Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μείγνυμι & μειγνύω»

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μείγνυμι & μειγνύω»
 
μείγνυμι = σμίγω
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μείγνυμι, μείγνυς, μείγνυσι, μείγννυμεν, μείγννυτε, μειγννύασι(ν)
& μειγνύω, μειγνύεις, μειγνύει, μειγνύομεν, μειγννύετε, μειγνύουσι(ν)
Υποτακτική
μειγνύω, μειγνύς, μειγνύ, μειγνύωμεν, μειγνύητε, μειγνύωσι(ν)
Ευκτική
μειγνύοιμι, μειγνύοις, μειγνύοι, μειγνύοιμεν, μειγνύοιτε, μειγνύοιεν
Προστακτική
---, μείγνυ, μειγνύτω, ---, μείγνυτε, μειγνύντων (ή μειγνύτωσαν)
Απαρέμφατο
μειγνύναι
Μετοχή
μειγνύς, μειγνσα, μειγνύν
 
Παρατατικός
Οριστική
μείγνυν, μείγνυς, μείγνυ, μείγνυμεν, μείγνυτε, μείγνυσαν
 
Μέλλοντας
Οριστική
μείξω, μείξεις, μείξει, μείξομεν, μείξετε, μείξουσι(ν)
Ευκτική
μείξοιμι, μείξοις, μείξοι, μείξοιμεν, μείξοιτε, μείξοιεν
Απαρέμφατο
μείξειν
Μετοχή
μείξων, μείξουσα, μεξον
 
Αόριστος
Οριστική
μειξα, μειξας, μειξε(ν), μείξαμεν, μείξατε, μειξαν
Υποτακτική
μείξω, μείξς, μείξ, μείξωμεν, μείξητε, μείξωσι(ν)
Ευκτική
μείξαιμι, μείξαις ή μείξειας, μείξαι ή μείξειε(ν), μείξαιμεν, μείξαιτε, μείξαιεν ή μείξειαν
Προστακτική
---, μεξον, μειξάτω, ---, μείξατε, μειξάντων (ή μειξάτωσαν)
Απαρέμφατο
μεξαι
Μετοχή
μείξας, μείξασα, μεξαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μείγνυμαι, μείγνυσαι, μείγνυται, μειγνύμεθα, μείγνυσθε, μείγνυνται
Υποτακτική
μειγνύωμαι, μειγνύ, μειγνύηται, μειγνυώμεθα, μειγνύησθε, μειγνύωνται
Ευκτική
μειγνυοίμην, μειγνύοιο, μειγνύοιτο, μειγνυοίμεθα, μειγνύοισθε, μειγνύοιντο
Προστακτική
---, μείγνυσο, μειγνύσθω, ---, μείγνυσθε, μειγνύσθων ή μειγνύσθωσαν
Απαρέμφατο
μείγνυσθαι
Μετοχή
μειγνύμενος
μειγνυμένη
μειγνύμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
μειγνύμην, μείγνυσο, μείγνυτο, μειγνύμεθα, μείγνυσθε, μείγνυντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
μειχθήσομαι, μειχθήσ ή μειχθήσει, μειχθήσεται, μειχθησόμεθα, μειχθήσεσθε, μειχθήσονται
Ευκτική
μειχθησοίμην, μειχθήσοιο, μειχθήσοιτο, μειχθησοίμεθα, μειχθήσοισθε, μειχθήσοιντο
Απαρέμφατο
μειχθήσεσθαι
Μετοχή
μειχθησόμενος
μειχθησομένη
μειχθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
μειξάμην, μείξω, μείξατο, μειξάμεθα, μείξασθε, μείξαντο
Υποτακτική
μείξωμαι, μείξ, μείξηται, μειξώμεθα, μείξησθε, μείξωνται
Ευκτική
μειξαίμην, μείξαιο, μείξαιτο, μειξαίμεθα, μείξαισθε, μείξαιντο
Προστακτική
---, μεξαι, μειξάσθω, ---, μείξασθε, μειξάσθων ή μειξάσθωσαν
Απαρέμφατο
μείξασθαι
Μετοχή
μειξάμενος
μειξαμένη
μειξάμενον
 
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
μείχθην, μείχθης, μείχθη, μείχθημεν, μείχθητε, μείχθησαν
Υποτακτική
μειχθ, μειχθς, μειχθ, μειχθμεν, μειχθτε, μειχθσι(ν)
Ευκτική
μειχθείην, μειχθείης, μειχθείη, μειχθείημεν ή μειχθεμεν, μειχθείητε ή μειχθετε, μειχθείησαν ή μειχθεεν
Προστακτική
---, μείχθητι, μειχθήτω, ---, μείχθητε, μειχθέντων ή μειχθήτωσαν
Απαρέμφατο
μειχθναι
Μετοχή
μειχθείς
μειχθεσα
μειχθέν
 
Παθητικός Αόριστος Β΄
Οριστική
μίγην, μίγης, μίγη, μίγημεν, μίγητε, μίγησαν
Υποτακτική
μιγ, μιγς, μιγ, μιγμεν, μιγτε, μιγσι(ν)
Ευκτική
μιγείην, μιγείης, μιγείη, μιγείημεν ή μιγεμεν, μιγείητε ή μιγετε, μιγείησαν ή μιγεεν
Προστακτική
---, μίγηθι, μιγήτω, ---, μίγητε, μιγέντων ή μιγήτωσαν
Απαρέμφατο
μιγναι
Μετοχή
μιγείς
μιγεσα
μιγέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
μέμειγμαι, μέμειξαι, μέμεικται, μεμείγμεθα, μέμειχθε, μεμειγμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
μεμειγμένος- μεμειγμένη- μεμειγμένον
μεμειγμένος- μεμειγμένη- μεμειγμένον ς
μεμειγμένος- μεμειγμένη- μεμειγμένον
μεμειγμένοι- μεμειγμέναι- μεμειγμένα μεν
μεμειγμένοι- μεμειγμέναι- μεμειγμένα τε
μεμειγμένοι- μεμειγμέναι- μεμειγμένα σι
 
Ευκτική
μεμειγμένος- μεμειγμένη- μεμειγμένον εην
μεμειγμένος- μεμειγμένη- μεμειγμένον εης
μεμειγμένος- μεμειγμένη- μεμειγμένον εη
μεμειγμένοι- μεμειγμέναι- μεμειγμένα εημεν (εμεν)
μεμειγμένοι- μεμειγμέναι- μεμειγμένα εητε (ετε)
μεμειγμένοι- μεμειγμέναι- μεμειγμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, μέμειξο, μεμείχθω, --- μέμειχθε, μεμείχθων ή μεμείχθωσαν
 
Απαρέμφατο
μέμεχθαι
Μετοχή
μεμειγμένος,
μεμειγμένη,
μεμειγμένον
 
Υπερσυντέλικος
μεμείγμην, μέμειξο, μέμεικτο, μεμείγμεθα, μέμειχθε, μεμειγμένοι σαν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου