Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δέχομαι»

Veronica Minozzi
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δέχομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
δέχομαι, δέχ/δέχει, δέχεται, δεχόμεθα, δέχεσθε, δέχονται
Υποτακτική
δέχωμαι, δέχ, δέχηται, δεχώμεθα, δέχησθε, δέχωνται
Ευκτική
δεχοίμην, δέχοιο, δέχοιτο, δεχοίμεθα, δέχοισθε, δέχοιντο
Προστακτική
---, δέχου, δεχέσθω, ---, δέχεσθε, δεχέσθων ή δεχέσθωσαν
Απαρέμφατο
δέχεσθαι
Μετοχή
δεχόμενος
δεχομένη
δεχόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
δεχόμην, δέχου, δέχετο, δεχόμεθα, δέχεσθε, δέχοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
δέξομαι, δέξ/δέξει, δέξεται, δεξόμεθα, δέξεσθε, δέξονται
Ευκτική
δεξοίμην, δέξοιο, δέξοιτο, δεξοίμεθα, δέξοισθε, δέξοιντο
Απαρέμφατο
δέξεσθαι
Μετοχή
δεξόμενος
δεξομένη
δεξόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
δεχθήσομαι, δεχθήσ/δεχθήσει, δεχθήσεται, δεχθησόμεθα, δεχθήσεσθε, δεχθήσονται
Ευκτική
δεχθησοίμην, δεχθήσοιο, δεχθήσοιτο, δεχθησοίμεθα, δεχθήσοισθε, δεχθήσοιντο
Απαρέμφατο
δεχθήσεσθαι
Μετοχή
δεχθησόμενος
δεχθησομένη
δεχθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
δεξάμην, δέξω, δέξατο, δεξάμεθα, δέξασθε, δέξαντο
Υποτακτική
δέξωμαι, δέξ, δέξηται, δεξώμεθα, δέξησθε, δέξωνται
Ευκτική
δεξαίμην, δέξαιο, δέξαιτο, δεξαίμεθα, δέξαισθε, δέξαιντο
Προστακτική
---, δέξαι, δεξάσθω, ---, δέξασθε, δεξάσθων ή δεξάσθωσαν
Απαρέμφατο
δέξασθαι
Μετοχή
δεξάμενος
δεξαμένη
δεξάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
δέχθην, δέχθης, δέχθη, δέχθημεν, δέχθητε, δέχθησαν
Υποτακτική
δεχθ, δεχθς, δεχθ, δεχθμεν, δεχθτε, δεχθσι(ν)
Ευκτική
δεχθείην, δεχθείης, δεχθείη, δεχθείημεν ή δεχθεμεν, δεχθείητε ή δεχθετε, δεχθείησαν ή δεχθεεν
Προστακτική
---, δέχθητι, δεχθήτω, ---, δέχθητε, δεχθέντων ή δεχθήτωσαν
Απαρέμφατο
δεχθναι
Μετοχή
δεχθείς
δεχθεσα
δεχθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
δέδεγμαι, δέδεξαι, δέδεκται, δεδέγμεθα, δέδεχθε, δεδεγμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
δεδεγμένος- δεδεγμένη-δεδεγμένον
δεδεγμένος- δεδεγμένη-δεδεγμένον ς
δεδεγμένος- δεδεγμένη-δεδεγμένον
δεδεγμένοι- δεδεγμέναι-δεδεγμένα μεν
δεδεγμένοι- δεδεγμέναι-δεδεγμένα τε
δεδεγμένοι- δεδεγμέναι-δεδεγμένα σι
 
Ευκτική
δεδεγμένος- δεδεγμένη-δεδεγμένον εην
δεδεγμένος- δεδεγμένη-δεδεγμένον εης
δεδεγμένος- δεδεγμένη-δεδεγμένον εη
δεδεγμένοι- δεδεγμέναι-δεδεγμένα εημεν (εμεν)
δεδεγμένοι- δεδεγμέναι-δεδεγμένα εητε (ετε)
δεδεγμένοι- δεδεγμέναι-δεδεγμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, δέδεξο, δεδέχθω, --- δέδεχθε, δεδέχθων ή δεδέχθωσαν
 
Απαρέμφατο
δεδέχθαι
Μετοχή
δεδεγμένος,
δεδεγμένη,
δεδεγμένον
 
Υπερσυντέλικος
δεδέγμην, δέδεξο, δέδεκτο, δεδέγμεθα, δέδεχθε, δεδεγμένοι σαν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου