Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τέμνω»

Maybe lightning strike twice by Khalid Jamal

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τέμνω»
 
(τέμνω = κόβω, διαχωρίζω, σχίζω)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τέμνω, τέμνεις, τέμνει, τέμνομεν, τέμνετε, τέμνουσι(ν)
Υποτακτική
τέμνω, τέμνς, τέμν, τέμνωμεν, τέμνητε, τέμνωσι(ν)
Ευκτική
τέμνοιμι, τέμνοις, τέμνοι, τέμνοιμεν, τέμνοιτε, τέμνοιεν
Προστακτική
---, τέμνε, τεμνέτω, ---, τέμνετε, τεμνόντων (ή τεμνέτωσαν)
Απαρέμφατο
τέμνειν
Μετοχή
τέμνων, τέμνουσα, τέμνον
 
Παρατατικός
Οριστική
τεμνον, τεμνες, τεμνε, τέμνομεν, τέμνετε, τεμνον
 
Μέλλοντας
Οριστική
τεμ, τεμες, τεμε, τεμομεν, τεμετε, τεμοσι(ν)
Ευκτική
τεμομι, τεμος, τεμο ή τεμοίην, τεμοίης, τεμοίη, τεμομεν, τεμοτε, τεμοεν
Απαρέμφατο
τεμεν
Μετοχή
τεμν, τεμοσα, τεμον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
τεμον, τεμες, τεμε(ν), τέμομεν, τέμετε, τεμον
Υποτακτική
τέμω, τέμς, τέμ, τέμωμεν, τέμητε, τέμωσι(ν)
Ευκτική
τέμοιμι, τέμοις, τέμοι, τέμοιμεν, τέμοιτε, τέμοιεν
Προστακτική
---, τέμε, τεμέτω, ---, τέμετε, τεμόντων (ή τεμέτωσαν)
Απαρέμφατο
τεμεν
Μετοχή
τεμών, τεμοσα, τεμόν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τέτμηκα, τέτμηκας, τέτμηκε, τετμήκαμεν, τετμήκατε, τετμήκασι(ν)
 
Υποτακτική
τετμηκώς- τετμηκυα- τετμηκός
τετμηκώς- τετμηκυα- τετμηκός ς
τετμηκώς- τετμηκυα- τετμηκός
τετμηκότες- τετμηκυαι- τετμηκότα μεν
τετμηκότες- τετμηκυαι- τετμηκότα τε
τετμηκότες- τετμηκυαι- τετμηκότα σι
 
Ευκτική
τετμηκώς- τετμηκυα- τετμηκός εην
τετμηκώς- τετμηκυα- τετμηκός εης
τετμηκώς- τετμηκυα- τετμηκός εη
τετμηκότες- τετμηκυαι- τετμηκότα εημεν (εμεν)
τετμηκότες- τετμηκυαι- τετμηκότα εητε (ετε)
τετμηκότες- τετμηκυαι- τετμηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
τετμηκώς- τετμηκυα- τετμηκός σθι
τετμηκώς- τετμηκυα- τετμηκός στω
---
τετμηκότες- τετμηκυαι- τετμηκότα στε
τετμηκότες- τετμηκυαι- τετμηκότα στων
 
Απαρέμφατο
τετμηκέναι
Μετοχή
τετμηκώς- τετμηκυα- τετμηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
τετμήκειν, τετμήκεις, τετμήκει, τετμήκεμεν, τετμήκετε, τετμήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τέμνομαι, τέμν/τέμνει, τέμνεται, τεμνόμεθα, τέμνεσθε, τέμνονται
Υποτακτική
τέμνωμαι, τέμν, τέμνηται, τεμνώμεθα, τέμνησθε, τέμνωνται
Ευκτική
τεμνοίμην, τέμνοιο, τέμνοιτο, τεμνοίμεθα, τέμνοισθε, τέμνοιντο
Προστακτική
---, τέμνου, τεμνέσθω, ---, τέμνεσθε, τεμνέσθων ή τεμνέσθωσαν
Απαρέμφατο
τέμνεσθαι
Μετοχή
τεμνόμενος
τεμνομένη
τεμνόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
τεμνόμην, τέμνου, τέμνετο, τεμνόμεθα, τέμνεσθε, τέμνοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
τεμομαι, τεμ/τεμε, τεμεται, τεμομεθα, τεμεσθε, τεμονται
Ευκτική
τεμοίμην, τεμοο, τεμοτο, τεμοίμεθα, τεμοσθε, τεμοντο
Απαρέμφατο
τεμεσθαι
Μετοχή
τεμούμενος
τεμουμένη
τεμούμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
τμηθήσομαι, τμηθήσ/τμηθήσει, τμηθήσεται, τμηθησόμεθα, τμηθήσεσθε, τμηθήσονται
Ευκτική
τμηθησοίμην, τμηθήσοιο, τμηθήσοιτο, τμηθησοίμεθα, τμηθήσοισθε, τμηθήσοιντο
Απαρέμφατο
τμηθήσεσθαι
Μετοχή
τμηθησόμενος
τμηθησομένη
τμηθησόμενον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
τεμόμην, τέμου, τέμετο, τεμόμεθα, τέμεσθε, τέμοντο
Υποτακτική
τέμωμαι, τέμ, τέμηται, τεμώμεθα, τέμησθε, τέμωνται
Ευκτική
τεμοίμην, τέμοιο, τέμοιτο, τεμοίμεθα, τέμοισθε, τέμοιντο
Προστακτική
---, τεμο, τεμέσθω, ----, τέμεσθε, τεμέσθων
Απαρέμφατο
τεμέσθαι
Μετοχή
τεμόμενος, τεμομένη, τεμόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
τμήθην, τμήθης, τμήθη, τμήθημεν, τμήθητε, τμήθησαν
Υποτακτική
τμηθ, τμηθς, τμηθ, τμηθμεν, τμηθτε, τμηθσι(ν)
Ευκτική
τμηθείην, τμηθείης, τμηθείη, τμηθείημεν ή τμηθεμεν, τμηθείητε ή τμηθετε, τμηθείησαν ή τμηθεεν
Προστακτική
---, τμήθητι, τμηθήτω, ---, τμήθητε, τμηθέντων ή τμηθήτωσαν
Απαρέμφατο
τμηθναι
Μετοχή
τμηθείς
τμηθεσα
τμηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τέτμημαι, τέτμησαι, τέτμηται, τετμήμεθα, τέτμησθε, τέτμηνται
 
Υποτακτική
τετμημένος- τετμημένη-τετμημένον
τετμημένος- τετμημένη-τετμημένον ς
τετμημένος- τετμημένη-τετμημένον
τετμημένοι- τετμημέναι-τετμημένα μεν
τετμημένοι- τετμημέναι-τετμημένα τε
τετμημένοι- τετμημέναι-τετμημένα σι
 
Ευκτική
τετμημένος- τετμημένη-τετμημένον εην
τετμημένος- τετμημένη-τετμημένον εης
τετμημένος- τετμημένη-τετμημένον εη
τετμημένοι- τετμημέναι-τετμημένα εημεν (εμεν)
τετμημένοι- τετμημέναι-τετμημένα εητε (ετε)
τετμημένοι- τετμημέναι-τετμημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, τέτμησο, τετμήσθω, --- τέτμησθε, τετμήσθων ή τετμήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
τετμσθαι
Μετοχή
τετμημένος,
τετμημένη,
τετμημένον
 
Υπερσυντέλικος
τετμήμην, τέτμησο, τέτμητο, τετμήμεθα, τέτμησθε, τέτμηντο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου