Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἰσχύω»

Stefan Mitterwallner
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σχύω»
 
Ενεστώτας
Οριστική
σχύω, σχύεις, σχύει, σχύομεν, σχύετε, σχύουσι(ν)
Υποτακτική
σχύω, σχύς, σχύ, σχύωμεν, σχύητε, σχύωσι(ν)
Ευκτική
σχύοιμι, σχύοις, σχύοι, σχύοιμεν, σχύοιτε, σχύοιεν
Προστακτική
---, σχυε, σχυέτω, ---, σχύετε, σχυόντων (ή σχυέτωσαν)
Απαρέμφατο
σχύειν
Μετοχή
σχύων, σχύουσα, σχον
 
Παρατατικός
Οριστική
σχυον, σχυες, σχυε, σχύομεν, σχύετε, σχυον
 
Μέλλοντας
Οριστική
σχύσω, σχύσεις, σχύσει, σχύσομεν, σχύσετε, σχύσουσι(ν)
Ευκτική
σχύσοιμι, σχύσοις, σχύσοι, σχύσοιμεν, σχύσοιτε, σχύσοιεν
Απαρέμφατο
σχύσειν
Μετοχή
σχύσων, σχύσουσα, σχσον
 
Αόριστος
Οριστική
σχυσα, σχυσας, σχυσε(ν), σχύσαμεν, σχύσατε, σχυσαν
Υποτακτική
σχύσω, σχύσς, σχύσ, σχύσωμεν, σχύσητε, σχύσωσι(ν)
Ευκτική
σχύσαιμι, σχύσαις / σχύσειας, σχύσαι / σχύσειε(ν), σχύσαιμεν, σχύσαιτε, σχύσαιεν / σχύσειαν
Προστακτική
---, σχυσον, σχυσάτω, ---, σχύσατε, σχυσάντων (ή σχυσάτωσαν)
Απαρέμφατο
σχσαι
Μετοχή
σχύσας, σχύσασα, σχσαν
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἰσχύθην, ἰσχύθης, ἰσχύθη, ἰσχύθημεν, ἰσχύθητε, ἰσχύθησαν
Υποτακτική
ἰσχυθ, ἰσχυθς, ἰσχυθ, ἰσχυθμεν, ἰσχυθτε, ἰσχυθσι(ν)
Ευκτική
ἰσχυθείην, ἰσχυθείης, ἰσχυθείη, ἰσχυθείημεν ή ἰσχυθεμεν, ἰσχυθείητε ή ἰσχυθετε, ἰσχυθείησαν ή ἰσχυθεεν
Προστακτική
---, ἰσχύθητι, ἰσχυθήτω, ---, ἰσχύθητε, ἰσχυθέντων ή ἰσχυθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἰσχυθναι
Μετοχή
ἰσχυθείς
ἰσχυθεσα
ἰσχυθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σχυκα, σχυκας, σχυκε, σχύκαμεν, σχύκατε, σχύκασι(ν)
 
Υποτακτική
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός ς
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα μεν
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα τε
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα σι
 
Ευκτική
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός εην
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός εης
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός εη
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα εημεν (εμεν)
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα εητε (ετε)
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός σθι
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός στω
---
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα στε
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα στων
 
Απαρέμφατο
σχυκέναι
Μετοχή
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
σχύκειν, σχύκεις, σχύκει, σχύκεμεν, σχύκετε, σχύκεσαν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου