Chris Rivera
Γιώργος
Σεφέρης «Επί σκηνής» [Δ΄]
Η θάλασσα∙ πώς έγινε έτσι η θάλασσα;
Άργησα χρόνια στα βουνά∙
με τύφλωσαν πυγολαμπίδες.
Τώρα σε τούτο τ’ ακρογιάλι περιμένω
ν’ αράξει ένας άνθρωπος
ένα υπόλειμμα, μια σχεδία.
Μα μπορεί να κακοφορμίσει η θάλασσα;
Ένα δελφίνι την έσκισε μια φορά
κι ακόμη μια φορά
η άκρη του φτερού ενός γλάρου.
Κι όμως ήταν γλυκό το κύμα
όπου έπεφτα παιδί και κολυμπούσα
κι ακόμη σαν ήμουν παλικάρι
καθώς έψαχνα σχήματα στα βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς,
μου μίλησε ο θαλασσινός Γέρος:
«Εγώ είμαι ο τόπος σου∙
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις».
(Τρία κρυφά ποιήματα, Τυπογραφείο
Γαλλικού Ινστιτούτου, 1966)
κακοφορμίζω: μολύνομαι, παθαίνω φλεγμονή από πύο.
Θαλασσινός
Γέρος: ο Πρωτέας, μυθικός
βασιλιάς, ο ομηρικός «Γέρος της θάλασσας» που μεταμορφωνόταν αδιάκοπα για να
αποφύγει να δώσει τις αλάθητες προφητείες του.
Ερωτήσεις
1. Στο
ποίημα παρατηρείται μια νοσταλγική αναπόληση της παιδικής ηλικίας και της
εφηβείας. Να εντοπίσετε τους
σχετικούς στίχους.
«Κι όμως ήταν γλυκό το κύμα
όπου έπεφτα παιδί και κολυμπούσα
κι ακόμη σαν ήμουν παλικάρι
καθώς έψαχνα σχήματα στα βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς...»
Η παρατήρηση της θάλασσας, που τώρα
μοιάζει να ασθενεί δοσμένη σε μια αφύσικη ακινησία, φέρνει στη σκέψη του ποιητή
ευδαιμονικές μνήμες από τα χρόνια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του, τότε
που η πραγματικότητα έμοιαζε ακόμη ικανή να προσφέρει χαρά και αρμονία. Όταν
ήταν παιδί -θυμάται ο ποιητής- το κύμα στο οποίο έπεφτε για να κολυμπήσει ήταν
γλυκό κι η θάλασσα έμοιαζε με χώρο ατέρμονης ευτυχίας. Μα κι αντιστοίχως, όταν
πια έγινε παλικάρι, όταν βρέθηκε στα χρόνια της εφηβείας, κι ένιωθε μέσα του
τον έρωτα της ποίησης να ξυπνά, στη θάλασσα πήγαινε για ν’ αναζητήσει βότσαλα
με όμορφα σχήματα, ικανά να του εμπνεύσουν ιδανικούς ρυθμούς.
2. Να
σχολιάσετε τους τέσσερις τελευταίους στίχους του ποιήματος.
μου μίλησε ο θαλασσινός Γέρος:
«Εγώ είμαι ο τόπος σου∙
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις».
Ο ποιητής τοποθετεί την απρόσμενη
συνάντησή του με τον θαλασσινό Γέρο, με τον Πρωτέα, στα χρόνια της πρώτης του
νεότητας, όταν ακόμη διέτρεχε το θαλασσινό τοπίο αναζητώντας την έμπνευση και
το υλικό για τη γένεση του ποιητικού του λόγου. Εκεί είναι που άκουσε τον
βαρυσήμαντο αυτό λόγο του αλάνθαστου προφήτη, πως «αυτός είναι ο τόπος του
ποιητή, που όσο κι αν φαίνεται ασήμαντος, φτωχικός και αδιαμόρφωτος ακόμη, έχει
μέσα του τη δυνατότητα να γίνει ακριβώς αυτό που εκείνος θέλει και αποζητά».
Τα λόγια αυτά ειπωμένα από τον σε
αδιάκοπη κατάσταση μεταμόρφωσης προφήτη αποκτούν ιδιαίτερο συμβολισμό, διότι
αποδίδουν έμμεσα παρόμοιες ιδιότητες στον ελληνικό χώρο και κατ’ επέκταση στην
Ελλάδα. Όπως, δηλαδή, η αεικίνητη θάλασσα, κι όπως ο σε συνεχή αλλαγή Πρωτέας,
έτσι κι η Ελλάδα, έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από κάθε κρίσιμη κατάσταση με
το να αναδιαμορφωθεί και να αποκτήσει νέες ποιότητες. Αν, λοιπόν, οι
συγκαιρινοί του βλέπουν με φόβο το πολιτικό κλίμα της εποχής τους και ανησυχούν
πως η Ελλάδα δεν μπορεί να ξεφύγει αλώβητη από μια κατάσταση που μοιάζει να την
έχει εγκλωβίσει πλήρως, ο ποιητής αισιοδοξεί πως η χώρα αυτή έχει κάθε ελπίδα
να γλιτώσει, αρκεί να καταφύγει σε μια διαδικασία πλήρους αναμόρφωσης.
Κι αν για κάποιους το οικονομικά και πολιτικά
ασήμαντο αυτής της μικρής χώρας μοιάζει να αποτελεί σημαντικό μειονέκτημα, ο
θαλασσινός γέρος αναγνωρίζει ακριβώς σε αυτό το στοιχείο ένα καίριο προτέρημα,
διότι η Ελλάδα μη έχουσα ακόμη μια ισχυρά διαμορφωμένη και παγιωμένη ταυτότητα,
έχει το πλεονέκτημα της ευελιξίας και των ελιγμών. Μπορεί, όπως ο ίδιος ο
Πρωτέας, να αλλάξει ριζικά και να πάρει την ταυτότητα εκείνη που οι πολίτες της
επιθυμούν. Μπορεί να εγκαταλείψει τους παλιούς της τρόπους και να αναγεννηθεί,
αποκτώντας πλέον τα χαρακτηριστικά και τις ποιότητες που της αρμόζουν.
3. Η
θάλασσα είναι κυρίαρχο στοιχείο στο έργο του Σεφέρη. Να εντοπίσετε τους στίχους στους οποίους διαφαίνεται η αγωνία του
ποιητή για το ελληνικό θαλασσινό τοπίο, πραγματικό και συμβολικό.
«Η θάλασσα∙ πώς έγινε έτσι η θάλασσα;»
Με το ερώτημα του αρκτικού στίχου ο
ποιητής μας εισάγει σ’ ένα κλίμα αγωνίας σχετικά με την κατάσταση της ελληνικής
θάλασσας, το οποίο σε κυριολεκτικό επίπεδο αναφέρεται, όπως προκύπτει από τους
ακόλουθους στίχους, αφενός στην ερημία του θαλασσινού τοπίου κι αφετέρου σε μια
τρομακτική στασιμότητα που διακρίνει, κατά τρόπο παράδοξο, την υπό κανονικές
συνθήκες αεικίνητη θάλασσα. Τόσο η ερημία, βέβαια, όσο και η πλήρης στασιμότητα
αποδίδουν σε μεταφορικό επίπεδο την αγωνία του ποιητή για την τρέχουσα κοινωνική
και πολιτική κατάσταση της εποχής του. Δεν θα πρέπει, άλλωστε, να παραγνωρίζουμε
το γεγονός ότι το ποίημα αυτό κυκλοφόρησε ένα μόλις χρόνο προτού επιβληθεί δικτατορικό
καθεστώς στην Ελλάδα, και, άρα, συντέθηκε σε μια περίοδο έντονης πολιτικής
κρίσης.
«Τώρα σε τούτο τ’ ακρογιάλι περιμένω
ν’ αράξει ένας άνθρωπος
ένα υπόλειμμα, μια σχεδία.»
Το ποιητικό υποκείμενο τοποθετεί τον
εαυτό του σ’ ένα τελείως ερημικό ακρογιάλι, όπου μάταια περιμένει να εμφανιστεί
και ν’ αράξει κάποιος άνθρωπος ή να φανεί έστω ένα υπόλειμμα ανθρώπινου
πολιτισμού ή κάποια σχεδία, προκειμένου να του δοθεί η ευκαιρία να ξεφύγει από
τον ιδιότυπο αυτό αποκλεισμό. Δημιουργείται, έτσι, μια επώδυνη αίσθηση ερημίας
και εγκατάλειψης, που αποδίδει ίσως την απόγνωση του ποιητή απέναντι στην πολιτική
κατάσταση της εποχής του. Οι αλλεπάλληλες αλλαγές κυβερνητικού σχήματος, η αδυναμία
συνεννόησης του πολιτικού κόσμου με τον βασιλιά, οι κοινωνικές εντάσεις και το
γενικότερο κλίμα αστάθειας που επικρατούσε εκείνη την εποχή, προκαλούν,
πιθανώς, στον ποιητή τη δυσοίωνη αίσθηση πως η υπάρχουσα κατάσταση μπορεί μόνο
να επιδεινωθεί.
Η ερημία του ποιητικού υποκειμένου
συμβολίζει υπό μία έννοια την ερημία που ένιωθαν οι λογικά σκεπτόμενοι άνθρωποι
σε μια χώρα όπου και η πλέον βασική δυνατότητα συνεννόησης και σύνεσης μοιάζει
ανέφικτη.
«Μα μπορεί να κακοφορμίσει η θάλασσα;
Ένα δελφίνι την έσκισε μια φορά
κι ακόμη μια φορά
η άκρη του φτερού ενός γλάρου.»
Κι η δεύτερη στροφή του ποιήματος
ξεκινά μ’ ένα εξίσου εναγώνιο ερώτημα του ποιητή∙ είναι δυνατόν να βρεθεί η
θάλασσα σε μια τέτοια κατάσταση στασιμότητας, ώστε να μολυνθεί; Πώς γίνεται να
φτάσει στο σημείο να κακοφορμίσει η θάλασσα που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και
ανανεώνεται συνεχώς;
Ο ποιητής παρατηρεί κάποιες σποραδικές
ενδείξεις ζωντάνιας στο θαλάσσιο χώρο -το πέρασμα ενός δελφινιού και λίγο μετά
το χαμηλό πέταγμα ενός γλάρου, που αγγίζει με το φτερό του την επιφάνεια της
θάλασσας-, μα τίποτε από αυτά δεν επαρκεί. Η θάλασσα μοιάζει σχεδόν νεκρή κι
έτοιμη να «σαπίσει», όπως σαπίζει το σώμα ενός κατάκοιτου και άρρωστου
ανθρώπου∙ όπως «κακοφορμίζει» ένα πολιτικό σύστημα που παραμένει για καιρό
δέσμιο εμμονών και αρνείται να αναπροσαρμοστεί, προκειμένου να επανέλθει σε
αρμονική λειτουργία.
Ο ποιητής αποδίδει με έντονα συμβολικό
τρόπο την ανησυχία του για τα πολιτικά πράγματα της χώρας, αναγνωρίζοντας στη
θάλασσα τα συμπτώματα σήψης που διαπιστώνει να επικρατούν στα κέντρα εξουσίας
του τόπου. Ένα πολίτευμα τόσο ζωντανό και πολυδύναμο, όπως είναι το
δημοκρατικό, βρίσκεται αίφνης εγκλωβισμένο σε μια κατάσταση από την οποία
μοιάζει αδύναμο να ξεφύγει∙ γεγονός που φαντάζει τόσο απρόσμενο στα μάτια του
ποιητή, όπως ακριβώς το να έβλεπε κανείς την ίδια τη θάλασσα να φυλακίζεται και
να «κακοφορμίζει» από την επιβεβλημένη στασιμότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου