Dustin McNeer
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Ομνύει»
Ομνύει κάθε τόσο ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή.
Αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα με τες δικές της συμβουλές,
με τους συμβιβασμούς της, και με τες υποσχέσεις της·
αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα με την δική της δύναμι
του σώματος που θέλει και ζητεί, στην
ίδια
μοιραία χαρά, χαμένος, ξαναπηαίνει.
Το σύντομο αυτό ποίημα του Κωνσταντίνου
Καβάφη αποδίδει το διχασμό και την εσωτερική συγκρουσιακή κατάσταση που βίωναν
και συνεχίζουν να βιώνουν ομοφυλόφιλοι άνδρες εξαιτίας της επίκρισης που
δέχεται από την κοινωνία ο τρόπος ζωής τους. Η επίγνωση πως λόγω των ερωτικών
τους προτιμήσεων ενδέχεται είτε να περιθωριοποιηθούν είτε να έρθουν αντιμέτωποι
με τον χλευασμό ή την απόρριψη από τους άλλους ανθρώπους, τους δημιουργεί έντονα
ενοχικά συναισθήματα και τους εξωθεί σε μια -μάταιη- πάλη με την ίδια τους τη
φύση.
Ο ποιητής επιλέγει να χρησιμοποιήσει το
γ΄ ενικό πρόσωπο για λόγους αποστασιοποίησης αποδίδοντας αυτή την αγωνιώδη
προσπάθεια αλλαγής σε κάποιο άλλο πρόσωπο, έστω κι αν μοιάζει πολύ πιθανό πως
πρόκειται για προσωπικές του σκέψεις και διλήμματα.
Ο όρκος που δίνει κάθε τόσο το κεντρικό
πρόσωπο του ποιήματος ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή, απηχεί όχι τόσο τη δική του θέση
σχετικά με το τι συνιστά μια «πιο καλή ζωή», όσο τις απόψεις της κοινωνίας
σχετικά με το πώς οφείλουν να ζουν οι άνθρωποι. Η επιθυμία του, άρα, να ζήσει
μια πιο καλή ζωή, φανερώνει την ανάγκη που αισθάνεται να γίνει αποδεκτός από
τους άλλους και να προσαρμοστεί σε ό,τι αποτελεί το κοινωνικώς αναμενόμενο. Ενώ,
ακόμη και το γεγονός ότι μπαίνει σ’ αυτή την επώδυνη και ψυχοφθόρα για τον ίδιο
διαδικασία να αισθάνεται άσχημα για τη ζωή του, αντανακλά τη συντριπτική πίεση
που ασκεί η κοινωνία σε όσους παρεκκλίνουν από το πρότυπο που η ίδια θεωρεί
αποδεκτό. Ό,τι διαφοροποιείται από την τρέχουσα ηθική∙ ό,τι θέτει σε δοκιμασία
την ανεκτικότητα και τη δυνατότητα των πολιτών να δείξουν σεβασμό στους
συνανθρώπους τους, αντιμετωπίζεται ως κάτι που πρέπει να αφανιστεί ή έστω να
μείνει κρυφό, προκειμένου να μη διαταράσσεται η εικόνα που πασχίζει η
συντηρητική κοινωνία να δημιουργήσει για τον εαυτό της.
Η προσπάθεια, εντούτοις, του κεντρικού
προσώπου να αλλάξει και να υιοθετήσει τρόπους που δεν συμβαδίζουν με τη φύση
του είναι εξορισμού καταδικασμένη. Έτσι, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας, που
προφανώς είναι απασχολημένος με τις πλείστες εργασιακές και άλλες υποχρεώσεις,
νιώθει πως μπορεί να αψηφήσει τις πραγματικές του επιθυμίες. Όταν, όμως, έρθει
η νύχτα με τις δικές της συμβουλές σχετικά με το τι είναι πραγματικά επιθυμητό∙
όταν έρθει η νύχτα με τους δικούς της συμβιβασμούς και τις δικές της
υποσχέσεις, ο όρκος που δόθηκε τίθεται σε μεγάλη δοκιμασία, διότι όσα υπόσχεται
η νύχτα είναι ακριβώς εκείνα που περισσότερο επιθυμεί το άτομο, είναι εκείνα
που ανταποκρίνονται πραγματικά στη φύση του.
Η νύχτα έρχεται με τη δική της δύναμη∙
με τη δύναμη που υπακούει στην ανάγκη του σώματος που θέλει κι επιθυμεί, έτσι
το κάλεσμά της, σε αντίθεση με τους έξωθεν επιβεβλημένους κανόνες της υποτιθέμενης
ηθικής, είναι ισχυρότατο και δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Ο ήρωας του
ποιήματος, επομένως, ακολουθώντας τις επιθυμίες του σώματός του, ξαναπηγαίνει,
χαμένος, στην ίδια μοιραία χαρά. Κι είναι σημαντικό να προσεχθεί το πώς
παρουσιάζει ο ποιητής το γεγονός ότι το πρόσωπο αυτό ενδίδει στις πραγματικές
του επιθυμίες, αφού χρησιμοποιεί φράσεις που αποδίδουν τη διατήρηση του
αισθήματος της ενοχής και της ψυχικής οδύνης που εξαναγκάζεται να βιώσει, μιας
και συνεχίζει να νιώθει πως κάνει κάτι το κατακριτέο. Ο ήρωας πηγαίνει σαν
«χαμένος», αφού δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του, κι η χαρά στην οποία
αφήνεται χαρακτηρίζεται «μοιραία», αφού είναι μια απόλαυση που στέκεται εμπόδιο
στην απόφασή του να προσαρμοστεί στα κοινωνικά πρότυπα και να γίνει όπως τον
θέλει η κοινωνία στην οποία ζει.
Από τη μία τίθενται οι κανόνες που
θέτει η κοινωνία και από την άλλη στέκουν οι πραγματικές επιθυμίες του
ανθρώπου∙ η ίδια του η φύση, η οποία όμως δεν γίνεται αποδεκτή από τους
συνανθρώπους του, που έχουν ταυτίσει αυτή την ερωτική έκφανση με την αμαρτία
και τον ηθικό ξεπεσμό. Κι ενώ είναι σαφές πως το ομοφυλόφιλο άτομο δεν μπορεί
να αλλάξει τη φύση του, όσο κι αν προσπαθήσει, όσο κι αν συνθλίψει τον εαυτό
του, η κοινωνία συνεχίζει να εθελοτυφλεί μπροστά σ’ αυτό το ζήτημα, απαιτώντας
πλήρη προσαρμογή στα δικά της πρότυπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου