Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀνύω & ἀνύτω»

Carol Leigh 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νύω & νύτω»
 
νύτω = φέρω εις πέρας, τελειώνω
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νύτω, νύτεις, νύτει, νύτομεν, νύτετε, νύτουσι(ν)
Υποτακτική
νύτω, νύτς, νύτ, νύτωμεν, νύτητε, νύτωσι(ν)
Ευκτική
νύτοιμι, νύτοις, νύτοι, νύτοιμεν, νύτοιτε, νύτοιεν
Προστακτική
---, νυτε, νυτέτω, ---, νύτετε, νυτόντων (ή νυτέτωσαν)
Απαρέμφατο
νύτειν
Μετοχή
νύτων, νύτουσα, νύτον
 
Παρατατικός
Οριστική
νυτον, νυτες, νυτε, νύτομεν, νύτετε, νυτον
& νυον, νυες, νυε, νύομεν, νύετε, νυον
 
Μέλλοντας
Οριστική
νύσω, νύσεις, νύσει, νύσομεν, νύσετε, νύσουσι(ν)
Ευκτική
νύσοιμι, νύσοις, νύσοι, νύσοιμεν, νύσοιτε, νύσοιεν
Απαρέμφατο
νύσειν
Μετοχή
νύσων, νύσουσα, νύσον
 
Αόριστος
Οριστική
νυσα, νυσας, νυσε(ν), νύσαμεν, νύσατε, νυσαν
Υποτακτική
νύσω, νύσς, νύσ, νύσωμεν, νύσητε, νύσωσι(ν)
Ευκτική
νύσαιμι, νύσαις ή νύσειας, νύσαι ή νύσειε(ν), νύσαιμεν, νύσαιτε, νύσαιεν ή νύσειαν
Προστακτική
---, νυσον, νυσάτω, ---, νύσατε, νυσάντων (ή νυσάτωσαν)
Απαρέμφατο
νύσαι
Μετοχή
νύσας, νύσασα, νύσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
νυκα, νυκας, νυκε, νύκαμεν, νύκατε, νύκασι(ν)
 
Υποτακτική
νυκώς- νυκυα- νυκός
νυκώς- νυκυα- νυκός ς
νυκώς- νυκυα- νυκός
νυκότες- νυκυαι- νυκότα μεν
νυκότες- νυκυαι- νυκότα τε
νυκότες- νυκυαι- νυκότα σι
 
Ευκτική
νυκώς- νυκυα- νυκός εην
νυκώς- νυκυα- νυκός εης
νυκώς- νυκυα- νυκός εη
νυκότες- νυκυαι- νυκότα εημεν (εμεν)
νυκότες- νυκυαι- νυκότα εητε (ετε)
νυκότες- νυκυαι- νυκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
νυκώς- νυκυα- νυκός σθι
νυκώς- νυκυα- νυκός στω
---
νυκότες- νυκυαι- νυκότα στε
νυκότες- νυκυαι- νυκότα στων
 
Απαρέμφατο
νυκέναι
Μετοχή
νυκώς- νυκυα- νυκός
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νύτομαι, νύτ ή νύτει, νύτεται, νυτόμεθα, νύτεσθε, νύτονται
Υποτακτική
νύτωμαι, νύτ, νύτηται, νυτώμεθα, νύτησθε, νύτωνται
Ευκτική
νυτοίμην, νύτοιο, νύτοιτο, νυτοίμεθα, νύτοισθε, νύτοιντο
Προστακτική
---, νύτου, νυτέσθω, ---, νύτεσθε, νυτέσθων ή νυτέσθωσαν
Απαρέμφατο
νύτεσθαι
Μετοχή
νυτόμενος
νυτομένη
νυτόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
νυσάμην, νύσω, νύσατο, νυσάμεθα, νύσασθε, νύσαντο
Υποτακτική
νύωμαι, νύσ, νύσηται, νυσώμεθα, νύσησθε, νύσωνται
Ευκτική
νυσαίμην, νύσαιο, νύσαιτο, νυσαίμεθα, νύσαισθε, νύσαιντο
Προστακτική
---, νυσαι, νυσάσθω, ---, νύσασθε, νυσάσθων ή νυσάσθωσαν
Απαρέμφατο
νύσασθαι
Μετοχή
νυσάμενος
νυσαμένη
νυσάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
νύσθην, νύσθης, νύσθη, νύσθημεν, νύσθητε, νύσθησαν
Υποτακτική
νυσθ, νυσθς, νυσθ, νυσθμεν, νυσθτε, νυσθσι(ν)
Ευκτική
νυσθείην, νυσθείης, νυσθείη, νυσθείημεν ή νυσθεμεν, νυσθείητε ή νυσθετε, νυσθείησαν ή νυσθεεν
Προστακτική
---, νύσθητι, νυσθήτω, ---, νύσθητε, νυσθέντων ή νυσθήτωσαν
Απαρέμφατο
νυσθναι
Μετοχή
νυσθείς
νυσθεσα
νυσθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
νυσμαι, νυσαι, νυσται, νύσμεθα, νυσθε, νυσμένοι εσί
 
Υποτακτική
νυσμένος- νυσμένη- νυσμένον
νυσμένος- νυσμένη- νυσμένον ς
νυσμένος- νυσμένη- νυσμένον
νυσμένοι- νυσμέναι- νυσμένα μεν
νυσμένοι- νυσμέναι- νυσμένα τε
νυσμένοι- νυσμέναι- νυσμένα σι
 
Ευκτική
νυσμένος- νυσμένη- νυσμένον εην
νυσμένος- νυσμένη- νυσμένον εης
νυσμένος- νυσμένη- νυσμένον εη
νυσμένοι- νυσμέναι- νυσμένα εημεν (εμεν)
νυσμένοι- νυσμέναι- νυσμένα εητε (ετε)
νυσμένοι- νυσμέναι- νυσμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, νυσο, νύσθω, --- νυσθε, νύσθων ή νύσθωσαν
 
Απαρέμφατο
νύσθαι
Μετοχή
νυσμένος,
νυσμένη,
νυσμένον
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου