Οδυσσέας Ελύτης «Ελένη»
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής
σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει
αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους
προορισμόν Εσένα!
Κατά που θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα
που δε μας λογαριάζει πια
ο καιρός
Κατά που θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα
που οι μακρινές γραμμές
ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω
στα τοπία μας
Κι είμαστε -σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη-
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις
νεκρές εικόνες σου.
Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την
καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει
κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει άλλου ένας άνεμος για
να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει
από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο
σου ως τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα
ξανασυναντηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ’
αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής
βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες
στις ψυχές μας που όσο παν
κι απομακρύνονται
Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι
μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες
των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω!
μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο
ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του
φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην
ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας
χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που
βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα
στο τζάκι χτύπημα
του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός
παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
και λόγια
Λόγια όχι σαν τ’ αλλά μα κι αυτά μ’ ένα
μοναδικό τους προορισμόν:
Εσένα!
Οδυσσέας Ελύτης, Προσανατολισμοί,
Εκδόσεις Ίκαρος
Το ποίημα μάς τοποθετεί στο τέλος ενός έρωτα,
όταν ο ερωτευμένος ποιητής συνειδητοποιεί πως έχει χάσει πια ό,τι αποτελούσε
μέχρι εκείνη τη στιγμή το σκοπό της ζωής του και την πηγή της ευδαιμονίας του.
Η μετάβαση από την ευτυχία του αμοιβαίου έρωτα σε μια επώδυνη κατάσταση μοναξιάς
και αναπόλησης είναι πολλαπλά απαιτητική, εφόσον το ποιητικό υποκείμενο οφείλει
να ανασυγκροτήσει τον εαυτό του και να βρει τον τρόπο να συνεχίσει να υπάρχει
και να λειτουργεί χωρίς την αγαπημένη γυναίκα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο
ποιητής δεν χρησιμοποιεί το α΄ ενικό πρόσωπο, για να καταγράψει τον αντίκτυπο αυτής
της απώλειας, αλλά το α΄ πληθυντικό, υποδηλώνοντας πως η απουσία της Ελένης δεν
επηρεάζει μόνο εκείνον. Ένα σύνολο ανθρώπων, μια ολόκληρη παρέα, βιώνουν από
κοινού τη νέα πραγματικότητα, καθώς η αγαπημένη γυναίκα καθόριζε τη διάθεση όχι
μόνο του ποιητικού υποκειμένου, αλλά και της υπόλοιπης παρέας φίλων.
Αναπόφευκτα η επιλογή του ονόματος
Ελένη, όπως κι η παρουσίαση των συνεπειών της απουσίας της σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο,
παραπέμπουν στη μυθική Ελένη, η φυγή της οποίας επηρέασε ένα μεγάλο σύνολο
ανθρώπων. Στο πλαίσιο, πάντως, του συγκεκριμένου ποιήματος, δεν υπάρχουν
επαρκείς αναφορές, ώστε να τεκμηριωθεί μια σαφής σύνδεση με την ωραία Ελένη.
«Με την πρώτη σταγόνα της βροχής
σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει
αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους
προορισμόν Εσένα!»
Ο ερχομός του φθινοπώρου με τα
πρωτοβρόχια σηματοδοτεί τον οριστικό κι επώδυνο τερματισμό του καλοκαιριού, στο
πλαίσιο του οποίου γεννήθηκε ο έρωτας για την Ελένη. Με την έντονα συγκινησιακή
μεταφορά -και προσωποποίηση- «σκοτώθηκε το καλοκαίρι» ο ποιητής φανερώνει από
τον αρχικό κιόλας στίχο αφενός πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με το ερωτικό του
συναίσθημα υπήρξε η καλοκαιρινή περίοδος και αφετέρου το αμετάκλητο αυτού του
αιφνίδιου τερματισμού. Το τέλος του καλοκαιριού ορίζει και το τέλος του έρωτα.
Με εμφατικό τρόπο ο ποιητής επισημαίνει
πως η πρώτη φθινοπωρινή σταγόνα ήταν αρκετή για να μουσκέψει και κατ’ επέκταση
να φθείρει ανεπανόρθωτα τα λόγια εκείνα που είχαν «γεννήσει αστροφεγγιές». Τα λόγια
με τα οποία ο ποιητής είχε χτίσει για εκείνον και την αγαπημένη του ανέφελες
εικόνες και στιγμές ευτυχίας. Όλα τα λόγια του που γράφτηκαν και ειπώθηκαν
έχοντας ως μόνο τους προορισμό εκείνη.
Το κεφαλαίο γράμμα στη λέξη «Εσένα»,
αλλά και η δήλωση πως «όλα τα λόγια» είχαν ως μοναδικό τους προορισμό εκείνη,
φανερώνουν το βαθμό στον οποίο η αγαπημένη γυναίκα, η Ελένη, δέσποζε στη σκέψη και
στα συναισθήματα του ποιητή. Όλες οι λέξεις του, ωστόσο, με τις οποίες θέλησε να
τής εκφράσει την αγάπη του και να τής τονίσει το πόσο σημαντική είναι για
εκείνον, βρίσκονται πλέον αντιμέτωπες με τα νέα δεδομένα που δημιουργεί το
τέλος του καλοκαιριού. Όσο κι αν την αγάπησε, όσο κι αν κάθε του σκέψη αφορούσε
εκείνη, τίποτε από αυτά δεν επηρεάζει τη νέα πραγματικότητα που
διαμορφώνεται.
«Κατά που θ’ απλώσουμε τα χέρια μας
τώρα που δε μας λογαριάζει πια
ο καιρός
Κατά που θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα
που οι μακρινές γραμμές
ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω
στα τοπία μας
Κι είμαστε -σαν να πέρασε μέσα μας η
ομίχλη-
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις
νεκρές εικόνες σου.»
Το τέλος του καλοκαιριού κι η αποχώρηση
της Ελένης οδηγούν το ποιητικό υποκείμενο, όπως κι όλους τους φίλους του
καλοκαιριού που επηρεάζονταν από τη θελκτική της παρουσία, σε κατάσταση απορίας
για το πώς θα μπορέσουν να διαχειριστούν την απουσία της.
Τώρα που ο καιρός -εποχή- με την αλλαγή
του δεν ανταποκρίνεται πια στις επιθυμίες τους και ανατρέπει τις θερινές τους συνήθειες,
δεν γνωρίζουν σε ποιον να στραφούν για να τους βοηθήσει προσφέροντάς τους ένα
πλαίσιο ανάλογα ευχάριστων και ανέμελων δραστηριοτήτων. Αντιστοίχως, τώρα που ο
ορίζοντας έχει χάσει την καθαρότητά του, αφού «ναυάγησε» μέσα στα σύννεφα του
φθινοπώρου, δεν γνωρίζουν που να στρέψουν τα μάτια τους, προκειμένου να αντικρίσουν
ανάλογα όμορφες εικόνες μ’ εκείνες του καλοκαιριού. Κι ακόμη περισσότερο
-κλιμακωτή παρουσίαση των απωλειών- τώρα που η Ελένη δεν είναι εκεί για να προσδίδει
μια διαφορετική και βαθύτερη γοητεία στα γύρω τοπία με το να τα θαυμάζει κι
εκείνη, έχουν απομείνει μόνοι -εντελώς μόνοι- περιτριγυρισμένοι απ’ όλες εκείνες
τις όμορφες εικόνες που άλλοτε αντίκριζαν μαζί της κι οι οποίες μοιάζουν πια «νεκρές»,
αφού δεν υπάρχει η Ελένη να τους προσφέρει κάτι απ’ τη δική της ζωντάνια και
γοητεία.
Στα μάτια του ερωτευμένου ποιητή, όπως και
στα μάτια των φίλων του, όσα μέρη έχουν ταυτιστεί με την παρουσία της Ελένης, μοιάζουν
τώρα πια άψυχα και στερημένα από την αλλοτινή τους αξία και ομορφιά. Η δική της
αποχώρηση, άλλωστε, όπως τονίζεται με μια παρομοίωση, λειτούργησε εντελώς
υπονομευτικά για την πρότερη ευδαιμονική τους διάθεση. Τώρα πια αισθάνονται κι
εκείνοι αλωμένοι από τη φθινοπωρινή θλίψη, σαν να τους διαπέρασε η ομίχλη και
να θάμπωσε κάθε θετικό τους συναίσθημα.
«Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την
καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει
κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει άλλου ένας άνεμος για
να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει
από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο
σου ως τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα
ξανασυναντηθούμε πάλι»
Ο αντίκτυπος από την αποχώρηση της Ελένης
είναι ιδιαίτερα σημαντικός, εφόσον όλοι οι φίλοι της απομένουν να βιώνουν
συναισθήματα βαθιάς θλίψης και οδύνης. Με το μέτωπο ακουμπισμένο στο τζάμι του
παραθύρου απομένουν άγρυπνοι σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τον νέο αυτό
πόνο. Εκείνο, ωστόσο, που επισημαίνει ο ποιητής είναι πως η αιτία του πόνου
αυτού, που τους κλονίζει τόσο έντονα, δεν είναι ο θάνατος, εφόσον εκείνη
υπάρχει ακόμη. Η Ελένη ζει, μα βρίσκεται σε κάποια άλλη περιοχή, όπου ένας άλλος
άνεμος έχει την ευκαιρία να την ζει στην ολότητά της και να την ντύνει με την
πνοή του από κοντά, όπως η ελπίδα των φίλων της την ντύνει από μακριά. Οι
άνθρωποι που αγάπησαν την Ελένη, λοιπόν, δεν έχουν πια τη δυνατότητα να τη βλέπουν
από κοντά και το μόνο που τους απομένει είναι να ελπίζουν και να εύχονται πως είναι
καλά και πως είναι ευτυχισμένη.
Εκείνο το συναίσθημα που θα «ρίξει κάτω»
τον ποιητή και τους φίλους του, δεν είναι ο θάνατος, αφού πέρα από το γεγονός
ότι η Ελένη ζει, υπάρχει κι η παρηγορητική επίγνωση πως σε κάποιο άλλο μέρος
βρίσκεται μια πεδιάδα, η οποία εκτείνεται πέρα από την ακτίνα που καλύπτει το
γέλιο εκείνης και φτάνει ως τον ήλιο, στην οποία θα μπορέσουν να συναντηθούν
ξανά. Μια καταπράσινη πεδιάδα που δέχεται το χάδι του ήλιου και βρίσκεται στην
άλλη πλευρά του φθινοπώρου που μόλις ξεκίνησε και του χειμώνα που ακολουθεί.
«Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ’
αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής
βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες
στις ψυχές μας που όσο παν
κι απομακρύνονται»
Με εμφατικό τρόπο ο ποιητής τονίζει πως
δεν χρειάζεται κάτι τόσο συγκλονιστικό, όπως είναι ο θάνατος, για να επηρεάσει
δραστικά την ψυχολογία τους. Το μόνο που απαιτείται είναι μια μικρή σταγόνα
φθινοπωρινής βροχής, για να τους στερήσει όλη τους τη ευδαιμονία. Κι αυτό γιατί
μόλις έρχεται το φθινόπωρο τους κατακλύζει ένα θολό συναίσθημα, μιας και δεν
γνωρίζουν τι είναι αυτό που ακολουθεί. Αρκεί, έτσι, μόνο η μυρωδιά του χώματος
που μόλις έχει δεχτεί τη φθινοπωρινή βροχή να φτάσει στις ψυχές τους, για να
συνειδητοποιήσουν πως -είτε το θέλουν είτε όχι- έχουν αρχίσει ήδη να
απομακρύνονται ο ένας από τον άλλον.
Η εύθυμη παρέα του καλοκαιριού
βρίσκεται με την πρώτη φθινοπωρινή σταγόνα αντιμέτωπη με την επίγνωση πως η
κοινή τους πορεία έφτασε στο τέλος της. Μια μόλις σταγόνα κι όλοι τους βρίσκονται
αντιμέτωποι με το οδυνηρό συναίσθημα του επικείμενου αποχωρισμού και της συνειδητοποίησης
πως οφείλουν να επιστρέψουν στην κανονική τους καθημερινότητα.
«Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι
μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες
των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω!
μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο
ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του
φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην
ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας
χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που
βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε»
Αν το χέρι της Ελένης δεν βρίσκεται
μέσα στο χέρι των καλοκαιρινών της φίλων, κι αν το αίμα εκείνων δεν είναι αυτό
που δίνει ζωή στα όνειρά της. Αν δεν κυριαρχεί το φως στον καταγάλανο θερινό
ουρανό, κι αν δεν μπορούν να αισθανθούν μέσα τους, αθέατη από τους άλλους, αλλά
ισχυρή τη μουσική, τότε όσα ακολουθούν σηματοδοτούν το ξεκίνημα του αποχωρισμού.
Η μελαγχολική μουσική διατρέχει σαν
επισκέπτης τις ψυχές των ανθρώπων κι όλες εκείνες τις ομορφιές και τις ευδαιμονικές
στιγμές που τους κρατούν δεμένους ακόμα με τον κόσμο αυτό, λειτουργώντας ως ο
συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στη χαρά που μόλις έφυγε και στη θλίψη που έρχεται.
Αν στη ζωή του ποιητή και των φίλων του
δεν υπάρχει η Ελένη κι οι χαρές του καλοκαιριού, τότε αυτά που έρχονται είναι ο
υγρός αέρας του φθινοπώρου κι ο αναπόφευκτος αποχωρισμός. Ό,τι απομένει μετά το
καλοκαίρι είναι η πικρή ανάγκη του ανθρώπου να στηριχτεί στις αναμνήσεις οι
οποίες γεννιούνται ευθύς μόλις αρχίσει η νύχτα να τους χωρίζει από το φως κι από
τα όσα έζησαν με τους φίλους τους. Μα το συναισθηματικό αυτό στήριγμα δεν
επαρκεί, αφού οι αναμνήσεις αυτές είναι σαν να κοιτάει κανείς τη θλίψη ή σαν να
μη βλέπει τίποτα, αφού η ανάμνηση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την
πραγματικότητα και τη χαρά της αληθινής εμπειρίας.
Ένα παράθυρο είναι η ανάμνηση, ένα
παράθυρο με θέα τη θλίψη, με θέα την επίγνωση πως επήλθε το τέλος των ευδαιμονικών
στιγμών.
«Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη
φλόγα στο τζάκι χτύπημα
του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός
παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
και λόγια
Λόγια όχι σαν τ’ αλλά μα κι αυτά μ’ ένα
μοναδικό τους προορισμόν:
Εσένα!»
Το πέρασμα από τη χαρά του καλοκαιριού
στη θλίψη που προκαλεί η επιστροφή στην κανονική καθημερινότητα είναι εξαιρετικά
γρήγορο. Με την πρώτη σταγόνα του φθινοπώρου, η γλυκιά μουσική του καλοκαιριού αλλάζει
αμέσως περιεχόμενο και αποκτά νέους ήχους. Είναι οι ήχοι από τη φωτιά στο τζάκι,
από το χτύπημα του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο. Είναι οι ήχοι της χειμερινής ρουτίνας.
Κι όλα όσα έζησε ο ποιητής κατά τη διάρκεια
του καλοκαιριού, πλάι στην Ελένη, έχουν γίνει ένα νέο ποίημα οι θερινοί στίχοι
του οποίου έχουν αντικατασταθεί από άλλους στίχους, στους οποίους ό,τι
κυριαρχεί είναι η θλίψη. Η βροχή του φθινοπώρου, τα δάκρυα του αποχωρισμού και
λόγια διαφορετικά.
Τα λόγια του νέου αυτού ποιήματος δεν
είναι σαν τα λόγια του καλοκαιριού, αφού ο ποιητής δεν έχει πια κοντά του την
Ελένη να του προσφέρει την αναγκαία ευδαιμονία. Το μόνο που συνδέει, ωστόσο, τα
λόγια του καλοκαιριού με τα τωρινά του λόγια, είναι πως κι αυτά έχουν ως
μοναδικό τους προορισμό Εκείνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου