Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαλέγομαι»

Luis Sarmento

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαλέγομαι»
 
[διαλέγομαι: αποθ. μέσ. = συνομιλώ, συζητώ]
 
Ενεστώτας
Οριστική
διαλέγομαι, διαλέγ/διαλέγει, διαλέγεται, διαλεγόμεθα, διαλέγεσθε, διαλέγονται
Υποτακτική
διαλέγωμαι, διαλέγ, διαλέγηται, διαλεγώμεθα, διαλέγησθε, διαλέγωνται
Ευκτική
διαλεγοίμην, διαλέγοιο, διαλέγοιτο, διαλεγοίμεθα, διαλέγοισθε, διαλέγοιντο
Προστακτική
---, διαλέγου, διαλεγέσθω, ---, διαλέγεσθε, διαλεγέσθων ή διαλεγέσθωσαν
Απαρέμφατο
διαλέγεσθαι
Μετοχή
διαλεγόμενος
διαλεγομένη
διαλεγόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
διελεγόμην, διελέγου, διελέγετο, διελεγόμεθα, διελέγεσθε, διελέγοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
διαλέξομαι, διαλέξ/διαλέξει, διαλέξεται, διαλεξόμεθα, διαλέξεσθε, διαλέξονται
Ευκτική
διαλεξοίμην, διαλέξοιο, διαλέξοιτο, διαλεξοίμεθα, διαλέξοισθε, διαλέξοιντο
Απαρέμφατο
διαλέξεσθαι
Μετοχή
διαλεξόμενος
διαλεξομένη
διαλεξόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
διαλεχθήσομαι, διαλεχθήσ/διαλεχθήσει, διαλεχθήσεται, διαλεχθησόμεθα, διαλεχθήσεσθε, διαλεχθήσονται
Ευκτική
διαλεχθησοίμην, διαλεχθήσοιο, διαλεχθήσοιτο, διαλεχθησοίμεθα, διαλεχθήσοισθε, διαλεχθήσοιντο
Απαρέμφατο
διαλεχθήσεσθαι
Μετοχή
διαλεχθησόμενος
διαλεχθησομένη
διαλεχθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
διελέχθην, διελέχθης, διελέχθη, διελέχθημεν, διελέχθητε, διελέχθησαν
Υποτακτική
διαλεχθ, διαλεχθς, διαλεχθ, διαλεχθμεν, διαλεχθτε, διαλεχθσι(ν)
Ευκτική
διαλεχθείην, διαλεχθείης, διαλεχθείη, διαλεχθείημεν ή διαλεχθεμεν, διαλεχθείητε ή διαλεχθετε, διαλεχθείησαν ή διαλεχθεεν
Προστακτική
---, διαλέχθητι, διαλεχθήτω, ---, διαλέχθητε, διαλεχθέντων ή διαλεχθήτωσαν
Απαρέμφατο
διαλεχθναι
Μετοχή
διαλεχθείς
διαλεχθεσα
διαλεχθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
διείλεγμαι, διείλεξαι, διείλεκται, διειλέγμεθα, δείλεχθε, διειλεγμένοι εσι(ν)
 
Υποτακτική
διειλεγμένος- διειλεγμένη-διειλεγμένον
διειλεγμένος- διειλεγμένη-διειλεγμένον ς
διειλεγμένος- διειλεγμένη-διειλεγμένον
διειλεγμένοι- διειλεγμέναι-διειλεγμένα μεν
διειλεγμένοι- διειλεγμέναι-διειλεγμένα τε
διειλεγμένοι- διειλεγμέναι-διειλεγμένα σι
 
Ευκτική
διειλεγμένος- διειλεγμένη-διειλεγμένον εην
διειλεγμένος- διειλεγμένη-διειλεγμένον εης
διειλεγμένος- διειλεγμένη-διειλεγμένον εη
διειλεγμένοι- διειλεγμέναι-διειλεγμένα εημεν (εμεν)
διειλεγμένοι- διειλεγμέναι-διειλεγμένα εητε (ετε)
διειλεγμένοι- διειλεγμέναι-διειλεγμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, διείλεξο, διειλέχθω, --- διείλεχθε, διειλέχθων ή διειλέχθωσαν
 
Απαρέμφατο
διειλέχθαι
Μετοχή
διειλεγμένος,
διειλεγμένη,
διειλεγμένον
 
Υπερσυντέλικος
διειλέγμην, διείλεξο, διείλεκτο, διειλέγμεθα, διείλεχθε, διειλεγμένοι σαν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου