William Adolphe Bouguereau
Κώστας
Βάρναλης «Ορέστης»
Το ποίημα αυτό γράφτηκε το 1914 και
είναι ένα σονέτο που διέπεται από το πνεύμα του παρνασσισμού, μιας τεχνοτροπίας
που επηρέασε την πρώτη περίοδο της ποιητικής δημιουργίας του Κώστα Βάρναλη. O
ποιητής, που ήταν κλασικός φιλόλογος, καθώς και μεταφραστής του αρχαίου
δράματος, καταπιάστηκε με τον κόσμο και τα σύμβολα της αρχαιότητας με
δημιουργικό και τολμηρό τρόπο.
Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι, ωραίος
και διώξε από το νου σου πια το χρέος
του μεγάλου χρησμού, μια και κανένα
τρόπο δεν έχεις άλλονε! Και μ’ ένα
χαμόγελον ιδές πώς σ’ έφερ’ έως
στου Άργους την πύλη ο δρόμος σου ο
μοιραίος
το σπλάχνο ν’ αφανίσεις που σ’ εγέννα.
Κανείς δε σε θυμάτ’ εδώ. Κι εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ τον κι άμε
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια
και το έργο σου σαν να ‘ταν άλλος κάμε.
Έτσι κι αλλιώς θα παίρνει σε από πίσου
για το αίμα της μητρός σου για η ντροπή
σου.
Κ. Βάρναλης, Ποιητικά, Κέδρος
ξέχανε: ξέχασε
άμε: πήγαινε
θα παίρνει σε από πίσου: θα σε ακολουθά
γιά: ή
Ο Κώστας Βάρναλης προσεγγίζει την
ιστορία του Ορέστη με ευνοϊκή διάθεση απέναντι στον νεαρό ήρωα, αφού στο
πρόσωπό του αναγνωρίζει τη μοίρα του απλού ανθρώπου που συνθλίβεται υπό το
βάρος γεγονότων και περιστάσεων που δεν αποτελούν δική του ευθύνη. Το αίτημα
του Απόλλωνα στον Ορέστη να φονεύσει τη μητέρα του και τον εραστή της, προκειμένου
να λάβει εκδίκηση για τη δολοφονία του πατέρα του, Αγαμέμνονα, φέρνει τον ήρωα
αντιμέτωπο μ’ ένα οδυνηρό δίλημμα, καθώς το να τιμωρήσει εκείνους που σκότωσαν
τον πατέρα του, σημαίνει πως θα πρέπει να αφαιρέσει τη ζωή της ίδιας του της
μητέρας. Ο Ορέστης, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα έφτανε ποτέ στη μητροκτονία,
δεν μπορεί, ωστόσο, να αφήσει δίχως τιμωρία την άδικη θανάτωση του πατέρα του.
«Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι, ωραίος
και διώξε από το νου σου πια το χρέος
του μεγάλου χρησμού, μια και κανένα
τρόπο δεν έχεις άλλονε!»
Σε β΄ πρόσωπο ο ποιητής απευθύνεται
στον νεαρό ήρωα και τον συμβουλεύει να πάψει να βασανίζει τον εαυτό του για το
βαρύτατο χρέος που του ανέθεσε ο Απόλλωνας μέσω του χρησμού. Όσο κι αν αυτό που
του ζητούν να κάνει είναι οδυνηρό και απάνθρωπο, ο ίδιος δεν θα πρέπει να
νιώθει ενοχές ή να βυθίζεται στη στεναχώρια, διότι αφενός είναι κάτι για το
οποίο δεν έχει προσωπική ευθύνη κι αφετέρου είναι κάτι που δεν μπορεί να το
αποφύγει. Εφόσον ο Απόλλωνας απαίτησε το θάνατο της Κλυταιμνήστρας, δεν υπάρχει
πλέον καμία δυνατότητα διαφυγής για τον Ορέστη απ’ την εκπλήρωση αυτής της
απαίτησης. Η μητροκτονία δεν είναι θέμα επιλογής για τον νεαρό ήρωα, είναι η
αναπόφευκτη κατάληξη των λανθασμένων επιλογών που έκανε η ίδια η μητέρα του.
Ο ποιητής φροντίζει, μάλιστα, να τονίσει
το πόσο άδικο είναι να επιβαρύνει ο νεαρός ήρωας τον εαυτό του με σκέψεις για
το αν η δολοφονία της μητέρας του είναι σωστή ή όχι, παρουσιάζοντας με έμφαση
το νεαρό της ηλικίας του και την ομορφιά του. Ο Ορέστης σ’ αυτή την ηλικία που
βρίσκεται θα έπρεπε να απολαμβάνει τη ζωή και να χαίρεται τα νιάτα του, απαλλαγμένος
από τέτοιου είδους φρικτές υποχρεώσεις. Όσο, άλλωστε, κι αν ο ίδιος δεν το
αντιλαμβάνεται, έχει, επί της ουσίας, πέσει θύμα λαθών που διέπραξαν οι γονείς
του, και γι’ αυτό δεν θα πρέπει να εξουθενώνει ψυχικά τον εαυτό του και να
βασανίζεται για το αν πρέπει ή όχι να κάνει αυτό που του ζητήθηκε.
Λύσε τα μαλλιά σου, παροτρύνει ο
ποιητής τον νεαρό ήρωα, για να φανεί το πόσο ωραίος είσαι∙ λύσε τα μαλλιά σου,
που είναι γεμάτα ζωντάνια, νεανικότητα και σφρίγος, όπως τα μυρωμένα σέλινα του
αγρού, και μη σκέφτεσαι άλλο τον φρικτό χρησμό που σου δόθηκε. Ούτως ή άλλως
δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να κάνεις αυτό που σου ζητά ο θεός, οπότε είναι
προτιμότερο να βαδίσεις το δρόμο που χαράκτηκε για σένα με την ανεμελιά και τη
χάρη που ταιριάζει στη νεανική ομορφιά σου.
Η επιλογή του β΄ προσώπου καθιστά
φανερή την παραινετική διάθεση του ποιητή και παράλληλα προσδίδει μια ιδιαίτερη
λειτουργία στα λόγια του, καθώς δημιουργείται η αίσθηση πως ο ποιητής
συνδιαλέγεται με τον ήρωα όπως θα έκανε ο κορυφαίος του χορού σε μια
αρχαιοελληνική τραγωδία. Είναι σαν να υιοθετεί ο ποιητής το ρόλο του
πρεσβύτερου που νουθετεί τον νεαρό ήρωα κι επιχειρεί να απαλύνει τις τύψεις και
τις αμφιβολίες του για το δύσκολο χρέος που του ανατέθηκε.
«Και μ’ ένα
χαμόγελον ιδές πώς σ’ έφερ’ έως
στου Άργους την πύλη ο δρόμος σου ο
μοιραίος
το σπλάχνο ν’ αφανίσεις που σ’ εγέννα.»
Ο ποιητής ζητά από τον Ορέστη ν’
αντικρίσει τη δυσάρεστη πορεία που έχει λάβει η ζωή του με το χαμόγελο και το
ψυχικό σθένος των νέων ανθρώπων, που έχουν μέσα τους το ιδιαίτερο δώρο της
νιότης να αναμετριούνται με τις απαιτήσεις της ζωής χωρίς να χάνουν την
αισιόδοξη διάθεσή τους. Κάθε νέος άνθρωπος γνωρίζει πως έχει μπροστά του πολύ
χρόνο, γεγονός που του επιτρέπει να αντιμετωπίζει τις τρέχουσες δυσκολίες
αντλώντας κουράγιο από τη σκέψη πως μπορεί στο μέλλον τα πράγματα να αλλάξουν
προς όφελός του. Ό,τι μοιάζει ανυπόφορο τώρα, είναι πολύ πιθανό να ξεχαστεί
αργότερα από τις χαρές που προσφέρει με αφθονία η νεότητα στους ανθρώπους.
Ο δρόμος που οδηγεί τον Ορέστη στο να
σκοτώσει τη γυναίκα που τον γέννησε, είναι ένας δρόμος μοιραίος∙ ένας δρόμος
προκαθορισμένος από την ίδια τη μοίρα και τις αποφάσεις άλλων ανθρώπων, γι’
αυτό κι ένας δρόμος που ο ήρωας οφείλει να τον βαδίσει χωρίς να αισθάνεται πως
τον βαρύνει κάποια κατηγορία ή κάποια ευθύνη.
Ο Ορέστης είναι απολύτως αθώος στα
μάτια του ποιητή, όπως ακριβώς αθώος είναι και κάθε άλλος καθημερινός άνθρωπος
που εξαναγκάζεται από τις δυσκολίες της ζωής να συμβιβαστεί με επιλογές ή
καταστάσεις που υπό άλλες συνθήκες θα είχε αποφύγει. Ο Βάρναλης αναγνωρίζει στη
μοίρα του Ορέστη τη μοίρα πολλών απλών ανθρώπων που προχωρούν στη ζωή χωρίς
δικαίωμα επιλογής λόγω των υπέρτερων πιέσεων που δέχονται από τις αντίξοες
συνθήκες της φτωχικής τους ζωής, και προσδίδει έτσι στο ποίημα επιπλέον
διαστάσεις. Όσο κι αν ένας άνθρωπος με οικονομική άνεση θεωρεί πως πάντοτε
υπάρχει η δυνατότητα επιλογής, ο Βάρναλης αντικρίζει τη ζωή από την οπτική των
φτωχών καθημερινών ανθρώπων που συχνά υπομένουν αδιανόητες καταστάσεις μόνο και
μόνο γιατί γνωρίζουν πως δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν κάτι διαφορετικό.
«Κανείς δε σε θυμάτ’ εδώ. Κι εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ τον κι άμε
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια
και το έργο σου σαν να ‘ταν άλλος κάμε.»
Ο ποιητής συνεχίζοντας την προσπάθειά
του να απαλλάξει τον νεαρό ήρωα από κάθε πιθανή ενοχή για ό,τι οφείλει να
κάνει, του υπενθυμίζει πως επιστρέφει στην πόλη του σαν ένας τελείως άγνωστος,
αφού μετά από τόσα χρόνια απουσίας κανείς πια δεν τον θυμάται. Κι ακριβώς έτσι
οφείλει κι ο ίδιος να λειτουργήσει, σαν να μην αναγνωρίζει, δηλαδή, τον ίδιο
του τον εαυτό∙ οφείλει να αποστασιοποιηθεί από τον εαυτό του κι από την οδυνηρή
κατάσταση που βιώνει, και να επιτελέσει το χρέος του σαν να ήταν κάποιος άλλος.
Εφόσον του είναι, εύλογα, δύσκολο να σκοτώσει τη μητέρα του, χωρίς να νιώσει
τις ενοχές να τον πνίγουν, θα πρέπει να αποδεσμευτεί πλήρως από την ταυτότητά
του και να προχωρήσει στο άθλιο έργο που του ανατέθηκε σαν να είναι κάποιος
ξένος, που δεν έχει καμία σχέση με την Κλυταιμνήστρα.
Παρά το γεγονός, άλλωστε, ότι το χρέος
του Ορέστη μοιάζει πλήρως δικαιολογημένο, αφού, από τη μία η Κλυταιμνήστρα
δολοφόνησε εντελώς δόλια και αναίτια τον πατέρα του, τον Αγαμέμνονα, κι από την
άλλη είναι ο ίδιος ο Απόλλωνας που απαιτεί την εκδίκηση του νεκρού, δεν παύει
να συνιστά ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο, μιας και ο νέος καλείται να δολοφονήσει
την ίδια του την μητέρα.
«Έτσι κι αλλιώς θα παίρνει σε από πίσου
για το αίμα της μητρός σου για η ντροπή
σου.»
Ο ποιητής ολοκληρώνει τις παραινέσεις
του στον νεαρό ήρωα με μια τελική υπενθύμιση, προκειμένου να του καταστήσει
απολύτως σαφές πως δεν υπάρχει καμία δυνατότητα διαφυγής από το σκληρό χρέος
που του ανατέθηκε. Ό,τι κι αν αποφασίσει, δηλαδή, να κάνει ο Ορέστης θα βρεθεί
σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, διότι είτε θα τον στοιχειώνει το αίμα της μητέρας
του είτε η ντροπή για το γεγονός ότι άφησε ατιμώρητη τη φόνισσα του πατέρα του,
παρακούοντας συνάμα το αίτημα ενός θεού. Δεν μπορεί, επομένως, να ξεγελά τον
εαυτό του ο ήρωας με τη σκέψη ότι έχει τη δυνατότητα επιλογής, αφού ακόμη κι αν
δεν προχωρήσει στη μιαρή μητροκτονία, πάλι θα έρθει αντιμέτωπος με τις τύψεις
και την ντροπή, αφού θα έχει φανεί άνανδρος στο δίκαιο και ιερό χρέος που έχει
απέναντι στον πατέρα του.
Αν, λοιπόν, ο Ορέστης υποφέρει με τη
σκέψη πως ίσως υπάρχει τρόπος να αποφύγει τη δολοφονία της μητέρας του, θα
πρέπει, σύμφωνα με τον ποιητή, να μην λαμβάνει καν υπόψη του αυτό το
ενδεχόμενο, αφού η δολοφονία της Κλυταιμνήστρας συνιστά μοιραίο και αναπόφευκτο
μονόδρομο γι’ αυτόν.
Σονέτο
Είναι ποίημα σταθερής μορφής και
συνήθως λυρικού περιεχομένου. Η ονομασία «σονέτο» προέρχεται από την ιταλική
γλώσσα: sonetto = σύντομος, μικρός ήχος· μικρό, σύντομο τραγούδι, τραγουδάκι
(στα λατινικά sonus = ήχος). Η ελληνική ονομασία «δεκατετράστιχο» είναι
περισσότερο εύστοχη: στηρίζεται σ' ένα εξωτερικό γνώρισμα, που είναι ο σταθερός
αριθμός των στίχων.
Το σονέτο είναι ποίημα ολιγόστιχο·
αποτελείται από δεκατέσσερις στίχους, που κατανέμονται σε τέσσερις στροφές. Οι
δυο πρώτες στροφές είναι τετράστιχες, ενώ οι δυο τελευταίες τρίστιχες· έχουμε
δηλαδή το σχήμα: 4 - 4 - 3 - 3.
Στις δυο πρώτες τετράστιχες στροφές, η
πιο συνηθισμένη μορφή ομοιοκαταληξίας είναι η σταυρωτή (α β β α). Στις δυο
τελευταίες τρίστιχες στροφές, η ομοιοκαταληξία μπορεί να παρουσιάζει ποικίλους
συνδυασμούς και τύπους. Πάντως, ένας τουλάχιστον στίχος της μιας στροφής πρέπει
να ομοιοκαταληκτεί με έναν της άλλης.
Σε ό,τι αφορά το σονέτο του Βάρναλη, η
ομοιοκαταληξία είναι σταυρωτή στις δύο πρώτες στροφές (α ββ α), πλεχτή στην
τρίτη (γ δ γ) και ζευγαρωτή στους δύο τελευταίους στίχους της τέταρτης στροφής
(δ ε ε). Ενώ, ο δεύτερος στίχος της τρίτης στροφής, ομοιοκαταληκτεί με τον
πρώτο της τέταρτης.
Το μέτρο των στίχων είναι ιαμβικό,
βασίζεται δηλαδή σε ζεύγη συλλαβών, στα οποία τονίζεται η δεύτερη συλλαβή. Οι
στίχοι είναι ενδεκασύλλαβοι, όπως στην κλασική μορφή του σονέτου, αλλά υπάρχουν
και στίχοι με δώδεκα ή δεκατρείς συλλαβές.
Σέ λι / να τα / μαλ λιά
/ σου μυ / ρω μέ / να (ενδεκασύλλαβος)
το σπλά / χνο ν’ α / φα νί
/ σεις που / σ’ ε γέν / να (ενδεκασύλλαβος)
Αισχύλος
– Ευριπίδης – Σοφοκλής
Τον μύθο του Ορέστη τον έχουν
αξιοποιήσει κι οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ποιητές, δίνοντας διαφορετική κάθε
φορά διάσταση στα συναισθήματα και στις σκέψεις του νεαρού ήρωα.
Στην τραγωδία «Χοηφόροι» του Αισχύλου,
ο Ορέστης παρουσιάζει τον φοβερό χρησμό που του έδωσε ο Απόλλωνας, σύμφωνα με
τον οποίο, αν δεν προχωρήσει στην εκδίκηση των φονιάδων του πατέρα του, θα
πληρώσει ο ίδιος με τη ζωή του.
Ορέστης:
Δε θα με προδώσει του Απόλλωνα ο μεγαλοδύναμος
χρησμός,
που μ’ έσπρωξε τον κίνδυνο αυτό να
αναλάβω
λέγοντάς μου μεγαλόφωνα πολλά και
ξεστομίζοντας
ψυχρές μπόρες συμφοράς μέσα στα ζεστά
σπλάχνα μου,
αν του πατέρα μου τους φονιάδες δεν
τους εκδικηθώ
με τρόπο παρόμοιο, εννοώντας να τους
σκοτώσω σε εκδίκηση,
σαν ταύρος οργισμένος για την αρπαγή
της πατρικής περιουσίας∙
αλλιώς, έλεγε, θα το πληρώσω με την
ίδια μου τη ζωή
τραβώντας πολλά δυσάρεστα παθήματα στη
ζωή.
Διότι είπε, δείχνοντας των κακοδιάθετων
του κάτω κόσμου τις οργές,
πως τέτοιες αρρώστιες θα έρθουν στους
θνητούς:
λέπρες, που θα σπαράζουν τις σάρκες μ’
άγρια σαγόνια,
λειχήνες, που κατατρών την παλιά φύση
του κορμιού,
και άσπρα μαλλιά, που θα σκεπάζουν τις
πληγές αυτές.
Μου έλεγε και γι’ άλλες πληγές που θα
δώσουν οι Ερινύες
αν ανεκδίκητο το αίμα μείνει του πατέρα
μου.
Διότι έναν που βλέπει καλά και κινεί
στο σκοτάδι τα μάτια του
το σκοτεινό βέλος του κάτω κόσμου, που
επικαλούνται
οι συγγενείς που έχουν σκοτωθεί και η
λύσσα και ο μάταιος φόβος
της ώρας της νυχτερινής, κινεί και
ταράζει και διώχνει από την πόλη του,
αφού ρημάξει το σώμα του με χάλκινο
κεντρί.
Σε τέτοιους ανθρώπους δεν αφήνουν να
πάρουν μέρος σε κρασογλέντι
και σε γιορτινές σπονδές, κι αντίθετα
τον διώχνει από τους βωμούς
του πατέρα η οργή που δε φαίνεται∙ στο
σπίτι του δεν τον δέχεται κανείς,
δεν τον βοηθά, αλλά περιφρονημένος,
χωρίς φίλους πεθαίνει με τον καιρό,
αφού πανάθλια ξεραθεί απ’ τον ολέθριο
χαμό.
Πρέπει λοιπόν σε τέτοιους χρησμούς να
έχω εμπιστοσύνη;
Ακόμη κι αν δεν έχω εμπιστοσύνη, πρέπει
το έργο αυτό να κάνω.
[Μετάφραση: Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος]
Στην τραγωδία «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, η
έμφαση δίνεται στα συναισθήματα της Ηλέκτρας, ενώ ο Ορέστης παρουσιάζεται ως ο
εκτελεστής του θελήματος του Απόλλωνα.
Ορέστης:
Άσε τα λόγια τα περίσσια κατά μέρος,
και μη μου λες
πως είναι η μάνα μας κακή μήτε πως ο
Αίγισθος μέσα
απ’ το ανάκτορο αρπάζει τα πατρικά μας
αγαθά, κι άλλα
ξοδεύει κι άλλα μάταια τα σκορπάει.
Γιατί οι κουβέντες
μπορεί ν’ αναστείλουνε την ώρα της
δράσης.
Κι ό,τι τη στιγμή τούτη αρμόζει δείξ’
το μου, ώστε έτσι,
στα φανερά ή κρυμμένοι, να παύσουμε τα
γέλια των
εχθρών μας. ................
Έτσι, έχε το νου σου να μην αντιληφθεί
η μητέρα το
χαρούμενο πρόσωπό σου, όταν μες στο
παλάτι μπούμε, αλλά
στέναζε δήθεν για την ψεύτικη συμφορά
που αναγγείλαμε.
Διότι, όταν πραγματωθούνε τα σχέδιά
μας, τότε θα
μπορούμε και να χαιρόμαστε κι ελεύθεροι
να γελάμε.
[Μετάφραση: Νίκος Νικολίτσης, Γιώργος
Γαζής, Μιχαήλ Βασσάλος]
Στην τραγωδία «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, ο
Ορέστης εκτελεί το χρέος του, όπως του το όρισε ο Απόλλωνας, μα αμέσως κατόπιν
αισθάνεται τύψεις γι’ αυτό.
Ορέστης:
Αλίμονο, Φοίβε, δίκαια
σκοτεινά μου ύμνησες, φανερούς όμως
πέτυχες θρήνους
ματωμένη μου πρόσφερες μοίρα
μακριά απ’ τη γη της Ελλάδας/
Τώρα σε ποια να πάω πόλη άλλη;
Ποιος φίλος, ποιος άνθρωπος ευσεβής
θα δεχτεί να με δει,
που τη μάνα μου σκότωσα;
Τις τύψεις του ήρωα κατευνάζουν οι
αδερφοί της μητέρας του, οι Διόσκουροι, αναφέροντάς του πως αν και δίκαιη η
πράξη του, θα πρέπει να δικαστεί γι’ αυτή σε αθηναϊκό δικαστήριο, απ’ το οποίο
και θα απαλλαχτεί για το έγκλημά του ύστερα από παρέμβαση του ίδιου του
Απόλλωνα, που θα αναλάβει την ευθύνη για το φονικό.
Διόσκουροι:
Του Αγαμέμνονα γιε, άκου∙ σου μιλούν
της μητρός σου τα δύο αδέλφια,
οι Διόσκουροι, εγώ ο Κάστορας κι ο
ομοαίματος Πολυδεύκης. Τρικυμία μεγάλη
πριν λίγο επάψαμε, που ‘ναι ο φόβος κι
ο τρόμος των πλοίων∙ και στο Άργος
εδώ έχουμ’ έρθει τη σφαγή μόλις είδαμε
της αδελφής μας ετούτης και μάνας σου.
Πληρωμή έχει λάβει δίκαια αυτή, αλλά η
πράξη η δική σου είναι άδικη πράξη.
Μα ο Φοίβος, ο Φοίβος... είν’ κύριός
μου, σιωπώ∙ είν’ σοφός, μα σοφό δεν σου
έδωσε εσένα χρησμό. Σεβασμό είναι
ανάγκη ωστόσο να δείξεις∙ στο εξής όμως
πρέπει να πράξεις όσα η Μοίρα κι ο Δίας
έχει ορίσει για σένα. Την Ηλέκτρα
γυναίκα στον Πυλάδη να δώσεις, κι απ’
το Άργος εσύ να χαθείς∙ δεν μπορείς
να βαδίζεις σε τούτη την πόλη, τη
στιγμή που τη μάνα σου σκότωσες.
Φοβερές οι θεές του θανάτου, να ξέρεις,
οι σκυλόματες Κήρες θα σε κυνηγούν,
σαν τρελός θα ‘σαι, από χώρα σε χώρα
σαν φεύγεις. Αλλά εσύ στην Αθήνα
να πας, κι όταν φτάσεις εκεί, ν’ αγκαλιάσεις
της Παλλάδας θεάς το σεβάσμιο
ξόανο∙ γιατί θα τις χουγιάξει αυτή και
θα τις διώξει τρομαγμένες∙ κι έτσι
δεν θα σ’ αγγίξουν με τα φοβερά τους
φίδια∙ ασπίδα τ’ άγριο βλέμμα της
πάνω απ’ την κεφαλή σου θε ν’ απλώσει.
Κι υπάρχει εκεί ένας βράχος – του Άρη
τον λένε∙ εκεί πήγαν οι θεοί που πρώτοι
συνεδρίασαν σ’ αυτόν για να δικάσουνε
για φόνο∙ τον Αλιρρόθιο τότε, το γιο
του άρχοντα της θάλασσας, είχε σκοτώσει
ο Άρης, εξοργισμένος για το βιασμό της
κόρης του∙ εκεί λοιπόν των δικαστών
η ψήφος είν’ απολύτως δίκαιη κι
οριστική. Εκεί κι εσύ να τρέξεις πρέπει,
ο φόνος που ‘κανες εκεί να δικαστεί. Θα
διχαστούν στη δίκη οι ψήφοι και θα
γλιτώσεις απ’ το θάνατο∙ γιατί ο Λοξίας
πάνω του θα πάρει την αιτία, αφού
είν’ αυτός που σου ‘δωσε χρησμό, τη
μάνα σου να σκοτώσεις. Και για τους άλλους
ύστερα αυτός ο νόμος θα οριστεί, όποιος
εκεί δικάζεται, αθώος να είναι,
αν βγαίνει ισοψηφία. Τότε οι τρομερές
θεές, απ’ το βαρύ καημό ετούτο
χτυπημένες, σε βάραθρο μέσα θα χωθούν
που βρίσκεται δίπλα στο βράχο αυτό,
και θα ‘ναι κει μαντείο ιερό για τους
ευσεβείς. Κι εσύ μετά σε πόλη αρκαδική
πρέπει να πας να κατοικήσεις, στις
όχθες του Αλφειού, κοντά στου Λύκαιου
Διός το ιερό∙ κι η πόλη αυτή θα πάρει τ’
όνομά σου. Αυτά για σένα είχα να πω.
[Μετάφραση: Νίκος Νικολίτσης]
Ορέστης
Γόνος του πολυτάραχου οίκου των
Ατρειδών, γιος του βασιλιά των Μυκηνών Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας,
αδελφός της Ιφιγένειας, της Ηλέκτρας και της Χρυσοθέμιδος, ο οποίος φόνευσε τη
μητέρα του και τον εραστή της Αίγισθο για να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του.
Ο μύθος του είχε ήδη διαμορφωθεί στην εποχή του Ομήρου, αλλά με τους τραγικούς
ποιητές ολοκληρώθηκε και μάλιστα εμπλουτίστηκε με ποικίλες παραλλαγές.
Όταν, κατά την απουσία του Αγαμέμνονα
στην Τροία, η Κλυταιμνήστρα συνδέθηκε με τον Αίγισθο, έστειλε τον Ορέστη στον
Στρόφιο, στην Κρίσα της Φωκίδος. Κατ’ άλλη εκδοχή, ο Ορέστης φυγαδεύτηκε στη
Φωκίδα μετά τη δολοφονία του πατέρα του. Εκεί μεγάλωσε και ανέπτυξε δυνατούς
δεσμούς φιλίας με τον γιο του Στρόφιου, Πυλάδη.
Όταν ανδρώθηκε, πήρε χρησμό από το
μαντείο των Δελφών να τιμωρήσει τους φονείς του πατέρα του. Με τον σύντροφό του
Πυλάδη έφτασε στο Άργος και αφού προσκύνησε τον τάφο του πατέρα του, τού
προσέφερε έναν πλόκαμο από τα μαλλιά του για να τιμήσει τη μνήμη του. Λίγο
αργότερα όμως αναγκάστηκε να κρυφτεί, γιατί άκουσε κόσμο να πλησιάζει. Ήταν η
Ηλέκτρα με γυναίκες του ανακτόρου που είχαν έρθει για να προσφέρουν θυσία στον
τάφο του Αγαμέμνονα, κατ’ εντολή της Κλυταιμνήστρας, η οποία είχε δει έναν
εφιάλτη το προηγούμενο βράδυ και ήθελε να εξευμενίσει το πνεύμα του συζύγου
της. Ακολούθησε η αναγνώριση των δύο αδελφών και η κατάστρωση του σχεδίου
εκδίκησης. Ο Ορέστης με τον Πυλάδη εμφανίστηκαν στη βασίλισσα ως ταξιδιώτες και
της ανακοίνωσαν τον δήθεν θάνατο του γιου της στη Φωκίδα. Αυτή έστειλε να
ειδοποιήσουν τον Αίγισθο, ο οποίος έσπευσε στο ανάκτορο, όπου έπεσε χτυπημένος
από το σπαθί του Ορέστη. Όταν ήλθε η ώρα της Κλυταιμνήστρας, ο Ορέστης λύγισε
για μια στιγμή μπροστά στις παρακλήσεις της, με την παρότρυνση όμως του Πυλάδη
και την ανάμνηση των εντολών του Απόλλωνα, ξαναβρήκε το θάρρος του και θανάτωσε
τη μητέρα του. Άλλη παραλλαγή τοποθετεί τη συνάντηση των δύο αδερφών και τη
δολοφονία της Κλυταιμνήστρας στο σπίτι του συζύγου της Ηλέκτρας.
Έτσι δικαιώθηκε ο Αγαμέμνωνας, από την
ώρα όμως της μητροκτονίας, τον Ορέστη καταδίωκαν οι τρομερές χθόνιες θεότητες,
οι Ερινύες. Πήγε λοιπόν ως ικέτης στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου
εξαγνίστηκε από το μίασμα του φόνου σύμφωνα με τα έθιμα. Οι Ερινύες όμως δεν
ικανοποιήθηκαν από τον τυπικό καθαρμό και συνέχισαν να βασανίζουν τον ήρωα, ο
οποίος έφτασε στην Αθήνα και ζήτησε τη βοήθεια της πολιούχου θεάς. Η Αθηνά
συγκάλεσε τότε δικαστήριο από επιφανείς Αθηναίους στο λόφο του Αρείου Πάγου με
πρόεδρο την ίδια. Στην ψηφοφορία που ακολούθησε οι αθωωτικές και οι
καταδικαστικές ψήφοι ήταν ίσοι, οπότε η θεά με τη δική της ψήφο αθώωσε τον ήρωα
και μετάπεισε τις φοβερές Ερινύες, που μετατράπηκαν σε καλόγνωμες Ευμενίδες.
Σύμφωνα με παράδοση του Άργους, την
κρίση του μητροκτόνου ανέλαβε ο λαός του Άργους και η απόφασή του ήταν
καταδικαστική. Ο Ορέστης ζήτησε τη βοήθεια του θείου του, Μενελάου, ο οποίος
όμως φάνηκε ανήμπορος να επέμβει μπροστά στην επιθυμία των Αργείων και μόνο με
την επέμβαση του Απόλλωνα σώθηκε. Μετά την αθώωσή του, πήρε εντολή από τον
Φοίβο να ταξιδέψει στη χώρα των Ταύρων, στη Σκυθία, να κλέψει το ξόανο της
Αρτέμιδος και να το φέρει στην Αττική. Έφτασε λοιπόν κρυφά στην Ταυρίδα με τον
Πυλάδη, μη γνωρίζοντας ότι ιέρεια της θεάς εκεί ήταν η αδελφή του Ιφιγένεια. Οι
κάτοικοι όμως τους αντιλήφθηκαν, τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν στον βασιλιά
τους Θόαντα για να τους θυσιάσει στη θεά. Αυτός τούς παρέπεμψε στην ιέρεια για
να τους εξαγνίσει. Μετά την αναγνώριση, η Ιφιγένεια αποφάσισε να τους βοηθήσει
στο σχέδιό τους και να δραπετεύσει μαζί τους. Παρά τις δυσκολίες που
αντιμετώπισαν έφτασαν στην Αττική και ίδρυσαν ναό στην Άρτεμη. Μετά από τόσες
περιπέτειες, αξιώθηκε να βασιλέψει όχι μόνο στους Αργείους αλλά και στους
Λακεδαιμόνιους και στους Αρκάδες για πάρα πολλά χρόνια. Παντρεύτηκε την κόρη
του Μενελάου Ερμιόνη και απέκτησε έναν γιο, τον Τεισαμενό. Πέθανε σε βαθιά
γεράματα από δάγκωμα φιδιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου