Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζῶ»

Scott Mahon
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζ»
 
Ενεστώτας
Οριστική
ζ, ζς, ζ, ζμεν, ζτε, ζσι(ν)
Υποτακτική
ζ, ζς, ζ, ζμεν, ζτε, ζσι(ν)
Ευκτική
ζην, ζης, ζη, ζμεν, ζτε, ζε(ν)
Προστακτική
---, ζ, ζήτω, ---, ----, -----
Απαρέμφατο
ζν
Μετοχή
ζν, ζσα, ζν
 
Παρατατικός
Οριστική
ζων, ζης, ζη, ζμεν, ζτε, ζων
 
(Σπάνια) Μέλλοντας
Οριστική
ζήσω, ζήσεις, ζήσει, ζήσομεν, ζήσετε, ζήσουσι(ν)
Ευκτική
ζήσοιμι, ζήσοις, ζήσοι, ζήσοιμεν, ζήσοιτε, ζήσοιεν
Απαρέμφατο
ζήσειν
Μετοχή
ζήσων, ζήσουσα, ζσον
 
(Συνήθως) Μέσος Μέλλοντας
Οριστική
βιώσομαι, βιώσ/βιώσει, βιώσεται, βιωσόμεθα, βιώσεσθε, βιώσονται
Ευκτική
βιωσοίμην, βιώσοιο, βιώσοιτο, βιωσοίμεθα, βιώσοισθε, βιώσοιντο
Απαρέμφατο
βιώσεσθαι
Μετοχή
βιωσόμενος
βιωσομένη
βιωσόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
βίων, βίως, βίω, βίωμεν, βίωτε, βίωσαν
Υποτακτική
βι, βις, βι, βιμεν, βιτε, βισι(ν)
Ευκτική
βιην, βιης, βιη, βιμεν, βιτε, βιεν
Προστακτική
---
Απαρέμφατο
βιναι
Μετοχή
βιούς, βιοσα, βιόν
 
Παρακείμενος
Οριστική
βεβίωκα, βεβίωκας, βεβίωκε, βεβιώκαμεν, βεβιώκατε, βεβιώκασι(ν)
 
Υποτακτική
βεβιωκώς- βεβιωκυα- βεβιωκός
βεβιωκώς- βεβιωκυα- βεβιωκός ς
βεβιωκώς- βεβιωκυα- βεβιωκός
βεβιωκότες- βεβιωκυαι- βεβιωκότα μεν
βεβιωκότες- βεβιωκυαι- βεβιωκότα τε
βεβιωκότες- βεβιωκυαι- βεβιωκότα σι
 
Ευκτική
βεβιωκώς- βεβιωκυα- βεβιωκός εην
βεβιωκώς- βεβιωκυα- βεβιωκός εης
βεβιωκώς- βεβιωκυα- βεβιωκός εη
βεβιωκότες- βεβιωκυαι- βεβιωκότα εημεν (εμεν)
βεβιωκότες- βεβιωκυαι- βεβιωκότα εητε (ετε)
βεβιωκότες- βεβιωκυαι- βεβιωκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
βεβιωκώς- βεβιωκυα- βεβιωκός σθι
βεβιωκώς- βεβιωκυα- βεβιωκός στω
---
βεβιωκότες- βεβιωκυαι- βεβιωκότα στε
βεβιωκότες- βεβιωκυαι- βεβιωκότα στων
 
Απαρέμφατο
βεβιωκέναι
Μετοχή
βεβιωκώς- βεβιωκυα- βεβιωκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
βεβιώκειν, βεβιώκεις, βεβιώκει, βεβιώκεμεν, βεβιώκετε, βεβιώκεσαν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου