Ευτυχία Παναγιώτου «Ο σαλταδόρος»
Όσο να πει πως
το ψάρι στο δίχτυ δεν είναι ψάρι σε τηγάνι,
τσουρουφλίζεται στις λέξεις του,
στις άτυχες μεταφορές – τι μαρτύριο.
Να φτύνει το κακό, κι αυτό ακούραστο.
Από τα χείλη του να πιάνεται
και πάλι πίσω, μες στο σάλιο,
το δηλητήριο ν’ αναδεύεται.
Όπως στα παιδικά μας φιλμ,
το φουσκωμένο σύννεφο
μόνο βροχή τού έστελνε από πάνω,
και μέχρι να φτάσει σπίτι
εκείνο πάλι του πετούσε σταυρωτά
καρφιά.
Κι αν είναι, λένε, σαν σφυριά
του ποιητή η δουλειά
είναι γιατί χρειάζεσαι μια σκαλωσιά
ν’ ανέβεις ώς το σύννεφο,
στη ρίζα, λένε, τ’ ουρανού ν’ ανέβεις,
με γλίστρημα κανένα
–αλλιώς του κάκου–
κι όχι γιατί είναι σαν σφυρί
η δουλειά του ποιητή.
Ένα ψάρι σε τηγάνι δεν είναι ψάρι σε ταψί.
Ένα ψάρι στο χείλι δεν είναι ψάρι στο δίχτυ.
Μέχρι να γίνει μουσική η φωνή σου,
όσο το σκουριασμένο σώμα από το τρίξιμο
να στήσει πέντε κόκαλα,
με κόντρα αέρα, βρογχικά φυσήματα,
νέα μεγάφωνα μπορεί να ’ρθούνε.
Μα εσένα το μυαλό σου στο χορό.
Ευτυχία Παναγιώτου, Χορευτές, 2014, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα
«Όσο να πει πως
το ψάρι στο δίχτυ δεν είναι ψάρι σε τηγάνι,
τσουρουφλίζεται στις λέξεις του,
στις άτυχες μεταφορές – τι μαρτύριο.»
Το έργο της ποιητικής δημιουργίας είναι εξαιρετικά απαιτητικό, καθώς ο συνδυασμός ουσιαστικού και μεστού περιεχομένου με την καλύτερη δυνατή διατύπωσή του σε γλωσσικό επίπεδο δεν είναι κάτι που επιτυγχάνεται εύκολα. Τη δυσκολία αυτή αποδίδει με εναργή και ειρωνικό τρόπο το ποιητικό υποκείμενο καταγράφοντας την «περιπέτεια» ενός ποιητή στην προσπάθειά του να αποδώσει μια σκέψη αποφθεγματικής αξίας με γλωσσικά εύστοχο τρόπο. Η φράση «το ψάρι στο δίχτυ δεν είναι ψάρι σε τηγάνι» που υποδηλώνει την απόσταση από τη σύλληψη του θηράματος -και κατ’ επέκταση της ποιητικής ιδέας- μέχρι την τελική προετοιμασία του για κατανάλωση ή την ασφαλή αποτύπωση στην περίπτωση της ποιητικής ιδέας, ταλανίζει τον ποιητή, αφού δεν τον ικανοποιεί ο τρόπος που αυτή λαμβάνει μορφή σε γλωσσικό επίπεδο.
Με τον νοηματικά αμφίσημο τίτλο «Ο σαλταδόρος» -αυτός που μπορεί να κάνει άλματα αλλά και ο μικροαπατεώνας- τίθεται εξαρχής το ζήτημα σχετικά με το αν ο ποιητής-ήρωας αποτελεί έναν γνήσιο θεράποντα της ποιητικής τέχνης ή κάποιον που επιχειρεί απλώς να περάσει ως ποιητής. Όπως ο Φερνάζης του Καβάφη δημιουργεί προς στιγμήν την εντύπωση πως δεν είναι κατ’ ανάγκη ένας γνήσιος ποιητής, αφού ετοιμάζει μια σύνθεση τιμητική για τον βασιλιά του, και, άρα, μοιάζει να επιδιώκει μόνο την αναγνώριση και τα οφέλη, έτσι και για τον ποιητή-ήρωα αυτής της σύνθεσης γεννιέται το ίδιο ερώτημα. Σύντομα, ωστόσο, διαφαίνεται η αφοσίωσή του στην απαιτητική και εξαιρετικά δύσκολη τέχνη της ποίησης.
«Όσο να πει πως
το ψάρι στο δίχτυ δεν είναι ψάρι σε τηγάνι,
τσουρουφλίζεται στις λέξεις του,
στις άτυχες μεταφορές – τι μαρτύριο.
Να φτύνει το κακό, κι αυτό ακούραστο.
Από τα χείλη του να πιάνεται
και πάλι πίσω, μες στο σάλιο,
το δηλητήριο ν’ αναδεύεται.»
Το ποιητικό υποκείμενο παρουσιάζει την περίπτωση ενός θεράποντα της ποιητικής τέχνης, ο οποίος ταλαιπωρείται καθώς προσπαθεί να μετουσιώσει σε καίρια διατυπωμένο λόγο μια ιδέα που τον καταδιώκει επίμονα. Με το που εκστομίζει την ατυχή πρώτη απόπειρα καταγραφής της ιδέας του («το ψάρι στο δίχτυ δεν είναι ψάρι σε τηγάνι»), αμέσως νιώθει πόσο άστοχη και ανεπαρκώς δοσμένη είναι η σκέψη του. «Τσουρουφλίζεται» στις ίδιες του τις λέξεις, στις άτυχες μεταφορές, όπως με μεταφορικό λόγο αποδίδεται παραστατικά η οδύνη της αδυναμίας του να βρει την κατάλληλη διατύπωση. Το ποιητικό υποκείμενο, μάλιστα, σχολιάζει εύλογα πως η κατάσταση αυτή είναι μαρτυρική για τον δημιουργό.
Η ταλαιπωρία του, ωστόσο, δεν τελειώνει εκεί, διότι η ατυχής αυτή διατύπωση δεν εγκαταλείπει πλέον τη σκέψη του. Έτσι, αν κι εκείνος «φτύνει» το κακό -την άστοχη διατύπωση-, εκείνο ακούραστο, πιάνεται από το χείλη του, επιστρέφει στο στόμα του και κινείται μέσα στο σάλιο του, δηλητηριάζοντάς το. Η άστοχη διατύπωση προσωποποιείται και με επιμονή κυριεύει και «μολύνει» τον ποιητή, ο οποίος δεν μπορεί πια να ξεφύγει από εκείνη.
«Όπως στα παιδικά μας φιλμ,
το φουσκωμένο σύννεφο
μόνο βροχή τού έστελνε από πάνω,
και μέχρι να φτάσει σπίτι
εκείνο πάλι του πετούσε σταυρωτά
καρφιά.»
Η αδυναμία του ποιητή να ξεφύγει τόσο από την ιδέα που ήθελε να εκφράσει όσο και από τον άστοχο τρόπο με τον οποίο έδωσε μορφή στην ιδέα αυτή παρουσιάζεται από το ποιητικό υποκείμενο με μια αναλογία. Όπως στα παιδικά φιλμ ακολουθεί τον ήρωα ένα φορτωμένο σύννεφο και ρίχνει βροχή πάνω του, έτσι και ο ποιητής καταδιώκεται επίμονα από την ιδέα που δεν κατόρθωσε να εκφράσει. Η κατάσταση αυτή παραπέμπει στο βίωμα του καβαφικού Φερνάζη, ο οποίος παρά το γεγονός ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν αναπάντεχο πόλεμο, δεν παύει στιγμή να έχει στη σκέψη του την ποιητική του ιδέα:
«Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·»
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως η ποιητική φωνή μεταλλάσσει σταδιακά τη βροχή που δέχεται ο βασανιζόμενος ποιητής σε «σταυρωτά καρφιά» που έρχονται κατά πάνω του από το φουσκωμένο σύννεφο. Η έμμονη ενασχόληση με τη δική του ποιητική ιδέα κορυφώνεται και αποκτά έναν πιο κρίσιμο χαρακτήρα, εφόσον γνωρίζει καλά πως μόνο αν κατορθώσει να αποδώσει εύστοχα την ιδέα του θα έχει εκπληρώσει την αποστολή του ως ποιητής. Εμφανής σε αυτό το σημείο η παραπομπή στον στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις». Αν, άλλωστε, ο ποιητής δεν επιτύχει να δώσει στην ιδέα του τη διατύπωση εκείνη που θα «καρφωθεί» στη σκέψη του αναγνώστη, χάρη στον απόλυτα εύστοχο τρόπο με τον οποίο εκφράζει κάτι το ουσιώδες, τότε το έργο του δεν θα έχει τη ζητούμενη αξία.
«Κι αν είναι, λένε, σαν σφυριά
του ποιητή η δουλειά
είναι γιατί χρειάζεσαι μια σκαλωσιά
ν’ ανέβεις ώς το σύννεφο,
στη ρίζα, λένε, τ’ ουρανού ν’ ανέβεις,
με γλίστρημα κανένα
–αλλιώς του κάκου–
κι όχι γιατί είναι σαν σφυρί
η δουλειά του ποιητή.»
Η δουλειά του ποιητή παρομοιάζεται με μια σφυριά υπό την έννοια πως το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι να έχει ισχυρό αντίκτυπο στη συνείδηση του αναγνώστη. Κάθε καίρια ιδέα που διατυπώνεται με τον πλέον εύστοχο και δραστικό τρόπο έχει τη δυνατότητα να ταρακουνά τον αποδέκτη του ποιήματος και να του προκαλεί ισχυρά συναισθήματα. Όπως χαρακτηριστικά το έχει διατυπώσει ο Μίλτος Σαχτούρης στο ποίημά του «Τα δώρα»:
«Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει;
ναι τη καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής»
Προκειμένου, ωστόσο, να επιτευχθεί η δραστική επίδραση στον αναγνώστη, ο ποιητής οφείλει πρώτα να ανέβει με μια σκαλωσιά ως το σύννεφο, ως εκεί που βρίσκεται η επίμονα διαφεύγουσα ποιητική του ιδέα. Οφείλει να ανέβει ως τη ρίζα του ουρανού και να βρει τον τρόπο να αποτυπώσει την κατάλληλη σκέψη με τις κατάλληλες λέξεις, χωρίς να αστοχήσει μήτε στο ένα -περιεχόμενο- μήτε στο άλλο -γλωσσική μετουσίωση-, διότι διαφορετικά όλος ο κόπος του θα είναι μάταιος. Αν «γλιστρήσει», αν δεν κατορθώσει να βρει τις αναγκαίες λέξεις για να δώσει τη σωστή μορφή στην ιδέα του, τότε δεν θα πετύχει τον στόχο του. Η ποίηση, άλλωστε, δεν είναι ένα «σφυρί», έστω κι αν η επίδραση ενός καλού ποιήματος είναι συγκλονιστική σαν σφυριά. Η ίδια η ποίηση δομείται με τα πιο εύθραυστα υλικά, με ιδέες και λέξεις, που έστω και ελάχιστα να αποκλίνουν από το καίριο τότε δεν οδηγούν στο ζητούμενο αποτέλεσμα.
Η ποίηση δεν είναι κάτι το χειροπιαστό, όπως ένα σφυρί. Είναι κάτι το άυλο που κινείται στον χώρο του πνεύματος και της φαντασίας, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δυσεπίτευκτη την άρτια υλοποίησή της.
«Ένα ψάρι σε τηγάνι δεν είναι ψάρι σε ταψί.
Ένα ψάρι στο χείλι δεν είναι ψάρι στο δίχτυ.
Μέχρι να γίνει μουσική η φωνή σου,
όσο το σκουριασμένο σώμα από το τρίξιμο
να στήσει πέντε κόκαλα,
με κόντρα αέρα, βρογχικά φυσήματα,
νέα μεγάφωνα μπορεί να ’ρθούνε.
Μα εσένα το μυαλό σου στο χορό.»
Η ατυχής αρχική διατύπωση της ποιητικής ιδέας επανέρχεται με ακόμη πιο άστοχες παραλλαγές προκειμένου να γίνει αντιληπτή η επίμονη και πνευματικά εξουθενωτική πάλη του ποιητή με τις λέξεις. Μια διαδικασία που κρατά πολύ χρόνο μέχρι να φτάσει στο ζητούμενο αποτέλεσμα («Μέχρι να γίνει μουσική η φωνή σου»). Κάποτε, μάλιστα, απαιτεί τόσο χρόνο, ώστε μέχρι να κατορθώσει ο γερασμένος πια ποιητής να ορθώσει το ταλαιπωρημένο σώμα του, παλεύοντας με την κόπωση, με τη φθορά της υγείας του («βρογχικά φυσήματα), αλλά και με ποικίλες άλλες αντιξοότητες («με κόντρα αέρα»), ενδέχεται ο τρόπος σκέψης ή έκφρασής του να είναι πια παρωχημένος («νέα μεγάφωνα μπορεί να ‘ρθουνε»).
Όσο να πει πως
το ψάρι στο δίχτυ δεν είναι ψάρι σε τηγάνι,
τσουρουφλίζεται στις λέξεις του,
στις άτυχες μεταφορές – τι μαρτύριο.
Να φτύνει το κακό, κι αυτό ακούραστο.
Από τα χείλη του να πιάνεται
και πάλι πίσω, μες στο σάλιο,
το δηλητήριο ν’ αναδεύεται.
Όπως στα παιδικά μας φιλμ,
το φουσκωμένο σύννεφο
μόνο βροχή τού έστελνε από πάνω,
και μέχρι να φτάσει σπίτι
εκείνο πάλι του πετούσε σταυρωτά
καρφιά.
Κι αν είναι, λένε, σαν σφυριά
του ποιητή η δουλειά
είναι γιατί χρειάζεσαι μια σκαλωσιά
ν’ ανέβεις ώς το σύννεφο,
στη ρίζα, λένε, τ’ ουρανού ν’ ανέβεις,
με γλίστρημα κανένα
–αλλιώς του κάκου–
κι όχι γιατί είναι σαν σφυρί
η δουλειά του ποιητή.
Ένα ψάρι σε τηγάνι δεν είναι ψάρι σε ταψί.
Ένα ψάρι στο χείλι δεν είναι ψάρι στο δίχτυ.
Μέχρι να γίνει μουσική η φωνή σου,
όσο το σκουριασμένο σώμα από το τρίξιμο
να στήσει πέντε κόκαλα,
με κόντρα αέρα, βρογχικά φυσήματα,
νέα μεγάφωνα μπορεί να ’ρθούνε.
Μα εσένα το μυαλό σου στο χορό.
Ευτυχία Παναγιώτου, Χορευτές, 2014, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα
«Όσο να πει πως
το ψάρι στο δίχτυ δεν είναι ψάρι σε τηγάνι,
τσουρουφλίζεται στις λέξεις του,
στις άτυχες μεταφορές – τι μαρτύριο.»
Το έργο της ποιητικής δημιουργίας είναι εξαιρετικά απαιτητικό, καθώς ο συνδυασμός ουσιαστικού και μεστού περιεχομένου με την καλύτερη δυνατή διατύπωσή του σε γλωσσικό επίπεδο δεν είναι κάτι που επιτυγχάνεται εύκολα. Τη δυσκολία αυτή αποδίδει με εναργή και ειρωνικό τρόπο το ποιητικό υποκείμενο καταγράφοντας την «περιπέτεια» ενός ποιητή στην προσπάθειά του να αποδώσει μια σκέψη αποφθεγματικής αξίας με γλωσσικά εύστοχο τρόπο. Η φράση «το ψάρι στο δίχτυ δεν είναι ψάρι σε τηγάνι» που υποδηλώνει την απόσταση από τη σύλληψη του θηράματος -και κατ’ επέκταση της ποιητικής ιδέας- μέχρι την τελική προετοιμασία του για κατανάλωση ή την ασφαλή αποτύπωση στην περίπτωση της ποιητικής ιδέας, ταλανίζει τον ποιητή, αφού δεν τον ικανοποιεί ο τρόπος που αυτή λαμβάνει μορφή σε γλωσσικό επίπεδο.
Με τον νοηματικά αμφίσημο τίτλο «Ο σαλταδόρος» -αυτός που μπορεί να κάνει άλματα αλλά και ο μικροαπατεώνας- τίθεται εξαρχής το ζήτημα σχετικά με το αν ο ποιητής-ήρωας αποτελεί έναν γνήσιο θεράποντα της ποιητικής τέχνης ή κάποιον που επιχειρεί απλώς να περάσει ως ποιητής. Όπως ο Φερνάζης του Καβάφη δημιουργεί προς στιγμήν την εντύπωση πως δεν είναι κατ’ ανάγκη ένας γνήσιος ποιητής, αφού ετοιμάζει μια σύνθεση τιμητική για τον βασιλιά του, και, άρα, μοιάζει να επιδιώκει μόνο την αναγνώριση και τα οφέλη, έτσι και για τον ποιητή-ήρωα αυτής της σύνθεσης γεννιέται το ίδιο ερώτημα. Σύντομα, ωστόσο, διαφαίνεται η αφοσίωσή του στην απαιτητική και εξαιρετικά δύσκολη τέχνη της ποίησης.
«Όσο να πει πως
το ψάρι στο δίχτυ δεν είναι ψάρι σε τηγάνι,
τσουρουφλίζεται στις λέξεις του,
στις άτυχες μεταφορές – τι μαρτύριο.
Να φτύνει το κακό, κι αυτό ακούραστο.
Από τα χείλη του να πιάνεται
και πάλι πίσω, μες στο σάλιο,
το δηλητήριο ν’ αναδεύεται.»
Το ποιητικό υποκείμενο παρουσιάζει την περίπτωση ενός θεράποντα της ποιητικής τέχνης, ο οποίος ταλαιπωρείται καθώς προσπαθεί να μετουσιώσει σε καίρια διατυπωμένο λόγο μια ιδέα που τον καταδιώκει επίμονα. Με το που εκστομίζει την ατυχή πρώτη απόπειρα καταγραφής της ιδέας του («το ψάρι στο δίχτυ δεν είναι ψάρι σε τηγάνι»), αμέσως νιώθει πόσο άστοχη και ανεπαρκώς δοσμένη είναι η σκέψη του. «Τσουρουφλίζεται» στις ίδιες του τις λέξεις, στις άτυχες μεταφορές, όπως με μεταφορικό λόγο αποδίδεται παραστατικά η οδύνη της αδυναμίας του να βρει την κατάλληλη διατύπωση. Το ποιητικό υποκείμενο, μάλιστα, σχολιάζει εύλογα πως η κατάσταση αυτή είναι μαρτυρική για τον δημιουργό.
Η ταλαιπωρία του, ωστόσο, δεν τελειώνει εκεί, διότι η ατυχής αυτή διατύπωση δεν εγκαταλείπει πλέον τη σκέψη του. Έτσι, αν κι εκείνος «φτύνει» το κακό -την άστοχη διατύπωση-, εκείνο ακούραστο, πιάνεται από το χείλη του, επιστρέφει στο στόμα του και κινείται μέσα στο σάλιο του, δηλητηριάζοντάς το. Η άστοχη διατύπωση προσωποποιείται και με επιμονή κυριεύει και «μολύνει» τον ποιητή, ο οποίος δεν μπορεί πια να ξεφύγει από εκείνη.
«Όπως στα παιδικά μας φιλμ,
το φουσκωμένο σύννεφο
μόνο βροχή τού έστελνε από πάνω,
και μέχρι να φτάσει σπίτι
εκείνο πάλι του πετούσε σταυρωτά
καρφιά.»
Η αδυναμία του ποιητή να ξεφύγει τόσο από την ιδέα που ήθελε να εκφράσει όσο και από τον άστοχο τρόπο με τον οποίο έδωσε μορφή στην ιδέα αυτή παρουσιάζεται από το ποιητικό υποκείμενο με μια αναλογία. Όπως στα παιδικά φιλμ ακολουθεί τον ήρωα ένα φορτωμένο σύννεφο και ρίχνει βροχή πάνω του, έτσι και ο ποιητής καταδιώκεται επίμονα από την ιδέα που δεν κατόρθωσε να εκφράσει. Η κατάσταση αυτή παραπέμπει στο βίωμα του καβαφικού Φερνάζη, ο οποίος παρά το γεγονός ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν αναπάντεχο πόλεμο, δεν παύει στιγμή να έχει στη σκέψη του την ποιητική του ιδέα:
«Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·»
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως η ποιητική φωνή μεταλλάσσει σταδιακά τη βροχή που δέχεται ο βασανιζόμενος ποιητής σε «σταυρωτά καρφιά» που έρχονται κατά πάνω του από το φουσκωμένο σύννεφο. Η έμμονη ενασχόληση με τη δική του ποιητική ιδέα κορυφώνεται και αποκτά έναν πιο κρίσιμο χαρακτήρα, εφόσον γνωρίζει καλά πως μόνο αν κατορθώσει να αποδώσει εύστοχα την ιδέα του θα έχει εκπληρώσει την αποστολή του ως ποιητής. Εμφανής σε αυτό το σημείο η παραπομπή στον στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις». Αν, άλλωστε, ο ποιητής δεν επιτύχει να δώσει στην ιδέα του τη διατύπωση εκείνη που θα «καρφωθεί» στη σκέψη του αναγνώστη, χάρη στον απόλυτα εύστοχο τρόπο με τον οποίο εκφράζει κάτι το ουσιώδες, τότε το έργο του δεν θα έχει τη ζητούμενη αξία.
«Κι αν είναι, λένε, σαν σφυριά
του ποιητή η δουλειά
είναι γιατί χρειάζεσαι μια σκαλωσιά
ν’ ανέβεις ώς το σύννεφο,
στη ρίζα, λένε, τ’ ουρανού ν’ ανέβεις,
με γλίστρημα κανένα
–αλλιώς του κάκου–
κι όχι γιατί είναι σαν σφυρί
η δουλειά του ποιητή.»
Η δουλειά του ποιητή παρομοιάζεται με μια σφυριά υπό την έννοια πως το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι να έχει ισχυρό αντίκτυπο στη συνείδηση του αναγνώστη. Κάθε καίρια ιδέα που διατυπώνεται με τον πλέον εύστοχο και δραστικό τρόπο έχει τη δυνατότητα να ταρακουνά τον αποδέκτη του ποιήματος και να του προκαλεί ισχυρά συναισθήματα. Όπως χαρακτηριστικά το έχει διατυπώσει ο Μίλτος Σαχτούρης στο ποίημά του «Τα δώρα»:
«Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει;
ναι τη καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής»
Προκειμένου, ωστόσο, να επιτευχθεί η δραστική επίδραση στον αναγνώστη, ο ποιητής οφείλει πρώτα να ανέβει με μια σκαλωσιά ως το σύννεφο, ως εκεί που βρίσκεται η επίμονα διαφεύγουσα ποιητική του ιδέα. Οφείλει να ανέβει ως τη ρίζα του ουρανού και να βρει τον τρόπο να αποτυπώσει την κατάλληλη σκέψη με τις κατάλληλες λέξεις, χωρίς να αστοχήσει μήτε στο ένα -περιεχόμενο- μήτε στο άλλο -γλωσσική μετουσίωση-, διότι διαφορετικά όλος ο κόπος του θα είναι μάταιος. Αν «γλιστρήσει», αν δεν κατορθώσει να βρει τις αναγκαίες λέξεις για να δώσει τη σωστή μορφή στην ιδέα του, τότε δεν θα πετύχει τον στόχο του. Η ποίηση, άλλωστε, δεν είναι ένα «σφυρί», έστω κι αν η επίδραση ενός καλού ποιήματος είναι συγκλονιστική σαν σφυριά. Η ίδια η ποίηση δομείται με τα πιο εύθραυστα υλικά, με ιδέες και λέξεις, που έστω και ελάχιστα να αποκλίνουν από το καίριο τότε δεν οδηγούν στο ζητούμενο αποτέλεσμα.
Η ποίηση δεν είναι κάτι το χειροπιαστό, όπως ένα σφυρί. Είναι κάτι το άυλο που κινείται στον χώρο του πνεύματος και της φαντασίας, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δυσεπίτευκτη την άρτια υλοποίησή της.
«Ένα ψάρι σε τηγάνι δεν είναι ψάρι σε ταψί.
Ένα ψάρι στο χείλι δεν είναι ψάρι στο δίχτυ.
Μέχρι να γίνει μουσική η φωνή σου,
όσο το σκουριασμένο σώμα από το τρίξιμο
να στήσει πέντε κόκαλα,
με κόντρα αέρα, βρογχικά φυσήματα,
νέα μεγάφωνα μπορεί να ’ρθούνε.
Μα εσένα το μυαλό σου στο χορό.»
Η ατυχής αρχική διατύπωση της ποιητικής ιδέας επανέρχεται με ακόμη πιο άστοχες παραλλαγές προκειμένου να γίνει αντιληπτή η επίμονη και πνευματικά εξουθενωτική πάλη του ποιητή με τις λέξεις. Μια διαδικασία που κρατά πολύ χρόνο μέχρι να φτάσει στο ζητούμενο αποτέλεσμα («Μέχρι να γίνει μουσική η φωνή σου»). Κάποτε, μάλιστα, απαιτεί τόσο χρόνο, ώστε μέχρι να κατορθώσει ο γερασμένος πια ποιητής να ορθώσει το ταλαιπωρημένο σώμα του, παλεύοντας με την κόπωση, με τη φθορά της υγείας του («βρογχικά φυσήματα), αλλά και με ποικίλες άλλες αντιξοότητες («με κόντρα αέρα»), ενδέχεται ο τρόπος σκέψης ή έκφρασής του να είναι πια παρωχημένος («νέα μεγάφωνα μπορεί να ‘ρθουνε»).
Ο ποιητής δίνει μάχη με τον χρόνο και με τον εαυτό του, χωρίς να έχει
την παραμικρή εγγύηση πως θα κατορθώσει ποτέ εκείνο που τόσο επίμονα επιδιώκει,
αλλά και χωρίς να γνωρίζει αν θα πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα έγκαιρα, ώστε
να μην ακουστεί τελικά η ποίησή του εντελώς παράταιρη και ξεπερασμένη. Παρά τις
πλείστες δυσκολίες και τις εύλογες ανησυχίες, ωστόσο, δεν εγκαταλείπει την
προσπάθεια αφού δεν μπορεί να εγκαταλείψει την τέχνη αυτή που συνιστά το μεγάλο
του πάθος («Μα εσένα το μυαλό σου στο χορό»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου