Κωνσταντίνος Μάντης «Πτυχές του Εθνικού
Διχασμού (1915-1917)»
Εισαγωγή
Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η σταδιακά εντεινόμενη ανάγκη να προσδιοριστεί κατά τρόπο σαφή η στάση της Ελλάδας απέναντι στις εμπόλεμες συμμαχίες οδήγησαν το 1915 σε βαθιά ρήξη τις σχέσεις του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Η μεταξύ τους διαφωνία σχετικά με το αν η Ελλάδα θα έπρεπε να εμπλακεί στον πόλεμο ή να διατηρήσει την ουδετερότητά της αποτέλεσε την απαρχή μιας μακράς περιόδου εσωτερικής έντασης, αντεκδικήσεων και συγκρούσεων, η οποία αποκλήθηκε περίοδος του «Εθνικού Διχασμού» (Λεονταρίτης, 1978: 8-46).
Συνοριακά ζητήματα κατά τις παραμονές
του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913), αν και είχαν διασφαλίσει σημαντικά εδαφικά οφέλη για την Ελλάδα -Κρήτη, Μακεδονία, Ήπειρος, νησιά βορειοανατολικού Αιγαίου-, δεν είχαν εντούτοις οδηγήσει σε μια απολύτως ξεκάθαρη συνοριακή οριοθέτηση των βαλκανικών κρατών. Με τη Συνθήκη του Λονδίνου (17/30 Μαΐου 1913), που καθόριζε τον τερματισμό του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραιτούνταν από τις ευρωπαϊκές της κτήσεις, οι οποίες βρίσκονταν δυτικά από τη γραμμή Αίνου (παραλιακή πόλη της Ανατολικής Θράκης) και Μηδείας (πόλη του Εύξεινου Πόντου) -πλην της Αλβανίας- και παρείχε στις Μεγάλες Δυνάμεις τη δυνατότητα να προσδιορίσουν την τύχη των περιοχών αυτών, όπως και τα σύνορα της Αλβανίας. Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913), που επισφράγιζε τον τερματισμό του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, τα σύνορα της Ελλάδας έφταναν μέχρι τον ποταμό Νέστο διασφαλίζοντάς της την περιοχή της Καβάλας. Παραχωρούσε, όμως, η συνθήκη αυτή την περιοχή της Δυτικής Θράκης στη Βουλγαρία, τοποθετώντας στα ανατολικά σύνορα της Ελλάδας μία δυσαρεστημένη και με αναθεωρητικές τάσεις χώρα, η οποία δεν έκρυβε την επιθυμία της να διεκδικήσει μερίδιο από την ελληνική περιοχή της Μακεδονίας.
Οι εκκρεμότητες που είχαν κληροδοτήσει οι Βαλκανικοί Πόλεμοι στην Ελλάδα ήταν σημαντικές, εφόσον δεν είχε διευθετηθεί η κυριαρχία της επί των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, ούτε είχε προσδιοριστεί με σαφήνεια το τμήμα της Ηπείρου που θα λάμβανε. Επιπροσθέτως, υπήρχαν ακόμη περιοχές με ισχυρή ελληνική πληθυσμιακή παρουσία που τροφοδοτούσαν τις εδαφικές της επιδιώξεις. Η Κύπρος, η Θράκη, τα Δωδεκάνησα, καθώς και η Μικρά Ασία παρέμεναν έξω από την ελληνική εδαφική κυριαρχία, χωρίς να παύουν να αποτελούν «ελληνικά» εδάφη στη σκέψη της πλειονότητας των Ελλήνων.
Στις 31 Ιανουαρίου/13 Φεβρουαρίου 1914 με μια εκβιαστικής υφής κίνηση οι Μεγάλες Δυνάμεις ενημέρωναν την Ελλάδα πως θα αναγνώριζαν την κυριαρχία της στα νησιά του Αιγαίου -εκτός από την Ίμβρο, την Τένεδο και το Καστελόριζο που περνούσαν υπό τον έλεγχο των Οθωμανών- μόνο αν αποδεχόταν την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, αντιμέτωπος με το δίλημμα αυτό προτίμησε τα νησιά του Αιγαίου έναντι της Βορείου Ηπείρου λόγω της σημασίας που είχε η γεωγραφική τους θέση, και λαμβάνοντας υπόψη πως για τα ζητήματα της νεοσύστατης Αλβανίας υπήρχε η πιθανότητα μιας μελλοντικής αναθεώρησης (Κλάψης, 2019: 247-263). Η συμμόρφωση της Ελλάδας, πάντως, δεν σήμανε και την επίλυση του ζητήματος των νησιών, εφόσον η Υψηλή Πύλη αμφισβητούσε τη σχετική ρύθμιση αντιτείνοντας πως τουλάχιστον η Χίος και η Μυτιλήνη όφειλαν να αποδοθούν σε εκείνη μιας και αποτελούσαν φυσική προέκταση των ακτών της Μικράς Ασίας (Βερέμης & Κολιόπουλος, 2006: 328-330).
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: Οι αντίπαλοι συνασπισμοί
Στις 15/28 Ιουλίου 1914 η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία με αφορμή τη δολοφονία του διαδόχου του αυστριακού θρόνου στο Σεράγεβο. Η εξέλιξη αυτή επηρέαζε και την Ελλάδα, καθώς στις 19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1913 είχε υπογράψει αμυντική συμμαχία με τη Σερβία, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση απρόκλητης επίθεσης από άλλη χώρα όφειλε να προσφέρει -όπως αντιστοίχως και να λάβει- στρατιωτική συνδρομή. Η ελληνική πλευρά, ωστόσο, αποφάσισε να τηρήσει «ευμενή» ουδετερότητα απέναντι στη Σερβία, δηλώνοντας πως θα τη στήριζε στρατιωτικά μόνο αν δεχόταν επίθεση από τη Βουλγαρία. Επρόκειτο, βέβαια, για μια απόφαση που συνιστούσε σαφή παραβίαση της μεταξύ τους αμυντικής συμμαχίας, και η οποία υπαγορευόταν από τη σκέψη πως η Ελλάδα δεν είχε λόγο να εμπλακεί σε μια τοπική διένεξη. Δεν είχε, άλλωστε, γίνει εξαρχής εμφανές πως στον πόλεμο αυτό θα εμπλέκονταν και οι Μεγάλες Δυνάμεις ανατρέποντας οποιονδήποτε επιμέρους σχεδιασμό βασιζόταν στη λογική της εσωτερικής βαλκανικής ισορροπίας (Λεονταρίτης, 1978: 15-16).
Η επέκταση του πολέμου πέρα από τα στενά όρια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης διαμόρφωσε δύο αντίπαλους συνασπισμούς, οι οποίοι αναζητούσαν να διευρύνουν τον κεντρικό τους πυρήνα προσελκύοντας νέους συμμάχους. Από τη μία πλευρά υπήρχε η Τριπλή Συνεννόηση (Αντάντ) με μέλη την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, κι από την άλλη η Τριπλή Συμμαχία (Κεντρικές Δυνάμεις) με μέλη την Αυστρία, τη Γερμανία και την Ιταλία. Βασική επιδίωξη και των δύο συνασπισμών ήταν η διασφάλιση συμμαχίας με τη Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία λόγω της καίριας γεωγραφικής τους θέσης. Η επίγνωση, μάλιστα, πως οι χώρες αυτές ήταν πιθανότερο να επιλέξουν τον συνασπισμό των Κεντρικών Δυνάμεων αποτελούσε ικανό αίτιο προκειμένου να εξωθείται η Αντάντ σε σημαντικές παραχωρήσεις απέναντί τους, ώστε να τις προσεταιριστεί. Στην περίπτωση της Βουλγαρίας, μάλιστα, η Αντάντ ήταν διατεθειμένη να της προσφέρει εδαφικά οφέλη εις βάρος της Ελλάδας (Βερέμης & Κολιόπουλος, 2006: 330-335).
Αντικρουόμενες απόψεις στο εσωτερικό
της Ελλάδας
Οι εδαφικές επιδιώξεις τόσο της Βουλγαρίας όσο και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εις βάρος της Ελλάδας ήταν γνωστές στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κατανοούσε πως η διαφύλαξη των πρόσφατα αποκτημένων εδαφών, η γενικότερη προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, όπως και η δυνατότητα περαιτέρω διεύρυνσής της, μπορούσαν να επιτευχθούν μόνο μέσω της συμμετοχής της Ελλάδας στον πόλεμο. Κατανοούσε, επίσης, πως η μόνη συμφέρουσα επιλογή για τη χώρα ήταν η συνεργασία με τις δυνάμεις της Αντάντ, εφόσον η ναυτική κυριαρχία της Αγγλίας τής προσέδιδε σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι των Κεντρικών Δυνάμεων (Μαυρογορδάτος, 2015: 33-40). Ο Βενιζέλος, άλλωστε, πίστευε πως όποια και αν ήταν τελικά η κατάληξη του πολέμου, η Αγγλία θα συνέχιζε να έχει πρωτεύοντα ρόλο στις περιοχές της Εγγύς Ανατολής, γι’ αυτό, κατά τη γνώμη του, η σύμπραξη μαζί της αποτελούσε αναγκαία επιλογή (Λεονταρίτης, 1978: 15-16).
Η ναυτική υπεροχή της Αγγλίας, όπως και η επίγνωση πως τα συμφέροντα της Γερμανίας και των χωρών που επιδίωκε να προσελκύσει στη συμμαχία της έρχονταν σε σύγκρουση με τις ελληνικές στοχεύσεις, απέτρεπαν τον Κωνσταντίνο να υποστηρίξει τη συνεργασία με τη Γερμανία, έστω κι αν αυτή ήταν η πραγματική του επιθυμία. Ο Κωνσταντίνος, που ήταν παντρεμένος με την αδερφή του Γερμανού Αυτοκράτορα, Γουλιέλμου Β΄, αντιλαμβανόταν πως δεν θα μπορούσε να παρουσιάσει με πειστικό τρόπο μια πρόταση συνεργασίας με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Ως εκ τούτου, θεώρησε πως η επιλογή που εξυπηρετούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις φιλογερμανικές του διαθέσεις ήταν η διατήρηση της ουδετερότητας. Επρόκειτο, μάλιστα, για μια επιλογή που θα έβρισκε ανταπόκριση στους πολίτες, εφόσον θα έδινε την εντύπωση πως μέσω αυτής προφυλάσσεται αφενός η ακεραιότητα της χώρας και αφετέρου ο ελληνικός πληθυσμός από μια νέα πολεμική περιπέτεια (Μαυρογορδάτος, 2015: 35-40).
Οι διαφορετικές απόψεις του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου, οι μεταξύ τους διαφωνίες και κατ’ επέκταση η εσωτερική κατάσταση της χώρας επηρεάζονταν παράλληλα από τη στάση των αντιμαχόμενων συμμαχιών. Το γεγονός πως οι δυνάμεις της Αντάντ δεν είχαν εξαρχής αποφασίσει αν επιθυμούσαν τη σύμπραξη με την Ελλάδα ή αν τις εξυπηρετούσε καλύτερα η ουδετερότητά της, προκαλούσε δυσχέρειες στη δράση του Ελευθέριου Βενιζέλου και αποδυνάμωνε τη θέση του. Αντιστοίχως, η αδυναμία της Γερμανίας να παράσχει ουσιαστικές εγγυήσεις στον Κωνσταντίνο σχετικά με την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας τον οδηγούσε σε άστοχες παλινωδίες (Βερέμης & Κολιόπουλος, 2006: 330-351).
Η εκπεφρασμένη επιθυμία του Βενιζέλου να οδηγήσει την Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ έλαβε τη ζητούμενη ευκαιρία πραγμάτωσής της, όταν τον Φεβρουάριο του 1915 ζητήθηκε η συνδρομή της χώρας σε σχεδιαζόμενη επίθεση των συμμάχων στην Καλλίπολη. Ο Κωνσταντίνος, ωστόσο, παρά τις επίμονες εισηγήσεις του Βενιζέλου αρνήθηκε να συναινέσει εξαναγκάζοντάς τον σε παραίτηση (21 Φεβρουαρίου 1915). Η αδυναμία όμως του Κωνσταντίνου να συγκροτήσει μια βιώσιμη κυβέρνηση σε ένα κοινοβούλιο που υπερείχαν συντριπτικά οι βενιζελικοί βουλευτές τον οδήγησε στη διάλυση της Βουλής και στη διεξαγωγή νέων εκλογών, τον Μάϊο του 1915. Στις εκλογές αυτές υπερίσχυσε εκ νέου το Κόμμα των Φιλελευθέρων, γεγονός που φανέρωνε πως οι πολίτες ήθελαν στην πρωθυπουργική θέση τον Βενιζέλο. Η λαϊκή αυτή στήριξη, ωστόσο, δεν ήταν επαρκής για να επιτρέψει στον πρωθυπουργό της χώρας να επιβάλει τη δική του πολιτική. Έτσι, η σταθερή άρνηση του Κωνσταντίνου να αποδεχτεί το δικαίωμα του εκλεγμένου πρωθυπουργού να καθορίζει τις στρατηγικές επιλογές της χώρας, τον οδήγησαν σε νέα παραίτηση (5 Οκτωβρίου 1915). Ο Κωνσταντίνος κάνοντας κατάχρηση μιας εθιμικής και όχι συνταγματικής πρακτικής αψήφησε τη λαϊκή βούληση επιβάλλοντας κατά τρόπο αυθαίρετο τη δική του θέληση (Αλιβιζάτος, 2011: 223-233).
Ο Βενιζέλος, πάντως, λίγο προτού παραιτηθεί ανέλαβε μια πρωτοβουλία, η οποία επηρέασε δραστικά την πορεία των πραγμάτων. Όταν στις 8/21 Σεπτεμβρίου του 1915 η Βουλγαρία προχώρησε στην κήρυξη επιστράτευσης -ένδειξη της πρόθεσής της να επιτεθεί στη Σερβία- η Ελλάδα έπραξε το ίδιο, με τη σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου. Ο Βενιζέλος, μάλιστα, έχοντας κατά νου την τήρηση της αμυντικής συμμαχίας με τη Σερβία, θα θέσει υπόψη του Κωνσταντίνου μια πρόταση προκειμένου να παρακαμφθεί το πρόβλημα που δημιουργούσε η αδυναμία των Σέρβων να διαθέσουν 150.000 στρατιώτες στην κοινή στρατιωτική δύναμη. Θα του προτείνει να καλυφθεί το κενό αυτό από στρατεύματα της Αγγλίας και της Γαλλίας. Ο Κωνσταντίνος αρχικά θα συμφωνήσει, έστω κι αν δεν είχε καμία πραγματική πρόθεση να στηρίξει την τήρηση της σχετικής αμυντικής συμφωνίας. Λίγο αργότερα θα προχωρήσει σε ανάκληση της αρχικής του συγκατάθεσης, θα είναι, ωστόσο, αργά. Ο Βενιζέλος είχε γνωστοποιήσει άμεσα την πρόταση αυτή στο Παρίσι και το Λονδίνο και είχε διασφαλίσει την έγκριση της πρότασής του (Σβολόπουλος, 1997: 119-121).
Ο ρόλος της προπαγάνδας
Οι Γερμανοί, όπως και ο Κωνσταντίνος, γνώριζαν πως η ευρεία απήχηση του Βενιζέλου στην κοινή γνώμη θα δυσχέραινε σημαντικά την προσπάθειά τους να αποδώσουν στην επιλογή της ουδετερότητας το χαρακτήρα μιας απολύτως συνετής πολιτικής, ώστε να λάβει την απαιτούμενη λαϊκή στήριξη. Αντιλήφθηκαν, έτσι, πως όφειλαν να αξιοποιήσουν τη δύναμη του Τύπου προκειμένου να επηρεάσουν τις απόψεις των πολιτών τόσο απέναντι στο Βενιζέλο όσο και απέναντι στις δυνάμεις της Αντάντ. Η προπαγανδιστική προσπάθεια κατά του Βενιζέλου είχε ξεκινήσει ήδη πριν από τις εκλογές της 31ης Μαΐου/13ης Ιουνίου 1915 με γενναία χρηματοδότηση από τη γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα προκειμένου να στηριχτεί το κόμμα του Δ. Γούναρη. Η χρηματοδότηση αυτή αποσκοπούσε στην εξαγορά εφημερίδων και δημοσιογράφων προκειμένου να καμφθεί η κυριαρχία του Βενιζέλου (Μαυρογορδάτος, 2015: 35-40, Λεονταρίτης, 1987: 26-30).
Η αντιβενιζελική προπαγάνδα με τη συνδρομή εφημερίδων, όπως ήταν η Νέα Ημέρα, ο Χρόνος, η Αστραπή, η Ακρόπολις, κ.ά., παρουσίαζε τον Βενιζέλο ως όργανο ξένων δυνάμεων που επιδιδόταν σε έναν αντεθνικό αγώνα. Ο Βενιζέλος και οι υποστηρικτές του αποτελούσαν φορείς μιας παλαιοκομματικής πολιτικής, η οποία βασιζόταν στη «θεοποίηση» του ενός πολιτικού προσώπου και δεν αναγνώριζε την αξία της ορθής διοίκησης με την αξιοποίηση κατάλληλων κοινωνικών και διοικητικών συστημάτων. Η διακυβέρνηση της χώρας από τον Βενιζέλο αποτελούσε μια μορφή «τυραννίας» που εξυπηρετούσε την πλουτοκρατία και τους διεφθαρμένους πολιτικούς. Για τις εφημερίδες της αντιβενιζελικής πλευράς μόνη εγγύηση για την επιτυχή πορεία του ελληνικού έθνους αποτελούσε η σταθερότητα του θρόνου (Παπαδημητρίου, 1990: 230-241).
Η προσπάθεια αποδόμησης της θετικής εικόνας του Ελευθέριου Βενιζέλου συνοδευόταν από μια παρόμοια προπαγανδιστική κίνηση εις βάρος των Δυνάμεων της Αντάντ. Απώτερος στόχος ήταν να πληγεί η ηθική διάσταση των δυνάμεων αυτών και να αναδειχθεί η αξία της Γερμανίας ως νέας ανανεωτικής δύναμης στο χώρο της Ευρώπης. Η σχετική προπαγανδιστική προσπάθεια δεν ήταν κατ’ ανάγκη εύκολη, εφόσον οι δεσμοί των Ελλήνων με την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία -τις προστάτιδες δυνάμεις της Ελλάδας- πήγαζαν από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του ελληνικού κράτους. Με την κατάλληλη εκμετάλλευση, ωστόσο, συγκεκριμένων αστοχιών των κρατών αυτών η όλη προσπάθεια δεν άργησε να αποφέρει αποτελέσματα. Ένας από τους βασικούς ισχυρισμούς των δημοσιευμάτων που έθεταν στο στόχαστρό τους τις δυνάμεις αυτές ήταν πως διαιώνιζαν τον έλεγχο που ασκούσαν στην Ελλάδα, κρατώντας την επί της ουσίας σε καθεστώς υποτέλειας. Μια αρνητική κατάσταση που θα έπαυε να ταλαιπωρεί τη χώρα μόνο μετά από μια πιθανή νίκη της Γερμανίας, εφόσον οι Δυνάμεις της Αντάντ δεν θα ήταν πια σε θέση να κρατούν την Ελλάδα υπό την κηδεμονία τους για να εξυπηρετούν τα επιμέρους συμφέροντά τους (Γούναρης & Χριστοπούλου, 2019: 99-136).
Επέμβαση του διεθνούς παράγοντα στην
ελληνική επικράτεια
Η δεύτερη παραίτηση του Βενιζέλου (5 Οκτωβρίου 1915) συνέπεσε χρονικά με την εκκίνηση της απόβασης στρατιωτικών δυνάμεων της Αγγλίας και της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη. Επρόκειτο για τις δυνάμεις που είχε συμφωνηθεί να αναπληρώσουν την οφειλόμενη από τη Σερβία στρατιωτική δύναμη, προκειμένου να εκπληρωθούν οι όροι της αμυντικής συνθήκης Ελλάδας-Σερβίας. Η απομάκρυνση, ωστόσο, του Βενιζέλου από την εξουσία και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη προκάλεσε περιπλοκές, καθώς η νέα κυβέρνηση αρνήθηκε να προχωρήσει στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών της απέναντι στη Σερβία με την αιτιολογία πως η συνθήκη ίσχυε μόνο αν η Σερβία δεχόταν επίθεση από τη Βουλγαρία και όχι αν η επίθεση γινόταν από περισσότερες δυνάμεις. Ο Ζαΐμης, μάλιστα, δεν πείσθηκε να συνδράμει τη Σερβία ούτε όταν οι Δυνάμεις της Αντάντ προσέφεραν στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα για τη βοήθειά της την Κύπρο. Η Σερβία βρέθηκε, έτσι, να αντιμετωπίζει τις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις χωρίς καμία συνδρομή από την Ελλάδα και στα τέλη του Οκτωβρίου είχε ήδη συντριβεί. Η κυβέρνηση Ζαΐμη καταψηφίστηκε τελικά στη Βουλή και κατέπεσε (22 Οκτωβρίου 1915), αυτό όμως δεν επίλυε το πρόβλημα της άσκοπης πλέον παρουσίας ξένων στρατευμάτων στην Ελλάδα.
Παρά το γεγονός ότι η Αντάντ δεν είχε ακόμη αποφασίσει ποιος θα ήταν ο ρόλος των δυνάμεων που είχε αποβιβάσει στη Θεσσαλονίκη, η εκεί παρουσία των στρατευμάτων προκαλούσε ανησυχία στη Γερμανία. Έτσι, υπό την πίεση του Βερολίνου, η ελληνική κυβέρνηση ενημέρωσε την Αντάντ πως ως ουδέτερο κράτος θα εφάρμοζε τη συμφωνία της Χάγης και θα αφόπλιζε τις όποιες ξένες δυνάμεις στο έδαφός της. Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε αγανάκτηση στις χώρες-μέλη της Αντάντ, οι οποίες αντιλαμβάνονταν πως όφειλαν να αντιμετωπίζουν στο εξής με δυναμικό τρόπο την ελληνική κυβέρνηση (Λεονταρίτης, 1978: 25-34).
Η δήλωση της ελληνικής κυβέρνησης πως σκόπευε να τηρήσει «ευμενή» ουδετερότητα απέναντι στις αγγλογαλλικές δυνάμεις δεν κατεύνασε το κλίμα, εκλήφθηκε όμως ως δυνατότητα μεγαλύτερης ευχέρειας κινήσεων. Η Αγγλία και η Γαλλία αποφάσισαν να εξαναγκάσουν την Ελλάδα να δεχτεί το ελεύθερο των μετακινήσεών τους στο ελληνικό έδαφος, έθεσαν υπό τον πλήρη έλεγχό τους τη Θεσσαλονίκη, συνέλαβαν διπλωμάτες των Κεντρικών Δυνάμεων και προχώρησαν στην κατάληψη πρόσθετων ελληνικών περιοχών (Μυτιλήνη, Λήμνο, Αργοστόλι, κ.ά.). Προχώρησαν, μάλιστα, ακόμη παραπέρα απαιτώντας από την ελληνική κυβέρνηση να επιτρέψει, τον Απρίλη του 1916, τη μετακίνηση των ανασυγκροτημένων τμημάτων του σερβικού στρατού από τα Επτάνησα προς τη Θεσσαλονίκη μέσω ελληνικών εδαφών. Κίνηση που προκάλεσε έντονη ενόχληση στη Γερμανία, αλλά παρέμεινε χωρίς απάντηση, διότι ο Κάιζερ δε θέλησε να δυσχεράνει ακόμη περισσότερο την ήδη δύσκολη θέση του Κωνσταντίνου (Σβολόπουλος, 1997: 120-125).
Το Μακεδονικό μέτωπο
Από τα τέλη του 1915 η Ελλάδα βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Κωνσταντίνου, καθώς ο Βενιζέλος δεν είχε λάβει μέρος στις εκλογές που διεξήχθησαν τον Δεκέμβρη του 1915 και είχε βρεθεί εκτός κοινοβουλίου. Οι κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν έκτοτε ακολουθούσαν πιστά τις οδηγίες του Κωνσταντίνου, ο οποίος συνέχιζε να προωθεί το δόγμα της ουδετερότητας, έστω κι αν στο ελληνικό έδαφος κινούνταν ήδη ελεύθερα στρατιωτικές δυνάμεις της Αντάντ. Ο Κωνσταντίνος βρισκόταν σε συνεχείς διαπραγματεύσεις με την Αγγλία και τη Γαλλία, ενώ την ίδια στιγμή διατηρούσε αδιάκοπη επικοινωνία με το Βερολίνο (Γιανουλόπουλος, 2003: 225-238).
Ο Κωνσταντίνος θεωρούσε πως μια γερμανική επίθεση στη Μακεδονία εναντίον των εκεί δυνάμεων της Αντάντ θα αποτελούσε μια απελευθερωτική για την Ελλάδα εξέλιξη, γι’ αυτό και είχε ενημερώσει το Βερολίνο πως δεν θα αντιδρούσε σε μια τέτοια κίνηση. Το μόνο του αίτημα ήταν να μη συμμετάσχουν βουλγαρικά στρατεύματα, διότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε έντονη ανησυχία στην κοινή γνώμη και θα προσέφερε σημαντικά ερείσματα στον Βενιζέλο. Η Γερμανία, ωστόσο, δεν μπορούσε να δεχτεί τον όρο αυτό, καθώς δεν ήταν διατεθειμένη να μετακινήσει δικές της δυνάμεις στην περιοχή τη στιγμή που είχε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει τις βουλγαρικές. Έτσι, στις 13/26 Μαΐου 1916 πραγματοποιήθηκε επίθεση στο οχυρό Ρούπελ από δύναμη 26.000 Βούλγαρων στρατιωτών, υπό τη διοίκηση μιας γερμανικής διμοιρίας. Η επίθεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την άμεση και δυναμική αντίδραση της Αντάντ. Η Θεσσαλονίκη τέθηκε σε κατάσταση πολιορκίας, τα παράλια της Ελλάδας βρέθηκαν υπό μερικό αποκλεισμό και απαιτήθηκε η παραίτηση της ελληνικής κυβέρνησης. Η παρέμβαση της Αντάντ προκάλεσε δυσφορία στους Έλληνες, μιας και καθιστούσε εμφανή την πλήρη παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας. Χάρη, άλλωστε, στη συστηματική γερμανική προπαγάνδα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης αντιμετώπιζε πλέον εχθρικά την Αγγλία και τη Γαλλία.
Το καλοκαίρι του 1916 βουλγαρικές και γερμανικές δυνάμεις θα πραγματοποιήσουν αιφνιδιαστική επίθεση εναντίων των δυνάμεων της Αντάντ στη Μακεδονία. Η επίθεση θα αναχαιτιστεί -παρά τις προσδοκίες του Κωνσταντίνου πως θα απαλλασσόταν η χώρα από την παρουσία των αγγλογαλλικών δυνάμεων-, η περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας όμως θα βρεθεί υπό τον έλεγχο των Βουλγάρων. Η κατάσταση που θα δημιουργηθεί στην περιοχή λόγω των εκτεταμένων διωγμών του ελληνικού πληθυσμού, όπως και το ίδιο το γεγονός της επίθεσης, θα αποτελέσουν το έναυσμα για την κινητοποίηση των οπαδών του Βενιζέλου στο ελληνικό στράτευμα (Λεονταρίτης, 1978: 34-38).
Στις 16/29 Αυγούστου η «Εθνική Άμυνα», που είχε δημιουργηθεί από υποστηρικτές του Βενιζέλου, θα προχωρήσει σε επαναστατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη, χωρίς τη δική του συναίνεση. Ο Βενιζέλος ξεπέρασε τους δισταγμούς του μόνο όταν στις 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου παραδόθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις η Καβάλα στους Βούλγαρους. Ο Βενιζέλος αποφάσισε τότε να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη και στις 26 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου 1916 συγκρότησε εκεί προσωρινή κυβέρνηση (Βερέμης & Κολιόπουλος, 2006: 346-350).
Η εξωτερική πολιτική της «διχασμένης»
Ελλάδας
Η στάση των συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ δεν ήταν ενιαία απέναντι στο κίνημα του Βενιζέλου. Η Αγγλία θεωρούσε πως η εξέλιξη αυτή προκαλούσε ανεπιθύμητες περιπλοκές σε μια περιοχή από την οποία επιθυμούσε να αποδεσμευτεί. Η Ιταλία, που είχε προσχωρήσει το προηγούμενο έτος στη συμμαχία, αντιμετώπιζε εχθρικά τον Βενιζέλο, όπως και η Ρωσία, διότι στο πρόσωπό του έβλεπαν έναν δυνητικό αντίπαλο στα επεκτατικά τους σχέδια. Η Αγγλία και η Γαλλία αποφάσισαν τελικά να αναγνωρίσουν μόνο de facto την προσωρινή κυβέρνηση, έχοντας ως απώτερο στόχο να επιτύχουν τη συμφιλίωση του Βενιζέλου με τον Κωνσταντίνο. Ο Βενιζέλος, όμως, απογοητευμένος από την έλλειψη ουσιαστικής στήριξης, προχώρησε στην κατάληψη της Κατερίνης τον Νοέμβριο του 1916, θέλοντας να καταστήσει εμφανή τη δυναμική του κινήματός του. Απέκλεισε, συνάμα, οποιαδήποτε πιθανότητα συμφιλίωσης (Μουρέλος, 1982: 150-188).
Σύντομα, άλλωστε, έγινε αντιληπτή στις
δυνάμεις της Αντάντ η διγλωσσία του Κωνσταντίνου, ο οποίος ενώ έκανε
παραχωρήσεις σε εκείνες προκειμένου να διαφυλάξει τον θρόνο του, δεν ενημέρωνε
τους συνεργάτες και τους οπαδούς του. Έτσι, όταν στις 18 Νοεμβρίου στρατιωτικές
δυνάμεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας αποβιβάστηκαν στην Αθήνα, για
να παραλάβουν πολεμικό υλικό που τους είχε υποσχεθεί ο Κωνσταντίνος, δέχτηκαν
επίθεση από δυνάμεις του τακτικού ελληνικού στρατού. Το γεγονός αυτό προκάλεσε
εύλογη αγανάκτηση στην Αντάντ και ακολουθήθηκε από αυστηρό αποκλεισμό των
ελληνικών παραλίων. Η Αντάντ αντέδρασε επίσης στις σκληρές διώξεις που
ξεκίνησαν εις βάρος των οπαδών του Βενιζέλου απαιτώντας με επιτακτικό τρόπο τον
αφοπλισμό των σωμάτων που διέπρατταν τις διώξεις, την αποφυλάκιση όσων
βενιζελικών είχαν παράνομα φυλακιστεί, καθώς και την απόδοση τιμών στις σημαίες
των συμμάχων της Αντάντ (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και Ιταλίας). Η έστω και
καθυστερημένη αποδοχή των όρων αυτών από τον Κωνσταντίνο και η υλοποίησή τους
στις 14 Ιανουαρίου 1917 θα του διασφαλίσει μερικούς ακόμη μήνες παραμονής στον
θρόνο (Μαυρογορδάτος, 2015: 96-107).
Οι συμμαχικές δυνάμεις της Αντάντ αναζητούσαν πλέον τον κατάλληλο τρόπο για να επαναφέρουν τον Βενιζέλο στην εξουσία και να εκθρονίσουν τον Κωνσταντίνο, χωρίς να προκληθεί περαιτέρω επιδείνωση στην εσωτερική κατάσταση της χώρας. Η δυσκολία επίλυσης του προβλήματος αυτού, καθώς και οι επίμονες αντιρρήσεις της Ιταλίας και της Ρωσίας οδηγούσαν σε μια περιττή και επιζήμια παράταση της εκκρεμότητας, με αποτέλεσμα οι πολίτες να βιώνουν σημαντικές στερήσεις λόγω του ναυτικού αποκλεισμού (Σβολόπουλος, 1997: 127-131).
Τα δεδομένα άλλαξαν απρόσμενα τον Απρίλιο του 1917 χάρη σε ορισμένα γεγονότα της διεθνούς πολιτικής σκηνής. Ο τσάρος της Ρωσίας, Νικόλαος Β΄, παραιτήθηκε, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα πιο δημοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας στη χώρα και να αρθούν οι ρωσικές ενστάσεις απέναντι στην επαναφορά του Βενιζέλου στην εξουσία, εφόσον η νέα ηγεσία δεν ακολουθούσε την επεκτατική πολιτική του προηγούμενου καθεστώτος. Τον ίδιο μήνα εισήλθαν στον πόλεμο η Η.Π.Α. στερώντας από τον Κωνσταντίνο τη στήριξη που λάμβανε στις καταγγελίες του σχετικά με την παραβίαση της ελληνικής ουδετερότητας. Τον ίδιο μήνα, επίσης, σημειώθηκε αλλαγή κυβέρνησης στη Γαλλία, με την ανατροπή του Briand, ο οποίος επιδίωκε επίμονα τη συμφιλίωση του Κωνσταντίνου με τον Βενιζέλο, και την άνοδο στην εξουσία του Ribot. Όπως, μάλιστα, έγινε εμφανές στη συνάντηση των ηγετών της Αντάντ στις 19 Απριλίου στον Άγιο Ιωάννη της Μωριέννης, η Γαλλία και η Αγγλία ήταν πια έτοιμες να προχωρήσουν στην εκθρόνιση του Κωνσταντίνου (Μουρέλος, 1982: 150-188).
Στις 29 Μαΐου/11 Ιουνίου 1917, αφού πρώτα
κατέλαβαν τον Ισθμό της Κορίνθου, οι δυνάμεις της Αντάντ απαίτησαν την παραίτηση
του Κωνσταντίνου. Εκείνος, αν και δεν παραιτήθηκε, παραχώρησε τον θρόνο στον
δευτερότοκο γιο του, Αλέξανδρο, και έφυγε από την Ελλάδα. Ακολούθως, στις 14/27
Ιουνίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος σχημάτισε εκ νέου κυβέρνηση στην Αθήνα, ως
πρωθυπουργός όλης της Ελλάδας πλέον, διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με τις
Κεντρικές Δυνάμεις και ενέταξε τη χώρα επίσημα στη συμμαχία της Αντάντ (Κλάψης,
2019: 286-294).
Συμπεράσματα
Η μακρά δοκιμασία του «Εθνικού Διχασμού» υπήρξε απότοκο όχι τόσο ή μόνο της διαφωνίας μεταξύ δύο ηγετικών προσωπικοτήτων, αλλά πολύ περισσότερο της αδυναμίας που διέκρινε τη χώρα εκείνη την περίοδο να καθορίσει κατά τρόπο αυτόνομο την πολιτική της. Η Ελλάδα, που είχε μόλις εξέλθει από τους Βαλκανικούς Πολέμους, δεν μπορούσε να διατηρήσει με τις δικές της δυνάμεις τα πρόσφατα εδαφικά της κέρδη, ούτε να παραμείνει -χωρίς κόστος- αμέτοχη στη νέα πολεμική σύγκρουση. Αν δεν αναλάμβανε ο Ελευθέριος Βενιζέλος το σημαντικό πολιτικό και προσωπικό κόστος για να διασφαλίσει τη θέση της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η χώρα όχι μόνο δεν θα πετύχαινε την εδαφική τη διεύρυνση, αλλά θα κατέληγε πολλαπλά ζημιωμένη.
Βιβλιογραφία
Αλιβιζάτος
Ν., 2011. Το Σύνταγμα και οι εχθροί του
στη νεοελληνική ιστορία 1800-2010. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις.
Βερέμης,
Θ., Κολιόπουλος, Γ., 2006. Ελλάς. Η
σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 έως
σήμερα. Αθήνα: Καστανιώτης.
Γιανουλόπουλος
Γ., 2003. «Η ευγενής μας τύφλωσις...»,
εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη
Μικρασιατική Καταστροφή. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Γούναρης,
Β., Χριστοπούλου Μ., 2019. «Επαναπροσεγγίζοντας
τον Εθνικό Διχασμό: Οι ιδεολογικές συνιστώσες». Ελληνικά, τομ. 68, σ.
99-136.
Κλάψης, Α.,
2019. Πολιτική και διπλωματία της
ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης, 1821-1923, Αθήνα: Πεδίο.
Λεονταρίτης,
Γ., 1978. Η Ελλάς και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τΙΕ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
Μαυρογορδάτος,
Γ. Θ., 2015. 1915: Ο Εθνικός Διχασμός.
Αθήνα: Πατάκης.
Μουρέλος
Ι., 1982. Η Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης
και η σχέση της με τους Συμμάχους, (Σεπτέμβριος 1916- Ιούνιος 1917).
Μνήμων, Τομ.8, σσ.150-188.
https://doi.org/10.12681/mnimon.230
Παπαδημητρίου
Δ., 1990. Ο Τύπος και ο Διχασμός,
1914-1917. Διδακτορική Διατριβή. Αθήνα.
Σβολόπουλος
Κ.,1997. Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική
1900-1945. Αθήνα: Εστία
Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η σταδιακά εντεινόμενη ανάγκη να προσδιοριστεί κατά τρόπο σαφή η στάση της Ελλάδας απέναντι στις εμπόλεμες συμμαχίες οδήγησαν το 1915 σε βαθιά ρήξη τις σχέσεις του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Η μεταξύ τους διαφωνία σχετικά με το αν η Ελλάδα θα έπρεπε να εμπλακεί στον πόλεμο ή να διατηρήσει την ουδετερότητά της αποτέλεσε την απαρχή μιας μακράς περιόδου εσωτερικής έντασης, αντεκδικήσεων και συγκρούσεων, η οποία αποκλήθηκε περίοδος του «Εθνικού Διχασμού» (Λεονταρίτης, 1978: 8-46).
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913), αν και είχαν διασφαλίσει σημαντικά εδαφικά οφέλη για την Ελλάδα -Κρήτη, Μακεδονία, Ήπειρος, νησιά βορειοανατολικού Αιγαίου-, δεν είχαν εντούτοις οδηγήσει σε μια απολύτως ξεκάθαρη συνοριακή οριοθέτηση των βαλκανικών κρατών. Με τη Συνθήκη του Λονδίνου (17/30 Μαΐου 1913), που καθόριζε τον τερματισμό του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραιτούνταν από τις ευρωπαϊκές της κτήσεις, οι οποίες βρίσκονταν δυτικά από τη γραμμή Αίνου (παραλιακή πόλη της Ανατολικής Θράκης) και Μηδείας (πόλη του Εύξεινου Πόντου) -πλην της Αλβανίας- και παρείχε στις Μεγάλες Δυνάμεις τη δυνατότητα να προσδιορίσουν την τύχη των περιοχών αυτών, όπως και τα σύνορα της Αλβανίας. Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913), που επισφράγιζε τον τερματισμό του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, τα σύνορα της Ελλάδας έφταναν μέχρι τον ποταμό Νέστο διασφαλίζοντάς της την περιοχή της Καβάλας. Παραχωρούσε, όμως, η συνθήκη αυτή την περιοχή της Δυτικής Θράκης στη Βουλγαρία, τοποθετώντας στα ανατολικά σύνορα της Ελλάδας μία δυσαρεστημένη και με αναθεωρητικές τάσεις χώρα, η οποία δεν έκρυβε την επιθυμία της να διεκδικήσει μερίδιο από την ελληνική περιοχή της Μακεδονίας.
Οι εκκρεμότητες που είχαν κληροδοτήσει οι Βαλκανικοί Πόλεμοι στην Ελλάδα ήταν σημαντικές, εφόσον δεν είχε διευθετηθεί η κυριαρχία της επί των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, ούτε είχε προσδιοριστεί με σαφήνεια το τμήμα της Ηπείρου που θα λάμβανε. Επιπροσθέτως, υπήρχαν ακόμη περιοχές με ισχυρή ελληνική πληθυσμιακή παρουσία που τροφοδοτούσαν τις εδαφικές της επιδιώξεις. Η Κύπρος, η Θράκη, τα Δωδεκάνησα, καθώς και η Μικρά Ασία παρέμεναν έξω από την ελληνική εδαφική κυριαρχία, χωρίς να παύουν να αποτελούν «ελληνικά» εδάφη στη σκέψη της πλειονότητας των Ελλήνων.
Στις 31 Ιανουαρίου/13 Φεβρουαρίου 1914 με μια εκβιαστικής υφής κίνηση οι Μεγάλες Δυνάμεις ενημέρωναν την Ελλάδα πως θα αναγνώριζαν την κυριαρχία της στα νησιά του Αιγαίου -εκτός από την Ίμβρο, την Τένεδο και το Καστελόριζο που περνούσαν υπό τον έλεγχο των Οθωμανών- μόνο αν αποδεχόταν την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, αντιμέτωπος με το δίλημμα αυτό προτίμησε τα νησιά του Αιγαίου έναντι της Βορείου Ηπείρου λόγω της σημασίας που είχε η γεωγραφική τους θέση, και λαμβάνοντας υπόψη πως για τα ζητήματα της νεοσύστατης Αλβανίας υπήρχε η πιθανότητα μιας μελλοντικής αναθεώρησης (Κλάψης, 2019: 247-263). Η συμμόρφωση της Ελλάδας, πάντως, δεν σήμανε και την επίλυση του ζητήματος των νησιών, εφόσον η Υψηλή Πύλη αμφισβητούσε τη σχετική ρύθμιση αντιτείνοντας πως τουλάχιστον η Χίος και η Μυτιλήνη όφειλαν να αποδοθούν σε εκείνη μιας και αποτελούσαν φυσική προέκταση των ακτών της Μικράς Ασίας (Βερέμης & Κολιόπουλος, 2006: 328-330).
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: Οι αντίπαλοι συνασπισμοί
Στις 15/28 Ιουλίου 1914 η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία με αφορμή τη δολοφονία του διαδόχου του αυστριακού θρόνου στο Σεράγεβο. Η εξέλιξη αυτή επηρέαζε και την Ελλάδα, καθώς στις 19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1913 είχε υπογράψει αμυντική συμμαχία με τη Σερβία, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση απρόκλητης επίθεσης από άλλη χώρα όφειλε να προσφέρει -όπως αντιστοίχως και να λάβει- στρατιωτική συνδρομή. Η ελληνική πλευρά, ωστόσο, αποφάσισε να τηρήσει «ευμενή» ουδετερότητα απέναντι στη Σερβία, δηλώνοντας πως θα τη στήριζε στρατιωτικά μόνο αν δεχόταν επίθεση από τη Βουλγαρία. Επρόκειτο, βέβαια, για μια απόφαση που συνιστούσε σαφή παραβίαση της μεταξύ τους αμυντικής συμμαχίας, και η οποία υπαγορευόταν από τη σκέψη πως η Ελλάδα δεν είχε λόγο να εμπλακεί σε μια τοπική διένεξη. Δεν είχε, άλλωστε, γίνει εξαρχής εμφανές πως στον πόλεμο αυτό θα εμπλέκονταν και οι Μεγάλες Δυνάμεις ανατρέποντας οποιονδήποτε επιμέρους σχεδιασμό βασιζόταν στη λογική της εσωτερικής βαλκανικής ισορροπίας (Λεονταρίτης, 1978: 15-16).
Η επέκταση του πολέμου πέρα από τα στενά όρια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης διαμόρφωσε δύο αντίπαλους συνασπισμούς, οι οποίοι αναζητούσαν να διευρύνουν τον κεντρικό τους πυρήνα προσελκύοντας νέους συμμάχους. Από τη μία πλευρά υπήρχε η Τριπλή Συνεννόηση (Αντάντ) με μέλη την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, κι από την άλλη η Τριπλή Συμμαχία (Κεντρικές Δυνάμεις) με μέλη την Αυστρία, τη Γερμανία και την Ιταλία. Βασική επιδίωξη και των δύο συνασπισμών ήταν η διασφάλιση συμμαχίας με τη Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία λόγω της καίριας γεωγραφικής τους θέσης. Η επίγνωση, μάλιστα, πως οι χώρες αυτές ήταν πιθανότερο να επιλέξουν τον συνασπισμό των Κεντρικών Δυνάμεων αποτελούσε ικανό αίτιο προκειμένου να εξωθείται η Αντάντ σε σημαντικές παραχωρήσεις απέναντί τους, ώστε να τις προσεταιριστεί. Στην περίπτωση της Βουλγαρίας, μάλιστα, η Αντάντ ήταν διατεθειμένη να της προσφέρει εδαφικά οφέλη εις βάρος της Ελλάδας (Βερέμης & Κολιόπουλος, 2006: 330-335).
Οι εδαφικές επιδιώξεις τόσο της Βουλγαρίας όσο και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εις βάρος της Ελλάδας ήταν γνωστές στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κατανοούσε πως η διαφύλαξη των πρόσφατα αποκτημένων εδαφών, η γενικότερη προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, όπως και η δυνατότητα περαιτέρω διεύρυνσής της, μπορούσαν να επιτευχθούν μόνο μέσω της συμμετοχής της Ελλάδας στον πόλεμο. Κατανοούσε, επίσης, πως η μόνη συμφέρουσα επιλογή για τη χώρα ήταν η συνεργασία με τις δυνάμεις της Αντάντ, εφόσον η ναυτική κυριαρχία της Αγγλίας τής προσέδιδε σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι των Κεντρικών Δυνάμεων (Μαυρογορδάτος, 2015: 33-40). Ο Βενιζέλος, άλλωστε, πίστευε πως όποια και αν ήταν τελικά η κατάληξη του πολέμου, η Αγγλία θα συνέχιζε να έχει πρωτεύοντα ρόλο στις περιοχές της Εγγύς Ανατολής, γι’ αυτό, κατά τη γνώμη του, η σύμπραξη μαζί της αποτελούσε αναγκαία επιλογή (Λεονταρίτης, 1978: 15-16).
Η ναυτική υπεροχή της Αγγλίας, όπως και η επίγνωση πως τα συμφέροντα της Γερμανίας και των χωρών που επιδίωκε να προσελκύσει στη συμμαχία της έρχονταν σε σύγκρουση με τις ελληνικές στοχεύσεις, απέτρεπαν τον Κωνσταντίνο να υποστηρίξει τη συνεργασία με τη Γερμανία, έστω κι αν αυτή ήταν η πραγματική του επιθυμία. Ο Κωνσταντίνος, που ήταν παντρεμένος με την αδερφή του Γερμανού Αυτοκράτορα, Γουλιέλμου Β΄, αντιλαμβανόταν πως δεν θα μπορούσε να παρουσιάσει με πειστικό τρόπο μια πρόταση συνεργασίας με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Ως εκ τούτου, θεώρησε πως η επιλογή που εξυπηρετούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις φιλογερμανικές του διαθέσεις ήταν η διατήρηση της ουδετερότητας. Επρόκειτο, μάλιστα, για μια επιλογή που θα έβρισκε ανταπόκριση στους πολίτες, εφόσον θα έδινε την εντύπωση πως μέσω αυτής προφυλάσσεται αφενός η ακεραιότητα της χώρας και αφετέρου ο ελληνικός πληθυσμός από μια νέα πολεμική περιπέτεια (Μαυρογορδάτος, 2015: 35-40).
Οι διαφορετικές απόψεις του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου, οι μεταξύ τους διαφωνίες και κατ’ επέκταση η εσωτερική κατάσταση της χώρας επηρεάζονταν παράλληλα από τη στάση των αντιμαχόμενων συμμαχιών. Το γεγονός πως οι δυνάμεις της Αντάντ δεν είχαν εξαρχής αποφασίσει αν επιθυμούσαν τη σύμπραξη με την Ελλάδα ή αν τις εξυπηρετούσε καλύτερα η ουδετερότητά της, προκαλούσε δυσχέρειες στη δράση του Ελευθέριου Βενιζέλου και αποδυνάμωνε τη θέση του. Αντιστοίχως, η αδυναμία της Γερμανίας να παράσχει ουσιαστικές εγγυήσεις στον Κωνσταντίνο σχετικά με την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας τον οδηγούσε σε άστοχες παλινωδίες (Βερέμης & Κολιόπουλος, 2006: 330-351).
Η εκπεφρασμένη επιθυμία του Βενιζέλου να οδηγήσει την Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ έλαβε τη ζητούμενη ευκαιρία πραγμάτωσής της, όταν τον Φεβρουάριο του 1915 ζητήθηκε η συνδρομή της χώρας σε σχεδιαζόμενη επίθεση των συμμάχων στην Καλλίπολη. Ο Κωνσταντίνος, ωστόσο, παρά τις επίμονες εισηγήσεις του Βενιζέλου αρνήθηκε να συναινέσει εξαναγκάζοντάς τον σε παραίτηση (21 Φεβρουαρίου 1915). Η αδυναμία όμως του Κωνσταντίνου να συγκροτήσει μια βιώσιμη κυβέρνηση σε ένα κοινοβούλιο που υπερείχαν συντριπτικά οι βενιζελικοί βουλευτές τον οδήγησε στη διάλυση της Βουλής και στη διεξαγωγή νέων εκλογών, τον Μάϊο του 1915. Στις εκλογές αυτές υπερίσχυσε εκ νέου το Κόμμα των Φιλελευθέρων, γεγονός που φανέρωνε πως οι πολίτες ήθελαν στην πρωθυπουργική θέση τον Βενιζέλο. Η λαϊκή αυτή στήριξη, ωστόσο, δεν ήταν επαρκής για να επιτρέψει στον πρωθυπουργό της χώρας να επιβάλει τη δική του πολιτική. Έτσι, η σταθερή άρνηση του Κωνσταντίνου να αποδεχτεί το δικαίωμα του εκλεγμένου πρωθυπουργού να καθορίζει τις στρατηγικές επιλογές της χώρας, τον οδήγησαν σε νέα παραίτηση (5 Οκτωβρίου 1915). Ο Κωνσταντίνος κάνοντας κατάχρηση μιας εθιμικής και όχι συνταγματικής πρακτικής αψήφησε τη λαϊκή βούληση επιβάλλοντας κατά τρόπο αυθαίρετο τη δική του θέληση (Αλιβιζάτος, 2011: 223-233).
Ο Βενιζέλος, πάντως, λίγο προτού παραιτηθεί ανέλαβε μια πρωτοβουλία, η οποία επηρέασε δραστικά την πορεία των πραγμάτων. Όταν στις 8/21 Σεπτεμβρίου του 1915 η Βουλγαρία προχώρησε στην κήρυξη επιστράτευσης -ένδειξη της πρόθεσής της να επιτεθεί στη Σερβία- η Ελλάδα έπραξε το ίδιο, με τη σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου. Ο Βενιζέλος, μάλιστα, έχοντας κατά νου την τήρηση της αμυντικής συμμαχίας με τη Σερβία, θα θέσει υπόψη του Κωνσταντίνου μια πρόταση προκειμένου να παρακαμφθεί το πρόβλημα που δημιουργούσε η αδυναμία των Σέρβων να διαθέσουν 150.000 στρατιώτες στην κοινή στρατιωτική δύναμη. Θα του προτείνει να καλυφθεί το κενό αυτό από στρατεύματα της Αγγλίας και της Γαλλίας. Ο Κωνσταντίνος αρχικά θα συμφωνήσει, έστω κι αν δεν είχε καμία πραγματική πρόθεση να στηρίξει την τήρηση της σχετικής αμυντικής συμφωνίας. Λίγο αργότερα θα προχωρήσει σε ανάκληση της αρχικής του συγκατάθεσης, θα είναι, ωστόσο, αργά. Ο Βενιζέλος είχε γνωστοποιήσει άμεσα την πρόταση αυτή στο Παρίσι και το Λονδίνο και είχε διασφαλίσει την έγκριση της πρότασής του (Σβολόπουλος, 1997: 119-121).
Οι Γερμανοί, όπως και ο Κωνσταντίνος, γνώριζαν πως η ευρεία απήχηση του Βενιζέλου στην κοινή γνώμη θα δυσχέραινε σημαντικά την προσπάθειά τους να αποδώσουν στην επιλογή της ουδετερότητας το χαρακτήρα μιας απολύτως συνετής πολιτικής, ώστε να λάβει την απαιτούμενη λαϊκή στήριξη. Αντιλήφθηκαν, έτσι, πως όφειλαν να αξιοποιήσουν τη δύναμη του Τύπου προκειμένου να επηρεάσουν τις απόψεις των πολιτών τόσο απέναντι στο Βενιζέλο όσο και απέναντι στις δυνάμεις της Αντάντ. Η προπαγανδιστική προσπάθεια κατά του Βενιζέλου είχε ξεκινήσει ήδη πριν από τις εκλογές της 31ης Μαΐου/13ης Ιουνίου 1915 με γενναία χρηματοδότηση από τη γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα προκειμένου να στηριχτεί το κόμμα του Δ. Γούναρη. Η χρηματοδότηση αυτή αποσκοπούσε στην εξαγορά εφημερίδων και δημοσιογράφων προκειμένου να καμφθεί η κυριαρχία του Βενιζέλου (Μαυρογορδάτος, 2015: 35-40, Λεονταρίτης, 1987: 26-30).
Η αντιβενιζελική προπαγάνδα με τη συνδρομή εφημερίδων, όπως ήταν η Νέα Ημέρα, ο Χρόνος, η Αστραπή, η Ακρόπολις, κ.ά., παρουσίαζε τον Βενιζέλο ως όργανο ξένων δυνάμεων που επιδιδόταν σε έναν αντεθνικό αγώνα. Ο Βενιζέλος και οι υποστηρικτές του αποτελούσαν φορείς μιας παλαιοκομματικής πολιτικής, η οποία βασιζόταν στη «θεοποίηση» του ενός πολιτικού προσώπου και δεν αναγνώριζε την αξία της ορθής διοίκησης με την αξιοποίηση κατάλληλων κοινωνικών και διοικητικών συστημάτων. Η διακυβέρνηση της χώρας από τον Βενιζέλο αποτελούσε μια μορφή «τυραννίας» που εξυπηρετούσε την πλουτοκρατία και τους διεφθαρμένους πολιτικούς. Για τις εφημερίδες της αντιβενιζελικής πλευράς μόνη εγγύηση για την επιτυχή πορεία του ελληνικού έθνους αποτελούσε η σταθερότητα του θρόνου (Παπαδημητρίου, 1990: 230-241).
Η προσπάθεια αποδόμησης της θετικής εικόνας του Ελευθέριου Βενιζέλου συνοδευόταν από μια παρόμοια προπαγανδιστική κίνηση εις βάρος των Δυνάμεων της Αντάντ. Απώτερος στόχος ήταν να πληγεί η ηθική διάσταση των δυνάμεων αυτών και να αναδειχθεί η αξία της Γερμανίας ως νέας ανανεωτικής δύναμης στο χώρο της Ευρώπης. Η σχετική προπαγανδιστική προσπάθεια δεν ήταν κατ’ ανάγκη εύκολη, εφόσον οι δεσμοί των Ελλήνων με την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία -τις προστάτιδες δυνάμεις της Ελλάδας- πήγαζαν από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του ελληνικού κράτους. Με την κατάλληλη εκμετάλλευση, ωστόσο, συγκεκριμένων αστοχιών των κρατών αυτών η όλη προσπάθεια δεν άργησε να αποφέρει αποτελέσματα. Ένας από τους βασικούς ισχυρισμούς των δημοσιευμάτων που έθεταν στο στόχαστρό τους τις δυνάμεις αυτές ήταν πως διαιώνιζαν τον έλεγχο που ασκούσαν στην Ελλάδα, κρατώντας την επί της ουσίας σε καθεστώς υποτέλειας. Μια αρνητική κατάσταση που θα έπαυε να ταλαιπωρεί τη χώρα μόνο μετά από μια πιθανή νίκη της Γερμανίας, εφόσον οι Δυνάμεις της Αντάντ δεν θα ήταν πια σε θέση να κρατούν την Ελλάδα υπό την κηδεμονία τους για να εξυπηρετούν τα επιμέρους συμφέροντά τους (Γούναρης & Χριστοπούλου, 2019: 99-136).
Η δεύτερη παραίτηση του Βενιζέλου (5 Οκτωβρίου 1915) συνέπεσε χρονικά με την εκκίνηση της απόβασης στρατιωτικών δυνάμεων της Αγγλίας και της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη. Επρόκειτο για τις δυνάμεις που είχε συμφωνηθεί να αναπληρώσουν την οφειλόμενη από τη Σερβία στρατιωτική δύναμη, προκειμένου να εκπληρωθούν οι όροι της αμυντικής συνθήκης Ελλάδας-Σερβίας. Η απομάκρυνση, ωστόσο, του Βενιζέλου από την εξουσία και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη προκάλεσε περιπλοκές, καθώς η νέα κυβέρνηση αρνήθηκε να προχωρήσει στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών της απέναντι στη Σερβία με την αιτιολογία πως η συνθήκη ίσχυε μόνο αν η Σερβία δεχόταν επίθεση από τη Βουλγαρία και όχι αν η επίθεση γινόταν από περισσότερες δυνάμεις. Ο Ζαΐμης, μάλιστα, δεν πείσθηκε να συνδράμει τη Σερβία ούτε όταν οι Δυνάμεις της Αντάντ προσέφεραν στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα για τη βοήθειά της την Κύπρο. Η Σερβία βρέθηκε, έτσι, να αντιμετωπίζει τις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις χωρίς καμία συνδρομή από την Ελλάδα και στα τέλη του Οκτωβρίου είχε ήδη συντριβεί. Η κυβέρνηση Ζαΐμη καταψηφίστηκε τελικά στη Βουλή και κατέπεσε (22 Οκτωβρίου 1915), αυτό όμως δεν επίλυε το πρόβλημα της άσκοπης πλέον παρουσίας ξένων στρατευμάτων στην Ελλάδα.
Παρά το γεγονός ότι η Αντάντ δεν είχε ακόμη αποφασίσει ποιος θα ήταν ο ρόλος των δυνάμεων που είχε αποβιβάσει στη Θεσσαλονίκη, η εκεί παρουσία των στρατευμάτων προκαλούσε ανησυχία στη Γερμανία. Έτσι, υπό την πίεση του Βερολίνου, η ελληνική κυβέρνηση ενημέρωσε την Αντάντ πως ως ουδέτερο κράτος θα εφάρμοζε τη συμφωνία της Χάγης και θα αφόπλιζε τις όποιες ξένες δυνάμεις στο έδαφός της. Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε αγανάκτηση στις χώρες-μέλη της Αντάντ, οι οποίες αντιλαμβάνονταν πως όφειλαν να αντιμετωπίζουν στο εξής με δυναμικό τρόπο την ελληνική κυβέρνηση (Λεονταρίτης, 1978: 25-34).
Η δήλωση της ελληνικής κυβέρνησης πως σκόπευε να τηρήσει «ευμενή» ουδετερότητα απέναντι στις αγγλογαλλικές δυνάμεις δεν κατεύνασε το κλίμα, εκλήφθηκε όμως ως δυνατότητα μεγαλύτερης ευχέρειας κινήσεων. Η Αγγλία και η Γαλλία αποφάσισαν να εξαναγκάσουν την Ελλάδα να δεχτεί το ελεύθερο των μετακινήσεών τους στο ελληνικό έδαφος, έθεσαν υπό τον πλήρη έλεγχό τους τη Θεσσαλονίκη, συνέλαβαν διπλωμάτες των Κεντρικών Δυνάμεων και προχώρησαν στην κατάληψη πρόσθετων ελληνικών περιοχών (Μυτιλήνη, Λήμνο, Αργοστόλι, κ.ά.). Προχώρησαν, μάλιστα, ακόμη παραπέρα απαιτώντας από την ελληνική κυβέρνηση να επιτρέψει, τον Απρίλη του 1916, τη μετακίνηση των ανασυγκροτημένων τμημάτων του σερβικού στρατού από τα Επτάνησα προς τη Θεσσαλονίκη μέσω ελληνικών εδαφών. Κίνηση που προκάλεσε έντονη ενόχληση στη Γερμανία, αλλά παρέμεινε χωρίς απάντηση, διότι ο Κάιζερ δε θέλησε να δυσχεράνει ακόμη περισσότερο την ήδη δύσκολη θέση του Κωνσταντίνου (Σβολόπουλος, 1997: 120-125).
Από τα τέλη του 1915 η Ελλάδα βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Κωνσταντίνου, καθώς ο Βενιζέλος δεν είχε λάβει μέρος στις εκλογές που διεξήχθησαν τον Δεκέμβρη του 1915 και είχε βρεθεί εκτός κοινοβουλίου. Οι κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν έκτοτε ακολουθούσαν πιστά τις οδηγίες του Κωνσταντίνου, ο οποίος συνέχιζε να προωθεί το δόγμα της ουδετερότητας, έστω κι αν στο ελληνικό έδαφος κινούνταν ήδη ελεύθερα στρατιωτικές δυνάμεις της Αντάντ. Ο Κωνσταντίνος βρισκόταν σε συνεχείς διαπραγματεύσεις με την Αγγλία και τη Γαλλία, ενώ την ίδια στιγμή διατηρούσε αδιάκοπη επικοινωνία με το Βερολίνο (Γιανουλόπουλος, 2003: 225-238).
Ο Κωνσταντίνος θεωρούσε πως μια γερμανική επίθεση στη Μακεδονία εναντίον των εκεί δυνάμεων της Αντάντ θα αποτελούσε μια απελευθερωτική για την Ελλάδα εξέλιξη, γι’ αυτό και είχε ενημερώσει το Βερολίνο πως δεν θα αντιδρούσε σε μια τέτοια κίνηση. Το μόνο του αίτημα ήταν να μη συμμετάσχουν βουλγαρικά στρατεύματα, διότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε έντονη ανησυχία στην κοινή γνώμη και θα προσέφερε σημαντικά ερείσματα στον Βενιζέλο. Η Γερμανία, ωστόσο, δεν μπορούσε να δεχτεί τον όρο αυτό, καθώς δεν ήταν διατεθειμένη να μετακινήσει δικές της δυνάμεις στην περιοχή τη στιγμή που είχε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει τις βουλγαρικές. Έτσι, στις 13/26 Μαΐου 1916 πραγματοποιήθηκε επίθεση στο οχυρό Ρούπελ από δύναμη 26.000 Βούλγαρων στρατιωτών, υπό τη διοίκηση μιας γερμανικής διμοιρίας. Η επίθεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την άμεση και δυναμική αντίδραση της Αντάντ. Η Θεσσαλονίκη τέθηκε σε κατάσταση πολιορκίας, τα παράλια της Ελλάδας βρέθηκαν υπό μερικό αποκλεισμό και απαιτήθηκε η παραίτηση της ελληνικής κυβέρνησης. Η παρέμβαση της Αντάντ προκάλεσε δυσφορία στους Έλληνες, μιας και καθιστούσε εμφανή την πλήρη παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας. Χάρη, άλλωστε, στη συστηματική γερμανική προπαγάνδα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης αντιμετώπιζε πλέον εχθρικά την Αγγλία και τη Γαλλία.
Το καλοκαίρι του 1916 βουλγαρικές και γερμανικές δυνάμεις θα πραγματοποιήσουν αιφνιδιαστική επίθεση εναντίων των δυνάμεων της Αντάντ στη Μακεδονία. Η επίθεση θα αναχαιτιστεί -παρά τις προσδοκίες του Κωνσταντίνου πως θα απαλλασσόταν η χώρα από την παρουσία των αγγλογαλλικών δυνάμεων-, η περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας όμως θα βρεθεί υπό τον έλεγχο των Βουλγάρων. Η κατάσταση που θα δημιουργηθεί στην περιοχή λόγω των εκτεταμένων διωγμών του ελληνικού πληθυσμού, όπως και το ίδιο το γεγονός της επίθεσης, θα αποτελέσουν το έναυσμα για την κινητοποίηση των οπαδών του Βενιζέλου στο ελληνικό στράτευμα (Λεονταρίτης, 1978: 34-38).
Στις 16/29 Αυγούστου η «Εθνική Άμυνα», που είχε δημιουργηθεί από υποστηρικτές του Βενιζέλου, θα προχωρήσει σε επαναστατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη, χωρίς τη δική του συναίνεση. Ο Βενιζέλος ξεπέρασε τους δισταγμούς του μόνο όταν στις 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου παραδόθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις η Καβάλα στους Βούλγαρους. Ο Βενιζέλος αποφάσισε τότε να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη και στις 26 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου 1916 συγκρότησε εκεί προσωρινή κυβέρνηση (Βερέμης & Κολιόπουλος, 2006: 346-350).
Η στάση των συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ δεν ήταν ενιαία απέναντι στο κίνημα του Βενιζέλου. Η Αγγλία θεωρούσε πως η εξέλιξη αυτή προκαλούσε ανεπιθύμητες περιπλοκές σε μια περιοχή από την οποία επιθυμούσε να αποδεσμευτεί. Η Ιταλία, που είχε προσχωρήσει το προηγούμενο έτος στη συμμαχία, αντιμετώπιζε εχθρικά τον Βενιζέλο, όπως και η Ρωσία, διότι στο πρόσωπό του έβλεπαν έναν δυνητικό αντίπαλο στα επεκτατικά τους σχέδια. Η Αγγλία και η Γαλλία αποφάσισαν τελικά να αναγνωρίσουν μόνο de facto την προσωρινή κυβέρνηση, έχοντας ως απώτερο στόχο να επιτύχουν τη συμφιλίωση του Βενιζέλου με τον Κωνσταντίνο. Ο Βενιζέλος, όμως, απογοητευμένος από την έλλειψη ουσιαστικής στήριξης, προχώρησε στην κατάληψη της Κατερίνης τον Νοέμβριο του 1916, θέλοντας να καταστήσει εμφανή τη δυναμική του κινήματός του. Απέκλεισε, συνάμα, οποιαδήποτε πιθανότητα συμφιλίωσης (Μουρέλος, 1982: 150-188).
Οι συμμαχικές δυνάμεις της Αντάντ αναζητούσαν πλέον τον κατάλληλο τρόπο για να επαναφέρουν τον Βενιζέλο στην εξουσία και να εκθρονίσουν τον Κωνσταντίνο, χωρίς να προκληθεί περαιτέρω επιδείνωση στην εσωτερική κατάσταση της χώρας. Η δυσκολία επίλυσης του προβλήματος αυτού, καθώς και οι επίμονες αντιρρήσεις της Ιταλίας και της Ρωσίας οδηγούσαν σε μια περιττή και επιζήμια παράταση της εκκρεμότητας, με αποτέλεσμα οι πολίτες να βιώνουν σημαντικές στερήσεις λόγω του ναυτικού αποκλεισμού (Σβολόπουλος, 1997: 127-131).
Τα δεδομένα άλλαξαν απρόσμενα τον Απρίλιο του 1917 χάρη σε ορισμένα γεγονότα της διεθνούς πολιτικής σκηνής. Ο τσάρος της Ρωσίας, Νικόλαος Β΄, παραιτήθηκε, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα πιο δημοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας στη χώρα και να αρθούν οι ρωσικές ενστάσεις απέναντι στην επαναφορά του Βενιζέλου στην εξουσία, εφόσον η νέα ηγεσία δεν ακολουθούσε την επεκτατική πολιτική του προηγούμενου καθεστώτος. Τον ίδιο μήνα εισήλθαν στον πόλεμο η Η.Π.Α. στερώντας από τον Κωνσταντίνο τη στήριξη που λάμβανε στις καταγγελίες του σχετικά με την παραβίαση της ελληνικής ουδετερότητας. Τον ίδιο μήνα, επίσης, σημειώθηκε αλλαγή κυβέρνησης στη Γαλλία, με την ανατροπή του Briand, ο οποίος επιδίωκε επίμονα τη συμφιλίωση του Κωνσταντίνου με τον Βενιζέλο, και την άνοδο στην εξουσία του Ribot. Όπως, μάλιστα, έγινε εμφανές στη συνάντηση των ηγετών της Αντάντ στις 19 Απριλίου στον Άγιο Ιωάννη της Μωριέννης, η Γαλλία και η Αγγλία ήταν πια έτοιμες να προχωρήσουν στην εκθρόνιση του Κωνσταντίνου (Μουρέλος, 1982: 150-188).
Η μακρά δοκιμασία του «Εθνικού Διχασμού» υπήρξε απότοκο όχι τόσο ή μόνο της διαφωνίας μεταξύ δύο ηγετικών προσωπικοτήτων, αλλά πολύ περισσότερο της αδυναμίας που διέκρινε τη χώρα εκείνη την περίοδο να καθορίσει κατά τρόπο αυτόνομο την πολιτική της. Η Ελλάδα, που είχε μόλις εξέλθει από τους Βαλκανικούς Πολέμους, δεν μπορούσε να διατηρήσει με τις δικές της δυνάμεις τα πρόσφατα εδαφικά της κέρδη, ούτε να παραμείνει -χωρίς κόστος- αμέτοχη στη νέα πολεμική σύγκρουση. Αν δεν αναλάμβανε ο Ελευθέριος Βενιζέλος το σημαντικό πολιτικό και προσωπικό κόστος για να διασφαλίσει τη θέση της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η χώρα όχι μόνο δεν θα πετύχαινε την εδαφική τη διεύρυνση, αλλά θα κατέληγε πολλαπλά ζημιωμένη.
https://doi.org/10.12681/mnimon.230
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου