Frank Dicksee
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὄμνυμι»
[ὄμνυμι: ορκίζομαι]
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ὄμνυμι, ὄμνυς, ὄμνυσι, ὄμνυμεν, ὄμνυτε, ὀμνύασι(ν)
Υποτακτική
ὀμνύω, ὀμνύῃς, ὀμνύῃ, ὀμνύωμεν, ὀμνύητε, ὀμνύωσι(ν)
Ευκτική
ὀμνύοιμι, ὀμνύοις, ὀμνύοι, ὀμνύοιμεν, ὀμνύοιτε, ὀμνύοιεν
Προστακτική
---, ὄμνυ, ὀμνύτω, ---, ὄμνυτε, ὀμνύντων (ή ὀμνύτωσαν)
Απαρέμφατο
ὀμνύναι
Μετοχή
ὀμνύς, ὀμνῦσα, ὀμνύν
Παρατατικός
Οριστική
ὤμνυν, ὤμνυς, ὤμνυ, ὤμνυμεν, ὤμνυτε, ὤμνυσαν
Μέλλοντας
Οριστική
ὀμοῦμαι, ὀμῇ ή ὀμεῖ, ὀμεῖται, ὀμοῦμεθα, ὀμεῖσθε, ὀμοῦνται
Ευκτική
ὀμοίμην, ὀμοῖο, ὀμοῖτο, ὀμοίμεθα, ὀμοῖσθε, ὀμοῖντο
Απαρέμφατο
ὀμεῖσθαι
Μετοχή
ὀμούμενος
ὀμουμένη
ὀμούμενον
Αόριστος
Οριστική
ὤμοσα, ὤμοσας, ὤμοσε(ν), ὠμόσαμεν, ὠμόσατε, ὤμοσαν
Υποτακτική
ὀμόσω, ὀμόσῃς, ὀμόσῃ, ὀμόσωμεν, ὀμόσητε, ὀμόσωσι(ν)
Ευκτική
ὀμόσαιμι, ὀμόσαις ή ὀμόσειας, ὀμόσαι ή ὀμόσαιε(ν) ὀμόσαιμεν, ὀμόσαιτε, ὀμόσαιεν ή ὀμόσειαν
Προστακτική
---, ὄμοσον, ὀμοσάτω, ---, ὀμόσατε, ὀμοσάντων (ή ὀμοσάτωσαν)
Απαρέμφατο
ὀμόσαι
Μετοχή
ὀμόσας, ὀμόσασα, ὀμόσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ὀμώμοκα, ὀμώμοκας, ὀμώμοκε, ὀμωμόκαμεν, ὀμωμόκατε, ὀμωμόκασι(ν)
Υποτακτική
ὀμωμοκώς- ὀμωμοκυῖα- ὀμωμοκός ὦ
ὀμωμοκώς- ὀμωμοκυῖα- ὀμωμοκός ᾖς
ὀμωμοκώς- ὀμωμοκυῖα- ὀμωμοκός ᾖ
ὀμωμοκότες- ὀμωμοκυῖαι- ὀμωμοκότα ὦμεν
ὀμωμοκότες- ὀμωμοκυῖαι- ὀμωμοκότα ἦτε
ὀμωμοκότες- ὀμωμοκυῖαι- ὀμωμοκότα ὦσι
Ευκτική
ὀμωμοκώς- ὀμωμοκυῖα- ὀμωμοκός εἴην
ὀμωμοκώς- ὀμωμοκυῖα- ὀμωμοκός εἴης
ὀμωμοκώς- ὀμωμοκυῖα- ὀμωμοκός εἴη
ὀμωμοκότες- ὀμωμοκυῖαι- ὀμωμοκότα εἴημεν (εἶμεν)
ὀμωμοκότες- ὀμωμοκυῖαι- ὀμωμοκότα εἴητε (εἶτε)
ὀμωμοκότες- ὀμωμοκυῖαι- ὀμωμοκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
ὀμωμοκώς- ὀμωμοκυῖα- ὀμωμοκός ἴσθι
ὀμωμοκώς- ὀμωμοκυῖα- ὀμωμοκός ἔστω
---
ὀμωμοκότες- ὀμωμοκυῖαι- ὀμωμοκότα ἔστε
ὀμωμοκότες- ὀμωμοκυῖαι- ὀμωμοκότα ἔστων
Απαρέμφατο
ὀμωμοκέναι
Μετοχή
ὀμωμοκώς- ὀμωμοκυῖα- ὀμωμοκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ὠμωμόκειν, ὠμωμόκεις, ὠμωμόκει, ὠμωμόκεμεν, ὠμωμόκετε, ὠμωμόκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ὄμνυμαι, ὄμνυσαι, ὄμνυται, ὀμνύμεθα, ὄμνυσθε, ὄμνυνται
Υποτακτική
ὀμνύωμαι, ὀμνύῃ, ὀμνύηται, ὀμνυώμεθα, ὀμνύησθε, ὀμνύωνται
Ευκτική
ὀμνυοίμην, ὀμνύοιο, ὀμνύοιτο, ὀμνυοίμεθα, ὀμνύοισθε, ὀμνύοιντο
Προστακτική
---, ὄμνυσο, ὀμνύσθω, ---, ὄμνυσθε, ὀμνύσθων ή ὀμνύσθωσαν
Απαρέμφατο
ὄμνυσθαι
Μετοχή
ὀμνύμενος
ὀμνυμένη
ὀμνύμενον
Παρατατικός
Οριστική
ὠμνύμην, ὤμνυσο, ὤμνυτο, ὠμνύμεθα, ὤμνυσθε, ὤμνυντο
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ὀμοσθήσομαι, ὀμοσθήσῃ ή ὀμοσθήσει, ὀμοσθήσεται, ὀμοσθησόμεθα, ὀμοσθήσεσθε, ὀμοσθήσονται
Ευκτική
ὀμοσθησοίμην, ὀμοσθήσοιο, ὀμοσθήσοιτο, ὀμοσθησοίμεθα, ὀμοσθήσοισθε, ὀμοσθήσοιντο
Απαρέμφατο
ὀμοσθήσεσθαι
Μετοχή
ὀμοσθησόμενος
ὀμοσθησομένη
ὀμοσθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ὠμοσάμην, ὠμόσω, ὠμόσατο, ὠμοσάμεθα, ὠμόσασθε, ὠμόσαντο
Υποτακτική
ὀμόσωμαι, ὀμόσῃ, ὀμόσηται, ὀμοσώμεθα, ὀμόσησθε, ὀμόσωνται
Ευκτική
ὀμοσαίμην, ὀμόσαιο, ὀμόσαιτο, ὀμοσαίμεθα, ὀμόσαισθε, ὀμόσαιντο
Προστακτική
---, ὄμοσαι, ὀμοσάσθω, ---, ὀμόσασθε, ὀμοσάσθων ή ὀμοσάσθωσαν
Απαρέμφατο
ὀμόσασθαι
Μετοχή
ὀμοσάμενος
ὀμοσαμένη
ὀμοσάμενον
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ὠμόσθην, ὠμόσθης, ὠμόσθη, ὠμόσθημεν, ὠμόσθητε, ὠμόσθησαν
Υποτακτική
ὀμοσθῶ, ὀμοσθῇς, ὀμοσθῇ, ὀμοσθῶμεν, ὀμοσθῆτε, ὀμοσθῶσι(ν)
Ευκτική
ὀμοσθείην, ὀμοσθείης, ὀμοσθείη, ὀμοσθείημεν ή ὀμοσθεῖμεν, ὀμοσθείητε ή ὀμοσθεῖτε, ὀμοσθείησαν ή ὀμοσθεῖεν
Προστακτική
---, ὀμόσθητι, ὀμοσθήτω, ---, ὀμόσθητε, ὀμοσθέντων ή ὀμοσθήτωσαν
Απαρέμφατο
ὀμοσθῆναι
Μετοχή
ὀμοσθείς
ὀμοσθεῖσα
ὀμοσθέν
Παρακείμενος
μόνο: ὀμώμο(σ)ται
(πβ. ὀμώμοσται Ζεύς = έχει γίνει όρκος στ’ όνομα του Δία)
Υπερσυντέλικος
μόνο: ὠμώμο(σ)το
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὄμνυμι»
[ὄμνυμι: ορκίζομαι]
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ὄμνυμι, ὄμνυς, ὄμνυσι, ὄμνυμεν, ὄμνυτε, ὀμνύασι(ν)
ὀμνύω, ὀμνύῃς, ὀμνύῃ, ὀμνύωμεν, ὀμνύητε, ὀμνύωσι(ν)
ὀμνύοιμι, ὀμνύοις, ὀμνύοι, ὀμνύοιμεν, ὀμνύοιτε, ὀμνύοιεν
---, ὄμνυ, ὀμνύτω, ---, ὄμνυτε, ὀμνύντων (ή ὀμνύτωσαν)
ὀμνύναι
ὀμνύς, ὀμνῦσα, ὀμνύν
Παρατατικός
Οριστική
ὤμνυν, ὤμνυς, ὤμνυ, ὤμνυμεν, ὤμνυτε, ὤμνυσαν
Μέλλοντας
Οριστική
ὀμοῦμαι, ὀμῇ ή ὀμεῖ, ὀμεῖται, ὀμοῦμεθα, ὀμεῖσθε, ὀμοῦνται
ὀμοίμην, ὀμοῖο, ὀμοῖτο, ὀμοίμεθα, ὀμοῖσθε, ὀμοῖντο
ὀμεῖσθαι
ὀμούμενος
Οριστική
ὤμοσα, ὤμοσας, ὤμοσε(ν), ὠμόσαμεν, ὠμόσατε, ὤμοσαν
ὀμόσω, ὀμόσῃς, ὀμόσῃ, ὀμόσωμεν, ὀμόσητε, ὀμόσωσι(ν)
ὀμόσαιμι, ὀμόσαις ή ὀμόσειας, ὀμόσαι ή ὀμόσαιε(ν) ὀμόσαιμεν, ὀμόσαιτε, ὀμόσαιεν ή ὀμόσειαν
---, ὄμοσον, ὀμοσάτω, ---, ὀμόσατε, ὀμοσάντων (ή ὀμοσάτωσαν)
ὀμόσαι
ὀμόσας, ὀμόσασα, ὀμόσαν
Οριστική
ὀμώμοκα, ὀμώμοκας, ὀμώμοκε, ὀμωμόκαμεν, ὀμωμόκατε, ὀμωμόκασι(ν)
Υποτακτική
ὀμωμοκώς- ὀμωμοκυῖα- ὀμωμοκός ὦ
ὀμωμοκώς- ὀμωμοκυῖα- ὀμωμοκός ᾖς
ὀμωμοκότες- ὀμωμοκυῖαι- ὀμωμοκότα ὦμεν
Ευκτική
ὀμωμοκώς- ὀμωμοκυῖα- ὀμωμοκός εἴην
Προστακτική
---
ὀμωμοκώς- ὀμωμοκυῖα- ὀμωμοκός ἴσθι
ὀμωμοκότες- ὀμωμοκυῖαι- ὀμωμοκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ὀμωμοκέναι
ὀμωμοκώς- ὀμωμοκυῖα- ὀμωμοκός
Οριστική
ὠμωμόκειν, ὠμωμόκεις, ὠμωμόκει, ὠμωμόκεμεν, ὠμωμόκετε, ὠμωμόκεσαν
Ενεστώτας
Οριστική
ὄμνυμαι, ὄμνυσαι, ὄμνυται, ὀμνύμεθα, ὄμνυσθε, ὄμνυνται
ὀμνύωμαι, ὀμνύῃ, ὀμνύηται, ὀμνυώμεθα, ὀμνύησθε, ὀμνύωνται
ὀμνυοίμην, ὀμνύοιο, ὀμνύοιτο, ὀμνυοίμεθα, ὀμνύοισθε, ὀμνύοιντο
---, ὄμνυσο, ὀμνύσθω, ---, ὄμνυσθε, ὀμνύσθων ή ὀμνύσθωσαν
ὄμνυσθαι
ὀμνύμενος
Παρατατικός
Οριστική
ὠμνύμην, ὤμνυσο, ὤμνυτο, ὠμνύμεθα, ὤμνυσθε, ὤμνυντο
Οριστική
ὀμοσθήσομαι, ὀμοσθήσῃ ή ὀμοσθήσει, ὀμοσθήσεται, ὀμοσθησόμεθα, ὀμοσθήσεσθε, ὀμοσθήσονται
ὀμοσθησοίμην, ὀμοσθήσοιο, ὀμοσθήσοιτο, ὀμοσθησοίμεθα, ὀμοσθήσοισθε, ὀμοσθήσοιντο
ὀμοσθήσεσθαι
ὀμοσθησόμενος
Οριστική
ὠμοσάμην, ὠμόσω, ὠμόσατο, ὠμοσάμεθα, ὠμόσασθε, ὠμόσαντο
ὀμόσωμαι, ὀμόσῃ, ὀμόσηται, ὀμοσώμεθα, ὀμόσησθε, ὀμόσωνται
ὀμοσαίμην, ὀμόσαιο, ὀμόσαιτο, ὀμοσαίμεθα, ὀμόσαισθε, ὀμόσαιντο
---, ὄμοσαι, ὀμοσάσθω, ---, ὀμόσασθε, ὀμοσάσθων ή ὀμοσάσθωσαν
ὀμόσασθαι
ὀμοσάμενος
Οριστική
ὠμόσθην, ὠμόσθης, ὠμόσθη, ὠμόσθημεν, ὠμόσθητε, ὠμόσθησαν
ὀμοσθῶ, ὀμοσθῇς, ὀμοσθῇ, ὀμοσθῶμεν, ὀμοσθῆτε, ὀμοσθῶσι(ν)
ὀμοσθείην, ὀμοσθείης, ὀμοσθείη, ὀμοσθείημεν ή ὀμοσθεῖμεν, ὀμοσθείητε ή ὀμοσθεῖτε, ὀμοσθείησαν ή ὀμοσθεῖεν
---, ὀμόσθητι, ὀμοσθήτω, ---, ὀμόσθητε, ὀμοσθέντων ή ὀμοσθήτωσαν
ὀμοσθῆναι
ὀμοσθείς
μόνο: ὀμώμο(σ)ται
(πβ. ὀμώμοσται Ζεύς = έχει γίνει όρκος στ’ όνομα του Δία)
μόνο: ὠμώμο(σ)το
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου