Ιστορία Προσανατολισμού: Η Τράπεζα της Ελλάδος & Η κρίση του 1932 (πηγή)
Ιστορία Προσανατολισμού: Η Τράπεζα της Ελλάδος
& Η κρίση του 1932 (πηγή) Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις
με τις απαραίτητες πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να
παρουσιάσετε: α. τη
συμβολή της Τράπεζας της Ελλάδος στη βελτίωση της ελληνικής δημόσιας οικονομίας
(1928-1932) και (μονάδες 12) β. τις
προσπάθειες της Ελληνικής Κυβέρνησης στην αντιμετώπιση της κρίσης του 1929 τόσο
στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές οικονομικές συναλλαγές. (μονάδες 13) Μονάδες 25 ΚΕΙΜΕΝΟ Α Στις 14 Μαΐου 1928 άρχισε τη λειτουργία
της η Τράπεζα της Ελλάδος, η νέα κεντρική τράπεζα της χώρας, και συνάμα
ξεκίνησε η εφαρμογή στην Ελλάδα του κανόνα χρυσού συναλλάγματος, με βάση τον
οποίο η δραχμή συνδεόταν με την αγγλική λίρα, δηλαδή με ένα νόμισμα χρυσής
βάσης. Με διαφορετικά λόγια, οι κάτοχοι δραχμών μπορούσαν να πάνε στην Τράπεζα της
Ελλάδος και να μετατρέψουν –με κάποιους περιορισμούς– τις δραχμές τους σε
λίρες. Η υιοθέτηση αυτού του συστήματος εξαρτούσε άμεσα τη νομισματική
κυκλοφορία και γενικότερα την προσφορά χρήματος από τις διακυμάνσεις των
εξωτερικών συναλλαγών της χώρας. Κ. Κωστής, Ο πλούτος της Ελλάδας, εκδόσεις
Πατάκη, Αθήνα 2018, σ. 250. ΚΕΙΜΕΝΟ Β Από τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1931 ως τον
Απρίλιο του 1932 κυβέρνηση και Τράπεζα της Ελλάδος προσπαθούσαν να αποτρέψουν
το αναπόφευκτο, δηλαδή την επίσημη εγκατάλειψη της ελεύθερης μετατρεψιμότητας
της δραχμής στο πλαίσιο του κανόνα χρυσού συναλλάγματος και τη συνεπακόλουθη
υποτίμηση της δραχμής, η οποία θα καθιστούσε αδύνατη την εξυπηρέτηση του
εξωτερικού δημόσιου χρέους. Στην πράξη η απομάκρυνση από την ελεύθερη
μετατρεψιμότητα της δραχμής σε ξένο συνάλλαγμα άρχισε από τα τέλη Σεπτεμβρίου
με τους διαδοχικούς περιορισμούς που επιβλήθηκαν. Η εφαρμογή τους είχε ως θύμα
τον πρώτο διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Αλέξανδρο Διομήδη, που
αντικαταστάθηκε επειδή θεωρήθηκε ότι χαρίσθηκε σε μεγάλους βιομηχάνους,
επιτρέποντάς τους την εξαγωγή κεφαλαίων τις παραμονές της επιβολής των
συναλλαγματικών περιορισμών. Η κυβέρνηση δίσταζε, όμως, να
προχωρήσει στο ξεκαθάρισμα του τοπίου προχωρώντας στην επίσημη άρση της
μετατρεψιμότητας. Η αντίστασή της πήγαζε εν μέρει από τις αγκυλώσεις της
κυρίαρχης οικονομικής σκέψης στην Ελλάδα. Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του
20ου αιώνα: Όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας 1900-1940, εκδόσεις
Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σ. 327. Ενδεικτική απάντηση α.
Το 1927, με αφορμή το αίτημα της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών για παροχή
πρόσθετου δανείου, τέθηκε το ζήτημα της δημιουργίας μιας κεντρικής κρατικής
τράπεζας, που θα αναλάμβανε τη διαχείριση των χρεών, την έκδοση χαρτονομίσματος
και την ενιαία εφαρμογή της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής. Παρά τις
αντιδράσεις της Εθνικής Τράπεζας και κάτω από την πίεση των ξένων συμβούλων, το
Μάιο του 1927 ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία άρχισε τη λειτουργία της
ένα χρόνο αργότερα. Όπως ειδικότερα αναφέρει ο Κώστας Κωστής, η
λειτουργία της Τράπεζας της Ελλάδος ξεκίνησε στις 14 Μαΐου 1928. Πολύ γρήγορα
πέτυχε σταθερές ισοτιμίες της δραχμής με τα ξένα νομίσματα, στηρίζοντας την
έκδοση χαρτονομίσματος στα αποθέματά της σε χρυσό και συνάλλαγμα και εξασφαλίζοντας
τη μετατρεψιμότητα του εθνικού νομίσματος σε χρυσό. Αναλυτικότερα, σύμφωνα
με τις πληροφορίες του Κώστα Κωστή, η Ελλάδα υιοθέτησε τον κανόνα του
«χρυσού συναλλάγματος» συνδέοντας την έκδοση της δραχμής με την αγγλική λίρα,
ένα νόμισμα χρυσής βάσης. Κατ’ αυτό τον τρόπο, όποιος κατείχε δραχμές μπορούσε,
με κάποιους περιορισμούς βέβαια, να τις μετατρέψει σε λίρες Αγγλίας στην
Τράπεζα της Ελλάδος. Η επιτυχία αυτή οδήγησε τα δημόσια οικονομικά σε περίοδο
ευφορίας, βελτίωσε την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους, ενίσχυσε την εισροή
συναλλάγματος και τις επενδύσεις και προκάλεσε μία ισχυρή δυναμική που επέτρεψε
τις σημαντικές πολιτικές, θεσμικές και οικονομικές πρωτοβουλίες της τελευταίας
κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932). Όπως επισημαίνει, ωστόσο, ο
Κώστας Κωστής, η υιοθέτηση του κανόνα του «χρυσού συναλλάγματος» καθιστούσε
ευάλωτη τη δραχμή και κατ’ επέκταση την προσφορά χρήματος στην Ελλάδα, εφόσον
δημιουργούσε σχέση εξάρτησης της νομισματικής κυκλοφορίας με τις εξωτερικές
συναλλαγές της χώρας. Έτσι, η περίοδος οικονομικής ευφορίας κράτησε μέχρι τις
αρχές του 1932, οπότε εκδηλώθηκαν στη χώρα οι συνέπειες της μεγάλης οικονομικής
κρίσης, που ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη το 1929. β.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση έφτασε στην Ελλάδα σε μία εποχή «ευημερίας». Η
«ευημερία» σήμαινε ότι η εμπιστοσύνη των Ελλήνων σε ένα καλύτερο οικονομικά
μέλλον είχε αποκατασταθεί, οι σκοτεινές εποχές της δεκαετίας του 1920 έδειχναν
να απομακρύνονται, οι πληγές έκλειναν, η φτώχεια περιοριζόταν και το ελληνικό
κράτος έδειχνε να σχεδιάζει το μέλλον με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και
αισιοδοξία. Οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης
να αποτρέψει την κρίση εξάντλησαν τα αποθέματα της χώρας σε χρυσό και
συνάλλαγμα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Χρήστος Χατζηιωσήφ, από τον
Σεπτέμβρη του 1931 έως και τον Απρίλη του 1932 η κυβέρνηση σε συνεργασία με την
Τράπεζα της Ελλάδος προσπαθούσαν να αποτρέψουν την αλυσιδωτή αντίδραση
γεγονότων που θα πυροδοτούσε η εγκατάλειψη της μετατρεψιμότητας του εθνικού
νομίσματος, όπως το καθόριζε ο κανόνας του χρυσού συναλλάγματος, την υποτίμηση,
δηλαδή, της δραχμής και, ως εκ τούτου, την αδυναμία του κράτους να εξυπηρετήσει
το εξωτερικό δημόσιο χρέος. Την άνοιξη του 1932, όμως, η κυβέρνηση δεν μπόρεσε
να αποφύγει την αναστολή της μετατρεψιμότητας του εθνικού νομίσματος, καθώς και
την αναστολή εξυπηρέτησης των εξωτερικών δανείων. Σύμφωνα, ωστόσο, με τις
πληροφορίες του Χρήστου Χατζηιωσήφ, η σταδιακή απομάκρυνση από τη
δυνατότητα της ελεύθερης μετατρεψιμότητας της δραχμής είχε ξεκινήσει ουσιαστικά
ήδη από τον Σεπτέμβρη του 1931 λόγω των διαδοχικών περιορισμών που είχαν
αρχίσει να εφαρμόζονται. Οι περιορισμοί αυτοί, μάλιστα, είχαν ως άμεσο
αποτέλεσμα την αντικατάσταση του πρώτου διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, του
Αλέξανδρου Διομήδη, διότι υπήρξε η υπόνοια ότι επέτρεψε σε ορισμένους μεγάλους
βιομήχανους να προχωρήσουν στην εξαγωγή κεφαλαίων λίγο προτού ξεκινήσει η
επιβολή των σχετικών συναλλαγματικών περιορισμών. Ο Χρήστος Χατζηιωσήφ,
παράλληλα, σχολιάζει πως η κυβέρνηση καθυστέρησε να προχωρήσει σε επίσημη
άρση της μετατρεψιμότητας του νομίσματος και αρκέστηκε στην επιβολή σταδιακών
περιορισμών, επειδή, ως ένα βαθμό, αδυνατούσε να αποσείσει τις ιδεολογικές
δεσμεύσεις της τότε κυρίαρχης οικονομικής σκέψης. Λόγω, πάντως, της αναστολής
της μετατρεψιμότητας της δραχμής εγκαινιάστηκε μια περίοδος ισχυρού κρατικού
παρεμβατισμού στα οικονομικά ζητήματα, ιδιαίτερα στις εξωτερικές συναλλαγές,
και μια πολιτική προστατευτισμού, με σκοπό την αυτάρκεια της χώρας. Η Ελλάδα
μπήκε με τη σειρά της στο χώρο της κλειστής οικονομίας, όπου οι συναλλαγές
καθορίζονταν περισσότερο από γραφειοκρατικές διαδικασίες παρά από ελεύθερες
οικονομικές συμφωνίες. Στο εξωτερικό εμπόριο κυριάρχησε
προοδευτικά η μέθοδος του διακανονισμού «κλήριγκ». Οι διεθνείς συναλλαγές δεν
γίνονταν, δηλαδή, με βάση το μετατρέψιμο συνάλλαγμα αλλά με βάση διακρατικές
συμφωνίες που κοστολογούσαν τα προς ανταλλαγή προϊόντα και φρόντιζαν να
ισοσκελίσουν την αξία των εισαγωγών με την αντίστοιχη των εξαγωγών, στο πλαίσιο
ειδικών λογαριασμών. Για μια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου οι συναλλαγές με το
εξωτερικό ήταν έντονα ελλειμματικές, η διαδικασία αυτή, πέρα από τα αρνητικά,
είχε και θετικά στοιχεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου