David Talley
Οδυσσέας
Ελύτης «Οι κλεψύδρες του αγνώστου» [ΣΤ΄]
Νυχτερινό υφαντούργημα
Των κρίνων φλοίσβος που γυμνώνει τ’
αυτιά και διασκορπίζεται
Νιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα
που βιάζεται ν’ αδράξει
το έργο
Νιότη που θέλει άλλη μια ευκαιρία αιωνιότητας
Και στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το
κεφάλι της αδιαφορώντας
Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα,
μουσική που κυριεύει
στόμα που ανοίγει
Σ’ άλλο στόμα - κόκκινο παιγνίδι
κλαδεμένο απ’ τον ίλιγγο
Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο
σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα
έτσι
Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω
γιατί βγήκα σ’ ένα τέτοιο
αγνάντεμα
Όπου παθαίνεται ο λυγμός ζητώντας άλλ’
αστέρια
Ψάχνοντας με φθαρτές χειρονομίες την
άμμο που άφησαν
ανασκαμμένη των ερώτων οι σπασμοί
Δόθηκαν τα φτερά στα δευτερόλεπτα
Φεύγει ο κόσμος, άλλος έρχεται, στην
παλάμη του διαβάζει ρόδα
και γιορτές
Φεύγει ο κόσμος, είμαι σ’ ένα κύμα του,
εμπιστεύομαι όλος
στη φορά του
Μέτωπα φέγγουν, δάχτυλα ερευνούν τον
ύπνο που πιστεύουνε
Μα ποια βουή, ποιο σπήλαιο είναι αυτό
που καλεί την αγνότητα
Γλάρου στιγμή οριζόντια επάνω από τα
πάθη, βάρκα ευτυχισμένη
ορμητήριο αναπάντεχο
Θα βγω στις άσπρες πύλες του μεσημεριού
χτυπώντας με λαλιές
τα γαλανά αναστάσιμα
Κι όλα τα κρύα νησιά θ’ ανάψουν τα
μαλλιά τους για να σεργιανίσουν
Με αθώες φλόγες και με βότσαλα τα
ερωτικά πελάγη
Θα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο
σίγουρη στιγμή
της πλώρης
Που χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες
των απλών καλών
ανθρώπων.
Με τον όρο «κλεψύδρες του αγνώστου» ο
ποιητής αποδίδει εύστοχα τη συνεχή αναμέτρηση των ανθρώπων μ’ εκείνους τους
αστάθμητους παράγοντες που βρίσκονται έξω από τον έλεγχό τους και ταλανίζουν
διαρκώς τη σκέψη τους. Το άγνωστο του έρωτα, το άγνωστο κι η αβεβαιότητα για το
μέλλον και την πορεία της ζωής, όπως κι η αίσθηση πως υπάρχει μια δυνατότητα
πληρέστερης βίωσης της ευτυχίας, που όμως μοιάζει δύσκολο να βρεθεί και να
κατακτηθεί, αναλώνουν πολύτιμο χρόνο απ’ τα ήδη μικρά αποθέματα του κάθε
ανθρώπου, στήνοντας μπροστά του οδυνηρές κλεψύδρες που του υπενθυμίζουν συνεχώς
πως ο χρόνος περνά.
Σ’ αυτή την ενότητα της ποιητικής του
σύνθεσης ο Ελύτης καταθέτει τη δική του θέση απέναντι στη διαχρονική ανάγκη του
ανθρώπου να αισθανθεί ευτυχισμένος και να βιώσει στην ολότητά της την ευδαιμονία
της ζωής.
Νυχτερινό υφαντούργημα
Των κρίνων φλοίσβος που γυμνώνει τ’
αυτιά και διασκορπίζεται
Νιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα
που βιάζεται ν’ αδράξει
το έργο
Νιότη που θέλει άλλη μια ευκαιρία
αιωνιότητας
Και στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το
κεφάλι της αδιαφορώντας
Το κάλεσμα της ζωής για μια πλήρη βίωση
της νεότητας, υφαίνεται ακόμη και τη νύχτα, μέσα από τον «παφλασμό» των κρίνων,
μέσα από έναν ήχο ανεπαίσθητο, σχεδόν ανύπαρκτο, που μοιάζει να προκύπτει από
τον κυματισμό των λουλουδιών, και γυμνώνει τ’ αυτιά, τα αναγκάζει δηλαδή ν’
ακούσουν ή να αισθανθούν έναν απ’ τους πιο απαλούς, μα και πιο θελκτικούς ήχους
που μπορεί ν’ ακούσει κανείς. Ο ήχος αυτός των λικνιζόμενων λουλουδιών μόλις
που φτάνει στα αυτιά του ατόμου κι αμέσως χάνεται, υποδηλώνοντας έτσι το
δυσεπίτευκτο της σύλληψης και της βίωσης εκείνων των συναισθημάτων ευδαιμονίας
που δημιουργούν τόσο η φύση όσο κι η νεότητα.
Το ποιητικό υποκείμενο αισθάνεται στους
ώμους της ζωής∙ αισθάνεται στο ίδιο του το σώμα το κέντρισμα της ζωτικής
δύναμης που τον παρακινεί σε δράση, που τον ωθεί να βιαστεί προκειμένου ν’
αδράξει την ευκαιρία του να έχει κι ο ίδιος ενεργή συμμετοχή σε ό,τι συνιστά
την αέναη κινητικότητα της φύσης και της ζωής. Πρόκειται για την αμφίθυμη
εκείνη επιθυμία της νεότητας να διατηρήσει αδιάκοπη και αιώνια τη συμμετοχή της
στις πηγές ευδαιμονίας της ζωής, την ίδια ακριβώς στιγμή που μοιάζει να
αδιαφορεί για το αν θα της δοθεί τελικά η ευκαιρία αυτή. Η νεότητα αφήνεται
στην εύνοια των ανέμων, καθώς γνωρίζει πως επί της ουσίας δεν απαιτείται από
εκείνη πραγματική προσπάθεια, αφού ούτως ή άλλως το μερίδιό της στην ευτυχία
και στην απόλαυση της ζωής είναι δεδομένο.
Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα,
μουσική που κυριεύει
στόμα που ανοίγει
Σ’ άλλο στόμα - κόκκινο παιγνίδι
κλαδεμένο απ’ τον ίλιγγο
Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο
σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα
έτσι
Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω
γιατί βγήκα σ’ ένα τέτοιο
αγνάντεμα
Όπου παθαίνεται ο λυγμός ζητώντας άλλ’
αστέρια
Ψάχνοντας με φθαρτές χειρονομίες την
άμμο που άφησαν
ανασκαμμένη των ερώτων οι σπασμοί
Το κλειδί που προσφέρει στη νεότητα
πρόσβαση στην αιωνιότητα είναι ο έρωτας, τόσο ως ψυχικό βίωμα, όσο και ως
σωματική πράξη. Κι είναι το στήθος των ανθρώπων εκείνων που είναι πρόθυμοι ν’
αφεθούν στην εξουσία του έρωτα, που κατορθώνει να νιώσει και να περικλείσει
μέσα του την απροσμέτρητη χαρά της νιότης και της ζωής.
Το στήθος του ανθρώπου που επιτρέπει
στον έρωτα να λάβει πλήρως τον έλεγχο είναι εκείνο που βιώνει τη βαθιά
ευδαιμονία της αρμονίας -της μουσικής- που γεννά η γεμάτη συναισθήματα και
κορυφώσεις ανθρώπινη καρδιά. Τη στιγμή που το ένα στόμα αγγίζει το άλλο, το
κόκκινο παιχνίδι ανάμεσα στα χείλη και τις γλώσσες διακόπτεται από τον ίλιγγο,
από τη ζάλη του πόθου. Το ερωτικό πάθος βρίσκεται εδώ στην υψηλότερη έντασή
του.
Μα το ποιητικό υποκείμενο ζητά απ’ την
αγαπημένη του ακόμα ένα φιλί, προκειμένου να τις αποκαλύψει για ποιο λόγο
μάτωσε κατ’ αυτό τον τρόπο τις σιωπές του∙ για ποιο λόγο και τι αναμένοντας
ένιωσε μέσα του τόσο έντονα τον πόνο της μοναξιάς και της αναμονής. Της ζητά να
τον ακολουθήσει ακόμη ένα χιλιόμετρο, για να της δείξει για ποιο λόγο και τι
περιμένοντας ν’ αντικρίσει βγήκε σε μια τέτοια περιπλάνηση. Την οδηγεί, λοιπόν,
σ’ εκείνο το σημείο -τοπικό και ψυχικό- όπου ο λυγμός -η εσώτερη οδύνη της
ύπαρξης- φτάνει στην κλιμάκωσή του, φανερώνοντας τον ασίγαστο πόθο του ανθρώπου
για «άλλα αστέρια», για έναν άλλο τόπο, όπου η ζωή θα λαμβάνει μια πιο
ουσιαστική και πιο μεστή έκφανση.
Την οδηγεί σ’ εκείνον τον τόπο, του
οποίου η ύπαρξη γίνεται αντιληπτή μέσα από τη συνειδητοποίηση της διάστασης
ανάμεσα στην ένταση των ερωτικών σπασμών -μιας ψυχικής και σωματικής κορύφωσης-
και των φθαρτών ιχνών που αυτοί αφήνουν στην άμμο και κατ’ επέκταση στον
ανθρώπινο βίο. Μπορεί τα ίχνη της ερωτικής πράξης να είναι πρόσκαιρα και να
χάνονται γοργά, η επίγνωση όμως πως η ανθρώπινη ψυχή έχει τη δυνατότητα να
βιώσει μια τέτοια ευδαιμονική ένταση καθιστά την καθημερινότητα και το
κοινότοπο κάθε άλλης δράσης ανεπαρκή για τη νιότη. Έτσι, η ψυχή του νέου
ανθρώπου αναζητά με αγωνία τον τρόπο να βρεθεί σε μια διαρκέστερη επαφή με τη
λυτρωτική απόλαυση των στιγμών της κορύφωσης∙ αναζητά τον ουτοπικό εκείνο χώρο
όπου η ευδαιμονία είναι διαυγής κι αδιάλειπτη, και στέκει άτρωτη απέναντι στις
υπονομεύσεις της θνητότητας.
Δόθηκαν τα φτερά στα δευτερόλεπτα
Φεύγει ο κόσμος, άλλος έρχεται, στην
παλάμη του διαβάζει ρόδα
και γιορτές
Φεύγει ο κόσμος, είμαι σ’ ένα κύμα του,
εμπιστεύομαι όλος
στη φορά του
Μέτωπα φέγγουν, δάχτυλα ερευνούν τον
ύπνο που πιστεύουνε
Μα ποια βουή, ποιο σπήλαιο είναι αυτό
που καλεί την αγνότητα
Γλάρου στιγμή οριζόντια επάνω από τα
πάθη, βάρκα ευτυχισμένη
ορμητήριο αναπάντεχο
Η πλήρης βίωση, ωστόσο, της ευτυχίας
που συνοδεύει τη νεότητα προσκρούει στο γοργό πέρασμα του χρόνου και στις
πολλαπλές εναλλαγές που συνοδεύουν το πέρασμα αυτό. Τα δευτερόλεπτα περνούν με
εκπληκτική ταχύτητα και μαζί τους παίρνουν τον κόσμο του παρελθόντος, τον κόσμο
της μόλις προηγούμενης στιγμής, φέρνοντας στη θέση του έναν άλλο κόσμο, που
διαβάζει κι αυτός στη μοίρα του το δικό του δικαίωμα στην ομορφιά και στην
απόλαυση.
Ο ποιητής, πάντως, αφήνεται μ’
εμπιστοσύνη στη ροή που ακολουθεί ο κόσμος στον οποίο ανήκει∙ αφήνεται μ’
εμπιστοσύνη στη δυναμική της πορείας του, προσδοκώντας πως θα βρεθεί στο
κατάλληλο σημείο, ώστε ν’ αντιληφθεί έγκαιρα και να ανταποκριθεί στο κάλεσμα
της ζωής. Βλέπει, μάλιστα, γύρω του τα πρόσωπα των ανθρώπων να φέγγουν απ’ την
ίδια ακριβώς προσδοκία και αντιλαμβάνεται την εμπιστοσύνη με την οποία
διερευνούν τις στιγμές της αδράνειας -του ύπνου-, τις στιγμές της αναμονής,
μέχρι να κληθούν κι εκείνοι να συμμετάσχουν στο γιόρτασμα της ζωής.
Το κάλεσμα, μάλιστα, αυτό ο Ελύτης -πολύ
εύλογα- το ταυτίζει και το παρουσιάζει με εικόνες οπτικές και ηχητικές παρμένες
από το ελληνικό καλοκαίρι∙ η βουή, ο ήχος από κάποιο σπήλαιο που διατρέχεται
από τα νερά της θάλασσας, συνιστά την πρώτη πρόσκληση της φύσης προς την αγνή νεότητα
να νιώσει τη λυτρωτική χαρά της ανέμελης βίωσης της ζωής, κι αμέσως μετά
ακολουθούν εικόνες ξεγνοιασιάς που καθιστούν σαφή την αίσθηση του ποιητή πως η
πραγματική ευτυχία δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο σε συσχέτιση με το ελληνικό
καλοκαίρι. Ένας γλάρος που πετά χωρίς να κινεί τα ορθάνοιχτα φτερά του,
δημιουργώντας μια παράδοξη αίσθηση ακινησίας, ενώ βρίσκεται στον ουρανό,
προσφέρει στον ποιητή την ιδεατή εικόνα αποστασιοποίησης από τα πάθη και τις
ανησυχίες εκείνες που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την αγνότητα της χαράς. Πέρα
και πάνω από κάθε έγνοια, ο γλάρος απολαμβάνει την ελευθερία του, μοιάζοντας να
αψηφά τη βαρύτητα, όπως ο άνθρωπος θα έπρεπε να αψηφά όσα τείνουν να σκιάζουν
την ευτυχία του.
Κι ύστερα, μια ευτυχισμένη βάρκα στα
γαλήνια και καταγάλανα νερά, μακριά απ’ τη φθορά της καθημερινότητας, μοιάζει
να αποτελεί το ιδανικό ορμητήριο της χαράς, αφού στέκει μακριά από κάθε
μικρότητα ή έγνοια του ανθρώπινου βίου. Μέσα σ’ εκείνη τη βάρκα, με μόνο
συνοδοιπόρο το γαλανό τ’ ουρανού και της θάλασσας, ο άνθρωπος μπορεί να νιώσει
απόλυτα ελεύθερος και ευτυχής.
Θα βγω στις άσπρες πύλες του μεσημεριού
χτυπώντας με λαλιές
τα γαλανά αναστάσιμα
Κι όλα τα κρύα νησιά θ’ ανάψουν τα
μαλλιά τους για να σεργιανίσουν
Με αθώες φλόγες και με βότσαλα τα
ερωτικά πελάγη
Θα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο
σίγουρη στιγμή
της πλώρης
Που χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες
των απλών καλών
ανθρώπων.
Πρόθεση του ποιητή είναι να αναλάβει
ενεργό ρόλο και να γίνει ο ίδιος πρεσβευτής του μηνύματος της χαράς, διαλαλώντας
τη δυνατότητα των ανθρώπων να συμμετάσχουν στην άδολη βίωση της ευτυχίας. Θα
βγει, όπως δηλώνει, στο εκτυφλωτικό φως του μεσημεριανού ήλιου και με
ενθουσιώδεις φωνές θα φανερώσει την ικανότητα του γαλανού ουρανού και της
θάλασσας να «ανασταίνουν», να επαναφέρουν σ’ όλο της το μεγαλείο τη ζωτική
δύναμη της ανθρώπινης ψυχής. Θα διαλαλήσει το μήνυμά του αυτό, προσδοκώντας πως
όλα τα νησιά του ελληνικού τοπίου, που μοιάζουν να έχουν χάσει πρόσκαιρα τη
θέρμη τους, θα αφεθούν εκ νέου στη ζωογόνο δύναμη του καλοκαιριού∙ θα αρχίσουν
και πάλι να φλέγονται, και θα ξεκινήσουν για άλλη μια φορά το ευδαιμονικό τους
ταξίδι στα ερωτικά πελάγη.
Προτίθεται ο ποιητής να υποδείξει στα γυμνά ελληνικά καλοκαίρια την
ιδανικότερη κατεύθυνση του ιδεατού αυτού ταξιδιού προς την ευτυχία, που περνά
δίχως άλλο μέσα από τις ελπίδες και τις προσδοκίες των απλών καθημερινών
ανθρώπων∙ των ανθρώπων εκείνων που έχουν βέβαιο μερίδιο στην ευτυχία, χάρη στην
καλοσύνη και την αγνότητα της ψυχής τους. Δεν υπάρχει, άλλωστε, άλλος τρόπος να
γευτεί κανείς την ευτυχία, πέρα από το να διατηρεί την αγαθότητα και την
καλοσύνη της ψυχής του ακέραιες παρά τις όποιες αντιξοότητες, όπως και δεν
υπάρχει άλλος χώρος καλύτερος να υποδεχτεί την κορύφωση της χαράς, πέρα από τα
δοσμένα στο γαλάζιο ελληνικά νησιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου