Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Δήμητρα Χριστοδούλου «Τι βλέπει καθαρά ο τεχνίτης»

Giuseppe Recco 

Δήμητρα Χριστοδούλου «Τι βλέπει καθαρά ο τεχνίτης»

Πουλερικό σφαγμένο στο τραπέζι.
Στο πιάτο τα γδαρμένα ψάρια.
Δίπλα, ψωμί σκισμένο απ’ το μαχαίρι:
Όχι νεκρή μα σκοτωμένη φύση
Κηδεύεται ευλαβικά στο τελάρο.
Κι ακούς πίσω απ’ το καστανόμαυρο φόντο
Τη μπουκωμενη οργή.
Αυτή θα οπλίσει πάλι και πάλι το χέρι
Ως εκεί που καμιά ομορφιά δεν ξορκίζει
Κι ούτε λυγμός
Ποτέ εξιλέωσε.
Μόνο χύνονται πάνω στο άθλιο πρότυπο
Τα ίδια και τα ίδια χρώματα
Του φόνου.

Δ. Χριστοδούλου (2007). Λιμός, Αθήνα: Νεφέλη.

Ένας πίνακας «νεκρής φύσης», στον οποίο ο ζωγράφος (τεχνίτης) έχει αποτυπώσει με ακρίβεια διάφορα «νεκρά» αντικείμενα, λειτουργεί ως ερέθισμα σκέψης και προβληματισμού για την ποιήτρια, η οποία «βλέπει καθαρά» τη φονική δράση που χαρακτηρίζει τον ανθρώπινο βίο. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο «τεχνίτης» που βλέπει καθαρά, δεν είναι ο ζωγράφος που αποτυπώνει τα όσα παρατηρεί, αλλά η ποιήτρια που «βλέπει» πάνω στον καμβά την αποτύπωση ενός ολέθριου μοτίβου.

[Ο όρος νεκρή φύση, natura morta, εισάγεται στην ιταλική ορολογία της τέχνης τον 18ο αιώνα. Τότε ακόμα η natura morta θεωρείται ζωγραφική δεύτερης κατηγορίας και αντιδιαστέλλεται προς την «ευγενή» natura vivente, τη ζωντανή φύση, όπου πρωταγωνιστεί ο άνθρωπος.]

«Πουλερικό σφαγμένο στο τραπέζι.
Στο πιάτο τα γδαρμένα ψάρια.
Δίπλα, ψωμί σκισμένο απ’ το μαχαίρι:»

Το περιεχόμενο του πίνακα αποδίδεται γλωσσικά από την ποιήτρια με τρόπο που να τονίζει τη βία που κρύβεται πίσω από τη θανάτωση όσων προηγούμενα υπήρξαν ζωντανά όντα. Οι τρεις μετοχές αυτών των στίχων (σφαγμένο, γδαρμένα, σκισμένο) αποδίδουν πρωτίστως τη φονική διάθεση των ανθρώπων και δευτερευόντως χαρακτηρίζουν τα όσα έχει αποτυπώσει ο ζωγράφος.
Το σφαγμένο πουλερικό, τα γδαρμένα ψάρια, αλλά και το σκισμένο απ’ το μαχαίρι ψωμί συνιστούν σε πρώτο επίπεδο τα όσα επέλεξε ο ζωγράφος να αποδώσει με την τέχνη του, ώστε να φανερώσει τη δυνατότητα της με ακρίβειας αναπαράστασης του υλικού κόσμου. Σε δεύτερο επίπεδο, ωστόσο, λειτουργούν ως τεκμήρια εκείνης της φονικής βιαιότητας που τίθεται στο επίκεντρο του προβληματισμού της ποιήτριας. Η ποιητική τέχνη διερευνά, έτσι, το ουσιαστικό περιεχόμενο του ζωγραφικού πίνακα, ανεξάρτητα από το ποιες υπήρξαν οι αρχικές προθέσεις του ζωγράφου.

«Όχι νεκρή μα σκοτωμένη φύση
Κηδεύεται ευλαβικά στο τελάρο.»

Μ’ ένα καυστικό λογοπαίγνιο η ποιήτρια ανατρέπει την παγιωμένη ορολογία της «natura morta», αφού ό,τι αντικρίζει η ίδια δεν είναι φύση που έχει πεθάνει, αλλά φύση που έχει φονευθεί. Η σκληρότητα πίσω από τη θανάτωση της φύσης έχει μεγαλύτερη σημασία για την ποιήτρια απ’ ό,τι το συγκεκριμένο περιεχόμενο του πίνακα. Έτσι, στη ζωγραφική απόδοση των «νεκρών» αντικειμένων η ίδια βλέπει, όχι μια καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά την απόδοση φόρου τιμής σε ό,τι έχει πέσει θύμα της ανθρώπινης αγριότητας. Η προσωποποιημένη φύση δεν αποτυπώνεται απλώς στο τελάρο του ζωγράφου, αλλά «κηδεύεται» με ευλάβεια, προκειμένου να βρει τη γαλήνη και την ανάπαυση που δεν της δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει όσο βρισκόταν εν ζωή.

«Κι ακούς πίσω απ’ το καστανόμαυρο φόντο
Τη μπουκωμενη οργή.»

Εκείνο που χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή, κατά την ποιήτρια, δεν είναι τόσο ό,τι είναι ζωγραφικά δοσμένο στον πίνακα, αλλά αυτό που κρύβεται πίσω κι από το πένθιμο φόντο, η «μπουκωμένη», δηλαδή, οργή που συνιστά την κινητήριο δύναμη της φονικής δράσης των ανθρώπων. Το σφαγμένο πουλερικό και τα γδαρμένα ψάρια του πίνακα αποτελούν μέρος μόνο -το μικρότερο- των θυμάτων της οργής, η οποία συχνά οδηγεί τους ανθρώπους σε μια ανηλεή αδελφοκτόνο δράση, τρέποντας σε θύματα, όχι πια τα ζώα και τα πτηνά, αλλά τους συνανθρώπους τους.
Η οργή χαρακτηρίζεται «μπουκωμένη», ώστε να τονιστεί το γεγονός πως δεν κατευνάζεται ποτέ. Παρά το πέρασμα των χρόνων και παρά τις συνεχείς προσπάθειες να διαδοθεί το λυτρωτικό μήνυμα του ανθρωπισμού, η οργή αυτή αδυνατεί να εκτονωθεί. Συνεχίζει, έτσι, να οδηγεί ξανά και ξανά τους ανθρώπους στο ίδιο έγκλημα, χωρίς να διαφαίνεται κάποια προοπτική παρόπλισής της.

«Αυτή θα οπλίσει πάλι και πάλι το χέρι
Ως εκεί που καμιά ομορφιά δεν ξορκίζει
Κι ούτε λυγμός
Ποτέ εξιλέωσε.»

Η προσωποποιημένη οργή είναι αυτή που θα οπλίσει πάλι και πάλι το χέρι του ανθρώπου, οδηγώντας τον σ’ έναν αέναο κύκλο βιαιότητας και φονικής δράσης. Μια αδιάκοπη αίσθηση οργής που πηγάζει από τις κάθε είδους διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, όπως κι από τη δίχως τέλος ανάγκη προάσπισης του συμφέροντος (προσωπικού ή εθνικού).
Το χέρι του ανθρώπου θα συνεχίσει να οδηγείται αδιάκοπα στο έγκλημα, φτάνοντας μέχρι εκείνο το σημείο όπου καμιά «ομορφιά» και κανένα καλλιτεχνικό δημιούργημα, δεν θα μπορεί πια να ξορκίσει το φονικό του έργο. Παρά τη δύναμη της τέχνης να εξωραΐζει καταστάσεις και παρά τη δυνατότητα του ανθρώπου να επιτελεί αγαθά έργα, από ένα σημείο και μετά η φονική του δράση δεν μπορεί μήτε να εξισορροπηθεί μήτε να αποκρυφθεί. Όση ομορφιά κι αν δημιουργήσει ο άνθρωπος, δεν θα μπορεί να κρύψει το άσχημο και βίαιο πρόσωπο της ανθρωπότητας.
Αντιστοίχως, όσο κι αν υπάρχουν εκείνοι που αναγνωρίζουν την εγκληματική δράση των ανθρώπων και θρηνούν γι’ αυτή, η δική τους θλίψη και τα δικά τους δάκρυα δεν μπορούν να διασφαλίσουν την επιθυμητή εξιλέωση για τα τόσα εγκλήματα των ανθρώπων. Δεν υπάρχουν αρκετά δάκρυα, μήτε επαρκής μεταμέλεια, για να επιτευχθεί η εξιλέωση του φονικού έργου των ανθρώπων.

«Μόνο χύνονται πάνω στο άθλιο πρότυπο
Τα ίδια και τα ίδια χρώματα
Του φόνου.»

Πεποίθηση της ποιήτριας, άλλωστε, είναι πως η φονική δράση των ανθρώπων θα συνεχιστεί ως μακάβρια επανάληψη του ίδιου «άθλιου προτύπου». Όσος καιρός κι αν περάσει θα συνεχίσουν οι δημιουργοί να χρησιμοποιούν τα ίδια πένθιμα χρώματα για να αποτυπώνουν το εγκληματικό έργο της ανθρωπότητας, αφού η βιαιότητα μοιάζει να είναι εγγενές χαρακτηριστικό των ανθρώπων.

Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το κύριο θέμα του ποιήματος; Ποια είναι η δική σας άποψη σχετικά με αυτό; (150-200 λέξεις)

Κύριο θέμα του ποιήματος, κατά τη γνώμη μου, είναι η ανάγκη προβληματισμού σχετικά με τη βίαιη φύση των ανθρώπων και την τάση τους να οδηγούνται αέναα στο φόνο. Με αφορμή τη «νεκρή φύση» που αποτελεί το περιεχόμενο ενός πίνακα ζωγραφικής («Κηδεύεται ευλαβικά στο τελάρο»), το ποιητικό υποκείμενο διερευνά τη θεματική της βίας, ξεκινώντας από τη στάση του ανθρώπου απέναντι στα άλλα έμβια όντα («Στο πιάτο τα γδαρμένα ψάρια») και προχωρώντας περαιτέρω στη γενικότερη καταφυγή του στη βία («Αυτή θα οπλίσει πάλι και πάλι το χέρι»). Με την αξιοποίηση μετοχών δηλωτικών της βιαιότητας («σφαγμένο, γδαρμένα, σκισμένο») καθώς και μιας παραστατικής προσωποποίησης («Τη μπουκωμενη οργή») το ποιητικό υποκείμενο αναδεικνύει αυτό που στην πραγματικότητα κρύβεται πίσω από τη ζωγραφική αναπαράσταση, όπως μάς προϊδεάζει από τον τίτλο («Τι βλέπει καθαρά ο τεχνίτης»). Αναδεικνύει, δηλαδή, την ακατάπαυστη οργή που οπλίζει διαρκώς το χέρι των ανθρώπων και τους εξωθεί στο ανήλεο φονικό τους έργο. Με δύο επιπρόσθετες προσωποποιήσεις («Ως εκεί που καμιά ομορφιά δεν ξορκίζει / Κι ούτε λυγμός / Ποτέ εξιλέωσε») το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει την άποψη πως η εγκληματική αυτή δράση έχει οδηγηθεί σε τόσο ακραίο σημείο, ώστε δεν είναι πια εφικτή η εξιλέωση των ανθρώπων, αφού κανένα καλλιτεχνικό έργο και καμία μεταμέλεια δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως επαρκές αντίβαρο.
Κατά τη γνώμη μου, το ποιητικό υποκείμενο στηλιτεύει ορθώς τη βιαιότητα και τη φονική δράση των ανθρώπων, εφόσον η συνέχισή τους συνιστά οδυνηρή διάψευση της υποτιθέμενης ανόδου του πολιτιστικού και πνευματικού επιπέδου της ανθρωπότητας. Τη στιγμή που επιτυγχάνουμε εκπληκτική πρόοδο σε όλους τους τομείς της επιστήμης, φαίνεται πως είναι ανέφικτο το να τερματίσουμε ή να περιορίσουμε την ανθρωποκτόνο δράση κρατών και ανθρώπων, η οποία -παρά τις όποιες προσπάθειες- συνεχίζει να οδηγείται σε αλλεπάλληλες εξάρσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου