Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Κωνσταντίνος Καβάφης «Τέμεθος, Αντιοχεύς· 400 μ.X.»



Dustin McNeer

Κωνσταντίνος Καβάφης «Τέμεθος, Αντιοχεύς· 400 μ.X.»

Στίχοι του νέου Τεμέθου   του ερωτοπαθούς.
Με τίτλον «Ο Εμονίδης»—   του Aντιόχου Επιφανούς
ο προσφιλής εταίρος·   ένας περικαλλής
νέος εκ Σαμοσάτων.   Μα αν έγιναν οι στίχοι
θερμοί, συγκινημένοι   είναι που ο Εμονίδης
(από την παλαιάν   εκείνην εποχή·
το εκατόν τριάντα επτά   της βασιλείας Ελλήνων!—
ίσως και λίγο πριν)   στο ποίημα ετέθη
ως όνομα ψιλόν·   ευάρμοστον εν τούτοις.
Μια αγάπη του Τεμέθου   το ποίημα εκφράζει,
ωραίαν κι αξίαν αυτού.   Εμείς οι μυημένοι
οι φίλοι του οι στενοί·    εμείς οι μυημένοι
γνωρίζουμε για ποιόνα   εγράφησαν οι στίχοι.
Οι ανίδεοι Aντιοχείς   διαβάζουν, Εμονίδην.

Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής (περ. 215-164 π.Χ.). Βασιλιάς της Συρίας (175-164), γιος του Αντίοχου Γ. Ο Αντίοχος, πριν διαδεχτεί στο θρόνο τον αδελφό του Σέλευκο Δ΄, είχε ζήσει δεκατέσσερα χρόνια στη Ρώμη, όπου είχε σταλεί μαζί με άλλους ως όμηρος μετά την ήττα του πατέρα του στη Μαγνησία (190). Με θετικές εμπειρίες από τη συμπεριφορά που του έδειξαν οι Ρωμαίοι, επέστρεψε το 175 στη Συρία, αφού στάλθηκε στη Ρώμη ως όμηρος ο γιος του Σελεύκου Δ΄ Δημήτριος (Α΄). (Η ανταλλαγή έγινε με πρωτοβουλία του ίδιου του Σελεύκου). Κατά την επιστροφή του ο Αντίοχος έμεινε για λίγο στην Αθήνα, όπου εκδηλώνοντας το θαυμασμό του για το πολιτιστικό παρελθόν της πόλης πρόσφερε σημαντικές δωρεές και ανέλαβε μάλιστα το (ανώτατο) αξίωμα του «στρατηγού των όπλων».
Ύστερα από τη δολοφονία του Σελεύκου και αφού έδιωξε κάποιον σφετεριστή του θρόνου, έγινε τον ίδιο χρόνο (175) βασιλιάς, μολονότι νόμιμος διάδοχος ήταν ο Δημήτριος που βρισκόταν στη Ρώμη. Με την ανοχή της Ρώμης και την υποστήριξη του φίλου του βασιλιά της Περγάμου Ευμένη Β΄ αλλά και με βίαια μέτρα (με διαταγή του δολοφονήθηκε ο νεότερος γιος του Σελεύκου), ο Αντίοχος κατόρθωσε να εδραιώσει την εξουσία του και να αναδιοργανώσει τη διοίκηση και τα οικονομικά του κράτους του (174). Από τότε και ως το θάνατό του η δραστηριότητά του είχε δύο βασικούς στόχους: την κατάκτηση της Αιγύπτου και τον εξελληνισμό των Ιουδαίων.
Την κατάκτηση της Αιγύπτου επιχείρησε ύστερα από τη φιλοπόλεμη πολιτική των συμβούλων του νεαρού βασιλιά της χώρας Πτολεμαίου ΣΤ΄ Φιλομήτορα (γιου του Πτολεμαίου Ε΄ και της αδερφής του Αντίοχου Κλεοπάτρας Α΄), οι οποίοι πρόβαλλαν άδικες αξιώσεις στη νότια Συρία. Για να εξασφαλίσει την υποστήριξη ή τουλάχιστον την ανοχή της Ρώμης ο Αντίοχος απέρριψε τις προτάσεις του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα, με τον οποίο βρισκόταν τότε σε σύγκρουση η Ρώμη, και στη συνέχεια εκστράτευσε εναντίον της Αιγύπτου (171). Νίκησε εύκολα τους στρατηγούς του Πτολεμαίου κοντά στο Πηλούσιο, εισέβαλε στην ίδια τη χώρα, έδιωξε από το θρόνο τον Πτολεμαίο και αναγορεύτηκε στη Μέμφιδα βασιλιάς της Αιγύπτου (170). Επιστρέφοντας τον ίδιο χρόνο στη Συρία κατέλαβε με την υποστήριξη των «φιλελλήνων» Ιουδαίων την Ιερουσαλήμ, διέπραξε όμως το λάθος να διατάξει τη θανάτωση πολλών ορθόδοξων Ιουδαίων και τη λεηλασία των θησαυρών του ναού. Ένα χρόνο αργότερα, όταν αναγορεύτηκε στην Αλεξάνδρεια βασιλιάς της Αιγύπτου ο νεότερος αδελφός του Πτολεμαίου ΣΤ΄, Πτολεμαίος Η΄ Ευεργέτης Β΄, ο Αντίοχος επενέβη και πάλι, αυτή τη φορά με τον αναληθή ισχυρισμό ότι ήθελε να υποστηρίξει τον πρώτο. Οι μεσολαβητικές προσπάθειες των πρεσβειών διαφόρων ελληνικών κρατών (Αιτωλίας, Αθήνας, Μιλήτου, Ρόδου) απέτυχαν και ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ διαβλέποντας τις κατακτητικές προθέσεις του θείου του ήρθε σε συνεννόηση με τον αδερφό του. Τότε ο Αντίοχος, αφού μάταια περίμενε απάντηση στις προτάσεις του, να του παραχωρήσει ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ την Κύπρο και το Πηλούσιο, προχώρησε προς την Αλεξάνδρεια (168). Ενώ βρισκόταν μερικά χιλιόμετρα έξω από την πόλη, οι Ρωμαίοι έχοντας νικήσει λίγο πριν τον Περσέα στην Πύδνα, έστειλαν πρεσβεία στην Αίγυπτο, η οποία με ωμό τρόπο ζήτησε από τον Αντίοχο να επιστρέψει αμέσως στη Συρία. Σύμφωνα με τη διήγηση του Πολυβίου, ο επικεφαλής της ρωμαϊκής πρεσβείας Γάιος Ποπίλιος Λαίνας χάραξε με το ραβδί του έναν κύκλο γύρω από τη θέση όπου βρισκόταν ο Σελευκίδης βασιλιάς και του είπε ότι, πριν βγει από αυτόν, θα έπρεπε να δεχτεί την απόφαση της Συγκλήτου για την άμεση αποχώρησή του. Θέλοντας και μη ο Αντίοχος υπάκουσε, δεν παρέλειψε μάλιστα να δηλώσει την αφοσίωσή του στη Ρώμη.
Σε αποτυχία κατέληξε και η προσπάθειά του να εξελληνίσει τους Ιουδαίους. Κατά την επιστροφή του στη Συρία το 168 ο Αντίοχος πήγε και πάλι στην Ιερουσαλήμ, όπου εγκατέστησε φρουρά και Έλληνες αποίκους, αφού έδιωξε τους ορθόδοξους Ιουδαίους. Επέβαλε επίσης τη λατρεία του Ολυμπίου Διός και με διάταγμά του απαγόρευσε τους ιουδαϊκούς θεσμούς. Στα μέτρα αυτά αντέδρασαν οι Ιουδαίοι με τη γνωστή εξέγερση των Μακκαβαίων (167/166). Την καταστολή της ανέθεσε ο Αντίοχος στον πρώτο σύμβουλό του Λυσία, ενώ ο ίδιος έκανε μια νικηφόρα εκστρατεία στη Μηδία και την Αρμενία για να αποκαταστήσει εκεί την επικυριαρχία του. Κατά την επιστροφή του, ενώ βρισκόταν στην Περσίδα, πέθανε από αρρώστια (164). Ύστερα από τη σθεναρή αντίσταση των ορθόδοξων Ιουδαίων το διάταγμά του για την απαγόρευση των ιουδαϊκών θεσμών ανακλήθηκε από το διάδοχό του Αντίοχο Ε΄ και ο ναός της Ιερουσαλήμ έγινε και πάλι κέντρο της ιουδαϊκής θρησκείας.
Παρά τις αποτυχίες του στους κύριους στόχους του, ο Αντίοχος Δ΄ ήταν αναμφίβολα ένας ικανός και δραστήριος ηγεμόνας. Μανιώδης θαυμαστής του ελληνικού πολιτισμού ίδρυσε για τη διάδοσή του πολυάριθμες πόλεις, ακόμη και σε κέντρα παλαιών πολιτισμών, όπως στη Βαβυλώνα. Ενώ η πολιτική του προς τους Ιουδαίους απέτυχε, εξαιτίας του φανατισμού που έδειξε ο ίδιος, η κατάκτηση της Αιγύπτου ματαιώθηκε από τη μεταβολή των εξωτερικών συνθηκών, δηλαδή την πλήρη επικράτηση της Ρώμης στον ελληνικό χώρο μετά τη μάχη της Πύδνας. Ενώ ακόμη ζούσε λατρευόταν ως θεός «Επιφανής» (δηλ. θεός που αποκαλύπτεται) και «Νικηφόρος». Αντίθετα, από τους εχθρούς του, και ιδιαίτερα τους Ιουδαίους που τον μισούσαν περισσότερο, πλάστηκαν διάφορα δυσφημιστικά σχόλια γύρω από τη ζωή και το θάνατό του και επονομάστηκε «Επιμανής».

Το ποίημα

Ιστορικοφανές ποίημα. Τόσον ο Τέμεθος του Καβάφη, όσο και ο Εμονίδης του Τεμέθου είναι εξίσου φανταστικά πρόσωπα. [Γ. Π. Σαββίδης]

Στίχοι του νέου Τεμέθου   του ερωτοπαθούς.
Με τίτλον «Ο Εμονίδης»—   του Aντιόχου Επιφανούς
ο προσφιλής εταίρος∙   ένας περικαλλής
νέος εκ Σαμοσάτων. 

Το ποίημα του Καβάφη λειτουργεί ως σχόλιο για το ποίημα του φανταστικού ποιητή Τεμέθου, που παρουσιάζεται ως ερωτοπαθής, ως άτομο δηλαδή που ερωτεύεται πολύ εύκολα. Το ποίημα του Τεμέθου έχει τίτλο «Ο Εμονίδης» και είναι αφιερωμένο στον αγαπημένο φίλο του βασιλιά της Συρίας Αντιόχου Δ΄ του Επιφανούς (δείτε: «Προς τον Aντίοχον Eπιφανή»)∙ σ’ έναν νέο εξαιρετικής ομορφιάς από τα Σαμόσατα, την πρωτεύουσα, δηλαδή, της Κομμαγηνής, τον οποίο τοποθετεί στην αυλή του βασιλιά -πιθανώς- η ποιητική φαντασία του Καβάφη.  
Ο Τέμεθος, όπως μας διευκρινίζει ο τίτλος που δίνει ο Καβάφης στο ποίημά του, είναι από την Αντιόχεια και τοποθετείται χρονικά στο 400 μ.Χ., χρονολογία με ιδιαίτερη σημασία στην ποίηση του Καβάφη (δείτε: «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.X.)»), αφού σηματοδοτεί την περίοδο εκείνη κατά την οποία έχει επικρατήσει πια πλήρως ο χριστιανισμός κι έχει αλλάξει δραστικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι καίρια -για την ποίηση του Καβάφη- ζητήματα, όπως είναι ο έρωτας. Έτσι, το πάθος για την ομορφιά ενός ωραίου νέου, που λίγους αιώνες πριν αποτελούσε κάτι το συνηθισμένο, αρχίζει σταδιακά να αντιμετωπίζεται ως κάτι το ανήθικο∙ ως αμαρτία. Ο Καβάφης, λοιπόν, τείνει να τοποθετεί πολλά από τα ποιήματά του είτε στη μεταβατική εκείνη περίοδο είτε πολύ νωρίτερα, υπενθυμίζοντας την εποχή κατά την οποία ο θαυμασμός για το σωματικό κάλλος ενός νέου δεν συνιστούσε παρέκκλιση από τις ηθικές αρχές και δεν ήταν κάτι το κατακριτέο.

Μα αν έγιναν οι στίχοι
θερμοί, συγκινημένοι   είναι που ο Εμονίδης
(από την παλαιάν   εκείνην εποχή∙
το εκατόν τριάντα επτά   της βασιλείας Ελλήνων!—
ίσως και λίγο πριν)   στο ποίημα ετέθη
ως όνομα ψιλόν∙   ευάρμοστον εν τούτοις.

Ο Καβάφης προσεγγίζει εδώ μια ενδιαφέρουσα πτυχή της ποιητικής τέχνης, καθώς μας αποκαλύπτει πως συχνά ό,τι τίθεται ως θέμα και ως κεντρικό πρόσωπο ενός ποιήματος, δεν είναι παρά ένα «άλλοθι», προκειμένου ο δημιουργός να εκφράσει κατά τρόπο συγκαλυμμένο πολύ πιο προσωπικά του βιώματα και συναισθήματα. Έτσι και στο ποίημα του Τεμέθου, ο Εμονίδης δεν είναι παρά ένα όνομα «ψιλόν», ένα όνομα χωρίς πραγματική υπόσταση, αφού ο δημιουργός δεν έχει καθόλου εκείνον κατά νου τη στιγμή που συνθέτει τους στίχους του. Η συγκίνηση και η ερωτική θερμότητα που διατρέχει τη σύνθεση του Τεμέθου, διόλου δεν πηγάζει από τον Εμονίδη. Θα ήταν, άλλωστε, δύσκολο για τον Τέμεθο που ζει αιώνες μετά τον Εμονίδη να γράψει γι’ αυτόν ένα ποίημα που να μεταδίδει ένα πραγματικό συναίσθημα και μια γνήσια συγκίνηση.
Ο Εμονίδης ζούσε το 175 π.Χ., στην αυλή του Αντιόχου Δ΄, όταν η ερωτική συνύπαρξη μ’ έναν νέο άνδρα αποτελούσε προσφιλή συνήθεια πολλών ηγεμόνων, ενώ ο Τέμεθος τοποθετείται από τον Καβάφη στα 400 μ.Χ., όταν πια οι ηθικές αξίες έχουν αλλάξει δραστικά και κάποια ζητήματα δεν θίγονται -ούτε βιώνονται- με την ευκολία του παρελθόντος. Ο Εμονίδης, λοιπόν, είναι το άλλοθι του Τεμέθου, για να μπορέσει να γράψει για ένα πρόσωπο που σημαίνει πολύ περισσότερα για τον ίδιο∙ ένα άλλοθι, εντούτοις, που όπως σχολιάζει ο ποιητής με τη φωνή των φίλων του Τεμέθου, είναι ιδιαίτερα «ευάρμοστον», ιδιαίτερα ταιριαστό, αφού οι στίχοι του ποιητή έχουν ως στόχο να επαινέσουν και να τιμήσουν την ομορφιά ενός ωραίου νέου. 

Το εκατόν τριάντα επτά της βασιλείας των Ελλήνων: ήτοι το 175 π.Χ. υπολογιζόμενο με αφετηρία το 312, δηλαδή όταν επέστρεψε στη Βαβυλώνα, τελευταία πρωτεύουσα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο πρώτος Σελευκίδης, Σέλευκος Α΄ Νικάτωρ. Πβ. Μακ. Ι. 10: «Και εξήλθεν εξ αυτών ρίζα αμαρτωλός, Αντίοχος Επιφανής […] και εβασίλευσεν εν έτει εκατοστώ και τριακοστώ και εβδόμω βασιλείας Ελλήνων» (περ. Αλεξανδρινή Τέχνη, Α΄, 1927).

Μια αγάπη του Τεμέθου   το ποίημα εκφράζει,
ωραίαν κι αξίαν αυτού.   Εμείς οι μυημένοι
οι φίλοι του οι στενοί∙    εμείς οι μυημένοι
γνωρίζουμε για ποιόνα   εγράφησαν οι στίχοι.
Οι ανίδεοι Aντιοχείς   διαβάζουν, Εμονίδην.

Στην πραγματικότητα ο Τέμεθος γράφει τους ερωτικούς του στίχους για μια ωραία και άξια αγάπη του∙ για έναν νέο που αγαπά εκείνη την περίοδο. Πληροφορία, ωστόσο, που είναι γνωστή μόνο στους φίλους του που είναι μυημένοι στο έργο και στα μυστικά του. Έτσι, τη στιγμή που οι λίγοι μυημένοι φίλοι διαβάζουν τους στίχους και γνωρίζουν ακριβώς για ποιον έχουν γραφτεί, οι ανίδεοι Αντιοχείς, οι μη πληροφορημένοι Αντιοχείς, νομίζουν πως το ποίημα είναι αφιερωμένο στον Εμονίδη.
Η θέληση του Τεμέθου να αποκρύψει την πραγματική ταυτότητα του νέου που ενέπνευσε τους στίχους του, είναι προφανώς μια τακτική που ακολουθείται συχνά στο χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Είναι, άλλωστε, λογικό να μη θέλουν οι ποιητές και οι δημιουργοί εν γένει να φανερώνουν πάντοτε το πρόσωπο που αποτέλεσε την έμπνευσή τους. Οι λόγοι γι’ αυτό προφανώς ποικίλουν από περίπτωση σε περίπτωση, αλλά φέρνουν κατά νου τον ίδιο τον Καβάφη, ο οποίος ακόμη και στα ιδιόγραφα προσωπικά του σημειώματα δεν κατέγραφε ποτέ τα ονόματα εκείνων που μονοπωλούσαν κατά καιρούς το ενδιαφέρον του, και περιοριζόταν κάποτε μόνο στο να σημειώνει τα αρχικά γράμματα του ονόματός τους.
Το ποιητικό άλλοθι έχει μεγάλη αξία, εφόσον διευρύνει τα όρια της ελευθερίας του δημιουργού και του επιτρέπει να αξιοποιήσει κατά τρόπο γόνιμο τα συναισθήματα που βιώνει, χωρίς να ανησυχεί πως θα εκτεθεί είτε στο πρόσωπο που έχει ελκύσει το ενδιαφέρον του είτε στους υπόλοιπους ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Χάρη, λοιπόν, σ’ αυτή τη διαδικασία υποκατάστασης που καθιστά εφικτή τη συγκάλυψη, ο δημιουργός είναι απολύτως ελεύθερος να εκφράσει όλο τον πλούτο των συναισθημάτων που έχουν ξυπνήσει στην ψυχή του ο έρωτας, η ερωτική επιθυμία ή και η αγάπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου