Andreas Freund
Κώστας
Καρυωτάκης «Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα»
Στο ποίημα αυτό, που ανήκει στην πρώτη
ενότητα της συλλογής Ελεγεία και σάτιρες (1927), ο Καρυωτάκης χρησιμοποιεί
ελευθερωμένο στίχο. Εδώ ο ποιητής προχωρά πέρα από την παράδοση του συμβολισμού
και προβάλλει με τολμηρό και ειλικρινή τρόπο τη συναισθηματική του κατάσταση.
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ’ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα ‘λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.
Κ.Γ. Καρυωτάκης,
Ποιήματα και πεζά, Ερμής
Ο Κώστας Καρυωτάκης καταγράφει στο
ποίημα αυτό την αντίθεση εκείνη που σε μεγάλο βαθμό χαρακτήριζε την
προσωπικότητα και τη συναισθηματική του κατάσταση∙ απ’ τη μια η ομορφιά της
ζωής κι απ’ την άλλη η δική του αδυναμία να αφεθεί πλήρως στα θέλγητρά της και
να αισθανθεί την ευδαιμονία του ανθρώπινου βίου. Ο ποιητής αντιλαμβάνεται
φυσικά την ιδιαίτερη γοητεία που είναι σε θέση να ασκήσει η ζωή, δεν μπορεί
όμως, έστω κι αν θα το ήθελε, να νιώσει πραγματική ευτυχία. Τα στοιχεία εκείνα της
ζωής που για τους άλλους λειτουργούν ως πηγές πρόκλησης και χαράς, για τον ίδιο
αποτελούν ένα περιττό και κάποτε ανυπόφορο βάρος.
«Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.»
Ο ποιητής αντικρίζει το βράδυ αυτό σαν
ένα μπουκέτο, σαν μια δέσμη από τριαντάφυλλα, υποδηλώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο
τη γοητεία που άσκησε στην ψυχή του η νυχτερινή εκείνη ώρα. Ένιωθε τα δώρα και
την ομορφιά της ζωής σαν μια θεσπέσια ανθοδέσμη∙ σαν ένα κάλεσμα να βιώσει κι
εκείνος τη χαρά και τον έρωτα. Εμφανής είναι, άλλωστε, η συσχέτιση των
τριαντάφυλλων με το ερωτικό συναίσθημα και την ερωτική επιθυμία, μιας και συχνά
οι άνθρωποι εκφράζουν τις διαθέσεις τους αυτές προσφέροντας στο αγαπημένο τους
πρόσωπο λουλούδια.
Η οπτική, μάλιστα, εικόνα της αρχικής
παρομοίωσης, συμπληρώνεται με μια ακόμη μεταφορική εικόνα στο πλαίσιο της
οποίας οι αισθήσεις της όρασης και της όσφρησης συμφύρονται, προκειμένου να
αποδοθεί πιο δραστικά η ισχυρή επίδραση της γοητείας και του κάλλους που
χαρακτήριζε εκείνη τη θερινή βραδιά. Μια διακριτική ευωδιά κατέκλυζε τους
δρόμους∙ μια ευωδιά που ο ποιητής τη χαρακτηρίζει χρυσή, για να τονίσει το
ιδιαίτερο των συναισθημάτων και των συνειρμών που προκαλούσε στην ψυχή και στη
σκέψη των ανθρώπων.
Υπό την επίδραση της ομορφιάς που
διέκρινε εκείνη τη βραδιά, ο ποιητής ένιωσε την καρδιά του να κυριεύεται,
εντελώς απροσδόκητα, από ένα βαθύ αίσθημα καλοσύνης, λησμονώντας έτσι, έστω και
πρόσκαιρα, όλα όσα του προκαλούσαν δυσαρέσκεια ή τον έκαναν να αισθάνεται θυμό
για τους συνανθρώπους του και για τις -συχνά- δόλιες πράξεις τους. Το αίσθημα
καλοσύνης, επομένως, δεν χαρακτηρίζεται τυχαία αιφνίδιο, καθώς αποκαλύπτει
έμμεσα πως τις αμέσως προηγούμενες στιγμές, η διάθεση του ποιητή και τα
συναισθήματά του δεν ήταν μήτε θετικά μήτε γεμάτα καλοσύνη. Ο Καρυωτάκης,
άλλωστε, υπήρξε ένας άνθρωπος αυξημένης πολιτικής συνείδησης και δεν μπορούσε
να παραγνωρίσει τις ανομίες, την πλεονεξία και την ανηθικότητα των συνανθρώπων
του. Κι αν πολλές φορές οι στίχοι του προσέγγιζαν με ειρωνικό και σατιρικό
τρόπο την κοινωνική πραγματικότητα, αυτό οφειλόταν ακριβώς στο γεγονός ότι ο
ποιητής είχε πλήρη επίγνωση της αδικίας που επικρατούσε γύρω του.
«Στα χέρια το παλτό,
στ’ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα ‘λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.»
Το ποιητικό υποκείμενο κρατά στα χέρια
το παλτό, εφόσον η βραδιά είναι ζεστή και δεν το χρειάζεται, ενώ το πρόσωπό του
που το έχει στρέψει στον ουρανό φωτίζεται από τη σελήνη, που κυριαρχεί στο
νυχτερινό τοπίο. Η αίσθηση, μάλιστα, που του δημιουργείται, είναι πως η όλη
ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη και γεμάτη ερωτικό πάθος από τα φιλιά ερωτευμένων
ζευγαριών. Πρόκειται περισσότερο, βέβαια, για μια εντύπωση, η οποία σχετίζεται
με τον ρομαντισμό που αποπνέει το νυχτερινό τοπίο, γι’ αυτό κι ο ποιητής της
προσδίδει υποκειμενική διάσταση με τη φράση «θα ‘λεγες», η οποία φανερώνει την
απουσία βεβαιότητας.
Ωστόσο, εκείνο που εκφράζεται με
μεγαλύτερη σιγουριά, είναι πως μια τέτοια βραδιά ο ποιητής νιώθει ως περιττό
βάρος τη σκέψη και τα ποιήματα∙ νιώθει πως είναι τελείως ασύμβατος ο βαθύς
προβληματισμός με μια τόσο ανάλαφρη, ερωτική και θελκτική βραδιά. Τη στιγμή που
η φύση προσφέρει στους ανθρώπους μια τόσο ζεστή και γαλήνια βραδιά,
μεταδίδοντάς τους μια αίσθηση εσωτερικής ηρεμίας και ξυπνώντας τους ερωτικά
συναισθήματα, ο ποιητής νιώθει να τον βαραίνουν ανυπόφορα οι συνήθεις σοβαροί
συλλογισμοί του, αλλά ακόμη κι η ίδια η ποιητική του τέχνη, που ελάχιστα
ασχολείται με τις όμορφες πτυχές του ανθρώπινου βίου. Παρασύρεται κι αυτός από
το γενικότερο κλίμα και δεν μπορεί να αφεθεί, όπως συνηθίζει, στις πιο σοβαρές,
μα και πιο οδυνηρές σκέψεις του, που αφορούν κυρίως τα δύσκολα ζητήματα της
ζωής.
«Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.»
Ο ποιητής νιώθει την ιδιαίτερη γοητεία
της βραδιάς και όλες εκείνες τις υποσχέσεις που μοιάζει να δίνει στους
ανθρώπους το καλοκαίρι που μόλις ξεκίνησε -τις υποσχέσεις μιας επερχόμενης
ευδαιμονίας- αλλά ο ίδιος δεν μπορεί να βιώσει πραγματικά κανένα συναίσθημα
χαράς. Η δική του συναισθηματική κατάσταση, όπως παραστατικά δίνεται με την
εικόνα των σπασμένων φτερών, είναι αυτή ενός εσωτερικά πληγωμένου ανθρώπου, ο
οποίος, αν και αντιλαμβάνεται τα θέλγητρα της ζωής, δεν μπορεί να γνωρίσει την
ανέμελη ευτυχία που νιώθουν άλλοι άνθρωποι. Δική του συνοδός μοιάζει να είναι η
θλίψη∙ μια θλίψη που πηγάζει από σημαντικά προσωπικά του προβλήματα, κι η οποία
του στερεί τη συμμετοχή στις ευχάριστες πτυχές της ζωής, αφού τον κρατά δέσμιο
των αρνητικών συναισθημάτων.
Έτσι, ενώ κάθε άλλος άνθρωπος στη θέση
του ποιητή θ’ άφηνε την ψυχή του ελεύθερη σε μια ξέγνοιαστη ονειροπόληση
μελλοντικών και πιθανών ευτυχιών, όπως θα μπορούσε να είναι το ενδεχόμενο ενός
μαγευτικού ταξιδιού, μιας νέας αγάπης ή μιας άλλης απροσδόκητης χαράς, εκείνος
μένει επίμονα δοσμένος στις οδύνες του πληγωμένου ψυχισμού του. Η απορία του,
επομένως, σχετικά με τον ερχομό του καλοκαιριού -μιας εποχής που συσχετίζεται
με την ευτυχία και τη διασκέδαση-, ίσως να μοιάζει παράδοξη, είναι, εντούτοις,
συνεπής με τη γενικότερη διάθεση του ποιητή, εφόσον ο ίδιος αδυνατεί να νιώσει
αδημονία ή ενθουσιασμό για όσα χαροποιούν συνήθως τους άλλους ανθρώπους. Ο
ποιητής δεν έχει να περιμένει μήτε κάποιο ονειρευτό ταξίδι, μήτε κάποια αγάπη∙
και δεν έχει να περιμένει τίποτε από αυτά, γιατί πολύ απλά δεν έχει την ψυχική
εκείνη διάθεση που θα του επέτρεπε να τα διεκδικήσει και να τα βιώσει με την
ανάλογη ευφορία. Τα όμορφα δώρα της ζωής είναι για εκείνους τους ανθρώπους που
μπορούν να τα εκτιμήσουν και να τα ευχαριστηθούν, όχι για τον εγκλωβισμένο στην
ψυχική του οδύνη ποιητή.
Ερωτήσεις
1. «Ηλεκτρισμένη από φιλήματα… βάρος περιττό»: Εντοπίστε τις παρομοιώσεις και τις μεταφορές της πρώτης στροφής και
σχολιάστε τες.
«Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα» / είδα το
βράδυ αυτό.
Με την παρομοίωση που ξεκινά το ποίημα,
υποδηλώνεται η γοητεία που άσκησε στην ψυχή του ποιητή η νυχτερινή εκείνη ώρα.
Ο Καρυωτάκης αντιλήφθηκε τα δώρα και την ομορφιά της ζωής σαν μια θεσπέσια
ανθοδέσμη∙ σαν ένα κάλεσμα να βιώσει κι εκείνος τη χαρά και τον έρωτα.
«Κάποια χρυσή, λεπτότατη / στους
δρόμους ευωδιά».
Στο πλαίσιο της μεταφορικής αυτής
εικόνας οι αισθήσεις της όρασης και της όσφρησης συμφύρονται, προκειμένου να
αποδοθεί πιο δραστικά η ισχυρή επίδραση της γοητείας και του κάλλους που
χαρακτήριζε εκείνη τη θερινή βραδιά. Μια διακριτική ευωδιά κατέκλυζε τους
δρόμους∙ μια ευωδιά που ο ποιητής τη χαρακτηρίζει χρυσή, για να τονίσει το
ιδιαίτερο των συναισθημάτων και των συνειρμών που προκαλούσε στην ψυχή και στη
σκέψη των ανθρώπων.
Και στην καρδιά / «αιφνίδια καλοσύνη».
Υπό την επίδραση της ομορφιάς που
διέκρινε εκείνη τη βραδιά, ο ποιητής ένιωσε την καρδιά του να κυριεύεται,
εντελώς απροσδόκητα, από ένα βαθύ αίσθημα καλοσύνης, -αιφνίδια καλοσύνη:
μεταφορά- λησμονώντας έτσι, έστω και πρόσκαιρα, όλα όσα του προκαλούσαν
δυσαρέσκεια ή τον έκαναν να αισθάνεται θυμό για τους συνανθρώπους του και για
τις -συχνά- δόλιες πράξεις τους.
«Ηλεκτρισμένη από φιλήματα» / θα ‘λεγες
την ατμόσφαιρα.
Η αίσθηση που δημιουργείται στον ποιητή
είναι πως η όλη ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη -μεταφορά- και γεμάτη ερωτικό
πάθος από τα φιλιά ερωτευμένων ζευγαριών. Πρόκειται περισσότερο, βέβαια, για
μια εντύπωση, η οποία σχετίζεται με τον ρομαντισμό που αποπνέει το νυχτερινό
τοπίο.
«Η σκέψις, τα ποιήματα, / βάρος περιττό».
Μια τέτοια βραδιά ο ποιητής νιώθει ως
περιττό βάρος -μεταφορά- τη σκέψη και τα ποιήματα∙ νιώθει πως είναι τελείως
ασύμβατος ο βαθύς προβληματισμός με μια τόσο ανάλαφρη, ερωτική και θελκτική
βραδιά. Αισθάνεται αίφνης την ποίηση, που αποτελεί βασικό στοιχείο της ζωής και
της προσωπικότητάς του, να του έχει γίνει ένα φορτικό βάρος, αφού μήτε
συμβαδίζει με την ευφορία της καλοκαιρινής βραδιάς, μήτε τον βοηθά να βιώσει κι
ο ίδιος τα θετικά εκείνα συναισθήματα που νιώθουν οι άλλοι άνθρωποι.
2. «Έχω
κάτι σπασμένα φτερά… ονειρευτό»: Πώς
εμφανίζεται η ψυχική διάθεση του ποιητή στην τελευταία στροφή; Τι επιτυγχάνει με την παράθεση των
αναπάντητων ερωτημάτων του;
Η συναισθηματική κατάσταση του ποιητή,
όπως παραστατικά δίνεται με την εικόνα των σπασμένων φτερών, είναι αυτή ενός
εσωτερικά πληγωμένου ανθρώπου, ο οποίος, αν και αντιλαμβάνεται τα θέλγητρα της
ζωής, δεν μπορεί να γνωρίσει την ανέμελη ευτυχία που νιώθουν άλλοι άνθρωποι.
Δική του συνοδός μοιάζει να είναι η θλίψη∙ μια θλίψη που πηγάζει από σημαντικά
προσωπικά του προβλήματα, κι η οποία του στερεί τη συμμετοχή στις ευχάριστες
πτυχές της ζωής, αφού τον κρατά δέσμιο των αρνητικών συναισθημάτων.
Έτσι, ενώ κάθε άλλος άνθρωπος στη θέση
του ποιητή θ’ άφηνε την ψυχή του ελεύθερη σε μια ξέγνοιαστη ονειροπόληση
μελλοντικών και πιθανών ευτυχιών, όπως θα μπορούσε να είναι το ενδεχόμενο ενός
μαγευτικού ταξιδιού, μιας νέας αγάπης ή μιας άλλης απροσδόκητης χαράς, εκείνος
μένει επίμονα δοσμένος στις οδύνες του πληγωμένου ψυχισμού του. Η απορία του,
επομένως, σχετικά με τον ερχομό του καλοκαιριού -μιας εποχής που συσχετίζεται με
την ευτυχία και τη διασκέδαση-, ίσως να μοιάζει παράδοξη, είναι, εντούτοις,
συνεπής με τη γενικότερη διάθεση του ποιητή, εφόσον ο ίδιος αδυνατεί να νιώσει
αδημονία ή ενθουσιασμό για όσα χαροποιούν συνήθως τους άλλους ανθρώπους. Ο
ποιητής δεν έχει να περιμένει μήτε κάποιο ονειρευτό ταξίδι, μήτε κάποια αγάπη∙
και δεν έχει να περιμένει τίποτε από αυτά, γιατί πολύ απλά δεν έχει την ψυχική
εκείνη διάθεση που θα του επέτρεπε να τα διεκδικήσει και να τα βιώσει με την
ανάλογη ευφορία.
Τα αναπάντητα ερωτήματα που παρατίθενται
στο κλείσιμο του ποιήματος και τα οποία παρουσιάζουν τις πιθανές εκείνες πηγές
ευτυχίας που θα προσδοκούσε κάθε άλλος άνθρωπος, έρχονται να αναδείξουν με
εμφατικό τρόπο το αίσθημα ματαίωσης και βαθιάς απογοήτευσης που νιώθει ο
ποιητής. Καμία τέτοια προσδοκία και καμία τέτοια -μάταιη- ελπίδα, δεν μπορεί να
χαροποιήσει την ψυχή του ποιητή και να την βγάλει από το τέλμα της απογοήτευσης
και της οδύνης.
3. Το
ποίημα «Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα» ανήκει στην πρώτη ενότητα της συλλογής
Ελεγεία και σάτιρες. Σε ποια σημεία
διακρίνετε τον ελεγειακό τόνο του; Μήπως
υπάρχει επίσης κάποια ένδειξη και του σατιρικού στοιχείου;
Παρά το γεγονός ότι ο Καρυωτάκης
περιγράφει μια φαινομενικώς ειδυλλιακή βραδιά, αξιοποιώντας μάλιστα στην πρώτη
στροφή αρκετά σχήματα λόγου (παρομοίωση, μεταφορές), για να προσδώσει στην
περιγραφή αυτή λυρισμό, γίνεται αναπόφευκτα αισθητός ο ελεγειακός -θρηνητικός-
τόνος του ποιήματος, μέσα από τη σαφή δήλωση του ποιητή πως ο ίδιος δεν μπορεί
να νιώσει πραγματικά και να εκτιμήσει την ομορφιά της ζωής και τις στιγμές
ευτυχίας που αυτή επιφυλάσσει στους ανθρώπους. Τα «σπασμένα φτερά» του ποιητή,
όπως κι η αδυναμία του να κατανοήσει για ποιο λόγο έρχεται το καλοκαίρι, αφού ο
ίδιος δεν είναι σε θέση να βιώσει καμία χαρά και κανένα ευδαιμονικό συναίσθημα,
καθιστούν εμφανή την άσχημη ψυχική του διάθεση και το βαθμό στον οποίο
αισθάνεται -και είναι- εσωτερικά τραυματισμένος. Έτσι, ό,τι αρχικώς μοιάζει με
την εξύμνηση του κάλλους της ζωής, καταλήγει στην οδυνηρή παραδοχή του ποιητή
πως για εκείνον δεν υπάρχει πια η προσδοκία καμίας ευτυχίας και καμιάς αγάπης.
Εγκλωβισμένος ο ποιητής στην οδύνη της ψυχής του αδυνατεί πλέον να βιώσει τα
θετικά συναισθήματα που νιώθουν οι άλλοι άνθρωποι.
Πέρα, πάντως, από τον ελεγειακό τόνο,
υπάρχουν στο ποίημα και ενδείξεις σατιρικού στοιχείου, οι οποίες προκύπτουν
ακριβώς απ’ την αδυναμία του ποιητή να αφεθεί ολόψυχα στη γοητεία που ασκεί η
θερινή βραδιά και στις προσδοκίες που αυτή ξυπνά στην ψυχή των ανθρώπων. Η
μεταφορική φράση, για παράδειγμα, «αιφνίδια καλοσύνη» υποδηλώνει πως η θετική
αυτή διάθεση είναι απρόσμενη, μα και σίγουρα προσωρινή, εφόσον ο ποιητής δεν
μπορεί να παραβλέψει την κοινωνική αδικία, τη δολιότητα και την απληστία των
συνανθρώπων του. Έτσι, έστω κι αν πρόσκαιρα παρασύρεται απ’ τη γλυκύτητα της
βραδιάς, αυτό δε σημαίνει πως λησμονεί τις πραγματικά επώδυνες κοινωνικές
συνθήκες που είναι αναγκασμένος αυτός και οι συγκαιρινοί του να αντιμετωπίσουν.
Ενώ, με το στίχο «Η σκέψις, τα ποιήματα, / βάρος περιττό.», όπως και με τις
παραδοχές της δεύτερης στροφής σχετικά με την αδυναμία του να νιώσει τα
ευδαιμονικά συναισθήματα που φέρνει μαζί του το καλοκαίρι, προχωρά σ’ έναν
οδυνηρό αυτοσαρκασμό, φανερώνοντας αφενός πως επηρεάζεται μεν κι ο ίδιος απ’
την ομορφιά της φύσης, αδυνατώντας να συγκεντρωθεί στις σκέψεις του, αδυνατεί,
εντούτοις, να φτάσει στο σημείο να βιώσει πραγματικά συναισθήματα χαράς.
Προχωρά, επομένως, ο ποιητής σε μια σατιρική προσέγγιση του εαυτού του και της
ψυχικής του κατάστασης, καθώς αν και αντιλαμβάνεται τη μαγεία της εποχής, ο ίδιος
από τη φύση του μελαγχολικός και απαισιόδοξος, δεν μπορεί να αφεθεί στην
ευφορία που εύλογα διακρίνει γύρω του.
Κώστας
Καρυωτάκης «Βράδυ»
Το ποίημα είναι επηρεασμένο από το
πνεύμα του νεοσυμβολισμού, όπως μαρτυρούν οι υποβλητικές εικόνες, η μουσικότητα
των στίχων και η μελαγχολική διάθεση που το διαποτίζει. Ανήκει στην ποιητική
συλλογή Ελεγεία και σάτιρες.
Τα παιδάκια που παίζουν στ’ ανοιξιάτικο
δείλι
–μια ιαχή μακρυσμένη–,
τ’ αεράκι που λόγια με των ρόδων τα
χείλη
ψιθυρίζει και μένει,
τ’ ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την
ώρα,
η αδειανή κάμαρά μου,
ένα τρένο που θα ‘ρχεται από μια
άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου,
οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ
που πέφτει
ολοένα στην πόλη,
στων ανθρώπων την όψη, στ’ ουρανού τον
καθρέφτη,
στη ζωή μου τώρα όλη…
Κ.Γ. Καρυωτάκης,
Ποιήματα και πεζά, Ερμής
Το ποίημα «Βράδυ» δίνει παραστατικά, με
τη βοήθεια υποβλητικών εικόνων, το αίσθημα της απώλειας και της ματαίωσης, που
χαρακτηρίζει τη ζωή του Καρυωτάκη. Ο χρόνος περνά γοργά -το βράδυ καλύπτει τα
πάντα με σκοτάδι- και τα όνειρά του ποιητή θα μείνουν για πάντα ανεκπλήρωτα,
αφήνοντάς του ένα βαθύ συναίσθημα θλίψης.
Τα παιδάκια που παίζουν στ’ ανοιξιάτικο
δείλι
–μια ιαχή μακρυσμένη–,
τ’ αεράκι που λόγια με των ρόδων τα
χείλη
ψιθυρίζει και μένει,
Η πρώτη ηχητική εικόνα του κειμένου,
που δημιουργεί μια αίσθηση τοπικής απόστασης και συναισθηματικής
αποστασιοποίησης, συντίθεται από τις φωνές των μικρών παιδιών που παίζουν το
ανοιξιάτικο εκείνο απόβραδο∙ φωνές που ακούγονται να έρχονται από πολύ μακριά. Πρόθεση
του ποιητή απ’ τους πρώτους κιόλας στίχους να αισθητοποιήσει το πόσο
απομακρυσμένος νιώθει από τις ευδαιμονικές στιγμές του ανθρώπινου βίου και πόσο
πέρα από τη δική του ύπαρξη διαδραματίζεται η ζωή.
Αμέσως μετά ακολουθεί μια εικόνα που
εμπεριέχει και το στοιχείο της όσφρησης∙ το ανοιξιάτικο αεράκι «συνομιλεί» με
τα χείλη των τριαντάφυλλων∙ τους ψιθυρίζει κρυφά λόγια, που δεν φτάνουν ως τον
ποιητή, κι απομένει κοντά τους. Σαν να μαγεύεται απ’ την ομορφιά των ρόδων και
σαν να συνάπτει μαζί τους μια ανομολόγητη συμφωνία, το αεράκι μένει πλάι τους,
προτιμώντας τη δική τους θελκτική συντροφιά.
τ’ ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την
ώρα,
η αδειανή κάμαρά μου,
ένα τρένο που θα ‘ρχεται από μια
άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου,
Η πρώτη εικόνα της δεύτερης στροφής
μεταδίδει έντονα το αίσθημα της μοναξιάς και της ερημίας∙ τα ανοιχτά παράθυρα
στο σπίτι του ποιητή συνιστούν τη μόνη επαφή με τον έξω κόσμο, αφού είναι αυτά
που σηματοδοτούν το πέρασμα της ώρας με τον άνεμο που επιτρέπουν να εισέρχεται
μέσα∙ ένα περιοδικό κυμάτισμα του ανοιξιάτικου αέρα, που ο ποιητής το
εκλαμβάνει σαν την ανάσα των παραθύρων∙ μια ανάσα που μετρά τις στιγμές που
περνούν. Αισθητή εδώ η αντίθεση ανάμεσα στα έχοντα «ζωή» παράθυρα και στην
αδειανή κάμαρα του ποιητή, απ’ την οποία απουσιάζει η ύπαρξη συντροφιάς και,
άρα, η ζωτική ένταση της συναναστροφής και του συναισθηματικού μοιράσματος.
Η ακόλουθη εικόνα είναι ιδιαιτέρως
ενδεικτική για την ψυχική κατάσταση του ποιητή, ο οποίος παρομοιάζει τα όνειρά
του που χάθηκαν μ’ ένα τρένο που θα έρχεται από μια άγνωστη και απρόσιτη χώρα.
Φαίνεται, λοιπόν, πως ο ποιητής αντί να απολαμβάνει τη γαλήνη και την ομορφιά
του ανοιξιάτικου δειλινού, βιώνει την οδύνη που του προκαλεί η σκέψη πως τα
όνειρά του απέμειναν ανεκπλήρωτα και πως δεν υπάρχει πια μήτε χρόνος μήτε
δυνατότητα να τα υλοποιήσει. Μόνος του, χωρίς κάποια φιλική ή ερωτική
συντροφιά, αναλογίζεται όλα εκείνα που θέλησε στη ζωή του, μα δεν κατόρθωσε να
τα πραγματοποιήσει, και αφήνεται στη θλίψη που του προκαλεί αυτή η
συνειδητοποίηση.
οι
καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ που πέφτει
ολοένα στην πόλη,
στων ανθρώπων την όψη, στ’ ουρανού τον
καθρέφτη,
στη ζωή μου τώρα όλη…
Ό,τι κυριαρχεί στην ψυχή του ποιητή
είναι η αίσθηση πως έχει χάσει πια την ευκαιρία να δώσει ζωή στα όνειρά του.
Μέσα, άλλωστε, από την ηχητική και οπτική εικόνα που κλείνει το ποίημα, γίνεται
πλήρως αντιληπτή η πάροδος του χρόνου κι η αναπόφευκτη αποστασιοποίηση του
ποιητή από την ενεργή βίωση της ζωής. Ο ήχος από τις καμπάνες που σταδιακά
σβήνει, όπως και το σκοτάδι που όλο και πιο γρήγορα καλύπτει την πόλη, τα
πρόσωπα των ανθρώπων, αλλά και τον γεμάτο ομορφιά ουράνιο καθρέφτη, συμβολίζουν
με άριστο τρόπο το πέρασμα του χρόνου και την πεποίθηση του ποιητή πως δεν του
μένει πια καμία ευκαιρία να κάνει όσα κάποτε θέλησε και ονειρεύτηκε. Όπως
χαρακτηριστικά τονίζει, το σκοτάδι της νύχτας που καλύπτει καθετί γύρω του,
πέφτει και σ’ ολόκληρη τη ζωή του, σηματοδοτώντας τον άδοξο τερματισμό κάθε
ελπίδας και κάθε προσδοκίας.
Το σταδιακό πέρασμα της ημέρας, που
χαρακτηρίζεται από γλυκούς ευδαιμονικούς ήχους και ευωδιές που δεν φτάνουν ως
τον ποιητή, δείχνει πόσο απόμακρος παραμένει ο ποιητής από τη βίωση της ζωής,
ενώ η έλευση της νύχτας και του σκοταδιού, υποδηλώνει πως δεν υπάρχουν πια τα
αναγκαία χρονικά περιθώρια, προκειμένου να υλοποιήσει τα όνειρά του και να
γευτεί κι εκείνος τις χαρές της ζωής.
Ερωτήσεις
1. Το
ποίημα «Βράδυ» στηρίζεται σε μια αλληλουχία εικόνων. Εντοπίστε τες και παρακολουθήστε την εξέλιξή τους σε συνδυασμό με την
ψυχική διάθεση του ποιητή.
Η πρώτη ηχητική εικόνα του κειμένου συντίθεται
από τις φωνές των μικρών παιδιών που παίζουν το ανοιξιάτικο εκείνο απόβραδο∙
φωνές που ακούγονται να έρχονται από πολύ μακριά. Πρόθεση του ποιητή απ’ τους
πρώτους κιόλας στίχους να αισθητοποιήσει το πόσο απομακρυσμένος νιώθει από τις
ευδαιμονικές στιγμές του ανθρώπινου βίου και πόσο πέρα από τη δική του ύπαρξη
διαδραματίζεται η ζωή.
Αμέσως μετά ακολουθεί μια εικόνα που
εμπεριέχει και το στοιχείο της όσφρησης∙ το ανοιξιάτικο αεράκι «συνομιλεί» με
τα χείλη των τριαντάφυλλων. Ο ποιητής αντικρίζει κι αισθάνεται τα θελκτικά
παιχνιδίσματα της ζωής, μα δεν μπορεί μήτε να αφεθεί στη χαρά που προσφέρουν,
μήτε να συμμετάσχει σε αυτά.
Η επόμενη εικόνα μεταδίδει έντονα το
αίσθημα της μοναξιάς και της ερημίας∙ τα ανοιχτά παράθυρα στο σπίτι του ποιητή
συνιστούν τη μόνη επαφή με τον έξω κόσμο. Αισθητή εδώ η αντίθεση ανάμεσα στα
έχοντα «ζωή» παράθυρα που ανασαίνουν και στην αδειανή κάμαρα του ποιητή, απ’
την οποία απουσιάζει η ύπαρξη συντροφιάς και, άρα, η ζωτική ένταση της
συναναστροφής και του συναισθηματικού μοιράσματος.
Η ακόλουθη εικόνα είναι ιδιαιτέρως
ενδεικτική για την ψυχική κατάσταση του ποιητή, ο οποίος παρομοιάζει τα όνειρά
του που χάθηκαν μ’ ένα τρένο που θα έρχεται από μια άγνωστη και απρόσιτη χώρα. Μόνος του, χωρίς κάποια συντροφιά,
αναλογίζεται όλα εκείνα που θέλησε στη ζωή του, μα δεν κατόρθωσε να τα
πραγματοποιήσει, και αφήνεται στη θλίψη που του προκαλεί αυτή η
συνειδητοποίηση.
Το ποίημα κλείνει με μια ηχητική εικόνα
(ο ήχος απ’ τις καμπάνες που σβήνει) και μια οπτική (το βράδυ που πέφτει
σταδιακά και καλύπτει τα πάντα), μέσα απ’ τις οποίες ο ποιητής επιχειρεί να
τονίσει πόσο οριστική θεωρεί την απώλεια της ευκαιρίας που του δόθηκε να
συμμετάσχει ενεργά στην ευδαιμονία της ζωής. Καθώς το σκοτάδι καλύπτει όλη την
πόλη, ο ποιητής νιώθει πως το ίδιο συμβαίνει με όλη του τη ζωή, η οποία έχει
πια περιέλθει σ’ ένα πλήρες αδιέξοδο. Ο χρόνος πέρασε αμετάκλητα για τον
ποιητή, κι ό,τι του απομένει είναι το αίσθημα της απόγνωσης και της θλίψης.
2. Στην
τελευταία στροφή το βράδυ παίρνει μια σαφή συμβολική χροιά. Πώς αποτυπώνεται εκφραστικά και σε ποια
συναισθηματική κατάσταση αντιστοιχεί;
οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ
που πέφτει
ολοένα στην πόλη,
στων ανθρώπων την όψη, στ’ ουρανού τον
καθρέφτη,
στη ζωή μου τώρα όλη…
Με μια σειρά από μεταφορές (οι καμπάνες
που σβήνουν, το βράδυ που πέφτει, ο καθρέφτης του ουρανού) και εικόνες -ηχητικές,
οπτικές- ο ποιητής επιχειρεί να μεταδώσει την αίσθηση πως το βράδυ έχει μια πιο
ουσιαστική συμβολική σημασία, εφόσον δεν είναι απλώς μια ακόμη νύχτα που
έρχεται, αλλά η δραστική βεβαίωση πως ο γόνιμος χρόνος έχει παρέλθει οριστικά. Όπως
το σκοτάδι καλύπτει σταδιακά όλη την πόλη, αλλά και όλη τη ζωή του ποιητή κι
όπως ο ήχος απ’ τις καμπάνες -ο ήχος της ελπίδας- σβήνει, καθίσταται σαφές πως
δεν υπάρχουν πια άλλα περιθώρια, προκειμένου να κατορθώσει ο ποιητής να
υλοποιήσει τα όνειρα και τις επιδιώξεις του. Όποια ευκαιρία είχε να βιώσει
ενεργά τη ζωή και να λάβει μερίδιο στην ευτυχία που αυτή προσφέρει, έχει πια
χαθεί.
Τα συναισθήματα που αποδίδονται μέσα
από τις εικόνες και τις μεταφορές της τελευταίας στροφής είναι αυτά που
κατακλύζουν έναν άνθρωπο τη στιγμή που συνειδητοποιεί πως δεν έχει πια άλλα
περιθώρια χρόνου. Απόγνωση, θλίψη, μα και ένα βαθύ αίσθημα μεταμέλειας, για
όλες εκείνες τις ευκαιρίες που αφέθηκαν αναξιοποίητες∙ για όλα όσα μπορούσαν να
γίνουν, μα δεν έγιναν.
3. Συγκρίνετε
τα δύο ποιήματα: Ποιες ομοιότητες
και ποιες διαφορές παρατηρείτε;
Ο Καρυωτάκης αποδίδει και στα δύο αυτά
ποιήματα την αδυναμία του να βιώσει τη ζωή στην πληρότητά της και να
ανταποκριθεί στα καλέσματα της ευδαιμονίας που προσφέρουν το θερινό βράδυ και
το ανοιξιάτικο απόβραδο αντίστοιχα. Αισθάνεται γύρω του τους άλλους ανθρώπους
να αφήνονται στην ανέμελη βίωση της ζωής -έμμεση αναφορά στους άλλους στο 1ο
ποίημα, όπου η ατμόσφαιρα χαρακτηρίζεται ηλεκτρισμένη από φιλήματα, πιο σαφής η
αναφορά στο 2ο ποίημα, όπου γίνεται λόγος για τα παιδάκια που
παίζουν-, μα ο ίδιος δεν μπορεί να αποτινάξει τα αρνητικά του συναισθήματα και
να λάβει μέρος στις χαρές της ζωής. Προσέχουμε, βέβαια, πως ενώ στο πρώτο
ποίημα γίνεται σαφής αναφορά στην ψυχική του κατάσταση -Έχω κάτι σπασμένα φτερά-,
στο δεύτερο ποίημα η διάθεσή του υποδηλώνεται έμμεσα απ’ τις επιμέρους εικόνες
και υπονοείται με την αναφορά στην αδειανή του κάμαρα.
Πάντως, αν και στα δύο ποιήματα είναι
εμφανής η μελαγχολική διάθεση του ποιητή και η αποστασιοποίησή του από τις
ευχάριστες στιγμές της ζωής, υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσά τους. Στο
ποίημα «Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα» ο πληγωμένος ψυχισμός του παρουσιάζεται σε
σχέση με την τρέχουσα χρονική περίοδο, σε σχέση με το καλοκαίρι που μόλις
ξεκίνησε, ενώ στο ποίημα «Βράδυ», γίνεται αντιληπτό πως ο Καρυωτάκης δίνει μια μονιμότερη
και συνολικότερη χροιά ματαίωσης και απόγνωσης, εφόσον με την αναφορά του
καταληκτικού στίχου ότι το βράδυ καλύπτει όλη του τη ζωή, δημιουργεί την
αίσθηση πως δεν υπάρχει πια κανένα περιθώριο για εκείνον να μπορέσει να
αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα και να προχωρήσει σε μια πιο ενεργή συμμετοχή
στις ευδαιμονικές στιγμές της ζωής.
Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί μια διαφοροποίηση σε σχέση με τη μορφή
των δύο ποιημάτων, καθώς το πρώτο ποίημα είναι γραμμένο σε ελευθερωμένο στίχο,
με ακανόνιστες ομοιοκαταληξίες, ενώ στο δεύτερο ακολουθεί ιαμβικό μέτρο,
εναλλάσσοντας 14σύλλαβους και 8σύλλαβους στίχους, στους οποίους χρησιμοποιεί
πλεχτή ομοιοκαταληξία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου