Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εὐεργετέω-ῶ»

Mohammed Alnaser

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εεργετέω-»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εεργετ, εεργετες, εεργετε, εεργετομεν, εεργετετε, εεργετοσι(ν)
Υποτακτική
εεργετ, εεργετς, εεργετ, εεργετμεν, εεργεττε, εεργετσι(ν)
Ευκτική
εεργετομι, εεργετος, εεργετο, ή εεργετοίην, εεργετοίης, εεργετοίη, εεργετομεν, εεργετοτε, εεργετοεν
Προστακτική
---, εεργέτει, εεργετείτω, ---, εεργετετε, εεργετούντων (ή εεργετείτωσαν)
Απαρέμφατο
εεργετεν
Μετοχή
εεργετν, εεργετοσα, εεργετον
 
Παρατατικός
Οριστική
εηργέτουν, εηργέτεις, εηργέτει, εηργετομεν, εηργετετε, εηργέτουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
εεργετήσω, εεργετήσεις, εεργετήσει, εεργετήσομεν, εεργετήσετε, εεργετήσουσι(ν)
Ευκτική
εεργετήσοιμι, εεργετήσοις, εεργετήσοι, εεργετήσοιμεν, εεργετήσοιτε, εεργετήσοιεν
Απαρέμφατο
εεργετήσειν
Μετοχή
εεργετήσων, εεργετήσουσα, εεργετσον
 
Αόριστος
Οριστική
εηργέτησα, εηργέτησας, εηργέτησε(ν), εηργετήσαμεν, εηργετήσατε, εηργέτησαν
Υποτακτική
εεργετήσω, εεργετήσς, εεργετήσ, εεργετήσωμεν, εγεργετήσητε, εγεργετήσωσι(ν)
Ευκτική
εεργετήσαιμι, εεργετήσαις ή εεργετήσειας, εεργετήσαι ή εεργετήσαιε(ν) εεργετήσαιμεν, εεργετήσαιτε, εεργετήσαιεν ή εργετήσειαν
Προστακτική
---, εεργέτησον, εεργετησάτω, ---, εεργετήσατε, εεργετησάντων (ή εεργετησάτωσαν)
Απαρέμφατο
εεργετσαι
Μετοχή
εεργετήσας, εεργετήσασα, εεργετσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
εηργέτηκα, εηργέτηκας, εηργέτηκε, εηργετήκαμεν, εηργετήκατε, εηργετήκασι(ν)
 
Υποτακτική
εηργετηκώς- εηργετηκυα- εηργετηκός
εηργετηκώς- εηργετηκυα- εηργετηκός ς
εηργετηκώς- εηργετηκυα- εηργετηκός
εηργετηκότες- εηργετηκυαι- εηργετηκότα μεν
εηργετηκότες- εηργετηκυαι- εηργετηκότα τε
εηργετηκότες- εηργετηκυαι- εηργετηκότα σι
 
Ευκτική
εηργετηκώς- εηργετηκυα- εηργετηκός εην
εηργετηκώς- εηργετηκυα- εηργετηκός εης
εηργετηκώς- εηργετηκυα- εηργετηκός εη
εηργετηκότες- εηργετηκυαι- εηργετηκότα εημεν (εμεν)
εηργετηκότες- εηργετηκυαι- εηργετηκότα εητε (ετε)
εηργετηκότες- εηργετηκυαι- εηργετηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
εηργετηκώς- εηργετηκυα- εηργετηκός σθι
εηργετηκώς- εηργετηκυα- εηργετηκός στω
---
εηργετηκότες- εηργετηκυαι- εηργετηκότα στε
εηργετηκότες- εηργετηκυαι- εηργετηκότα στων
 
Απαρέμφατο
εηργετηκέναι
Μετοχή
εηργετηκώς- εηργετηκυα- εηργετηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
εηργετήκειν, εηργετήκεις, εηργετήκει, εηργετήκεμεν, εηργετήκετε, εηργετήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εεργετομαι, εεργετεργετε, εεργετεται, εεργετομεθα, εεργετεσθε, εργετονται
Υποτακτική
εεργετμαι, εεργετ, εεργετται, εεργετώμεθα, εεργετσθε, εεργετνται
Ευκτική
εεργετοίμην, εεργετοο, εεργετοτο, εεργετοίμεθα, εεργετοσθε, εεργετοντο
Προστακτική
---,εεργετο, εεργετείσθω, ---, εεργετεσθε, εεργετείσθων ή εεργετείσθωσαν
Απαρέμφατο
εεργετεσθαι
Μετοχή
εεργετούμενος
εεργετουμένη
εεργετούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
εηργετούμην, εηργετο, εηργετετο, εηργετούμεθα, εηργετεσθε, εηργετοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
εεργετηθήσομαι, εεργετηθήσ ή εεργετηθήσει, εεργετηθήσεται, εεργετηθησόμεθα, εεργετηθήσεσθε, εεργετηθήσονται
Ευκτική
εεργετηθησοίμην, εεργετηθήσοιο, εεργετηθήσοιτο, εεργετηθησοίμεθα, εεργετηθήσοισθε, εεργετηθήσοιντο
Απαρέμφατο
εεργετηθήσεσθαι
Μετοχή
εεργετηθησόμενος
εεργετηθησομένη
εεργετηθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
εηργετήθην, εηργετήθης, εηργετήθη, εηργετήθημεν, εηργετήθητε, εηργετήθησαν
Υποτακτική
εεργετηθ, εεργετηθς, εεργετηθ, εεργετηθμεν, εεργετηθτε, εεργετηθσι(ν)
Ευκτική
εεργετηθείην, εεργετηθείης, εεργετηθείη, εεργετηθείημεν ή εεργετηθεμεν, εεργετηθείητε ή εεργετηθετε, εεργετηθείησαν ή εεργετηθεεν
Προστακτική
---, εεργετήθητι, εεργετηθήτω, ---, εεργετήθητε, εεργετηθέντων ή εεργετηθήτωσαν
Απαρέμφατο
εεργετηθναι
Μετοχή
εεργετηθείς
εεργετηθεσα
εεργετηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
εηργέτημαι, εηργέτησαι, εηργέτηται, εηργετήμεθα, εηργέτησθε, εηργέτηνται
 
Υποτακτική
εηργετημένος- εηργετημένη-εηργετημένον
εηργετημένος- εηργετημένη-εηργετημένον ς
εηργετημένος- εηργετημένη-εηργετημένον
εηργετημένοι- εηργετημέναι-εηργετημένα μεν
εηργετημένοι- εηργετημέναι-εηργετημένα τε
εηργετημένοι- εηργετημέναι-εηργετημένα σι
 
Ευκτική
εηργετημένος- εηργετημένη-εηργετημένον εην
εηργετημένος- εηργετημένη-εηργετημένον εης
εηργετημένος- εηργετημένη-εηργετημένον εη
εηργετημένοι- εηργετημέναι-εηργετημένα εημεν (εμεν)
εηργετημένοι- εηργετημέναι-εηργετημένα εητε (ετε)
εηργετημένοι- εηργετημέναι-εηργετημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, εηργέτησο, εηργετήσθω, --- εηργέτησθε, εηργετήσθων ή εηργετήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
εηργετσθαι
Μετοχή
εηργετημένος,
εηργετημένη,
εηργετημένον
 
Υπερσυντέλικος
εηργετήμην, εηργέτησο, εηργέτητο, εηργετήμεθα, εηργέτησθε, εηργέτηντο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου