέρνοντας νερό από την πηγή, φέρνοντας νέα για το τι
συμβαίνει στο νησί και εν γένει καλύπτοντας κάθε πιθανή τους ανάγκη. Χαρακτηριστικό
δείγμα, άλλωστε, της εφευρετικότητας που επιδεικνύει η νεαρή κοπέλα στην
προσπάθειά της να φανεί χρήσιμη στους ανθρώπους γύρω της, είναι το γεγονός ότι
μόλις η οικογένεια βρέθηκε προσωρινά στα Μεστά της Χίου, εκείνη κατόρθωσε να
φτιάξει αυτοσχέδια στρώματα για όλα τα μέλη της οικογένειας με άχυρα και παλιά
χαλιά της οικείας στην οποία είχαν βρει κατάλυμα.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια κοπέλα με
αυξημένο το αίσθημα της ευθύνης απέναντι στους άλλους ανθρώπους, με έντονη
διάθεση αυταπάρνησης, αλλά και με σαφή κατανόηση πως εφόσον η οικογένεια που
καλείται να φροντίσει της έχει φερθεί με μεγάλη καλοσύνη, οφείλει κι εκείνη με
τη σειρά της να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της. Η μεγαλοψυχία της, μάλιστα, και η
διαρκώς καλή της διάθεση, θα αποτελούν ένα εξαιρετικό ψυχολογικό στήριγμα για
την οικογένεια του αφηγητή, που αναγκάζεται να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς
και να γνωρίσει πλείστες ταλαιπωρίες.
Ωστόσο, η συμπεριφορά της Ανδριάνας και
πολύ περισσότερο η ψυχολογική της κατάσταση θα αλλάξουν δραματικά μετά το
τραγικό περιστατικό του βιασμού της από τους Τούρκους. Η κοπέλα από εκείνη τη
στιγμή και μετά θα αισθάνεται ντροπιασμένη και δεν θα μπορεί να αντιπαλέψει το
βαθύ της πόνο. Η κάποτε χαρούμενη Ανδριάνα θα μετατραπεί σ’ ένα δυστυχισμένο
πλάσμα, που θα θεωρεί τον εαυτό του ταπεινωμένο και μιασμένο από τα χέρια των
Τούρκων. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το γεγονός ότι όταν η μητέρα του
αφηγητή θα θελήσει κάποια στιγμή να την παρηγορήσει παίρνοντάς την αγκαλιά, η
Ανδριάνα θα της πει: «Μη μ’ εγγίζεις και
λερώνεσαι!».
Η Ανδριάνα δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει
το ψυχολογικό και σωματικό τραύμα του βιασμού της και λίγο καιρό μετά, όταν
μαζί με την οικογένεια του αφηγητή θα βρίσκεται στο πλοίο που θα τους
απομακρύνει από τη σφαγιαζόμενη Χίο, εκείνη θα πέσει στα παγωμένα νερά της
θάλασσας και θα εξαφανιστεί. Η υπερηφάνεια της κοπέλας και ο αυτοσεβασμός της,
δεν της επέτρεπαν να συνεχίσει να ζει μετά την τρομερή ταπείνωση που υπέστη από
τους Τούρκους.
Αξίζει να δούμε πώς αποδίδει ο
αφηγητής, σε επόμενο κεφάλαιο, την ψυχολογική κατάσταση και τη συμπεριφορά της
Ανδριάνας τις μέρες που ακολούθησαν τον βιασμό της:
«Τα πάντα ήσαν ως ξένα προς αυτήν. Οι
οφθαλμοί της ήσαν προσηλωμένοι, αλλ’ έβλεπες ότι δεν προσέχουν εις ό,τι
ητένιζαν. Μελαγχολία ανεκλάλητος απεικονίζετο εις το βλέμμα, εις την στάσιν,
εις την σιωπήν της. Εάν την ωμίλει τις, ύψωνε βραδέως τους οφθαλμούς, ως να
απεσπάτο μετά κόπου από τας σκέψεις της, και βραδέως και μετά κόπου απεκρίνετο.
Εάν η μήτηρ μου ελάμβανε θωπευτικώς την χείρα της, εδέχετο απαθώς την θωπείαν,
η δε χειρ έπιπτεν έπειτα βαρεία επί των γονάτων∙ και απεμακρύνετο η μήτηρ μου
να κρύψη την λύπην της. Πού η προτέρα ζωηρότης; Πού η ενέργεια, πού η
φαιδρότης, ήτις μας υπεστήριζε και μας εζωογόνει κατά τας πρώτας του διωγμού
ημέρας; Αφ’ ης ώρας ήνοιξε την θύραν εις Μεστά με την κόμην λυτήν και τα στήθη
ανοικτά και το φόρεμα σχισμένον, δεν είδα το μειδίαμα, ουδέ ήκουσα την εύθυμον
εκείνην φωνήν της. Μόνον τους λυγμούς της ήκουα εντός του σκοτεινού στάβλου,
και τώρα έβλεπα το άτονον βλέμμα της και τα βωβά χείλη της. Η ευτυχία της υπάρξεώς
της κατεστράφη υπό τας αγρίας χείρας, εκ των οποίων διέφυγε δια να μας σώση. Η
ατιμωτική εκείνη επαφή απεμάκρυνε το θαλερόν της ζωής της γόητρον. Το κάλλος
απέμενεν, αλλ’ άνευ της προτέρας λάμψεως πλέον. Ήτο εισέτι ωραία, αλλ’ είχε την
ωραιότητα του άνθους, το οποίον χειρ σκληρά απέκοψε του στελέχους και το έρριψε
κατά γης, αφού το έθλιψε.»
2. Ποια
η ψυχολογική κατάσταση των προσώπων του έργου κατά τον εγκλεισμό τους στο
στάβλο και κατά τη φυγή τους;
Τα τέσσερα μερόνυχτα που περνούν τα
πρόσωπα του έργου κλεισμένα μέσα στον σκοτεινό στάβλο ήταν γεμάτα φόβο και
αγωνία. Η οικογένεια του αφηγητή έχει να αντιμετωπίσει αφενός τις δυσκολίες που
τους προκαλεί η διαβίωση σ’ έναν βρόμικο και σκοτεινό χώρο κι αφετέρου την
αίσθηση πως ανά πάσα στιγμή ο παραμικρός θόρυβος από τη μεριά τους θα μπορούσε
να τους προδώσει. Δημιουργείται, έτσι, ένα ασφυκτικό κλίμα, που κάνει κάθε
λεπτό να μοιάζει ατελείωτο, μιας και οι ήρωες του έργου έχουν διαρκώς την
ανησυχία πως οι Τούρκοι που περιφέρονται στο χωριό θα τους βρουν και θα τους σκοτώσουν.
Ιδιαίτερα οδυνηρή είναι η κατάσταση που
βιώνει η Ανδριάνα, η οποία έκλαιγε ασταμάτητα, διότι πέρα από το φόβο που
διέτρεχε όλη την οικογένεια, είχε να αντιμετωπίσει και το προσωπικό της τραύμα∙
την κακοποίηση που είχε υποστεί από τους Τούρκους. Η νεαρή κοπέλα καλείται,
άρα, όχι μόνο να αντέξει τις απάνθρωπες συνθήκες του εγκλεισμού σ’ έναν άθλιο
στάβλο, αλλά και να υπομείνει τα συναισθήματα ντροπής και ταπείνωσης, που της προκαλούσαν
ένα ανυπόφορο συναίσθημα πόνου.
Το αποκορύφωμα του τρόμου που βίωσαν οι
έγκλειστοι στον στάβλο προέκυψε, σαφώς, όταν ένας από τους Τούρκους, που είχαν
διανυκτερεύσει στο σπίτι της γριάς που είχε προσφέρει καταφύγιο στην οικογένεια
του αφηγητή, άνοιξε την πόρτα του στάβλου για να ελέγξει το χώρο. Όλοι
κρατούσαν την ανάσα τους κι ένιωθαν πως έχει φτάσει πια η τραγική στιγμή κατά
την οποία οι Τούρκοι θα τους αιχμαλωτίσουν. Εύλογα, λοιπόν, μόλις ο Τούρκος
αναφώνησε πως δεν υπάρχει τίποτε μέσα στο στάβλο, αισθάνθηκαν απίστευτη
ανακούφιση, για το γεγονός ότι είχαν μόλις γλιτώσει απ’ αυτό που φοβόντουσαν
περισσότερο.
Το αίσθημα του φόβου, πάντως, θα είναι
κυρίαρχο και κατά τη διάρκεια της νυχτερινής φυγής τους, εφόσον μη γνωρίζοντας τι
τους επιφυλάσσει το μέλλον και όντας παντελώς αβέβαιοι για το αν θα κατορθώσουν
να φτάσουν στο πλοίο χωρίς να τους εντοπίσουν οι Τούρκοι, κάνουν την πορεία τους
μέσα στη σιωπή και με συνεχή αίσθημα ανασφάλειας. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει
ο αφηγητής, ένιωθαν την καρδιά τους να τρέμει μέσα στο σκοτάδι κι έτρεμαν πως
θα έβλεπαν από στιγμή σε στιγμή τους Τούρκους μπροστά τους.
Οι ήρωες της ιστορίας νιώθουν στην αρχή
δισταγμό σχετικά με την πρόθεσή τους να προχωρήσουν σ’ αυτή τη νυχτερινή φυγή,
αλλά γνωρίζουν κιόλας πως αν παραμείνουν στο χωριό αργά ή γρήγορα θα πέσουν στα
χέρια των Τούρκων. Έτσι, παρά το φόβο τους και παρά το γεγονός ότι είχαν
σκέφτονταν ακόμη το πόσο μάταιες στάθηκαν οι πρώτες τους περιπλανήσεις και
προσπάθειες να διαφύγουν από τους διώκτες τους, αποφασίζουν να τολμήσουν αυτή
την επικίνδυνη νυχτερινή οδοιπορία, που θα μπορούσε ίσως να τους διασφαλίσει
την τελική σωτηρία.
3. Ο
Λουκής Λάρας είναι ένα έργο αφετηριακό· γράφτηκε δηλαδή σε μια εποχή που ο
αφηγηματικός μας λόγος δεν είχε διαμορφωθεί ακόμα και γι’ αυτό, εκτός από τις
αρετές του, παρουσιάζει και αδυναμίες. Στις
αρετές του εντάσσεται ο ρεαλιστικός τρόπος με τον οποίο απεικονίζονται
ορισμένες καταστάσεις. Να εντοπίσετε
μέσα στο απόσπασμα τέτοια σημεία, υπογραμμίζοντας και τις αντίστοιχες φράσεις.
[Ρεαλισμός:
Με το ρεαλισμό, η λογοτεχνία θέτει πλέον ως πρώτο στόχο της την πιστή απόδοση
της πραγματικότητας, όπως βέβαια την αντιλαμβάνεται και τη βιώνει ο δημιουργός.
Οι ρεαλιστές πεζογράφοι καλλιεργούν κυρίως το είδος του μυθιστορήματος και
θεωρητικά επιδιώκουν την αντικειμενικότητα· αλλά όπως είναι φυσικό, όσο και αν
αποφεύγουν τις συναισθηματικές εξάρσεις, τις κρίσεις και τις προσωπικές
ερμηνείες, τα όσα γράφουν επηρεάζονται έστω και έμμεσα από τις πεποιθήσεις
τους. Για το ρεαλιστικό μυθιστόρημα, θετικά στοιχεία θεωρούνται η αληθοφάνεια
και η πειστικότητα. Οι συγγραφείς δε στοχεύουν καθόλου στον εντυπωσιασμό αλλά
αφήνουν την πραγματικότητα να μιλήσει από μόνη της. Επιλέγουν θέματα οικεία
στον αναγνώστη και σε γενικές γραμμές συνηθισμένα, προβάλλοντας τις εμπειρίες
της καθημερινής ζωής. Οι ήρωές τους είναι κατά κάποιο τρόπο εκπρόσωποι της
κοινωνίας και του πολιτισμού στον οποίο υποτίθεται ότι ανήκουν, και μολονότι
πλαστοί, δεν παύουν να είναι αληθοφανείς.]
Αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί πως ο
Βικέλας, αν και κάνει σημαντικά βήματα προς τη ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας,
δεν έχει ωστόσο απομακρυνθεί πλήρως από το ρομαντισμό, κι αυτό γίνεται εμφανές
από την τάση του να παρουσιάζει στα κείμενά του εξιδανικευμένους ήρωες απόλυτης
αγαθότητας και καλοσύνης. Ο συγγραφέας δεν παύει να επιχειρεί να δώσει μια
ιδανική εικόνα των Ελλήνων της εποχής του, έστω κι αν δεν υμνεί τόσο τον
ηρωισμό τους, όσο την αφοσίωσή τους στη σκληρή εργασία και στην προθυμία να
χτίσουν κάτι νέο ύστερα από τις αιματηρές μάχες με τους Τούρκους.
Σε ό,τι αφορά τη ρεαλιστική απεικόνιση
ορισμένων καταστάσεων, θα πρέπει να αναγνωριστεί η σαφής προσπάθεια του
συγγραφέα, παρόλο που αφηγείται γεγονότα που δεν τα έχει βιώσει ο ίδιος, να
αποδώσει όσο γίνεται πιο κοντά στην πραγματικότητα την αλήθεια αυτών των
εμπειριών. Εξαιρετικά ρεαλιστική, για παράδειγμα, είναι η απόδοση της εικόνας
που παρουσιάζει η Ανδριάνα ύστερα από την κακοποίησή της από τους Τούρκους: «Εκεί,
αίφνης, ανοίγεται η θύρα και παρουσιάζεται η Ανδριάνα κάτωχρος, τρέμουσα, με
την κόμην λυτήν, σχισμένα τα φορέματα και ανοικτά, τα στήθη αιματωμένα...».
Αντιστοίχως, ιδιαίτερα ρεαλιστική είναι η απεικόνιση του Τούρκου που ανοίγει
την πόρτα του στάβλου, όπως και του τρόμου που προκάλεσε το θέαμα αυτό στην
ψυχή του αφηγητή: «Η θύρα του σταύλου έτριξε και ηνοίχθη, και εις το άνοιγμα
της είδα Τούρκου μορφήν φοβεράν. Εκράτει ξίφος γυμνόν εις την μίαν χείρα, εις
δεν την άλλην ράβδον, και από της άκρας της ράβδου εκρέματο λύχνος, το δε φως
του λύχνου εφώτιζε του Τούρκου το πρόσωπον, και όπισθεν των ώμων του άλλαι
Τούρκων κεφαλαί έρριπτον περίεργα εντός του σκότους βλέμματα.
Εκαθήμην κατά γης εις το βάθος του
σταύλου, αντίκρυ της εισόδου. Χίλια έτη να ζήσω, δεν θα λησμονήσω την
αποτρόπαιον εκείνην οπτασίαν!».
Ρεαλιστική, άλλωστε, είναι η απόδοση της
συναισθηματικής κατάστασης των προσώπων, απέναντι στη διαρκή απειλή της παρουσίας
των Τούρκων. Το συναίσθημα του φόβου και της αδιάκοπης ανασφάλειας αποτελεί,
δίχως άλλο, μια πραγματικότητα που γίνεται εύκολα αντιληπτή, εφόσον οι άνθρωποι
αυτοί ένιωθαν συνεχώς πως ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαν να συλληφθούν από τους αδίστακτους
και αιμοσταγείς Τούρκους: «Πώς να περιγράψω την αγωνίαν των ατελεύτητων εκείνων
ημερών! Εφοβούμεθα να λαλήσωμεν μη ο ελάχιστος θόρυβος μας προδώση».
Ο
Λίνος Πολίτης στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας γράφει για τον Δημήτριο
Βικέλα και τη στροφή προς το ηθογραφικό διήγημα:
«Η μεταβολή του 1880 στάθηκε ένα κίνημα
πνευματικό γενικότερα. Η απομάκρυνση από το ρομαντισμό και η προσήλωση στο
οικείο και στο συγκεκριμένο ευνόησαν ιδιαίτερα την πεζογραφία, η οποία,
εγκαταλείποντας το ιστορικό μυθιστόρημα της παλιάς Αθηναϊκής σχολής, στράφηκε
προς το σύντομο διήγημα, ιδιαίτερα στο διήγημα, όπως το ονομάζουμε, το
ηθογραφικό, εκείνο δηλαδή που περιγράφει την ελληνική ύπαιθρο, το ελληνικό
χωριό και τους απλοϊκούς κατοίκους. Μπορούμε να πούμε πως καθαρή λογοτεχνική
πεζογραφία τώρα για πρώτη φορά δημιουργείται στη νεοελληνική λογοτεχνία∙ στα
περιορισμένα πλαίσια του διηγήματος η συγκέντρωση στον ένα κεντρικό χαρακτήρα ή
στο ένα περιστατικό επιτρέπουν και τη λογοτεχνικότερη επεξεργασία. Από την άλλη
μεριά, το λαογραφικό κίνημα άνοιγε το δρόμο προς την εκμετάλλευση της ζωής του
χωριού και του πλούτου των λαϊκών παραδόσεων.
Στο μεταίχμιο ανάμεσα στο ιστορικό
μυθιστόρημα και στο ηθογραφικό διήγημα βρίσκεται ο Λουκής Λάρας του Δημητρίου
Βικέλα (1835-1909). Ο συγγραφέας ανήκει σ’ αυτούς που ταλαντεύονται ανάμεσα στο
παλιό και στο καινούριο. Αφού απέκτησε κάποια οικονομική άνεση ως έμπορος στο
Λονδίνο (1852-1872), έζησε στο Παρίσι, όπου σχετίστηκε με τους εκεί ελληνιστές
και επηρέασε την επιστημονική έρευνα της πρωιμότερης λογοτεχνίας. Από το 1896,
όπου έρχεται οριστικά στην Αθήνα, αναπτύσσει έντονη πνευματική και κοινωνική
δράση, κυρίως στο «Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων», που τον ίδρυσε ο
ίδιος. Σε νεανική ηλικία είχε μεταφράσει πολλές από τις τραγωδίες του Σαίξπηρ,
χωρίς ποιητική πνοή και σε γλώσσα πλαδαρή και ακαλαίσθητη, ωστόσο από τις
μεταφράσεις αυτές γνώρισε το ελληνικό κοινό από τη σκηνή τον Άγγλο δραματουργό.
Στο Λουκή Λάρα (που πρωτοδημοσιεύτηκε
το 1879) τα περιστατικά εκτυλίσσονται μέσα στα πλαίσια της Επανάστασης του
1821, ο ήρωας όμως δεν παίρνει ενεργό μέρος στα γεγονότα. Η διήγηση αρχίζει στη
Σμύρνη στα 1821, και εξακολουθεί στη Χίο, όπου βρίσκει τον ήρωα η μεγάλη
καταστροφή και η σφαγή του 1822∙ καταφεύγοντας στην Τήνο ασκεί με επιτυχία το
εμπόριο, ενώ η απήχηση από τα περιστατικά του Αγώνα μας έρχεται από μακριά. Η
αντιρομαντική, ρεαλιστική αυτή τοποθέτηση δίνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο
βιβλίο∙ άλλωστε στον ίδιο βασικό τόνο είναι ταιριασμένοι και οι χαρακτήρες (ο
έμπορος αυτός, γεμάτος αγαθότητα και καλοσύνη), οι εκφραστικοί τρόποι, ακόμα
και η γλώσσα: καθαρεύουσα βέβαια, αλλά μια καθαρεύουσα μετριοπαθής, χωρίς τους
αρχαϊσμούς του Ραγκαβή ή του Παύλου Καλλιγά.
Ο Λουκής Λάρας σημείωσε μεγάλη
επιτυχία, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και επηρέασε αποφασιστικά τους
μεταγενέστερους. Αλλά και ο Βικέλας, επηρεασμένος με τη σειρά του από αυτούς,
έγραψε στη δεκαετία 1880-90 μια σειρά γνήσια ηθογραφικά διηγήματα, όπου
διακρίνουμε (αρετή είτε μειονέκτημα) την ίδια «μεσότητα». Στο πιο πετυχημένο
ίσως, τον «Παπα-Νάρκισσο» παρουσιάζεται με συμπάθεια και ενάργεια ο χαρακτήρας
ενός νιόπαντρου παπά, που με την αγαθότητα και την εσωτερική ευγένεια (που
είναι χαρακτηριστικό των περισσότερων ηρώων του Βικέλα) κατορθώνει να
υπερνικήσει τον αποτροπιασμό που του προκαλούσε η θέα του ανθρώπου που
ψυχορραγεί και να βγει άλλος άνθρωπος από τη δοκιμασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου