Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στρέφω»

Theo Luycx
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στρέφω»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στρέφω, στρέφεις, στρέφει, στρέφομεν, στρέφετε, στρέφουσι(ν)
Υποτακτική
στρέφω, στρέφς, στρέφ, στρέφωμεν, στρέφητε, στρέφωσι(ν)
Ευκτική
στρέφοιμι, στρέφοις, στρέφοι, στρέφοιμεν, στρέφοιτε, στρέφοιεν
Προστακτική
---, στρέφε, στρεφέτω, ---, στρέφετε, στρεφόντων (ή στρεφέτωσαν)
Απαρέμφατο
στρέφειν
Μετοχή
στρέφων, στρέφουσα, στρέφον
 
Παρατατικός
Οριστική
στρεφον, στρεφες, στρεφε, στρέφομεν, στρέφετε, στρεφον
 
Μέλλοντας
Οριστική
στρέψω, στρέψεις, στρέψει, στρέψομεν, στρέψετε, στρέψουσι(ν)
Ευκτική
στρέψοιμι, στρέψοις, στρέψοι, στρέψοιμεν, στρέψοιτε, στρέψοιεν
Απαρέμφατο
στρέψειν
Μετοχή
στρέψων, στρέψουσα, στρέψον
 
Αόριστος
Οριστική
στρεψα, στρεψας, στρεψε(ν), στρέψαμεν, στρέψατε, στρεψαν
Υποτακτική
στρέψω, στρέψς, στρέψ, στρέψωμεν, στρέψητε, στρέψωσι(ν)
Ευκτική
στρέψαιμι, στρέψαις - στρέψειας, στρέψαι - στρέψειε(ν), στρέψαιμεν, στρέψαιτε, στρέψαιεν - στρέψειαν
Προστακτική
---, στρέψον, στρεψάτω, ---, στρέψατε, στρεψάντων (ή στρεψάτωσαν)
Απαρέμφατο
στρέψαι
Μετοχή
στρέψας, στρέψασα, στρέψαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
στροφα, στροφας, στροφε, στρόφαμεν, στρόφατε, στρόφασι(ν)
 
Υποτακτική
στροφώς- στροφυα- στροφός
στροφώς- στροφυα- στροφός ς
στροφώς- στροφυα- στροφός
στροφότες- στροφυαι- στροφότα μεν
στροφότες- στροφυαι- στροφότα τε
στροφότες- στροφυαι- στροφότα σι
 
Ευκτική
στροφώς- στροφυα- στροφός εην
στροφώς- στροφυα- στροφός εης
στροφώς- στροφυα- στροφός εη
στροφότες- στροφυαι- στροφότα εημεν (εμεν)
στροφότες- στροφυαι- στροφότα εητε (ετε)
στροφότες- στροφυαι- στροφότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
στροφώς- στροφυα- στροφός σθι
στροφώς- στροφυα- στροφός στω
---
στροφότες- στροφυαι- στροφότα στε
στροφότες- στροφυαι- στροφότα στων
 
Απαρέμφατο
στροφέναι
Μετοχή
στροφώς- στροφυα- στροφός
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στρέφομαι, στρέφ/στρέφει, στρέφεται, στρεφόμεθα, στρέφεσθε, στρέφονται
Υποτακτική
στρέφωμαι, στρέφ, στρέφηται, στρεφώμεθα, στρέφησθε, στρέφωνται
Ευκτική
στρεφοίμην, στρέφοιο, στρέφοιτο, στρεφοίμεθα, στρέφοισθε, στρέφοιντο
Προστακτική
---, στρέφου, στρεφέσθω, ---, στρέφεσθε, στρεφέσθων ή στρεφέσθωσαν
Απαρέμφατο
στρέφεσθαι
Μετοχή
στρεφόμενος
στρεφομένη
στρεφόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
στρεφόμην, στρέφου, στρέφετο, στρεφόμεθα, στρέφεσθε, στρέφοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
στρέψομαι, στρέψ/στρέψει, στρέψεται, στρεψόμεθα, στρέψεσθε, στρέψονται
Ευκτική
στρεψοίμην, στρέψοιο, στρέψοιτο, στρεψοίμεθα, στρέψοισθε, στρέψοιντο
Απαρέμφατο
στρέψεσθαι
Μετοχή
στρεψόμενος
στρεψομένη
στρεψόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
στραφήσομαι, στραφήσ/στραφήσει, στραφήσεται, στραφησόμεθα, στραφήσεσθε, στραφήσονται
Ευκτική
στραφησοίμην, στραφήσοιο, στραφήσοιτο, στραφησοίμεθα, στραφήσοισθε, στραφήσοιντο
Απαρέμφατο
στραφήσεσθαι
Μετοχή
στραφησόμενος
στραφησομένη
στραφησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
στρεψάμην, στρέψω, στρέψατο, στρεψάμεθα, στρέψασθε, στρέψαντο
Υποτακτική
στρέψωμαι, στρέψ, στρέψηται, στρεψώμεθα, στρέψησθε, στρέψωνται
Ευκτική
στρεψαίμην, στρέψαιο, στρέψαιτο, στρεψαίμεθα, στρέψαισθε, στρέψαιντο
Προστακτική
---, στρέψαι, στρεψάσθω, ---, στρέψασθε, στρεψάσθων ή στρεψάσθωσαν
Απαρέμφατο
στρέψασθαι
Μετοχή
στρεψάμενος
στρεψαμένη
στρεψάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
στράφην, στράφης, στράφη, στράφημεν, στράφητε, στράφησαν
[Σπάνια: στρέφθην, στρέφθης, στρέφθη, στρέφθημεν, στρέφθητε, στρέφθησαν]
Υποτακτική
στραφ, στραφς, στραφ, στραφμεν, στραφτε, στραφσι(ν)
Ευκτική
στραφείην, στραφείης, στραφείη, στραφείημεν ή στραφεμεν, στραφείητε ή στραφετε, στραφείησαν ή στραφεεν
Προστακτική
---, στράφηθι, στραφήτω, ---, στράφητε, στραφέντων ή στραφήτωσαν
Απαρέμφατο
στραφναι
Μετοχή
στραφείς
στραφεσα
στραφέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
στραμμαι, στραψαι, στραπται, στράμμεθα, στραφθε, στραμμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
στραμμένος- στραμμένη-στραμμένον
στραμμένος- στραμμένη-στραμμένον ς
στραμμένος- στραμμένη-στραμμένον
στραμμένοι- στραμμέναι-στραμμένα μεν
στραμμένοι- στραμμέναι-στραμμένα τε
στραμμένοι- στραμμέναι-στραμμένα σι
 
Ευκτική
στραμμένος- στραμμένη-στραμμένον εην
στραμμένος- στραμμένη-στραμμένον εης
στραμμένος- στραμμένη-στραμμένον εη
στραμμένοι- στραμμέναι-στραμμένα εημεν (εμεν)
στραμμένοι- στραμμέναι-στραμμένα εητε (ετε)
στραμμένοι- στραμμέναι-στραμμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, στραψο, στράφθω, --- στραφθε, στράφθων ή στράφθωσαν
 
Απαρέμφατο
στράφθαι
Μετοχή
στραμμένος,
στραμμένη,
στραμμένον
 
Υπερσυντέλικος
στράμμην, στραψο, στραπτο, στράμμεθα, στραφθε, στραμμένοι σαν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου