Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1.12, 1253a29-39 (Η συγκρότηση της πόλεως)
Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1.12, 1253a29-39
(Η συγκρότηση της πόλεως) Ο Αριστοτέλης δεν διαφοροποιείται από
τη βασική ιδέα του πρωταγόρειου μύθου: η δημιουργία της πολιτικής κοινωνίας
είναι αποτέλεσμα μιας φυσικής εξελικτικής πορείας, που απέβλεπε τόσο στην επιβίωση
όσο και στην ευτυχία των ανθρώπων· και ουσιαστική, δομική προϋπόθεση για τη
δημιουργία των πόλεων αλλά και την αντοχή τους μέσα στον χρόνο είναι το αίσθημα
του δικαίου και οι θεσμοί εύρεσης και πραγμάτωσής του μέσα στις πόλεις. Στο
πλαίσιο αυτό, τονίζει ο φιλόσοφος, οι πανάρχαιοι ιδρυτές των διαφόρων πόλεων,
για τους οποίους καθεμιά είχε τις δικές της μυθολογικές παραδόσεις,
λειτούργησαν ως καταλύτης της φυσικής εξέλιξης. Κείμενο αναφοράς Φύσει μὲν οὖν ἡὁρμὴἐν πᾶσιν ἐπὶ τὴν τοιαύτην κοινωνίαν [: την πόλιν]· ὁ δὲ πρῶτος συστήσας μεγίστων ἀγαθῶν αἴτιος. Ὥσπερ γὰρ καὶ τελεωθεὶς βέλτιστον τῶν ζῴων ἄνθρωπός ἐστιν, οὕτω καὶ χωρισθεὶς νόμου καὶ δίκης χείριστον πάντων. Χαλεπωτάτη γὰρ ἀδικία ἔχουσα ὅπλα· ὁ δὲἄνθρωπος ὅπλα ἔχων φύεται φρονήσει καὶἀρετῇ, οἷς ἐπὶ τἀναντία ἔστι χρῆσθαι μάλιστα. Διὸἀνοσιώτατον καὶἀγριώτατον ἄνευ ἀρετῆς, καὶ πρὸς ἀφροδίσια καὶἐδωδὴν χείριστον. Ἡ δὲ δικαιοσύνη πολιτικόν· ἡ γὰρ δίκη πολιτικῆς κοινωνίας τάξις ἐστίν, ἡ δὲ δικαιοσύνη τοῦ δικαίου κρίσις. 1η Μετάφραση: Φυσική, επομένως, είναι η ορμή που
σπρώχνει όλους τους ανθρώπους σ’ αυτή την κοινωνία. Κι εκείνος που τη σύστησε
πρώτος έγινε αιτία των μεγαλυτέρων αγαθών. Γιατί, αν ο άνθρωπος είναι το
ανώτερο από τα όντα, όταν φθάσει στην τελειότητά του, έτσι κι όταν διακόπτει κάθε
σχέση με το νόμο και τη δικαιοσύνη, γίνεται το χειρότερο απ’ όλα. Γιατί η
αδικία είναι ανυπόφορη όταν διαθέτει όπλα, και ο άνθρωπος γεννιέται έχοντας
όπλα την φρόνηση και την αρετή, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει και για
αντίθετους σκοπούς. Γι’ αυτό ο χωρίς αρετή άνθρωπος είναι το πιο ανόσιο, το πιο
άγριο ον, και το πιο επιρρεπές στις ερωτικές ηδονές και τη λαιμαργία. Η
δικαιοσύνη είναι πολιτική αξία και αποτελεί κανόνα της κοινωνίας. Και η ορθή
εφαρμογή της καθορίζει τι είναι δίκαιο. (μετάφραση Β. Μοσκόβης) 2η
Μετάφραση: Αφ’ ενός λοιπόν φύσει
υπάρχει εις τον άνθρωπον η προς την τοιαύτην κοινωνίαν ενόρμησις, αφ’ έτερου δε
μεγίστων αγαθών αίτιος κατέστη ο πρώτος συστήσας ταύτην. διότι ο άνθρωπος, ως ακριβώς
είναι το υπεροχότερον των ζώων εάν τελειοποιηθεί, ούτω και εάν αποχωρισθεί
«νόμου» και «δίκης» αποβαίνει το χείριστον όλων. Τούτο δε διότι κατ’ εξοχήν
φοβερά είναι η έχουσα όπλα αδικία, ο δε άνθρωπος γεννάται έχων εκ φύσεως όπλα,
όπως μεταχειρισθεί ταύτα επί φρονήσει και αρετή, τα οποία όμως δύναται και διά
τα άκρως αντίθετα να χρησιμοποιήσει. Διό και ο άνευ αρετής άνθρωπος είναι το
ανοσιότατον και αγριότατον των όντων και ως προς τα αφροδίσια και την
λαιμαργίαν το χείριστον. Απ’ εναντίας, στοιχείον της πολιτείας είναι η
δικαιοσύνη⸱ διότι
τάξις της πολιτειακώς οργανωμένης κοινωνίας είναι η «δίκη»⸱ «δίκης» δε είναι η εν πάση περιπτώσει
διακρίβωσις του δικαίου. (μετάφραση Π. Λεκατσάς) φύσει:
Όπως θα δούμε στη 16η Διδακτική Ενότητα, τόσο η κοινωνικότητα του ανθρώπου όσο
και η σύσταση της πόλεως ανάγονται στη φύση, είναι φυσικά φαινόμενα. τελειοῦμαι (τέλος): Με τον όρο τέλος ο Αριστοτέλης
δηλώνει τον απώτερο σκοπό, τον λόγο, μιας σειράς ενεργειών ή την ολοκληρωμένη
μορφή προς την πραγμάτωση της οποίας τείνει ένα ον. Έτσι, το τέλος δεν είναι
αποτελείωμα αλλά τελείωση, ολοκλήρωση (βλ. και το εισαγωγικό σημείωμα της 16ης
Διδακτικής Ενότητας). Ο άνθρωπος τελειοῦται, όταν ολοκληρώσει τη σωματική και
πνευματική του ανάπτυξη και φτάσει στην πληρότητα των δυνατοτήτων του. Τότε
μόνο μπορεί να πετύχει την ευτυχία. Βλ. Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.4.5, 1185a1-4: «Αφού, πάλι,
η ευτυχία είναι τέλειο αγαθό και τελικός στόχος, δεν πρέπει να μας διαφεύγει
ότι και ο άνθρωπος που θα την έχει θα είναι τέλειος-ολοκληρωμένος (την ευτυχία
δεν θα την έχει ένα παιδί, ούτε υπάρχει παιδί ευτυχισμένο, αλλά θα την έχει ο
ενήλικος, για τον λόγο ότι αυτός είναι ολοκληρωμένος άνθρωπος)» (μετάφραση Β.
Μπετσάκος). Ασφαλώς και δεν αποστερεί ο Αριστοτέλης τη δυνατότητα της ευτυχίας
από το παιδί· δεν λέει πως δεν υπάρχουν παιδιά ευτυχισμένα! Αυτό που ο φιλόσοφος
αρνείται στην παιδική ηλικία είναι η ευτυχία στην ολοκληρωμένη της μορφή, η
ευτυχία ενός ενήλικου· αυτήν και μόνο αυτήν δεν μπορούν να έχουν τα παιδιά. φρόνησις: Εδώ σημαίνει τη διανοητική ικανότητα
του ανθρώπου στο σύνολό της. Ο όρος, δηλαδή, δεν έχει την ειδική σημασία της
πρακτικής σοφίας, της ικανότητας να παίρνει ο άνθρωπος τις σωστές αποφάσεις σε
καθημερινά συμβάντα της ζωής του. Με αυτή την ειδικότερη σημασία χρησιμοποιεί
συχνά ο Αριστοτέλης τον όρο φρόνησις στα Ἠθικὰ Νικομάχεια, όπως θα δούμε στη 12η
Διδακτική Ενότητα. φύεται ἀρετῇ: Η φράση δεν σημαίνει ότι η αρετή
είναι έμφυτη στον άνθρωπο, αλλά ότι ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα και τις
προϋποθέσεις να την αποκτήσει, ίσως και έχει μια έμφυτη τάση προς αυτήν. Ενδεικτικές Δραστηριότητες Α. Τι λέει το κείμενο; 1. Ποια
ορμή οδηγεί τον άνθρωπο να δημιουργήσει κοινωνίες; Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ό,τι οδηγεί
τον άνθρωπο στη δημιουργία κοινωνιών είναι η φυσική του τάση να συνυπάρχει και
να συμβιώνει με άλλους ανθρώπους. Πρόκειται, άρα, για μια έμφυτη ανάγκη και όχι
για μια έξωθεν επιβεβλημένη κοινωνική σύμβαση. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως ο
φιλόσοφος δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη επιμέρους κερδών και ωφελειών που ωθούν
τους ανθρώπους στην αμοιβαία συνεργασία και συνύπαρξη. Ο Αριστοτέλης, ωστόσο,
πιστεύει ότι η κοινωνία των ανθρώπων υφίσταται όχι μόνο λόγω της χρησιμότητάς
της· συχνά τονίζει ότι οι άνθρωποι «καὶὡς φίλοι κοινωνοῦσιν» και ότι «καὶ μηδὲν δεόμενοι τῆς παρ’ ἀλλήλων βοηθείας οὐκ ἔλαττον ὀρέγονται τοῦ συζῆν». Σε ένα χωρίο των Ηθικών Νικομαχείων
διαβάζουμε: «Θα ήταν πολύ παράξενο να λέμε ότι είναι ευτυχισμένος ο άνθρωπος
που ζει μόνος με τη μοναξιά του (μονώτης)· κανένας δεν θα ήθελε να ζει σε
απόλυτη μοναξιά, ακόμη κι αν είχε όλα τα καλά του κόσμου· γιατί ο άνθρωπος
είναι ένα ον προορισμένο από τη φύση να ζει σε πολιτική κοινωνία, μαζί με
άλλους (συζῆν
πεφυκός)». 2. Ποια
όπλα έχει από τη φύση του ο άνθρωπος και πώς μπορεί να τα χρησιμοποιήσει; Ο άνθρωπος έχει από τη φύση του
ορισμένα «όπλα» που τον καθιστούν το αρτιότερο από όλα τα ζώα. Η λογική του
ικανότητα, όπως και η ηθική του υπόσταση που του επιτρέπει να αναγνωρίζει το
δίκαιο από το άδικο, συνιστούν τα εφόδια εκείνα που διασφαλίζουν στον άνθρωπο
δυνατότητες εξαιρετικά θετικές ή εξαιρετικά επικίνδυνες. Ο άνθρωπος, άλλωστε,
έχει την επιλογή να χρησιμοποιήσει τα «όπλα» του είτε για επωφελείς σκοπούς
είτε -εντελώς αντίθετα- για να προκαλέσει μεγάλο κακό. Με την ίδια λογική
ικανότητα που επινοεί μέσα και μεθόδους για την επίλυση προβλημάτων μπορεί να
επινοήσει μέσα και μεθόδους για να προκαλέσει τον θάνατο ή για να αδικήσει τους
συνανθρώπους του. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα που ακολουθούν το ένστικτό
τους και πράττουν με απώτερο στόχο την επιβίωση ή την προστασία τους, ο
άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να επιδιώξει συνειδητά την πρόκληση κακού ή την
ικανοποίηση της απληστίας του, χωρίς να θέτει κανένα όριο στον εαυτό του. Στα
άλλα ζώα ο κορεσμός των επιθυμιών τους έρχεται γρήγορα και περιορίζει τη δράση
τους, στον άνθρωπο όμως δεν υπάρχει αντίστοιχο όριο, αν ο ίδιος δεν θελήσει να
σταματήσει τη ζημιογόνο δράση του. Είναι, επομένως, απολύτως αναγκαίο να
καλλιεργείται η ηθική αρετή, όπως και το αίσθημα της δικαιοσύνης, στους
ανθρώπους, ώστε να αξιοποιούν τις δυνατότητές τους με θετικό τρόπο και για
επωφελείς σκοπούς. 3.
Ποια θεωρεί ο Αριστοτέλης ύψιστη αξία μιας κοινωνίας; Ο Αριστοτέλης θεωρεί πως η δικαιοσύνη
είναι ύψιστη αξία μιας κοινωνίας, εφόσον μέσω αυτής ρυθμίζεται τόσο η ατομική
δράση όσο και η κοινωνική συνύπαρξη. Η επικράτηση της δικαιοσύνης απαλλάσσει
την κοινωνία από την αδικία και τις ανισότητες, καθώς οι πολίτες αποκτούν κοινή
αντίληψη περί δικαίου και αποφεύγουν κατ’ αυτό τον τρόπο τις πράξεις ή τις
πρακτικές που αδικούν τους συνανθρώπους τους. Εύλογα, λοιπόν, ο Αριστοτέλης
χαρακτηρίζει τη δικαιοσύνη πολιτική αξία, εφόσον είναι μέσω αυτής που
διασφαλίζεται η ισότιμη, ηθική και αντικειμενική αντιμετώπιση όλων των πολιτών
τόσο από τη μεριά της πολιτείας όσο και στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Το
αίσθημα της δικαιοσύνης, μάλιστα, όταν καλλιεργείται στα άτομα τους επιτρέπει
να αναγνωρίζουν εγκαίρως τις πιθανώς αρνητικές συνέπειες της συμπεριφοράς τους
και τα ωθεί στον αυτοπεριορισμό. Μέσω του αισθήματος της δικαιοσύνης, δηλαδή,
τα άτομα καθίστανται συνετά και μετρημένα, με απόλυτη αυτοσυγκράτηση απέναντι
στα πάθη τους και με την ικανότητα να κρίνουν ποιο είναι σε κάθε περίπτωση το
δίκαιο και το σωστό. Η διασφάλιση της δικαιοσύνης, βέβαια,
δεν προκύπτει αυτόματα ή μέσω της απλής προαίρεσης των πολιτών. Κάθε κοινωνία
ορίζει συγκεκριμένους νόμους και κανόνες, οι οποίοι σε συνδυασμό με το άγραφο
δίκαιο της κάθε επιμέρους κοινωνίας καθοδηγούν και εθίζουν τους πολίτες στην
κοινωνικώς αρμόζουσα και αποδεκτή συμπεριφορά. Ηθικά
Νικομάχεια, 5ο Βιβλίο «Βλέπουμε λοιπόν ότι όλοι οι άνθρωποι
λέγοντας «δικαιοσύνη» εννοούν εκείνη
την έξη που α) τους κάνει να έχουν την τάση και την ικανότητα να πράττουν ό,τι
είναι δίκαιο, β) χάρη στην οποία πράττουν το δίκαιο, και γ) χάρη στην οποία
θέλουν ό,τι είναι δίκαιο.» «Κατά την κοινή λοιπόν αντίληψη άδικος
είναι και ο άνθρωπος που παραβαίνει τον νόμο, αλλά και ο πλεονέκτης, που
περιφρονεί το ισομοίρασμα των αγαθών. Γίνεται έτσι φανερό ότι δίκαιος θα είναι
ο άνθρωπος που σέβεται τον νόμο και το ισομοίρασμα των αγαθών. Το δίκαιο,
επομένως, είναι η νομιμότητα και η ισότητα, [1129b] ενώ το άδικο είναι η
παράβαση του νόμου και η ανισότητα.» «Αυτού λοιπόν του είδους η δικαιοσύνη
είναι βέβαια τέλεια αρετή, όχι όμως με τρόπο γενικό και απόλυτο, αλλά με την
προσθήκη «εν σχέσει με τον άλλον». Αυτός είναι και ο λόγος που η δικαιοσύνη συχνά θεωρείται ως η πιο
μεγάλη αρετή, και «ούτε ο αποσπερίτης ούτε το άστρο της αυγής δεν είναι
τόσο λαμπερά και θαυμαστά»· μιλώντας επίσης παροιμιακά λέμε «η δικαιοσύνη
κλείνει μέσα της όλες μαζί τις αρετές». Η δικαιοσύνη είναι τέλεια —στον μέγιστο
βαθμό— αρετή, επειδή αποτελεί άσκηση/εφαρμογή της τέλειας αρετής· και είναι
τέλεια, γιατί ο άνθρωπος που έχει αυτήν την αρετή μπορεί να τη χρησιμοποιήσει
και στη σχέση του με άλλους ανθρώπους, όχι λοιπόν μόνο για τον εαυτό του.
Πολλοί, πράγματι, άνθρωποι, ενώ μπορούν να κάνουν χρήση της αρετής όταν
πρόκειται για πράγματα που έχουν σχέση με τους ίδιους, δεν μπορούν να κάνουν
χρήση της στη σχέση τους με τους άλλους. [1130a] Αυτός είναι ο λόγος που όλοι
οι άνθρωποι θεωρούν σωστή τη ρήση του Βίαντα, ότι «το αξίωμα θα δείξει τον
άνθρωπο»· γιατί ο άρχοντας έχει, βέβαια, να κάνει με τους άλλους και είναι
μέλος μιας κοινωνίας. Για τον ίδιο αυτό λόγο η δικαιοσύνη θεωρείται —μόνη αυτή
από όλες τις αρετές— «κάποιου άλλου αγαθό», επειδή έχει να κάνει με τον άλλον·
γιατί κάνει ό,τι είναι ωφέλιμο σε κάποιον άλλον, άρχοντα ή συμπολίτη. Ο
χείριστος επομένως άνθρωπος είναι αυτός που ασκεί την κακία του σε βάρος του
εαυτού του και των φίλων του, ενώ ο καλύτερος άνθρωπος είναι αυτός που ασκεί
την αρετή του όχι προς όφελος του εαυτού του αλλά προς όφελος του άλλου· γιατί
αυτό είναι ένα δύσκολο έργο. Η με αυτό λοιπόν το νόημα δικαιοσύνη
δεν είναι ένα μέρος της αρετής, αλλά ολόκληρη η αρετή. Και πάλι: το αντίθετό
της, η αδικία, δεν είναι ένα μέρος της κακίας, αλλά ολόκληρη η κακία.» Μετάφραση: Δ. Λυπουρλής Β. Ας εμβαθύνουμε στο νόημα του
κειμένου 1. Ποια
λογική σχέση συνδέει τις έννοιες φύσις και τέλος, όπως χρησιμοποιούνται εδώ από
τον φιλόσοφο; Η φύση είναι εκείνη που ωθεί τα άτομα
στη συγκρότηση κοινωνιών, διότι οι άνθρωποι έχουν έμφυτη την ανάγκη της
συμβίωσης και της συνύπαρξης. Η φυσική αυτή κοινωνικότητα του ατόμου είναι,
συνάμα, άρρηκτα συνδεδεμένη με το «τέλος», την ολοκλήρωση, δηλαδή, των
ανθρώπων, εφόσον μόνο στο πλαίσιο μιας οργανωμένης κοινωνίας ο άνθρωπος μπορεί
να πετύχει την ηθική και πνευματική του ανάπτυξη και να φτάσει στην πληρότητα
των δυνατοτήτων του. Προκειμένου, άλλωστε, να καταστεί το άτομο ενάρετο, να
αποκτήσει τη ζητούμενη φρόνηση και να καλλιεργήσει μέσα του το αίσθημα της
δικαιοσύνης χρειάζεται τη συνύπαρξη με τους άλλους ανθρώπους. Οι ενάρετες
επιλογές, οι μετρημένες αποφάσεις, η αυτοσυγκράτηση και οι δίκαιες πράξεις
μπορούν να πραγματωθούν μόνο σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Η επίτευξη, για
παράδειγμα, της δικαιοσύνης δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την αλληλεπίδραση με
τους άλλους ανθρώπους, αφού μόνο τότε μπορεί να δοκιμαστεί το ήθος του ατόμου
και να διαφανεί η δυνατότητά του να πράττει με τρόπο δίκαιο και να θέτει όρια
στο εγωκεντρισμό του. Ο Αριστοτέλης δηλώνει με τον όρο τέλος
τον λόγο μιας σειράς ενεργειών ή την ολοκληρωμένη μορφή προς την πραγμάτωση της
οποίας τείνει ένα ον. Έτσι, το τέλος λειτουργεί ως πρωθύστερο αίτιο και αρχή·
δεν είναι αποτελείωμα αλλά τελείωση, η ορθή ολοκλήρωση μιας συγκεκριμένης
διαδικασίας. Γι’ αυτό και το πραγματικό τέλος ενός όντος είναι να κατακτήσει το
κορυφαίο για το ίδιο αγαθό και να ολοκληρώσει τη φύση του. Το πραγματικό τέλος
για τον άνθρωπο -η επίτευξη της πληρότητας των δυνατοτήτων του- συνιστά μια
διαδικασία, η οποία επιτελείται στο πλαίσιο της κοινωνίας, εφόσον ο άνθρωπος
είναι από τη φύση του φτιαγμένος για να ζει σε οργανωμένες κοινωνίας. 2. Να
συγκρίνετε την άποψη του Αριστοτέλη για τον άνθρωπο ως ζῷον πολιτικόν με εκείνα που υποστηρίζει
ο Πρωταγόρας στην 6η Διδακτική Ενότητα. Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα η ανάγκη που
ωθεί τους ανθρώπους στη συγκρότηση κοινωνιών είναι εκείνη της επιβίωσης, καθώς
οι άνθρωποι ως μονάδες δεν έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους
της φύσης (άγρια ζώα, καιρικές συνθήκες κ.ά.). Η συνεργασία και η συνύπαρξη
πολλών ανθρώπων μαζί τους επιτρέπει να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τους
φυσικούς κινδύνους και ενισχύει την αποτελεσματικότητα της ανθρώπινης δράσης. Προκύπτει,
έτσι, από την προσέγγιση του Πρωταγόρα πως η συνύπαρξη των ανθρώπων συνιστά απότοκο
της ανάγκης για επιβίωση και μόνο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η έννοια της
κοινωνικότητας. Ο Αριστοτέλης, από την άλλη, αντικρίζει διαφορετικά το ίδιο
ζήτημα, καθώς προτάσσει την κοινωνικότητα του ατόμου, καθιστώντας τη μάλιστα
όχι μόνο αναγκαίο, αλλά και επαρκές αίτιο για τη συγκρότηση κοινωνιών. Οι
άνθρωποι έχουν έμφυτη την ανάγκη της κοινωνικότητας, γι’ αυτό και θα
αναζητούσαν τη συνύπαρξη με τους άλλους ανθρώπους ακόμη κι αν δεν είχαν να
αποκομίσουν κάποιο όφελος από τη συναναστροφή μαζί τους. Ο Αριστοτέλης, βέβαια,
σαφώς αναγνωρίζει πως υπάρχουν σημαντικά οφέλη από τη συνεργασία των ανθρώπων,
δεν τα θεωρεί ωστόσο ως γενεσιουργά αίτια της κοινωνικής συνύπαρξης, όπως ο
Πρωταγόρας. Γ. Για τη γλώσσα του κειμένου 1. Με
τη βοήθεια του λεξικού να αναζητήσετε τη σημασία των λέξεων δίκη, φρόνησις, ἀρετή, τέλος. Ποια
σημασία έχουν στο κείμενο οι λέξεις αυτές; Διαφέρει η σημασία ορισμένων από αυτές στη νέα ελληνική; δίκη: Ν.Ε. 1. η εκδίκαση υποθέσεως ενώπιον δικαστηρίου. 2. η διαδικασία για
την παροχή της ζητούμενης δικαστικής προστασίας. δίκη: Α.Ε. Η σε κάθε περίπτωση διακρίβωση του δικαίου. φρόνησις: Ν.Ε. σκέψη και συμπεριφορά που
χαρακτηρίζεται από σύνεση και σωφροσύνη. φρόνησις: Εδώ
σημαίνει τη διανοητική ικανότητα του ανθρώπου στο σύνολό της. Ο όρος,
δηλαδή, δεν έχει την ειδική σημασία της πρακτικής σοφίας, της ικανότητας να
παίρνει ο άνθρωπος τις σωστές αποφάσεις σε καθημερινά συμβάντα της ζωής του. ἀρετή: Ν.Ε. 1. η ηθική ανωτερότητα, η υπεροχή. 2. το προτέρημα κάποιου, κάθε στοιχείο της προσωπικότητας που
αναγνωρίζεται κοινωνικώς ή ηθικώς ως υψηλό και σπουδαίο, ως ψυχικό και
πνευματικό «κόσμημα». φύεται
ἀρετῇ:
Η φράση δεν σημαίνει ότι η αρετή είναι έμφυτη στον άνθρωπο, αλλά ότι ο άνθρωπος
έχει τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις να την αποκτήσει, ίσως και έχει μια
έμφυτη τάση προς αυτήν. τέλος: Ν.Ε. 1. η ολοκλήρωση ενός πράγματος, η συμπλήρωση ή εξάντληση των ορίων
του. 2. το σημείο στο οποίο
τελειώνει κάτι. 3. η διακοπή ή
παύση. 4. η κατάληξη μιας
διαδικασίας, ό,τι προκύπτει από αυτήν, το αποτέλεσμά της. 5. ο θάνατος. 6.
καθορισμένος ή αναπροσαρμοζόμενος φόρος, δασμός. τελειοῦμαι (τέλος): Με τον όρο τέλος ο Αριστοτέλης
δηλώνει τον απώτερο σκοπό, τον λόγο, μιας σειράς ενεργειών ή την ολοκληρωμένη
μορφή προς την πραγμάτωση της οποίας τείνει ένα ον. Έτσι, το τέλος δεν είναι αποτελείωμα αλλά τελείωση, ολοκλήρωση. 2. Στο
απόσπασμα χρησιμοποιούνται οι λέξεις δίκη και δικαιοσύνη. Με τη βοήθεια του λεξικού να σχολιάσετε αν
παρουσιάζουν διαφορές ως προς τη σημασία. Βλ. και 6η Διδακτική Ενότητα (σχόλια
στο Κείμενο Αναφοράς). δίκη: α)
το ορθό, το δίκαιο, η συνήθεια που πηγάζει από την ορθή χρήση των πραγμάτων, το
έθιμο· β) η καλή συνήθεια, η τάξη, η
αρμονία, το δίκαιο· γ) η κρίση, η
γνώμη, η απόφαση· δ) κάθε ενέργεια
που αποσκοπεί στη διατήρηση και απονομή του νόμου· ε) η δικαστική διαδικασία, η εκδίκαση μιας υπόθεσης· στ) η δικαστική απόφαση, η τιμωρία, το
πρόστιμο. δικαιοσύνη: 1.
η τήρηση και η εφαρμογή των νόμων με τρόπο αντικειμενικό, αμερόληπτο. 2. το νομικό σύστημα με το οποίο ένα
κράτος εφαρμόζει το Δίκαιο και οι συνακόλουθοι θεσμοί και λειτουργεί. 3. η κοινή αντίληψη περί δικαίου, αυτό
που οι πολλοί θεωρούν δίκαιο, σωστό να γίνεται. Ειδικότερα, η απόδοση στον
καθένα αυτού που του αξίζει, η αντιμετώπισή του με σωστό και δίκαιο τρόπο. 3. Με
ποια εκφραστικά μέσα τονίζει ο φιλόσοφος την ανάγκη για ένταξη του ανθρώπου
μέσα σε μια κοινωνία; Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η ένταξη του
ανθρώπου σε μια κοινωνία αποτελεί κάτι το ιδιαιτέρως αναγκαίο, γι’ αυτό και
φροντίζει με την αξιοποίηση κατάλληλων εκφραστικών μέσων να αποδώσει με έμφαση
την αξία του ζητουμένου αυτού. - ὁ δὲ πρῶτος συστήσας μεγίστων ἀγαθῶν αἴτιος. Με τη χρήση υπερθετικού βαθμού
(μεγίστων) τονίζει τα οφέλη που έχουν προκύψει από τη συγκρότηση κοινωνιών. - Ὥσπερ γὰρ καὶ τελεωθεὶς βέλτιστον τῶν ζῴων ἄνθρωπός ἐστιν, οὕτω καὶ χωρισθεὶς νόμου καὶ δίκης χείριστον πάντων. Με την αξιοποίηση μιας αναλογίας μεταξύ
ενός κρίσιμης σημασίας αντιθετικού ζεύγους, το οποίο τονίζεται με υπερθετικούς
βαθμούς (βέλτιστον – χείριστον) ο Αριστοτέλης επισημαίνει πως ο άνθρωπος μπορεί
να γίνει είτε το τελειότερο είτε το χειρότερο από τα ζώα, ανάλογα με το αν θα
επιλέξει τον ηθικό βίο της κοινωνικής ζωής ή την αδικία ενός άπληστου και
εγωκεντρικού όντος. - Χαλεπωτάτη γὰρ ἀδικία ἔχουσα ὅπλα· Με την προσωποποίηση της αδικίας ο
φιλόσοφος επιτυγχάνει να αναδείξει την εξαιρετικά ζημιογόνο δράση του ατόμου,
αν αυτό απομακρυνθεί από τον ηθικό βίου. - Διὸἀνοσιώτατον καὶἀγριώτατον ἄνευ ἀρετῆς, καὶ πρὸς ἀφροδίσια καὶἐδωδὴν χείριστον. Με τη συνεχή χρήση υπερθετικών βαθμών
γίνεται αντιληπτό πως ο ανήθικος άνθρωπος καθίσταται επίφοβος, ανεξέλεγκτος και
επικίνδυνος. - Ἡ δὲ δικαιοσύνη πολιτικόν· ἡ γὰρ δίκη πολιτικῆς κοινωνίας τάξις ἐστίν, ἡ δὲ δικαιοσύνη τοῦ δικαίου κρίσις. Με τη χρήση τριών αλλεπάλληλων ορισμών
ο Αριστοτέλης αναδεικνύει τη σχέση μεταξύ δικαίου και δικαιοσύνης, στο πλαίσιο
μιας κοινωνίας προκειμένου να τονιστούν οι αρχές εκείνες που διασφαλίζουν την
άρτια λειτουργία μιας οργανωμένης κοινωνίας. 4. Ποιες
λέξεις του κειμένου προσδιορίζει η πρόταση οἷς ἐπὶ τἀναντία ἔστι χρῆσθαι μάλιστα; Τι είδους πρόταση είναι; Η πρόταση «οἷς ἐπὶ τἀναντία ἔστι χρῆσθαι μάλιστα» προσδιορίζει τις δοτικές «φρονήσει καὶἀρετῇ». Είναι μια δευτερεύουσα αναφορική
προσδιοριστική πρόταση. Παράλληλα Κείμενα 1.
ΝΙΚΟΛΟ ΜΑΚΙΑΒΕΛΙ Ο Ηγεμόνας, 15 Ο Ιταλός συγγραφέας και πολιτικός Niccolò
Machiavelli (1469-1527), σε ένα από τα πιο διάσημα έργα της παγκόσμιας
γραμματείας, τον Ηγεμόνα (γραμμένο το 1513), δίνει συμβουλές στον επίδοξο
πολιτικό ηγέτη. Σε μια τέτοια ρεαλιστική πολιτική τέχνη δεν έχουν θέση όσα
έγραψαν, αρχαίοι και μεσαιωνικοί συγγραφείς, για ιδανικές πολιτείες και για τον
καθορισμό της πολιτικής από την ηθική. Μένει τώρα να δούμε ποιοι πρέπει να
είναι οι τρόποι και η συμπεριφορά ενός ηγεμόνα προς τους υπηκόους του και τους
φίλους του. Και επειδή ξέρω ότι πολλοί έχουν γράψει γι’ αυτό το θέμα, φοβούμαι μήπως,
γράφοντας κι εγώ, θεωρηθώ φαντασμένος, μια και, ιδιαίτερα κατά την εξέταση του
εν λόγω ζητήματος, απομακρύνομαι από τις αρχές των άλλων. Καθώς πρόθεσή μου
είναι να γράψω κάτι χρήσιμο γι’ αυτόν που καταλαβαίνει, μου φάνηκε ορθότερο να
φτάσω μέχρι την πραγματική αλήθεια του πράγματος παρά να μείνω στη φανταστική.
Πολλοί έπλασαν με τη φαντασία τους δημοκρατίες και ηγεμονίες, που ποτέ κανείς
δεν τις είδε ούτε έμαθε πως υπάρχουνε στ’ αλήθεια. Γιατί η απόσταση που υπάρχει
ανάμεσα στο πώς ζούμε και στο πώς θα έπρεπε να ζούμε είναι τόσο μεγάλη, ώστε
όποιος αφήνει αυτό που γίνεται για εκείνο που θα έπρεπε να γίνεται, προετοιμάζει
την καταστροφή του μάλλον παρά τη σωτηρία του: γιατί ένας άνθρωπος που θέλει να
φανεί σ’ όλα καλός, εύλογο είναι να καταστρέφεται ανάμεσα σε τόσους που δεν
είναι καλοί. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο σ’ έναν ηγεμόνα, εφόσον επιθυμεί να κρατηθεί
στην εξουσία, να μάθει να μπορεί να μην είναι καλός και να χρησιμοποιεί ή όχι
τη γνώση αυτή ανάλογα με την ανάγκη. (μετάφραση Ζ. Ζωγραφίδου) 2.
ΤΟΜΑΣ ΧΟΜΠΣ Περί του πολίτη, 1.2 Ο Χομπς στο έργο του Περί του πολίτη ή
Φιλοσοφικά στοιχεία για την κυβέρνηση και την πολιτική κοινωνία (1651) εκθέτει
την πολιτική του σκέψη, προσπαθώντας να θεμελιώσει θεωρητικά το νεότερο αστικό
κράτος και τη νομιμότητα της κρατικής εξουσίας πάνω σε μια νέα σύλληψη του
δικαίου. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή αντίληψη, περιγράφει συχνά τον άνθρωπο
σαν ένα εγωιστικό πλάσμα που χαρακτηρίζεται από έλλειψη κοινωνικότητας,
συμπόνοιας και αλτρουιστικής διάθεσης. Το μεγαλύτερο μέρος εκείνων που έχουν συγγράψει
οτιδήποτε σχετικά με τις πολιτικές κοινότητες είτε υποθέτουν ότι πιστεύουμε
είτε απαιτούν από εμάς να πιστέψουμε είτε μας παρακαλούν να πιστέψουμε ότι ο
άνθρωπος είναι ένα πλάσμα εκ φύσεως κατάλληλο για την κοινωνία. οι Έλληνες τον
ονομάζουν ζῷον πολιτικόν,
και πάνω σε αυτή τη βάση κατασκευάζουν τη θεωρία τους για την πολιτική
κοινωνία, λες και για τη διατήρηση της ειρήνης και τη διακυβέρνηση της
ανθρωπότητας δεν απαιτείτο τίποτε άλλο, παρά μόνο να συμφωνήσουν οι άνθρωποι να
συνάψουν από κοινού ορισμένες συμφωνίες και να θέσουν όρους, τους οποίους στη
συνέχεια θα πρέπει οι ίδιοι να αποκαλούν νόμους. Το συγκεκριμένο αξίωμα, αν και
έγινε αποδεκτό από τους περισσότερους, εντούτοις είναι εσφαλμένο. πρόκειται για
ένα σφάλμα που δημιουργείται από την επιπόλαιη μελέτη της ανθρώπινης φύσης.
Γιατί όσοι εξετάσουν με πιο ενδελεχή τρόπο τις αιτίες για τις οποίες οι άνθρωποι
συναθροίζονται και απολαμβάνουν τη μεταξύ τους συναναστροφή, θα διαπιστώσουν εύκολα
ότι αυτό δεν συμβαίνει επειδή δεν θα μπορούσε εκ φύσεως να συμβεί διαφορετικά,
αλλά από σύμπτωση· γιατί αν ένας άνθρωπος εκ φύσεως αγαπούσε κάποιον άνθρωπο ως
άνθρωπο, δεν θα μπορούσε να απαντηθεί το γιατί κάθε άνθρωπος να μην αγαπά
εξίσου κάθε άνθρωπο, σαν ίσο άνθρωπο, ή γιατί να συναναστρέφεται περισσότερο εκείνους
των οποίων η συντροφιά τού εξασφαλίζει τιμή ή όφελος. Επομένως, δεν αναζητούμε
εκ φύσεως την καθαυτό συντροφιά, αλλά την αναζητούμε επειδή μπορεί να
αποκομίσουμε κάποια τιμή ή όφελος από αυτή. (μετάφραση Η. Βαβούρας & Ε. Φιριπή) 3.
ΤΖΟΝ ΛΟΚ Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως, VIII 95 Ο Άγγλος φιλόσοφος John Locke
(1632-1704), πατέρας του πολιτικού φιλελευθερισμού, εισηγήθηκε μία θεωρία κοινωνικού
συμβολαίου. Στη Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως: Δοκίμιο με θέμα την
αληθινή αρχή, την έκταση και τον σκοπό της πολιτικής εξουσίας (1689) εκτιμά
ότι, παρόλο που η ανθρώπινη φύση είναι έλλογη και ανεκτική, ο φυσικός νόμος δεν
επαρκεί για την προστασία της περιουσίας και της ελευθερίας των ατόμων και έτσι
προκύπτει η ανάγκη για τη συγκρότηση της πολιτικής κοινωνίας. Εισερχόμενο σε
αυτήν, το άτομο αποδέχεται να συμμορφωθεί προς τους κανόνες και τις αποφάσεις
της πλειοψηφίας, η οποία πρέπει να κυριαρχεί, για πρακτικούς λόγους. Επειδή οι άνθρωποι είναι, όπως ελέχθη,
εκ φύσεως ελεύθεροι, ίσοι και ανεξάρτητοι, κανένας δεν μπορεί να τεθεί έξω από
αυτή την κατάσταση και να υπαχθεί στην πολιτική εξουσία κάποιου άλλου, χωρίς τη
συγκατάθεσή του. Ο μόνος τρόπος, με τον οποίο οιοσδήποτε απεκδύεται της φυσικής
του ελευθερίας και αναδέχεται τα δεσμά της πολιτικής κοινωνίας είναι η σύναψη
συμφωνίας με άλλους ανθρώπους για να συνενωθούν και να συμπήξουν μία κοινότητα,
ούτως ώστε να κατορθώσουν να ζουν με άνεση, ασφάλεια και ειρήνη αναμεταξύ τους,
έχοντας εξασφαλίσει την απόλαυση των ιδιοκτησιών τους και μεγαλύτερη ασφάλεια
έναντι όσων δεν μετέχουν στην κοινότητά τους. Αυτό μπορεί να το πράξει
οποιοσδήποτε αριθμός προσώπων, διότι δεν πλήττει την ελευθερία των υπολοίπων.
αυτοί παραμένουν, όπως και προηγουμένως, στην ελευθερία της φυσικής
καταστάσεως. Όταν άνθρωποι ανεξαρτήτως αριθμού έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους
στη δημιουργία μιας κοινότητας ή κυβερνήσεως, συσσωματώνονται έτσι αμέσως και δημιουργούν
ένα πολιτικό σώμα, στο οποίο η πλειοψηφία έχει το δικαίωμα να δρα και να
καθορίζει τα υπόλοιπα ζητήματα. (μετάφραση Π. Kιτρομηλίδης) Ενδεικτική Δραστηριότητα Τα
παραπάνω κείμενα ασκούν κριτική στη θεωρία του Αριστοτέλη ότι ο άνθρωπος είναι
από τη φύση του πολιτικό ον. Αφού τα μελετήσετε προσεκτικά, να
παρουσιάσετε συνοπτικά τις παραπάνω απόψεις και να διατυπώσετε τη γνώμη σας σχετικά
με την κριτική αυτή. Ο Μακιαβέλι αμφισβητεί τη θεωρία του
Αριστοτέλη μέσα από την αμφισβήτηση της ύπαρξης μιας ιδεατής δημοκρατίας ή
ηγεμονίας. Αν ίσχυε η άποψη του Αριστοτέλη σχετικά με την έμφυτη τάση του
ατόμου να συνυπάρχει με άλλους ανθρώπους, τότε θα ήταν εφικτή η άρτια
λειτουργία των κοινωνιών. Κατά τον Μακιαβέλι, ωστόσο, τίποτε το ιδεατό δεν
υπάρχει στις συγκαιρινές του κοινωνίες. Ως εκ τούτου, εκείνος προτείνει την
έννοια της επιβολής του ηγεμόνα στους υπηκόους και στους υποστηρικτές του με
την επίδειξη της δυνατότητάς του να φέρεται, κατά βούληση, με κακό τρόπο. Σε
μια πραγματική ηγεμονία η καλοσύνη του ηγέτη είναι μια ουτοπική πολυτέλεια,
εφόσον θα τον οδηγούσε κατ’ ανάγκη στην απώλεια της εξουσίας. Οφείλει, άρα, ο
ηγέτης που θέλει να διατηρήσει την εξουσία του να απομακρύνεται από την έννοια
του καλού και να επιδεικνύει σκληρή συμπεριφορά. Η άποψη αυτή του Μακιαβέλι είναι αμιγώς
κυνική, καθώς αρνείται στους ανθρώπους την ικανότητα να αναγνωρίσουν την αξία
μιας αποτελεσματικής διοίκησης και, κατ’ επέκταση, να συμμορφωθούν με τις
επιταγές της. Μια δημοκρατία, ωστόσο, δεν μπορεί να λειτουργήσει ορθά αν οι
έχοντες την εξουσία είναι ανήθικοι και «κακοί». Οι πολίτες, άλλωστε, δεν
πρόκειται να τους εμπιστευτούν εκ νέου την εξουσία, αφού θα έχουν διαπιστώσει
την κακή ποιότητα του ήθους τους. Ο Χομπς αμφισβητεί με πιο άμεσο τρόπο τη
θεωρία του Αριστοτέλη ισχυριζόμενος πως είναι λανθασμένη και πως έχει προκύψει
από «επιπόλαιη» μελέτη της ανθρώπινης φύσης. Ο Χομπς θεωρεί πως οι άνθρωποι δεν
συγκεντρώνονται μεταξύ τους επειδή εκ φύσεως αποζητούν την κοινωνικότητα, αλλά από
σύμπτωση. Προκειμένου, μάλιστα, να αποδείξει πως η θεωρία του Αριστοτέλη είναι
λανθασμένη επικαλείται το γεγονός πως οι άνθρωποι δεν αγαπούν και δεν εκτιμούν
εξίσου όλους τους συνανθρώπους τους -όπως θα συνέβαινε αν ήταν εκ φύσεως
κοινωνικά όντα-, αλλά επιλεκτικά εκείνους μόνο από τους οποίους μπορούν να
αποκομίσουν κάποιο όφελος ή τιμή. Ο Χομπς αξιοποιεί μια συνήθη
διαπίστωση, την τάση των ανθρώπων να επιδιώκουν οφέλη μέσα από τον κύκλο
γνωριμιών τους, για να αμφισβητήσει συνολικά τη θεωρία του Αριστοτέλη. Ο
Αριστοτέλης, ωστόσο, δεν αρνήθηκε το γεγονός πως οι άνθρωποι ενδέχεται να
αποκομίζουν οφέλη από τη μεταξύ τους συναναστροφή και συνεργασία. Αντίκρισε, όμως,
καθαρότερα τους ανθρώπους, εφόσον αντιλήφθηκε πως ακόμη κι αν δεν υπάρχει κάποιο
απτό όφελος εκείνοι συνεχίζουν να επιζητούν τη συναναστροφή και τη συνύπαρξη με
άλλους ακολουθώντας τη φυσική τους επιθυμία για κοινωνικότητα. Ο Λοκ εξετάζοντας τη συγκρότηση
κοινωνιών εκλαμβάνει ως βασικά κίνητρα την επίτευξη μιας ασφαλέστερης διαβίωσης
για τα μέλη τους, την προστασία των περιουσιών τους και τη συνολικά πιο άνετη
ζωή. Θεωρεί, δηλαδή, πως πίσω από τη συγκρότηση κοινωνιών βρίσκονται είτε ο
φόβος της ανασφάλειας είτε η επιδίωξη του συμφέροντος, μιας και κάθε άνθρωπος
που μετέχει σε αυτές πληρώνει το τίμημα του να θυσιάσει την ελευθερία και την
ανεξαρτησία του. Πρόκειται, βέβαια, για μια θέαση της πραγματικότητας εν μέρει
σωστής, εφόσον πράγματι οι άνθρωποι συνεργάζονται μεταξύ τους προκειμένου να
αντιμετωπίζουν από κοινού τις επιμέρους δυσκολίες. Η άποψη αυτή, ωστόσο, δεν
αναιρεί την έμφυτη κοινωνικότητα των ανθρώπων, χωρίς την οποία η συγκρότηση
κοινωνιών θα ήταν εξαιρετικά δυσχερής αν όχι ανέφικτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου