Marcantonio Franceschini
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Η Κηδεία του Σαρπηδόνος»
Bαρυάν οδύνην έχει ο Zευς. Tον Σαρπηδόνα
εσκότωσεν ο Πάτροκλος· και τώρα ορμούν
ο Mενοιτιάδης κ’ οι Aχαιοί το σώμα
ν’ αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.
Αλλά ο Zευς διόλου δεν στέργει αυτά.
Το αγαπημένο του παιδί ― που το άφισε
και χάθηκεν· ο Νόμος ήταν έτσι ―
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.
Και στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στην
πεδιάδα
ερμηνευμένο πώς το σώμα να νοιασθεί.
Του ήρωος τον νεκρό μ’ ευλάβεια και με
λύπη
σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον
ποταμό.
Τον πλένει από τες σκόνες κι απ’ τ’
αίματα·
κλείει την πληγή του, μη αφίνοντας
κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας
τ’ αρώματα χύνει επάνω του· και με
λαμπρά
Ολύμπια φορέματα τον ντύνει.
Το δέρμα του ασπρίζει· και με
μαργαριταρένιο
χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.
Τα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.
Τώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς
αρματηλάτης ―
στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα
εικοσιέξι ―
αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,
μ’ άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,
σε ξακουστόν αγώνα το βραβείον.
Έτσι σαν που τελείωσεν ο Φοίβος
την εντολή του, κάλεσε τους δυο
αδελφούς
τον Ύπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς
τους
να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο
τόπο.
Και κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την
Λυκία
τούτοι οδοιπόρησαν οι δυο αδελφοί
Ύπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφθασαν
στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού
παρέδοσαν το δοξασμένο σώμα,
και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες
και δουλειές.
Κι ως τόλαβαν αυτού, στο σπίτι,
αρχίνησε
με συνοδείες, και τιμές, και θρήνους,
και μ’ άφθονες σπονδές από ιερούς
κρατήρας,
και μ’ όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή·
κ’ έπειτα έμπειροι της πολιτείας
εργάται,
και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας
ήλθανε κ’ έκαμαν το μνήμα και την
στήλη.
[1908]
Σαρπηδόνας: γιος του Δία και της κόρης του
Βελλεροφόντη Λαοδάμειας ή Δηιδάμειας. Ήταν βασιλιάς των Λυκίων, επικεφαλής των
οποίων πήρε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, στο πλευρό του Πριάμου. Κατά τη διάρκεια
της επίθεσής του στο στρατόπεδο των Αχαιών σκοτώθηκε από τον Πάτροκλο. Ο Δίας
θρήνησε το χαμό του και φρόντισε για τη μεταφορά του στη Λυκία, όπου τάφηκε με
τιμές.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης συνομιλεί σε
αυτό το ποίημα με την Ιλιάδα του Ομήρου απ’ όπου αντλεί το αναγκαίο υλικό για
να δημιουργήσει τη δική του σύνθεση. Το γεγονός ότι ακόμη και ο πατέρας των
Θεών αναγκάζεται να υπακούσει στο Νόμο και να δεχτεί το θάνατο του γιου του,
όπως και η μέριμνα που γίνεται για τον ευπρεπισμό του άψυχου πια σώματος από
τον Απόλλωνα, ώστε να αποδοθούν οι δέουσες τιμές στον νεκρό νέο βρίσκονται στο
επίκεντρο του καβαφικού ποιήματος.
Ο Καβάφης διατηρεί από το ομηρικό
κείμενο μόνο εκείνα τα στοιχεία που του επιτρέπουν να εστιάσει στο ειλικρινές
ενδιαφέρον του και Δία και στις πλείστες φροντίδες του Απόλλωνα. Αφαιρεί, έτσι,
όλα εκείνα τα στοιχεία βίας που κυριαρχούν στη διήγηση του Ομήρου και συνθέτει
κατ’ αυτό τον τρόπο ένα ποίημα στο οποίο τον πρώτο λόγο έχει η αγάπη και η
μέριμνα για τον χαμένο νέο.
Bαρυάν οδύνην έχει ο Zευς. Tον
Σαρπηδόνα
εσκότωσεν ο Πάτροκλος∙ και τώρα ορμούν
ο Mενοιτιάδης κ’ οι Aχαιοί το σώμα
ν’ αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.
Ο Καβάφης ξεκινά την ποιητική του
αφήγηση από τη στιγμή που ο Σαρπηδόνας έχει πια σκοτωθεί από τον Πάτροκλο,
επιλέγοντας να μην ενσωματώσει τις προγενέστερες σκέψεις του Δία να σώσει το
γιο του, όπως και την παρέμβαση της Ήρας που τον απέτρεψε τελικά από μια τέτοια
κίνηση.
Όλα ξεκινούν, λοιπόν, με τη βαριά οδύνη
του Δία για το θάνατο του γιου του∙ οδύνη που αποκτά ευρύτερες διαστάσεις, αν
ληφθεί υπόψη πως ο Δίας, ως θεός, είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει εκ των
προτέρων αυτή την εξέλιξη, κι ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα να σώσει, έστω
και την τελευταία στιγμή, τη ζωή του αγαπημένου του γιου. Η οδύνη του Δία έχει
ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα, επομένως, αφού ο πανίσχυρος θεός αναγκάστηκε να
παραιτηθεί του δικαιώματός να παρέμβει υπέρ του γιου του.
Ο Δίας, μάλιστα, έχει ένα ακόμη δεινό
ζήτημα να αντιμετωπίσει, διότι ο Πάτροκλος και οι Αχαιοί θέλουν τώρα ν’
αρπάξουν το σώμα του Σαρπηδόνα και να το εξευτελίσουν∙ προοπτική ιδιαίτερα
ατιμωτική, που υποδηλώνει πλήρη απουσία σεβασμού απέναντι στο νεκρό νέο. Ο
Πάτροκλος από τη μεριά του επιδιώκει να εκφράσει την περιφρόνησή του για το
αντίπαλο στρατόπεδο και να ολοκληρώσει το θρίαμβό του με μια τακτική που
εξέφραζε σκληρότητα, μα ήταν μέρος της πολεμικής αναμέτρησης. Ο στρατός που
είχε χάσει κάθε φορά έναν από τους εξέχοντες ήρωές του όφειλε να αγωνιστεί για
να προστατεύσει και να διεκδικήσει το σώμα του νεκρού. Αν αποτύγχανε, έδινε την
ευκαιρία στους εχθρούς να σημειώσουν μια ακόμη -ίσως και σημαντικότερη- νίκη,
αφού είχαν τη δυνατότητα να κακοποιήσουν με όποιο τρόπο ήθελαν το σώμα του
νεκρού∙ ακόμη και να το διαμελίσουν.
Αλλά ο Zευς διόλου δεν στέργει αυτά.
Το αγαπημένο του παιδί ― που το άφισε
και χάθηκεν∙ ο Νόμος ήταν έτσι ―
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.
Και στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στην
πεδιάδα
ερμηνευμένο πώς το σώμα να νοιασθεί.
Στην περίπτωση πάντως του Σαρπηδόνα δεν
θα απαιτηθεί από τους Τρώες να υπερασπιστούν στο νεκρό του σώμα, εφόσον ο Δίας
δεν έχει καμία απολύτως πρόθεση να επιτρέψει στους Αχαιούς να το λάβουν στα
χέρια τους. Μπορεί ο Δίας να υποτάχθηκε στην απαίτηση του Νόμου -ή της μοίρας,
όπως εναλλακτικά διατυπώνεται στην παλαιότερη αποκηρυγμένη εκδοχή του
ποιήματος-, και να άφησε το αγαπημένο του παιδί να χαθεί, αλλά δεν πρόκειται να
μείνει άλλο αμέτοχος. Πρόθεσή του είναι να τιμηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο
το σώμα του νεκρού του παιδιού, αποδίδοντάς του όλες τις πρέπουσες τιμές σε
ό,τι αφορά τη φροντίδα για την ταφή του. Ευθύνη που ανατίθεται από τον Δία στον
Απόλλωνα.
Ας προσεχθεί ότι ακόμη και ο Δίας
-ακόμη και ο πατέρας των θεών- οφείλει να σεβαστεί το Νόμο (ή τη μοίρα) που
θέλει τους ανθρώπους να πεθαίνουν την ορισμένη κάθε φορά στιγμή. Ο Δίας θα
ήθελε να προσφέρει στο γιο του το «δώρο» μιας μακρόχρονης ζωής, αλλά δεν μπορεί
να παρέμβει σε ό,τι έχει ήδη καθοριστεί από το Νόμο. Υπομένει, έτσι, κι αυτός,
όπως θα έκανε κάθε θνητός πατέρας στη θέση του, τον αμείλικτο πόνο που
προκύπτει από την απώλεια ενός παιδιού σε νεαρή ηλικία.
Του ήρωος τον νεκρό μ’ ευλάβεια και με
λύπη
σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον
ποταμό.
Τον πλένει από τες σκόνες κι απ’ τ’
αίματα∙
κλείει την πληγή του, μη αφίνοντας
κανένα ίχνος να φανεί∙ της αμβροσίας
τ’ αρώματα χύνει επάνω του∙ και με λαμπρά
Ολύμπια φορέματα τον ντύνει.
Το δέρμα του ασπρίζει∙ και με
μαργαριταρένιο
χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.
Τα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.
Ο Απόλλωνας παρεμβαίνει στη σκληρή μάχη
που γίνεται γύρω από το σώμα του νεκρού ήρωα -μάχη που μας την περιγράφει ο
Όμηρος, όχι όμως κι ο Καβάφης- και το σηκώνει με ευλάβεια και λύπη, και το
μεταφέρει στον ποταμό. Η θλίψη του θεού είναι εύλογη, εφόσον ο Σαρπηδόνας ήταν
πολύ νέος και θα περίμενε κανείς πως θα του δινόταν η δυνατότητα να ζήσει
αρκετά χρόνια ακόμη.
Ο Απόλλωνας πλένει το σώμα του νεκρού
από τις σκόνες και τα αίματα, κλείνει την πληγή του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να
μη φαίνεται πια ούτε το ελάχιστο ίχνος αυτής και χύνει τα αρώματα της αμβροσίας
πάνω του. Με ιδιαίτερη φροντίδα και προσοχή ο θεός μεριμνά για καθετί
προκειμένου να αναδειχθεί για μια ύστατη φορά όλη η απαράμιλλη ομορφιά του
νεκρού νέου. Τον ντύνει, έτσι, με λαμπρά Ολύμπια ρούχα, που καθιστούν πρόδηλή
τη θεϊκή καταγωγή του∙ ασπρίζει το δέρμα του, που είχε καταπονηθεί από τα
συνεχή χτυπήματα στη μάχη και μ’ ένα μαργαριταρένιο χτένι χτενίζει τα κατάμαυρα
μαλλιά του. Τέλος δίνει στα ωραία μέλη του νεκρού Σαρπηδόνα το κατάλληλο σχήμα
και πλαγιάζει το σώμα του, ώστε να έχει την αρμόζουσα θέση και στάση.
Η λεπτομερής φροντίδα του Απόλλωνα, που
φανερώνει μεγάλο σεβασμό απέναντι στο νεκρό, είναι αναγκαία προκειμένου να του
αποδοθούν οι αρμόζουσες τιμές. Παραπέμπει -τηρουμένων των αναλογιών πάντοτε-
στην ανάλογη περιποίηση που γίνεται ακόμη και σήμερα στο σώμα των νεκρών, ώστε
να λάβουν μια ευπαρουσίαστη εικόνα για τον ενταφιασμό τους∙ περιποίηση που
υποδηλώνει πως -όπως και τότε- οι άνθρωποι συνεχίζουν να θεωρούν απαραίτητο να
οδηγηθεί ο νεκρός στην τελευταία του κατοικία έχοντας την καλύτερη δυνατή
εξωτερική εικόνα. Δεν πρόκειται, βέβαια, για ένδειξη ματαιοδοξίας -δεν υπάρχουν
πια περιθώρια για κάτι τέτοιο∙ πρόκειται για εκδήλωση σεβασμού και αγάπης
απέναντι στο νεκρό. Χάρη σ’ αυτή τη φροντίδα οι συγγενείς και οι φίλοι έχουν τη
δυνατότητα να διατηρήσουν στη μνήμη τους, ως τελευταία εικόνα του αγαπημένου
προσώπου, τη φροντισμένη εμφάνισή του.
Στην περίπτωση, μάλιστα, του Σαρπηδόνα
η παρέμβαση του Απόλλωνα έχει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, εφόσον έρχεται και
πάλι στην επιφάνεια, εντελώς αλώβητη, όλη η ομορφιά και η λαμπρότητα του
χαμένου νέου.
Τώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς
αρματηλάτης ―
στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα
εικοσιέξι ―
αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,
μ’ άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,
σε ξακουστόν αγώνα το βραβείον.
Παρά το γεγονός ότι ο Καβάφης αντλεί
υλικό από την Ιλιάδα, δεν αντιγράφει εντούτοις το ομηρικό κείμενο. Συνθέτει επί
της ουσίας ένα αυτόνομο δικό του ποίημα, με τη δική του προσωπική ποιητική
σφραγίδα. Ενδεικτική ως προς αυτό η παρομοίωση των στίχων αυτών.
Ο Σαρπηδόνας, μετά τις περιποιήσεις που
δέχτηκε από τον Απόλλωνα, μοιάζει πλέον με βασιλιά αρματηλάτη, με βασιλιά
ηνίοχο, ο οποίος με όλο το κάλλος των είκοσι πέντε – είκοσι έξι ετών του
ξεκουράζεται, έχοντας μόλις κερδίσει με το άρμα του και τα ταχύτατα άλογά του
το βραβείο σε ξακουστό αγώνα. Η μορφή του εκπέμπει όλη την ομορφιά, όλο το
δυναμισμό κι όλη την αυτοπεποίθηση ενός νέου που έχει μόλις στεφθεί με το πρώτο
βραβείο σ’ ένα δύσκολο και ξακουστό αγώνα.
Έξοχη η παρομοίωση του Καβάφη -και πολύ
κοντά στο ομηρικό πρότυπο-, κατορθώνει να δημιουργήσει στη σκέψη του αναγνώστη
μια εικόνα νεανικής ομορφιάς και σωματικής ρώμης.
Έτσι σαν που τελείωσεν ο Φοίβος
την εντολή του, κάλεσε τους δυο
αδελφούς
τον Ύπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς
τους
να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο
τόπο.
Ο Απόλλωνας εκπληρώνει με τον καλύτερο
τρόπο την επιθυμία του Δία, κι αμέσως μετά παραδίδει το όμορφο σώμα του νεκρού
στα δυο αδέρφια, τον Ύπνο και το Θάνατο, προκειμένου να συνεχίσουν και να
ολοκληρώσουν εκείνοι το θέλημα του Δία. Η δική τους αποστολή είναι να
μεταφέρουν το σώμα του Σαρπηδόνα στον πλούσιο τόπο καταγωγής του∙ στη Λυκία.
Και κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την
Λυκία
τούτοι οδοιπόρησαν οι δυο αδελφοί
Ύπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφθασαν
στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού
παρέδοσαν το δοξασμένο σώμα,
και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες
και δουλειές.
Ο Ύπνος και ο Θάνατος ξεκινούν με
προορισμό τη Λυκία, στο νοτιοδυτικό άκρο της Μικράς Ασίας, και ακολουθούν τη
διαδρομή τους οδοιπορώντας, κι όχι με περιττή βιασύνη, αφού η δική τους αποστολή
είναι να μεταφερθεί το σώμα του νεκρού με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια, ώστε
να μην αλλοιωθεί ούτε κατ’ ελάχιστο η φροντισμένη μορφή του.
Ο ποιητής δεν διευκρινίζει πόσο
διήρκησε η διαδρομή της μεταφοράς, βεβαιώνει εντούτοις για την επιτυχή
εκπλήρωσή της. Τα δύο θεϊκά αδέρφια φτάνουν στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού
και παραδίδουν το δοξασμένο σώμα του Σαρπηδόνα στους γονείς του, έχοντας
επιτελέσει στο ακέραιο την εντολή που έλαβαν από τον Απόλλωνα. Κι είναι πια
ελεύθεροι να επιστρέψουν στις άλλες φροντίδες και δουλειές τους, που ακολουθούν
το δικό τους αδιάλειπτο ρυθμό.
Κι ως τόλαβαν αυτού, στο σπίτι,
αρχίνησε
με συνοδείες, και τιμές, και θρήνους,
και μ’ άφθονες σπονδές από ιερούς
κρατήρας,
και μ’ όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή·
κ’ έπειτα έμπειροι της πολιτείας
εργάται,
και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας
ήλθανε κ’ έκαμαν το μνήμα και την
στήλη.
Η καταληκτική στροφή του ποιήματος
παρουσιάζει την ολοκλήρωση της δέουσας διαδικασίας που ακολουθείται μέχρι τον
ενταφιασμό του νεκρού. Καίριο στοιχείο της οποίας είναι ο θρήνος από τους άμεσους
συγγενείς στο σπίτι του θανόντος. Ο θρήνος πραγματοποιείται με όλες τις αναγκαίες
τιμές, καθώς και με άφθονες σπονδές προς τους θεούς με νερωμένο κρασί από
ιερούς κρατήρες (αγγεία)∙ γίνεται εμφανής εδώ η βασιλική καταγωγή του νεκρού,
εφόσον καθετί που σχετίζεται με τον ενταφιασμό του έχει όλη τη μεγαλοπρέπεια
και την πολυτέλεια που αρμόζει στη θέση του.
Οι συγγενείς του φροντίζουν για όλα τα
πρέποντα, ώστε η «θλιβερή» ταφή να έχει την κατάλληλη για την ηλικία και την
κοινωνική θέση του νεκρού τιμητική λαμπρότητα. Ενώ, τέλος, ο αποχαιρετισμός και
η τίμηση του νεκρού περατώνεται με τον ερχομό των πλέον φημισμένων τεχνιτών, οι
οποίοι φτιάχνουν το μνήμα και την επιτύμβια στήλη.
Το ποίημα, το οποίο στην πρώτη του
γραφή -πιθανώς 1892- αποτελούσε το πρώτο ομηρογενές ποίημα του Καβάφη, ήταν
συνάμα κι ο πρώτος «Τάφος» που συνθέτει ο ποιητής. Ο Καβάφης θα ασχοληθεί
αρκετές φορές στην πορεία με επιτύμβια ποιήματα∙ με «Τάφους», που θα έχουν στο
επίκεντρό τους, μεταξύ άλλων, την ιδιαίτερη σημασία που έχει το να διαφυλαχθεί
κατά τρόπο αρμόζοντα η ορθή εικόνα του νεκρού. Εδώ, στην πρώτη ανάλογη σύνθεση,
ο ποιητής θα παρακολουθήσει λεπτομερώς κάθε βήμα μέχρι τον ενταφιασμό,
ξεκινώντας από την προσεκτική φροντίδα του σώματος του νεκρού, ώστε να
αφανιστούν τα φρικτά σημάδια του φονικού τραυματισμού που είχαν αλλοιώσει την
άψογη ομορφιά του νεκρού νέου.
Ιλιάδα,
Ραψωδία Π
[Στίχοι
426-461]
Μόλις τον είδε ο Πάτροκλος, πήδηξε απ’ τ’
αμάξι.
Όπως δυο γαντζομύτηδες, νυχοπόδαροι
γύπες
πάνω σε βράχο ορθόστητο στριγγιάζοντας
παλεύουν,
έτσι φωνάζοντας αυτοί ορμήσαν αμοιβαία.
Τους είδε κι ευσπλαχνίστηκε τους δυο
τους τότε ο Δίας
και είπε στη γυναίκα του και αδερφή του
Ήρα:
«Ο πιο αγαπημένος μου, αλί, ο
Σαρπηδόνας
να δαμαστεί είναι γραφτό απ’ τον
Πάτροκλο τώρα.
Στα δυο μου κόβεται η καρδιά, καθώς το
συλλογιέμαι:
να τον αρπάξω όσο ζει απ’ τη φριχτή τη
μάχη
και να τον πάω στων Λυκιωτών τα πλούσια
τα μέρη
ή ν’ αφήσω ο Πάτροκλος να πάρει τη ζωή
του;»
Η Ήρα η βοϊδόματη του είπε η αφέντρα:
«Του Κρόνου γιε τρομαχτικέ, τι είναι
αυτό που είπες;
Άντρα θνητό που από παλιά χαμό του
δίνει η μοίρα
απ’ άσχημο θέλεις θάνατο τώρα να τον
γλιτώσεις;
Κάμε το∙ μα δε στέργουμε όλοι οι θεοί
οι άλλοι.
Και κάτι άλλο θα σου πω και βάλε το στο
νου σου:
Στη γη του αν στείλεις ζωντανό το
Σαρπηδόνα τώρα,
σκέψου μήπως αργότερα κι άλλος θεός
θελήσει
γιο του ακριβό απ’ τη φριχτή τη μάχη να
γλιτώσει∙
γιατί παιδιά αθάνατων μπρος στη μεγάλη
πόλη
του Πρίαμου συγκρούονται∙ αυτούς θα
τους οργίσεις.
Μα αν σου είναι αγαπητός και σκίζεται η
καρδιά σου,
στην άγρια μάχη να χαθεί εκείνον άφησέ
τον
απ’ τα χέρια του Πάτροκλου, του τέκνου
του Μενοίτιου∙
κι όταν τον βρει ο θάνατος και τη ζωή
του χάσει,
στείλε τότε το Θάνατο και το γλυκό τον
Ύπνο
να τον παν στην απλόχωρη των Λυκιωτών
τη χώρα∙
μνήμα θα κάνουν κει γι’ αυτόν οι φίλοι
του και δικοί του
και θα του στήσουν στήλη μια, τιμή για
σκοτωμένους.»
Είπε∙ και δεν παράκουσε θεών-θνητών ο
κύρης∙
κι αμέσως έριξε στη γη ψιχάλες
ματωμένες
το γιο τιμώντας που ήταν στην καρπερή
την Τροία
να χαθεί απ’ τον Πάτροκλο, μακριά απ’
την πατρίδα.
[Στίχοι
633-651]
Όπως θόρυβος δυνατός βγαίνει από
ξυλοκόπους
μες σε φαράγγι ενός βουνού και από
μακριά φτάνει,
έτσι από την πλατιά γη ο γδούπος
σηκωνόταν
απ’ το χαλκό και τις γερές βοϊδόπετσες
ασπίδες,
καθώς χτυπιόνταν με σπαθιά, με δίστομα
κοντάρια.
Κι ούτε θα τον αναγνώριζε κανείς το
Σαρπηδόνα,
ακόμη κι αν τον ήξερε∙ κοντάρια, αίμα,
σκόνη
απ’ την κορφή τον σκέπαζαν ως τ’
ακροπόδαρά του.
Και όλο γύρω απ’ το νεκρό μαζεύονταν
σαν μύγες
σε μάντρα ζουζουνιών γύρω σε
γαλατοκαρδάρες
την άνοιξη, όταν στ’ αγγεία το γάλα
ξεχειλίζει∙
έτσι γύρω απ’ το νεκρό μαζεύονταν∙ κι ο
Δίας
τα μάτια του τ’ αστραφτερά δε σήκωνε
απ’ τη μάχη,
μα όλο κοίταζε αυτούς και μέσα του
σκεφτόταν
για το χαμό του Πάτροκλου πολλά κι
αναρωτιόταν
να τον σκοτώσει ο Έκτορας μέσα στην
άγρια μάχη
εκεί επάνω στο κορμί του άξιου
Σαρπηδόνα
με κοντάρι, τα όπλα του να πάρει από
τους ώμους
ή ακόμη σε πιο πολλούς τον παιδεμό να
δώσει.
[Στίχοι
663-683]
Απ’ τους ώμους άρπαξαν τότε του
Σαρπηδόνα
τα όπλα του τ’ αστραφτερά κι αυτά στα
γοργά πλοία
ο τρανός Πάτροκλος να παν έδωσε στους
συντρόφους.
Τότε στο Φοίβο μίλησε ο
νεφελοστοιβάχτης:
«Από τα βέλη, Απόλλωνα, το Σαρπηδόνα
βγάλε,
το μαυρισμένο αίμα του καλά καθάρισέ
του,
κουβάλησέ τον μακριά, μες σε ποτάμι
λουσ’ τον,
με αμβροσία άλειψ’ τον, ντύσε τον ρούχα
θεία∙
στους γοργούς ξεπροβοδιστές, στο
Θάνατο, στον Ύπνο,
τους δίδυμους, τον έδωσε, που γρήγορα
τον πήγαν
στην εύφορη περιοχή της απλωτής Λυκίας.
Ακολουθεί η πρώτη γραφή του ποιήματος,
που εντάσσεται στα Αποκηρυγμένα ποιήματα του Καβάφη.
Η
Κηδεία του Σαρπηδόνος
Είν’ η καρδία του Διός πλήρης οδύνης.
Ο Πάτροκλος εφόνευσε τον Σαρπηδόνα.
Βουλήν της μοίρας εσεβάσθη ο Θεός.
Aλλ’ ο πατήρ θρηνεί την δυστυχίαν του.
Του Μενοιτίου ο υιός ανίκητος,
οι Aχαιοί ως λέοντες βρυχώμενοι,
ζητούσι τον νεκρόν ν’ αρπάξουν, και
βοράν
εις κόρακας κ’ εις κύνας να τον
ρίψωσιν.
Aλλά ο Ζευς δεν στέργει την ταπείνωσιν.
Του προσφιλούς και τιμημένου του υιού
το σώμα δεν θ’ αφίση να υβρίσωσιν.
Ιδού από το άρμα του κατέρχεται
επί της γης ο Φοίβος, δία εντολή.
Του Σαρπηδόνος τον νεκρόν αι θεϊκαί
χείρες του σώζουσι, και εις τον ποταμόν
τον φέρουσι και ευλαβώς τον νίπτουσι.
Πλύνετ’ η κόνις και το αίμα το πηκτόν,
και του δικαίου του ανδρείου ήρωος
η φυσιογνωμία αναφαίνεται.
Της αμβροσίας χύνει τα αρώματα
επί του πτώματος ο Φοίβος δαψιλώς
και το περικαλύπτει με Ολύμπια,
αθάνατα φορέματα. Του στήθους του
κλείει την χαίνουσαν πληγήν.
Σχηματισμόν
ήρεμον κ’ εύχαριν δίδ’ εις τα μέλη του.
Το δέρμα του λαμπρύνεται. Κτεις φωτερά
την κόμην του κτενίζει, κόμην άφθονον
και μέλαιναν, ην έτι δεν ητίμασε
λευκή της θριξ.
Ως νέος φαίνετ’ αθλητής
αναπαυόμενος — ως νέος εραστής
ονειρευόμενος χαράν και έρωτας
με κυανά πτερά και με ουράνια
τόξα — ως νέος και ευδαίμων σύζυγος,
εν πάσι του τοις συνηλίκοις τυχηρός,
καλήν κερδίσας νύμφην και ανάεδνον.
Την εντολήν του περατώσας ο Θεός,
τον Ύπνον και τον Θάνατον, τους
αδελφούς,
καλεί, και διατάττει εις την εκτενή
Λυκίαν να μεταφερθή ο Σαρπηδών.
Ως εν αγκάλαις πατρικαίς και τρυφεραίς
τον έλαβον ο Ύπνος και ο Θάνατος
με λύπην και αγάπην και με προσοχήν
μη του νεκρού προσώπου διαταραχθή
η σοβαρά γαλήνη, μη του ανδρικού
σώματος η μεγαλοπρέπεια βλαβή.
Οι Λύκιοι βαθέως προσεκύνησαν
της φοβεράς αναισθησίας τους Θεούς,
και τον καλόν των άνακτα παρέλαβον
νεκρόν το πνεύμα, αλλά την μορφήν
λαμπρόν,
ακμαίον, και ευώδη, και γαλήνιον.
Μνημείον τω ανήγειραν μαρμάρινον,
κ’ επί της βάσεώς του με αναγλυφάς
έμπειροι γλύπται εξιστόρησαν τας νίκας
του ήρωος και τας πολλάς του
εκστρατείας.
[1892]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου