Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Δήμητρα Χριστοδούλου «Ο Ξεναγός»

Debra and Dave Vanderlaan

 
Δήμητρα Χριστοδούλου «Ο Ξεναγός»
 
«Εδώ ακριβώς βρισκόταν ένας φράχτης.
Πίσω του θύμωνε αδικημένος κήπος.
Σ’ ένα καρφί απ’ τις σανίδες της πορτούλας
Τη νύχτα έφεγγε ένας σκούφος.
Τη μέρα έμοιαζε καρπός.
Από του κηπουρού το όνομα, λένε,
Ξέφευγαν δυο κλωστές νερό.
Να το, γραμμένο εκεί, στην πέτρα.
 
Το πρόσωπό του μπορείτε να αισθανθείτε
Καθρεφτισμένο στα ματογυάλια σας,
Αν θυμηθείτε πόσες φορές σας αγνόησαν,
Πόσες φορές είχατε πλήρη βεβαιότητα
Ότι αστειεύεται μαζί σας η φύση
Όταν επαναφέρει την άνοιξη.
 
Στα μέρη μας, με τόση άγρια βλάστηση,
Έτσι απλά ενσαρκώνεται όποιος λείπει.
Φοράει την πέτσινη ποδιά, τις γαλότσες,
Τις αποσιωπήσεις, τη θλιμμένη οργή, τη θλίψη,
Κλωτσάει τα σαπισμένα ξύλα προς το μέρος μας,
Παραμερίζει τις τσουκνίδες και το βλέμμα του
Μας σημαδεύει ανάμεσα στα φρύδια».
 
Χριστοδούλου, Δ. (2017). Παράκτιος Οικισμός, Αθήνα: Μελάνι.
 
Ο ξεναγός, τα λόγια του οποίου διαμορφώνουν το σύνολο του ποιήματος, παρουσιάζει στους επισκέπτες-παρατηρητές όχι κάποιο διάσημο αξιοθέατο, αλλά τα ίχνη της ζωής ενός ανώνυμου κηπουρού, ο οποίος πέθανε χωρίς ποτέ να κερδίσει την προσοχή και την εκτίμηση των συνανθρώπων του. Κατά τη διαδικασία της ξενάγησης, οι επισκέπτες-αναγνώστες καλούνται να «δουν» από την εξωτερική του πλευρά έναν φράχτη -που δεν υπάρχει πια- και στο μέσα χώρο να φανταστούν έναν «αδικημένο» κήπο έναν κήπο που παρά τη συνεχή μέριμνα που του παρεχόταν κανείς δεν του έδινε σημασία, κρυμμένος όπως ήταν πίσω από τον φράχτη.  
 
«Εδώ ακριβώς βρισκόταν ένας φράχτης.
Πίσω του θύμωνε αδικημένος κήπος.
Σ’ ένα καρφί απ’ τις σανίδες της πορτούλας
Τη νύχτα έφεγγε ένας σκούφος.
Τη μέρα έμοιαζε καρπός.
Από του κηπουρού το όνομα, λένε,
Ξέφευγαν δυο κλωστές νερό.
Να το, γραμμένο εκεί, στην πέτρα.
 
Ο ανώνυμος κηπουρός περνά τις μέρες του ματαιοπονώντας, εφόσον, αν και εργάζεται σκληρά, κανείς δεν δίνει σημασία στο αποτέλεσμα της δουλειάς του. Η απογοήτευση και η αίσθηση αδικίας που αισθάνεται ο ανώνυμος ήρωας, αποδίδονται μέσω του προσωποποιημένου κήπου που «θυμώνει». Με τη μετάθεση αυτή των συναισθημάτων του ήρωα στο έργο του μόχθου του, φανερώνεται δραστικότερα η απογοήτευσή του, αλλά και παράλληλα το γεγονός πως ο ίδιος δεν εξέφρασε ποτέ όσο ζούσε την πικρία του για την απουσία αναγνώρισης και εκτίμησης του καθημερινού του κόπου.
Ο ίδιος ο ήρωας δεν εμφανίζεται στην εικόνα που παρουσιάζει ο ξεναγός, μόνο το έργο του -ο κήπος- κι ένα δευτερεύον στοιχείο της παρουσίας του, ο σκούφος του. Ακόμη και το ουσιώδες στοιχείο της ταυτότητά τους, το όνομά του, έχει ξεχαστεί. Ό,τι απομένει από αυτόν είναι οι γραμμές που χαράχτηκαν στην πέτρα του κήπου από τον αδιάκοπο ιδρώτα -ή τα δάκρυα- μιας ζωής.
Μια αόρατη παρουσία ο άοκνα εργαζόμενος κηπουρός, που κανείς δεν του έδινε σημασία όσο ζούσε και κανείς δεν τον θυμάται απ’ τη στιγμή που πέθανε. Ένας από τους πολλούς ανώνυμους εργάτες ο ήρωας -μια ζωή που μοιάζει να είχε λιγότερη σημασία ή αξία από τις άλλες-, γι’ αυτό και ο ξεναγός έρχεται τώρα να στρέψει την προσοχή μας σε αυτόν ακριβώς τον εργάτη, την παρουσία του οποίου αγνοήσαμε, ώστε στο μέλλον να μην αφήνουμε να περνούν απαρατήρητοι και χωρίς αναγνώριση του κόπου τους οι συνάνθρωποί μας, όσο «άδοξοι» κι αν είναι.
 
Το πρόσωπό του μπορείτε να αισθανθείτε
Καθρεφτισμένο στα ματογυάλια σας,
Αν θυμηθείτε πόσες φορές σας αγνόησαν,
Πόσες φορές είχατε πλήρη βεβαιότητα
Ότι αστειεύεται μαζί σας η φύση
Όταν επαναφέρει την άνοιξη.
 
Ο ξεναγός, αν και δεν έχει τη δυνατότητα να δείξει το πρόσωπο ή την παρουσία του ανώνυμου εργάτη στους επισκέπτες, επιχειρεί, εντούτοις, να τους μεταδώσει κάτι από την ύπαρξή του κάτι από το πώς ένιωθε αυτός ο άνθρωπος που εργάστηκε τόσο σκληρά, χωρίς ποτέ να λάβει έστω και μια ελάχιστη ένδειξη εκτίμησης για την προσπάθειά του. Μπορείτε, αναφέρει ο ξεναγός, να αισθανθείτε το πρόσωπό του να καθρεφτίζεται στα γυαλιά σας, αν επιχειρήσετε να βρεθείτε για λίγο στη θέση του, θυμούμενοι πόσες φορές σας αγνόησαν στη ζωή σας και πώς σας έκανε αυτό να νιώσετε. Κι ακόμη περισσότερο, μπορείτε να αντιληφθείτε καλύτερα το πώς αισθανόταν ο άνθρωπος αυτός, αν σκεφτείτε πόσες φορές νιώσατε να παίζει η ζωή εις βάρος σας ένα άσχημο παιχνίδι, φέρνοντάς σας αντιμέτωπους με υπέρμετρες δυσκολίες και μόχθους, όπως ακριβώς συνέβαινε σ’ εκείνον, όταν ο με κόπο τιθασευμένος κήπος ζωντάνευε και «αγρίευε» ξανά, αφού η φύση είχε επαναφέρει την άνοιξη, αναγκάζοντάς τον να ξεκινήσει και πάλι τη δουλειά του απ’ το μηδέν.
 
Στα μέρη μας, με τόση άγρια βλάστηση,
Έτσι απλά ενσαρκώνεται όποιος λείπει.
Φοράει την πέτσινη ποδιά, τις γαλότσες,
Τις αποσιωπήσεις, τη θλιμμένη οργή, τη θλίψη,
Κλωτσάει τα σαπισμένα ξύλα προς το μέρος μας,
Παραμερίζει τις τσουκνίδες και το βλέμμα του
Μας σημαδεύει ανάμεσα στα φρύδια».
 
Η προσπάθεια του ξεναγού να μεταδώσει στους επισκέπτες/αναγνώστες τη συναισθηματική κατάσταση του για χρόνια αγνοημένου κηπουρού, αποκτά στην καταληκτική στροφή του ποιήματος μια διαφορετική διάσταση. Ο χαμένος κηπουρός ή καλύτερα το συναισθηματικό φορτίο του από χρόνια χαμένου αυτού ανθρώπου «ενσαρκώνεται» εκ νέου, ζητώντας για μια ύστατη φορά την προσοχή που δεν του δόθηκε ποτέ.
Σε αυτή την περιοχή με την τόσο άγρια βλάστηση -που άλλοτε ενέτεινε τον μόχθο του κηπουρού-, δίνεται «έτσι απλά» η ευκαιρία στους ανθρώπους που χάθηκαν να επανέλθουν για μια ακόμη φορά. Ο χαμένος κηπουρός φοράει για μια τελευταία φορά τα ρούχα της δουλειάς, και φέρει μαζί του όλα εκείνα τα πικρά συναισθήματα που τον συνόδευαν στη ζωή του -οργή και θλίψη-, κλωτσάει τα σαπισμένα ξύλα του φράκτη προς το μέρος του ξεναγού και των επισκεπτών, παραμερίζει τις τσουκνίδες που καλύπτουν τον αφρόντιστο πια κήπο, και με το βλέμμα του τους σημαδεύει ανάμεσα στα φρύδια, όπως θα έκανε ένας εκτελεστής.
Ο αγνοημένος κηπουρός, που συμβολίζει όλους εκείνους τους ανώνυμους ανθρώπους του μόχθου, έρχεται να ζητήσει τον λόγο απ’ τους συνανθρώπους του που τόσο συστηματικά τον αγνόησαν και αδιαφόρησαν για την ύπαρξη και τον κόπο του. Ο κηπουρός που σιώπαινε υπομονετικά σε όλη του τη ζωή, κρατώντας ανέκφραστη τη θλίψη και την οργή του, επανέρχεται για να μάθει γιατί έδειξαν τόση αδιαφορία απέναντί του γιατί η δική του ύπαρξη τόσο λίγο απασχόλησε τους άλλους, γιατί κανείς δεν ένιωσε την ανάγκη ή την επιθυμία να του μεταφέρει έναν λόγο εκτίμησης και αναγνώρισης.
 
Ερμηνευτικό σχόλιο
Κύριο θέμα του ποιήματος είναι, κατά τη γνώμη μου, η θλίψη που σκεπάζει τη ζωή των «ανώνυμων» ανθρώπων του καθημερινού μόχθου, η δουλειά, ο κόπος και η ύπαρξη των οποίων περνούν απαρατήρητα και χωρίς αναγνώριση από τους άλλους ανθρώπους. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται μέσα από την ξενάγηση σ’ έναν εγκαταλελειμμένο και ρημαγμένο πια κήπο, όπου εργαζόταν για χρόνια ένας κηπουρός. Με τη χρήση μιας προσωποποίησης ο ξεναγός, που επιχειρεί να φέρει στο φως την άδοξη ζωή του ανώνυμου ήρωα, αποδίδει στον «αδικημένο» κήπο το αίσθημα του θυμού, για το γεγονός ότι βρίσκεται κρυμμένος πίσω από τον φράχτη. Με τον τρόπο αυτό τονίζεται πως ο κόπος του κηπουρού δεν γίνεται αντιληπτός από τους άλλους, έστω κι αν ο ίδιος δούλευε συνεχώς σκληρά, όπως επισημαίνεται με τη μεταφορική εικόνα της καταγραφής του ονόματός του πάνω «στην πέτρα», χαραγμένο εκεί απ’ τον αδιάκοπο ιδρώτα («Ξέφευγαν δυο κλωστές νερό»). Ο ξεναγός, μάλιστα, καλεί τους περιηγούμενους στον τόπο που δούλευε ο κηπουρός, να αισθανθούν το πρόσωπο του ανώνυμου ήρωα να καθρεφτίζεται, κατά τρόπο μεταφορικό, στα γυαλιά τους, αναλογιζόμενοι κι εκείνοι πόσες φορές τους αγνόησαν. Ακολούθως, η απόπειρα του ξεναγού να μεταδώσει στους περιηγούμενους τη συναισθηματική κατάσταση του ήρωα κλιμακώνεται μέσα από την αιφνίδια «ενσάρκωση» του χαμένου κηπουρού, ο οποίος, μάλιστα, φορά στο πλαίσιο μιας μεταφοράς, «τη θλιμμένη οργή» και τη «θλίψη» του.
Η δραστική αυτή παρουσίαση του θλιμμένου κηπουρού που πέρασε τη ζωή του αγνοημένος, φέρνει στη σκέψη το πλήθος των ανώνυμων εργατών, οι οποίοι λησμονήθηκαν με το πέρασμα των χρόνων, έστω κι αν δούλεψαν πολύ σκληρά. Ζωές που μοιάζει να έφυγαν χωρίς αναγνώριση, άνθρωποι που έζησαν με την πίκρα της αδιαφορίας και τη αγνωμοσύνης.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου