Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αἰδέομαι: αἰδοῦμαι»

Jane Davies 

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αδέομαι: αδομαι»
 
δομαι: σέβομαι, ντρέπομαι]
 
Ενεστώτας
Οριστική
αδομαι, αδδε, αδεται, αδούμεθα, αδεσθε, αδονται
Υποτακτική
αδμαι, αδ, αδται, αδώμεθα, αδσθε, αδνται
Ευκτική
αδοίμην, αδοο, αδοτο, αδοίμεθα, αδοσθε, αδοντο
Προστακτική
---, αδο, αδείσθω, ---, αδεσθε, αδείσθων ή αδείσθωσαν
Απαρέμφατο
αδεσθαι
Μετοχή
αδούμενος
αδουμένη
αδούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
δούμην, δο, δετο, δούμεθα, δεσθε, δοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
αδέσομαι, αδέσδέσει, αδέσεται, αδεσόμεθα, αδέσεσθε, αδέσονται
Ευκτική
αδεσοίμην, αδέσοιο, αδέσοιτο, αδεσοίμεθα, αδέσοισθε, αδέσοιντο
Απαρέμφατο
αδέσεσθαι
Μετοχή
αδεσόμενος
αδεσομένη
αδεσόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
αδεσθήσομαι, αδεσθήσδεσθήσει, αδεσθήσεται, αδεσθησόμεθα, αδεσθήσεσθε, αδεσθήσονται
Ευκτική
αδεσθησοίμην, αδεσθήσοιο, αδεσθήσοιτο, αδεσθησοίμεθα, αδεσθήσοισθε, αδεσθήσοιντο
Απαρέμφατο
αδεσθήσεσθαι
Μετοχή
αδεσθησόμενος
αδεσθησομένη
αδεσθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
δεσάμην, δέσω, δέσατο, δεσάμεθα, δέσασθε, δέσαντο
Υποτακτική
αδέσωμαι, αδέσ, αδέσηται, αδεσώμεθα, αδέσησθε, αδέσωνται
Ευκτική
αδεσαίμην, αδέσαιο, αδέσαιτο, αδεσαίμεθα, αδέσαισθε, αδέσαιντο
Προστακτική
---, αδεσαι, αδεσάσθω, ---, αδέσασθε, αδεσάσθων ή αδεσάσθωσαν
Απαρέμφατο
αδέσασθαι
Μετοχή
αδεσάμενος
αδεσαμένη
αδεσάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
δέσθην, δέσθης, δέσθη, δέσθημεν, δέσθητε, δέσθησαν
Υποτακτική
αδεσθ, αδεσθς, αδεσθ, αδεσθμεν, αδεσθτε, αδεσθσι(ν)
Ευκτική
αδεσθείην, αδεσθείης, αδεσθείη, αδεσθείημεν ή αδεσθεμεν, αδεσθείητε ή αδεσθετε, αδεσθείησαν ή αδεσθεεν
Προστακτική
---, αδέσθητι, αδεσθήτω, ---, αδέσθητε, αδεσθέντων ή αδεσθήτωσαν
Απαρέμφατο
αδεσθναι
Μετοχή
αδεσθείς
αδεσθεσα
αδεσθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
δεσμαι, δεσαι, δεσται, δέσμεθα, δεσθε, δεσμένοι εσί
 
Υποτακτική
δεσμένος- δεσμένη-δεσμένον
δεσμένος- δεσμένη-δεσμένον ς
δεσμένος- δεσμένη-δεσμένον
δεσμένοι- δεσμέναι-δεσμένα μεν
δεσμένοι- δεσμέναι-δεσμένα τε
δεσμένοι- δεσμέναι-δεσμένα σι
 
Ευκτική
δεσμένος- δεσμένη-δεσμένον εην
δεσμένος- δεσμένη-δεσμένον εης
δεσμένος- δεσμένη-δεσμένον εη
δεσμένοι- δεσμέναι-δεσμένα εημεν (εμεν)
δεσμένοι- δεσμέναι-δεσμένα εητε (ετε)
δεσμένοι- δεσμέναι-δεσμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, δεσο, δέσθω, --- δεσθε, δέσθων ή δέσθωσαν
 
Απαρέμφατο
δέσθαι
Μετοχή
δεσμένος,
δεσμένη,
δεσμένον
 
Υπερσυντέλικος
δέσμην, δεσο, δεστο, δέσμεθα, δεσθε, δεσμένοι σαν 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου