Veronica Minozzi
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δέχομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
δέχομαι, δέχῃ/δέχει, δέχεται, δεχόμεθα, δέχεσθε, δέχονται
Υποτακτική
δέχωμαι, δέχῃ, δέχηται, δεχώμεθα, δέχησθε, δέχωνται
Ευκτική
δεχοίμην, δέχοιο, δέχοιτο, δεχοίμεθα, δέχοισθε, δέχοιντο
Προστακτική
---, δέχου, δεχέσθω, ---, δέχεσθε, δεχέσθων ή δεχέσθωσαν
Απαρέμφατο
δέχεσθαι
Μετοχή
δεχόμενος
δεχομένη
δεχόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐδεχόμην, ἐδέχου, ἐδέχετο, ἐδεχόμεθα, ἐδέχεσθε, ἐδέχοντο
Μέλλοντας
Οριστική
δέξομαι, δέξῃ/δέξει, δέξεται, δεξόμεθα, δέξεσθε, δέξονται
Ευκτική
δεξοίμην, δέξοιο, δέξοιτο, δεξοίμεθα, δέξοισθε, δέξοιντο
Απαρέμφατο
δέξεσθαι
Μετοχή
δεξόμενος
δεξομένη
δεξόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
δεχθήσομαι, δεχθήσῃ/δεχθήσει, δεχθήσεται, δεχθησόμεθα, δεχθήσεσθε, δεχθήσονται
Ευκτική
δεχθησοίμην, δεχθήσοιο, δεχθήσοιτο, δεχθησοίμεθα, δεχθήσοισθε, δεχθήσοιντο
Απαρέμφατο
δεχθήσεσθαι
Μετοχή
δεχθησόμενος
δεχθησομένη
δεχθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐδεξάμην, ἐδέξω, ἐδέξατο, ἐδεξάμεθα, ἐδέξασθε, ἐδέξαντο
Υποτακτική
δέξωμαι, δέξῃ, δέξηται, δεξώμεθα, δέξησθε, δέξωνται
Ευκτική
δεξαίμην, δέξαιο, δέξαιτο, δεξαίμεθα, δέξαισθε, δέξαιντο
Προστακτική
---, δέξαι, δεξάσθω, ---, δέξασθε, δεξάσθων ή δεξάσθωσαν
Απαρέμφατο
δέξασθαι
Μετοχή
δεξάμενος
δεξαμένη
δεξάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐδέχθην, ἐδέχθης, ἐδέχθη, ἐδέχθημεν, ἐδέχθητε, ἐδέχθησαν
Υποτακτική
δεχθῶ, δεχθῇς, δεχθῇ, δεχθῶμεν, δεχθῆτε, δεχθῶσι(ν)
Ευκτική
δεχθείην, δεχθείης, δεχθείη, δεχθείημεν ή δεχθεῖμεν, δεχθείητε ή δεχθεῖτε, δεχθείησαν ή δεχθεῖεν
Προστακτική
---, δέχθητι, δεχθήτω, ---, δέχθητε, δεχθέντων ή δεχθήτωσαν
Απαρέμφατο
δεχθῆναι
Μετοχή
δεχθείς
δεχθεῖσα
δεχθέν
Παρακείμενος
Οριστική
δέδεγμαι, δέδεξαι, δέδεκται, δεδέγμεθα, δέδεχθε, δεδεγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
δεδεγμένος- δεδεγμένη-δεδεγμένον ὦ
δεδεγμένος- δεδεγμένη-δεδεγμένον ᾖς
δεδεγμένος- δεδεγμένη-δεδεγμένον ᾖ
δεδεγμένοι- δεδεγμέναι-δεδεγμένα ὦμεν
δεδεγμένοι- δεδεγμέναι-δεδεγμένα ἦτε
δεδεγμένοι- δεδεγμέναι-δεδεγμένα ὦσι
Ευκτική
δεδεγμένος- δεδεγμένη-δεδεγμένον εἴην
δεδεγμένος- δεδεγμένη-δεδεγμένον εἴης
δεδεγμένος- δεδεγμένη-δεδεγμένον εἴη
δεδεγμένοι- δεδεγμέναι-δεδεγμένα εἴημεν (εἶμεν)
δεδεγμένοι- δεδεγμέναι-δεδεγμένα εἴητε (εἶτε)
δεδεγμένοι- δεδεγμέναι-δεδεγμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, δέδεξο, δεδέχθω, --- δέδεχθε, δεδέχθων ή δεδέχθωσαν
Απαρέμφατο
δεδέχθαι
Μετοχή
δεδεγμένος,
δεδεγμένη,
δεδεγμένον
Υπερσυντέλικος
ἐδεδέγμην, ἐδέδεξο, ἐδέδεκτο, ἐδεδέγμεθα, ἐδέδεχθε, δεδεγμένοι ἦσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δέχομαι»
Οριστική
δέχομαι, δέχῃ/δέχει, δέχεται, δεχόμεθα, δέχεσθε, δέχονται
δέχωμαι, δέχῃ, δέχηται, δεχώμεθα, δέχησθε, δέχωνται
δεχοίμην, δέχοιο, δέχοιτο, δεχοίμεθα, δέχοισθε, δέχοιντο
Προστακτική
---, δέχου, δεχέσθω, ---, δέχεσθε, δεχέσθων ή δεχέσθωσαν
Απαρέμφατο
δέχεσθαι
Μετοχή
δεχόμενος
δεχομένη
δεχόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐδεχόμην, ἐδέχου, ἐδέχετο, ἐδεχόμεθα, ἐδέχεσθε, ἐδέχοντο
Μέλλοντας
Οριστική
δέξομαι, δέξῃ/δέξει, δέξεται, δεξόμεθα, δέξεσθε, δέξονται
δεξοίμην, δέξοιο, δέξοιτο, δεξοίμεθα, δέξοισθε, δέξοιντο
Απαρέμφατο
δέξεσθαι
Μετοχή
δεξόμενος
δεξομένη
δεξόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
δεχθήσομαι, δεχθήσῃ/δεχθήσει, δεχθήσεται, δεχθησόμεθα, δεχθήσεσθε, δεχθήσονται
δεχθησοίμην, δεχθήσοιο, δεχθήσοιτο, δεχθησοίμεθα, δεχθήσοισθε, δεχθήσοιντο
Απαρέμφατο
δεχθήσεσθαι
Μετοχή
δεχθησόμενος
δεχθησομένη
δεχθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐδεξάμην, ἐδέξω, ἐδέξατο, ἐδεξάμεθα, ἐδέξασθε, ἐδέξαντο
δέξωμαι, δέξῃ, δέξηται, δεξώμεθα, δέξησθε, δέξωνται
δεξαίμην, δέξαιο, δέξαιτο, δεξαίμεθα, δέξαισθε, δέξαιντο
Προστακτική
---, δέξαι, δεξάσθω, ---, δέξασθε, δεξάσθων ή δεξάσθωσαν
Απαρέμφατο
δέξασθαι
Μετοχή
δεξάμενος
δεξαμένη
δεξάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐδέχθην, ἐδέχθης, ἐδέχθη, ἐδέχθημεν, ἐδέχθητε, ἐδέχθησαν
δεχθῶ, δεχθῇς, δεχθῇ, δεχθῶμεν, δεχθῆτε, δεχθῶσι(ν)
δεχθείην, δεχθείης, δεχθείη, δεχθείημεν ή δεχθεῖμεν, δεχθείητε ή δεχθεῖτε, δεχθείησαν ή δεχθεῖεν
---, δέχθητι, δεχθήτω, ---, δέχθητε, δεχθέντων ή δεχθήτωσαν
Απαρέμφατο
δεχθῆναι
δεχθείς
δεχθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
δέδεγμαι, δέδεξαι, δέδεκται, δεδέγμεθα, δέδεχθε, δεδεγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
δεδεγμένος- δεδεγμένη-δεδεγμένον ὦ
δεδεγμένος- δεδεγμένη-δεδεγμένον ᾖς
δεδεγμένοι- δεδεγμέναι-δεδεγμένα ὦμεν
Ευκτική
δεδεγμένος- δεδεγμένη-δεδεγμένον εἴην
Προστακτική
---, δέδεξο, δεδέχθω, --- δέδεχθε, δεδέχθων ή δεδέχθωσαν
Απαρέμφατο
δεδέχθαι
Μετοχή
δεδεγμένος,
δεδεγμένη,
δεδεγμένον
Υπερσυντέλικος
ἐδεδέγμην, ἐδέδεξο, ἐδέδεκτο, ἐδεδέγμεθα, ἐδέδεχθε, δεδεγμένοι ἦσαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου