Bill Bell
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βιβάζω»
Ενεστώτας
Οριστική
βιβάζω, βιβάζεις, βιβάζει, βιβάζομεν, βιβάζετε, βιβάζουσι(ν)
βιβάζω, βιβάζῃς, βιβάζῃ, βιβάζωμεν, βιβάζητε, βιβάζωσι(ν)
βιβάζοιμι, βιβάζοις, βιβάζοι, βιβάζοιμεν, βιβάζοιτε, βιβάζοιεν
Προστακτική
---, βίβαζε, βιβαζέτω, ---, βιβάζετε, βιβαζόντων (ή βιβαζέτωσαν)
Απαρέμφατο
βιβάζειν
Μετοχή
βιβάζων, βιβάζουσα, βιβάζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐβίβαζον, ἐβίβαζες, ἐβίβαζε, ἐβιβάζομεν, ἐβιβάζετε, ἐβίβαζον
Οριστική
βιβῶ, βιβᾷς, βιβᾷ, βιβῶμεν, βιβᾶτε, βιβῶσι(ν)
βιβῷμι, βιβῷς, βιβῷ ή βιβῴην, βιβῴης, βιβῴη, βιβῷμεν, βιβῷτε, βιβῷεν
βιβᾶν
βιβῶν, βιβῶσα, βιβῶν
Οριστική
ἐβίβασα, ἐβίβασας, ἐβίβασε(ν), ἐβιβάσαμεν, ἐβιβάσατε, ἐβίβασαν
βιβάσω, βιβάσῃς, βιβάσῃ, βιβάσωμεν, βιβάσητε, βιβάσωσι(ν)
βιβάσαιμι, βιβάσαις ή βιβάσειας, βιβάσαι ή βιβάσειε(ν), βιβάσαιμεν, βιβάσαιτε, βιβάσαιεν ή βιβάσειαν
Προστακτική
---, βίβασον, βιβασάτω, ---, βιβάσατε, βιβασάντων (ή βιβασάτωσαν)
Απαρέμφατο
βιβάσαι
Μετοχή
βιβάσας, βιβάσασα, βιβάσαν
Ενεστώτας
Οριστική
βιβάζομαι, βιβάζῃ ή βιβάζει, βιβάζεται, βιβαζόμεθα, βιβάζεσθε, βιβάζονται
βιβάζωμαι, βιβάζῃ, βιβάζηται, βιβαζώμεθα, βιβάζησθε, βιβάζωνται
βιβαζοίμην, βιβάζοιο, βιβάζοιτο, βιβαζοίμεθα, βιβάζοισθε, βιβάζοιντο
Προστακτική
---, βιβάζου, βιβαζέσθω, ---, βιβάζεσθε, βιβαζέσθων ή βιβαζέσθωσαν
Απαρέμφατο
βιβάζεσθαι
Μετοχή
βιβαζόμενος
βιβαζομένη
βιβαζόμενον
Οριστική
βιβῶμαι, βιβᾷ, βιβᾶται, βιβώμεθα, βιβᾶσθε, βιβῶνται
βιβῴμην, βιβῷο, βιβῷτο, βιβῴμεθα, βιβῷσθε, βιβῷντο
βιβᾶσθαι
βιβώμενος, βιβωμένη, βιβώμενον
Οριστική
ἐβιβασάμην, ἐβιβάσω, ἐβιβάσατο, ἐβιβασάμεθα, ἐβιβάσασθε, ἐβιβάσαντο
βιβάσωμαι, βιβάσῃ, βιβάσηται, βιβασώμεθα, βιβάσησθε, βιβάσωνται
βιβασαίμην, βιβάσαιο, βιβάσαιτο, βιβασαίμεθα, βιβάσαισθε, βιβάσαιντο
Προστακτική
---, βίβασαι, βιβασάσθω, ---, βιβάσασθε, βιβασάσθων ή βιβασάσθωσαν
Απαρέμφατο
βιβάσασθαι
Μετοχή
βιβασάμενος
βιβασαμένη
βιβασάμενον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου