Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βουλεύω / βουλεύομαι»

Dina Belenko 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βουλεύω / βουλεύομαι»
 
(βουλεύω = σκέφτομαι, σχεδιάζω, κρίνω)  
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
βουλεύω, βουλεύεις, βουλεύει, βουλεύομεν, βουλεύετε, βουλεύουσι(ν)
Υποτακτική
βουλεύω, βουλεύς, βουλεύ, βουλεύωμεν,βουελεύητε, βουλεύωσι(ν)
Ευκτική
βουλεύοιμι, βουλεύοις, βουλεύοι, βουλεύοιμεν, βουλεύοιτε, βουλεύοιεν
Προστακτική
---, βούλευε, βουλευέτω, ---, βουλεύετε, βουλευόντων (ή βουλευέτωσαν)
Απαρέμφατο
βουλεύειν
Μετοχή
βουλεύων, βουλεύουσα, βουλεον
 
Παρατατικός
Οριστική
βούλευον, βούλευες, βούλευε, βουλεύομεν, βουλεύετε, βούλευον
 
Μέλλοντας
Οριστική
βουλεύσω, βουλεύσεις, βουλεύσει, βουλεύσομεν, βουλεύσετε, βουλεύσουσι(ν)
Ευκτική
βουλεύσοιμι, βουλεύσοις, βουλεύσοι, βουλεύσοιμεν, βουλεύσοιτε, βουλεύσοιεν
Απαρέμφατο
βουλεύσειν
Μετοχή
βουλεύσων, βουλεύσουσα, βουλεσον
 
Αόριστος
Οριστική
βούλευσα, βούλευσας, βούλευσε(ν), βουλεύσαμεν, βουλεύσατε, βούλευσαν
Υποτακτική
βουλεύσω, βουλεύσς, βουλεύσ, βουλεύσωμεν, βουλεύσητε, βουλεύσωσι(ν)
Ευκτική
βουλεύσαιμι, βουλεύσαις / βουλεύσειας, βουλεύσαι / βουλεύσειε(ν), βουλεύσαιμεν, βουλεύσαιτε, βουλεύσαιεν / βουλεύσειαν
Προστακτική
---, βούλευσον, βουλευσάτω, ---, βουλεύσατε, βουλευσάντων (ή βουλευσάτωσαν)
Απαρέμφατο
βουλεσαι
Μετοχή
βουλεύσας, βουλεύσασα, βουλεσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
βεβούλευκα, βεβούλευκας, βεβούλευκε, βεβουλεύκαμεν, βεβουλεύκατε, βεβουλεύκασι(ν)
 
Υποτακτική
βεβουλευκώς- βεβουλευκυα- βεβουλευκός
βεβουλευκώς- βεβουλευκυα- βεβουλευκός ς
βεβουλευκώς- βεβουλευκυα- βεβουλευκός
βεβουλευκότες- βεβουλευκυαι- βεβουλευκότα μεν
βεβουλευκότες- βεβουλευκυαι- βεβουλευκότα τε
βεβουλευκότες- βεβουλευκυαι- βεβουλευκότα σι
 
Ευκτική
βεβουλευκώς- βεβουλευκυα- βεβουλευκός εην
βεβουλευκώς- βεβουλευκυα- βεβουλευκός εης
βεβουλευκώς- βεβουλευκυα- βεβουλευκός εη
βεβουλευκότες- βεβουλευκυαι- βεβουλευκότα εημεν (εμεν)
βεβουλευκότες- βεβουλευκυαι- βεβουλευκότα εητε (ετε)
βεβουλευκότες- βεβουλευκυαι- βεβουλευκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
βεβουλευκώς- βεβουλευκυα- βεβουλευκός σθι
βεβουλευκώς- βεβουλευκυα- βεβουλευκός στω
---
βεβουλευκότες- βεβουλευκυαι- βεβουλευκότα στε
βεβουλευκότες- βεβουλευκυαι- βεβουλευκότα στων
 
Απαρέμφατο
βεβουλευκέναι
Μετοχή
βεβουλευκώς- βεβουλευκυα- βεβουλευκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
βεβουλεύκειν, βεβουλεύκεις, βεβουλεύκει, βεβουλεύκεμεν, βεβουλεύκετε, βεβουλεύκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
βουλεύομαι, βουλεύ/βουλεύει, βουλεύεται, βουλευόμεθα, βουλεύεσθε, βουλεύονται
Υποτακτική
βουλεύωμαι, βουλεύ, βουλεύηται, βουλευώμεθα, βουλεύησθε, βουλεύωνται
Ευκτική
βουλευοίμην, βουλεύοιο, βουλεύοιτο, βουλευοίμεθα, βουλεύοισθε, βουλεύοιντο
Προστακτική
---, βουλεύου, βουλευέσθω, ---, βουλεύεσθε, βουλευέσθων ή βουλευέσθωσαν
Απαρέμφατο
βουλεύεσθαι
Μετοχή
βουλευόμενος
βουλευομένη
βουλευόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
βουλευόμην, βουλεύου, βουλεύετο, βουλευόμεθα, βουλεύεσθε, βουλεύοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
βουλεύσομαι, βουλεύσ/βουλεύσει, βουλεύσεται, βουλευσόμεθα, βουλεύσεσθε, βουλεύσονται
Ευκτική
βουλευσοίμην, βουλεύσοιο, βουλεύσοιτο, βουλευσοίμεθα, βουλεύσοισθε, βουλεύσοιντο
Απαρέμφατο
βουλεύσεσθαι
Μετοχή
βουλευσόμενος
βουλευσομένη
βουλευσόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
βουλευθήσομαι, βουλευθήσ/βουλευθήσει, βουλευθήσεται, βουλευθησόμεθα, βουλευθήσεσθε, βουλευθήσονται
Ευκτική
βουλευθησοίμην, βουλευθήσοιο, βουλευθήσοιτο, βουλευθησοίμεθα, βουλευθήσοισθε, βουλευθήσοιντο
Απαρέμφατο
βουλευθήσεσθαι
Μετοχή
βουλευθησόμενος
βουλευθησομένη
βουλευθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
βουλευσάμην, βουλεύσω, βουλεύσατο, βουλευσάμεθα, βουλεύσασθε, βουλεύσαντο
Υποτακτική
βουλεύσωμαι, βουλεύσ, βουλεύσηται, βουλευσώμεθα, βουλεύσησθε, βουλεύσωνται
Ευκτική
βουλευσαίμην, βουλεύσαιο, βουλεύσαιτο, βουλευσαίμεθα, βουλεύσαισθε, βουλεύσαιντο
Προστακτική
---, βούλευσαι, βουλευσάσθω, ---, βουλεύσασθε, βουλευσάσθων ή βουλευσάσθωσαν
Απαρέμφατο
βουλεύσασθαι
Μετοχή
βουλευσάμενος
βουλευσαμένη
βουλευσάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
βουλεύθην, βουλεύθης, βουλεύθη, βουλεύθημεν, βουλεύθητε, βουλεύθησαν
Υποτακτική
βουλευθ, βουλευθς, βουλευθ, βουλευθμεν, βουλευθτε, βουλευθσι(ν)
Ευκτική
βουλευθείην, βουλευθείης, βουλευθείη, βουλευθείημεν ή βουλευθεμεν, βουλευθείητε ή βουλευθετε, βουλευθείησαν ή βουλευθεεν
Προστακτική
---, βουλεύθητι, βουλευθήτω, ---, βουλεύθητε, βουλευθέντων ή βουλευθήτωσαν
Απαρέμφατο
βουλευθναι
Μετοχή
βουλευθείς
βουλευθεσα
βουλευθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
βεβούλευμαι, βεβούλευσαι, βεβούλευται, βεβουλεύμεθα, βεβούλευσθε, βεβούλευνται
 
Υποτακτική
βεβουλευμένος- βεβουλευμένη-βεβουλευμένον
βεβουλευμένος- βεβουλευμένη-βεβουλευμένον ς
βεβουλευμένος- βεβουλευμένη-βεβουλευμένον
βεβουλευμένοι- βεβουλευμέναι-βεβουλευμένα μεν
βεβουλευμένοι- βεβουλευμέναι-βεβουλευμένα τε
βεβουλευμένοι- βεβουλευμέναι-βεβουλευμένα σι
 
Ευκτική
βεβουλευμένος- βεβουλευμένη-βεβουλευμένον εην
βεβουλευμένος- βεβουλευμένη-βεβουλευμένον εης
βεβουλευμένος- βεβουλευμένη-βεβουλευμένον εη
βεβουλευμένοι- βεβουλευμέναι-βεβουλευμένα εημεν (εμεν)
βεβουλευμένοι- βεβουλευμέναι-βεβουλευμένα εητε (ετε)
βεβουλευμένοι- βεβουλευμέναι-βεβουλευμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, βεβούλευσο, βεβουλεύσθω, --- βεβούλευσθε, βεβουλεύσθων ή βεβουλεύσθωσαν
 
Απαρέμφατο
βεβουλεσθαι
Μετοχή
βεβουλευμένος,
βεβουλευμένη,
βεβουλευμένον
 
Υπερσυντέλικος
βεβουλεύμην, βεβούλευσο, βεβούλευτο, βεβουλεύμεθα, βεβούλευσθε, βεβούλοντο 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου