Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Κυριάκος Χαραλαμπίδης «Άρδανα, II»

Everett

Κυριάκος Χαραλαμπίδης «Άρδανα, II»

Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
—  Μιλάτε Αγγλικά;
—  Καταλαβαίνω.
—  Αυτό είναι το σπίτι μου;
—  Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ’ αναφιλητά μου μ’ ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.
Βρεγμένο το κρεβάτι μου —τ’ όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;— εμείς οι δυο το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας: «Χάθηκε ο στρατός μας!» Τίποτα πια, κανένα πλοίο εν όψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το σπίτι. Δεν τ’ αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα· στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα ‘βαζες τα κλάματα.
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πια στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου — ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
—  Τι φης; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε που τ’ αναγνώριζες, αλήθεια;
—  Δεν ήτανε δικό μου πια, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη! Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house I was born? Και μου ‘πεν η Τουρκάλα: «Ναι, αυτό είναι».
Μυστήριο! Πού ήξερε πως ήταν το σπίτι αυτό που εγώ το φως του ήλιου πρωτόειδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;

Ιούλιος 1992

Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, Άγρα, 1995

Άρδανα· χωριό της περιοχής Αμμοχώστου, στην κατεχόμενη Κύπρο· πατρίδα του ποιητή.

Στο ποίημα «Άρδανα, II» ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης καταγράφει την οδύνη του ανθρώπου που έχει βιαίως εκδιωχθεί από την πατρική του γη, μη έχοντας πια τη δυνατότητα και το δικαίωμα να επιστρέψει σε αυτή. Μια τραυματική εμπειρία που ο ποιητής την έζησε μαζί με χιλιάδες άλλους Ελληνοκύπριους, οι οποίοι έγιναν πρόσφυγες μέσα στο ίδιος τους το νησί ύστερα από την τουρκική εισβολή (πρώτη φάση: 20 Ιουλίου & δεύτερη φάση: (Αττίλας ΙΙ) 14 Αυγούστου).
Το ποιητικό υποκείμενο, αν και δεν μπορεί στην πραγματικότητα να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι, βιώνει μια τέτοια επιστροφή στο πλαίσιο ενός ονείρου· ενός ονείρου που του προκαλεί μεγάλη αναστάτωση καθώς τον αναγκάζει να συνειδητοποιήσει πως ο επιδιωκόμενος νόστος δεν είναι πια εφικτός. Το πατρικό σπίτι, αν και απαράλλαχτο, δεν αναγνωρίζεται από το ποιητικό υποκείμενο. Δεν υπάρχει πια καμία αίσθηση οικειότητας και κανένα συναισθηματικό δέσιμο με τον χώρο αυτό που κάποτε αποτελούσε την αγαπημένη και πολύτιμη πατρική γη.
Αξίζει να προσεχθεί πως στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη επανέρχεται συχνά η θεματική της επιστροφής στα κατεχόμενα εδάφη, και ειδικότερα στο πατρικό σπίτι, γεγονός που φανερώνει το πόσο έντονα βιώνει ο ποιητής –κι οι Ελληνοκύπριοι γενικότερα- τον πόνο για την απώλεια των περιοχών εκείνων που αποτελούν την ιδιαίτερη πατρίδα για πάρα πολλούς Έλληνες της Κύπρου. [Δείτε: Κυριάκος Χαραλαμπίδης «Γλυκό του κουταλιού»]  

Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
—  Μιλάτε Αγγλικά;
—  Καταλαβαίνω.
—  Αυτό είναι το σπίτι μου;
—  Αυτό είναι το σπίτι σου.

Το ποίημα ξεκινά in medias res, με το ποιητικό υποκείμενο να διηγείται σ’ έναν επιστήθιο φίλο του ένα όνειρο που είδε, το οποίο και αποτελεί το κεντρικό αφηγηματικό περιστατικό. Κατ’ αυτό τον τρόπο η αρχή του πεζού ποιήματος συνιστά μια αναδρομική αφήγηση.
Με την αναφορά στην τουρκική γλώσσα και τη δυσκολία συνεννόησης που προκύπτει, καθώς και με το ερώτημα σχετικά με το αν αυτό που αντικρίζει είναι το σπίτι του, ο ποιητής κατορθώνει με συνοπτικό τρόπο να παρουσιάσει τα βασικά στοιχεία της ποιητικής ιστορίας: η συνομιλία του με μια Τουρκάλα διαδραματίζεται στα κατεχόμενα εδάφη, όπου και βρίσκεται το πατρικό του σπίτι.
Ο κατηγορηματικός τρόπος με τον οποίο η Τουρκάλα διαβεβαιώνει τον ποιητή πως αυτό είναι το σπίτι του, τού προκαλεί εύλογη απορία για το πώς μπορεί να είναι εκείνη τόσο σίγουρη για το σε ποιον ανήκει το σπίτι που έχει περάσει πια στην κατοχή της. Το ερώτημα αυτό θα διατυπωθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια στο κλείσιμο του ποιήματος, χωρίς, ωστόσο, να απαντηθεί, επιτρέποντας στον αναγνώστη -ή ωθώντας τον- να επιχειρήσει μια δική του ερμηνεία για την τόση βεβαιότητα της Τουρκάλας.

Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ’ αναφιλητά μου μ’ ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.

Η διαβεβαίωση της Τουρκάλας πως αυτό είναι πράγματι το σπίτι του, προκαλεί μεγάλη αναστάτωση στο ποιητικό υποκείμενο, που ξεσπά σε κλάματα ενώ ακόμη κοιμάται. Κλαίει, μάλιστα, με τόσο έντονα αναφιλητά, ώστε νιώθει το σώμα του να τραντάζεται, και ξυπνά. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει, ήταν τέτοια η ένταση των αναφιλητών του, ώστε το σώμα του ανασηκώθηκε με την ευκολία που θα κινούσε κανείς ένα καρυδότσουφλο. Προσέχουμε, βέβαια, πως το κλάμα του ποιητή δεν ανήκει στη θετική εκείνη συγκίνηση που προκαλεί η μετά από χρόνια επιστροφή σ’ έναν αγαπημένο τόπο, αλλά, αντιθέτως, στο θρήνο που προκαλεί η επίγνωση ενός οριστικού αποχωρισμού. Ο ποιητής συνειδητοποιεί πλέον πως το κάποτε δικό του σπίτι, δεν του ανήκει πια.
Αποδέκτης αυτής της συγκινητικής και ιδιαιτέρως προσωπικής διήγησης, είναι ένας στενός φίλος του ποιητικού υποκειμένου, ο Πυλάδης. Όνομα που μας παραπέμπει στον μυθικό κύκλο του Ορέστη, παιδικός φίλος και ξάδερφος του οποίου υπήρξε ο Πυλάδης. Επρόκειτο για μια αδελφική φιλία, παραδειγματική για την ποιότητα της ειλικρίνειας και της αφοσίωσης που τη χαρακτήριζε. Πέραν, όμως, από το πόσο στενή υπήρξε η φιλία των δύο μυθικών αυτών προσώπων, αξίζει να τονιστεί και μια έμμεση διακειμενική συσχέτιση. Ο Πυλάδης είναι αυτός που συνόδεψε -και πιθανώς παρότρυνε- τον Ορέστη στην εκδίκηση για τον δολοφονημένο πατέρα του. Θα μπορούσε, άρα, να ανιχνευτεί εδώ μια λανθάνουσα διάθεση του ποιητή να υπάρξει κάποια στιγμή η αρμόζουσα ανταπάντηση στην επιθετική και ολέθρια δράση των Τούρκων.  

Βρεγμένο το κρεβάτι μου —τ’ όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;— εμείς οι δυο το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας: «Χάθηκε ο στρατός μας!» Τίποτα πια, κανένα πλοίο εν όψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.

Ο ποιητής τονίζει πως, μόλις ξύπνησε, το κρεβάτι του ήταν βρεγμένο από τα κλάματα και τον ιδρώτα του αγωνιούντος σώματος. Σε τέτοιο βαθμό δε, ώστε του προκαλεί την ποιητική απορία, μήπως το όνειρο έσταζε από την οροφή του, κι ήταν αυτό υπεύθυνο για το μούσκεμα του κρεβατιού. Με γοργή διαδοχή των λόγων του, πάντως, ο ποιητής περνά σε μια πιο καίρια διαπίστωση, στο γεγονός ότι τόσο ο ίδιος, όσο και ο φίλος του, το γνωρίζουν καλά, το ζουν και το βλέπουν, πως δεν υπάρχει πλέον κανένα περιθώριο ουσιαστικής αντίδρασης απέναντι στη φονική δράση των Τούρκων. Ο στρατός και το ναυτικό της Κύπρου έχουν πια χαθεί, δεν υπάρχει γύρω τους κανένα πλοίο –κυπριακό ή έστω ελληνικό, αν η μητέρα πατρίδα ένιωθε την ανάγκη να βοηθήσει το πολύπαθο νησί-, με αποτέλεσμα να έχουν πια χαθεί όλα. Δεν έχει απομείνει μήτε στεριά υπό τον έλεγχο των Ελληνοκυπρίων, μήτε κανένα σπίτι. Όλα έχουν χαθεί, οριστικά.

Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το σπίτι. Δεν τ’ αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα· στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα ‘βαζες τα κλάματα.

Ο ποιητής επανέρχεται στη θεματική του ματαιωμένου νόστου και στην αδυναμία του να αναγνωρίσει το πατρικό του σπίτι. Παρά, λοιπόν, το γεγονός ότι το σπίτι και όλα τα γύρω στοιχεία του παρέμεναν ίδια (η εξώπορτα, το στενοσόκακο που οδηγούσε στο σπίτι, ο λάκκος πλάι σε αυτό, η χαρουπιά, ο εξωτερικός φούρνος, το τρακτέρ κι η μάντρα), δεν μπορούσε ωστόσο να αισθανθεί πως έχει κάποια σχέση με αυτό· δεν μπορούσε να το αναγνωρίσει. Στεκόταν στην αυλή του σπιτιού του, στην αυλή του σπιτιού που μεγάλωσε, κι όμως ένιωθε τόσο άβολα, σαν να βρισκόταν σε κάποιον εντελώς ξένο χώρο που του προκαλούσε ανυπόφορη αμηχανία.
Σχολιάζει, μάλιστα, απευθυνόμενος στον φίλο του, πως αν είχε τη δυνατότητα να τον δει και να αισθανθεί το πόσο άβολα ένιωθε έξω ακριβώς από το πατρικό του σπίτι, θα έβαζε κι εκείνος τα κλάματα. Το πατρικό σπίτι δεν είναι πια ένας οικείος χώρος, γεμάτος με αναμνήσεις, που αποτελεί κομμάτι της ψυχής του ποιητή· είναι ένας χώρος ξένος, αφιλόξενος και ανοίκειος.

Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πια στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου — ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.

Η επίγνωση πως το σπίτι ανήκει πια σε κάποιον άλλον -ανήκει στον εχθρό- έχει διαβρώσει σε τέτοιο βαθμό τα θετικά συναισθήματα απέναντι σ’ αυτό, ώστε ο ποιητής -παρά το γεγονός πως το επισκέπτεται στο πλαίσιο ενός ονείρου- παρόλο που βλέπει τον εαυτό του να βρίσκεται στην αυλή του πατρικού του, αισθάνεται πως αυτό δεν είναι το σπίτι του και πως αυτό δεν είναι πια το χωριό του. Αισθάνεται πως είναι ένας ξένος, που δεν μπορεί πια να βιώσει τη γαλήνη και το αίσθημα ασφάλειας και οικειότητας που χαρίζει η επιστροφή στην πατρική γη. Νιώθει πλέον εντελώς αποκομμένος και ξένος, σαν ένας άνθρωπος που του έχουν στερήσει το δικαίωμα να έχει μια δική του πατρίδα· σαν ένας πρόσφυγας χωρίς κανένα δικαίωμα επιστροφής στον τόπο που τον γέννησε.   

—  Τι φης; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε που τ’ αναγνώριζες, αλήθεια;
—  Δεν ήτανε δικό μου πια, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη! Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house I was born? Και μου ‘πεν η Τουρκάλα: «Ναι, αυτό είναι».

Ο φίλος του ποιητή εκπλήσσεται απ’ όσα ακούει (τι λες;) και τον ρωτά με απορία για το αν όντως δεν μπορούσε να αναγνωρίσει το σπίτι του, έστω κι αν στεκόταν έξω από αυτό. Ένα ερώτημα περισσότερο ρητορικό, αφού επί της ουσίας αφορά ακριβώς αυτό που μόλις του έχει επισημάνει ο ποιητής· ένα ερώτημα που κυρίως αποδίδει τα συναισθήματα κατανόησης και την αμοιβαιότητα της συναισθηματικής αναστάτωσης.
Ο ποιητής προχωρά, πάντως, σε επιπλέον επιβεβαιώσεις για την ένταση της αποξένωσης που αισθανόταν απέναντι στο ίδιο του το σπίτι, το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε. Κι είναι αυτή ακριβώς η εμφατική δήλωση «Το σπίτι που γεννήθηκα» που φανερώνει το βαθμό της οδύνης που βιώνει ο ποιητής, αφού ένα πολύτιμο κομμάτι της ταυτότητάς του έχει πια αφαιρεθεί από αυτόν. Η επιθετική δράση των Τούρκων του έχει στερήσει τα πατρικά του χώματα και το σπίτι του, καθιστώντας τον έναν ισόβιο πρόσφυγα, χωρίς τη λύτρωση μιας πιθανής επανένωσης με τον τόπο που τον γέννησε.
Του είναι, μάλιστα, τόσο δύσκολο να πιστέψει ότι δεν μπορεί πια μήτε να αναγνωρίσει το σπίτι του, ώστε ρωτά για άλλη μια φορά την Τουρκάλα, αν αυτό είναι όντως το σπίτι στο οποίο είχε γεννηθεί. Κι εκείνη τον διαβεβαιώνει εκ νέου, πως πράγματι αυτό είναι το σπίτι του.

Μυστήριο! Πού ήξερε πως ήταν το σπίτι αυτό που εγώ το φως του ήλιου πρωτόειδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;

Το ποίημα κλείνει με την έντονη απορία του ποιητή για το πώς ήταν δυνατό να γνώριζε με τόση βεβαιότητα η Τουρκάλα -η ξένη γυναίκα- πως αυτό ήταν το σπίτι στο οποίο εκείνος είδε για πρώτη φορά το φως του ήλιου. Μια απορία που θα μπορούσε να λάβει την απάντησή της, αν αποδεσμεύσουμε την Τουρκάλα και εν γένει τους απλούς πολίτες από τα επεκτατικά και ανάλγητα σχέδια του τουρκικού κράτους, και τους αντικρίσουμε ως ανθρώπους που κατανοούν και συναισθάνονται τη δυστυχία που προκαλεί ο πόλεμος κι η προσφυγιά. Η Τουρκάλα, υπ’ αυτή την έννοια, θα μπορούσε να έχει δείξει ενεργό ενδιαφέρον για να μάθει σε ποιον ανήκε το σπίτι που της παραχώρησαν· ποια ήταν η οικογένεια που εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα πάτρια εδάφη της και ποιοι ήταν εκείνοι οι άνθρωποι που θα περνούσαν όλοι τους τη ζωή να αναθυμούνται και να νοσταλγούν αυτό το σπίτι που της δόθηκε.
Ο ποιητής πιθανώς δεν θέλει να αποδώσει στους απλούς πολίτες κακές προθέσεις και δόλια εχθρικότητα, εφόσον είναι κι εκείνοι καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου που βλέπουν τη ζωή τους να παρασύρεται από τις αποφάσεις των κρατούντων. Η απόφαση της εισβολής δεν ανήκει, άλλωστε, στους πολίτες, αλλά στην κυβέρνηση της Τουρκίας. Έτσι, δεν είναι απίθανο να υπάρχουν ανάμεσά τους πολλοί που να αισθάνονταν πόνο για όσα συνέβησαν στους Έλληνες κατοίκους του νησιού και να νιώθουν τη δυστυχία που τους προκάλεσε η επιθετική αυτή ενέργεια της δικής τους κυβέρνησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου