Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χέω»

Dina Belenko

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χέω»
 
(χέω = χύνω)
 
Ενεστώτας
Οριστική
χέω, χες, χε, χέομεν, χετε, χέουσι(ν)
Υποτακτική
χέω, χές, χέ, χέωμεν, χέητε, χέωσι(ν)
Ευκτική
χέοιμι, χέοις, χέοι, χέοιμεν, χέοιτε, χέοιεν
Προστακτική
---, χε, χείτω, ---, χετε, χεόντων (ή χείτωσαν)
Απαρέμφατο
χεν
Μετοχή
χέων, χέουσα, χέον
 
Παρατατικός
Οριστική
χεον, χεις, χει, χέομεν, χετε, χεον
 
Μέλλοντας (όμοιος με τον Ενεστώτα)
Οριστική
χέω, χες, χε, χέομεν, χετε, χέουσι(ν)
Ευκτική
χέοιμι, χέοις, χέοι, χέοιμεν, χέοιτε, χέοιεν
Απαρέμφατο
χεν
Μετοχή
χέων, χέουσα, χέον
 
Αόριστος
Οριστική
χεα, χεας, χεε(ν), χέαμεν, χέατε, χεαν
Υποτακτική
χέω, χές, χέ, χέωμεν, χέητε, χέωσι(ν)
Ευκτική
χέαιμι, χέαις ή χέειας, χέαι ή χέειε(ν), χέαιμεν, χέαιτε, χέαιεν ή χέειαν
Προστακτική
---, χέον, χεάτω, ---, χέατε, χεάντων (ή χεάτωσαν)
Απαρέμφατο
χέαι
Μετοχή
χέας, χέασα, χέαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
χέομαι, χε, χεται, χεόμεθα, χεσθε, χέονται
Υποτακτική
χέωμαι, χέ, χέηται, χεώμεθα, χέησθε, χέωνται
Ευκτική
χεοίμην, χέοιο, χέοιτο, χεοίμεθα, χέοισθε, χέοιντο
Προστακτική
---, χέου, χείσθω, ---, χεσθε, χείσθων ή χείσθωσαν
Απαρέμφατο
χεσθαι
Μετοχή
χεόμενος
χεομένη
χεόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
χεόμην, χέου, χετο, χεόμεθα, χεσθε, χέοντο
 
Μέλλοντας (όμοιος με τον Ενεστώτα)
Οριστική
χέομαι, χε, χεται, χεόμεθα, χεσθε, χέονται
Ευκτική
χεοίμην, χέοιο, χέοιτο, χεοίμεθα, χέοισθε, χέοιντο
Απαρέμφατο
χεσθαι
Μετοχή
χεόμενος
χεομένη
χεόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
χυθήσομαι, χυθήσ ή χυθήσει, χυθήσεται, χυθησόμεθα, χυθήσεσθε, χυθήσονται
Ευκτική
χυθησοίμην, χυθήσοιο, χυθήσοιτο, χυθησοίμεθα, χυθήσοισθε, χυθήσοιντο
Απαρέμφατο
χυθήσεσθαι
Μετοχή
χυθησόμενος
χυθησομένη
χυθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
χεάμην, χέω, χέατο, χεάμεθα, χέασθε, χέαντο
Υποτακτική
χέωμαι, χέ, χέηται, χεώμεθα, χέησθε, χέωνται
Ευκτική
χεαίμην, χέαιο, χέαιτο, χεαίμεθα, χέαισθε, χέαιντο
Προστακτική
---, χέαι, χεάσθω, ---, χέασθε, χεάσθων ή χεάσθωσαν
Απαρέμφατο
χέασθαι
Μετοχή
χεάμενος
χεαμένη
χεάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
χύθην, χύθης, χύθη, χύθημεν, χύθητε, χύθησαν
Υποτακτική
χυθ, χυθς, χυθ, χυθμεν, χυθτε, χυθσι(ν)
Ευκτική
χυθείην, χυθείης, χυθείη, χυθείημεν ή χυθεμεν, χυθείητε ή χυθετε, χυθείησαν ή χυθεεν
Προστακτική
---, χύθητι, χυθήτω, ---, χύθητε, χυθέντων ή χυθήτωσαν
Απαρέμφατο
χυθναι
Μετοχή
χυθείς
χυθεσα
χυθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κέχυμαι, κέχυσαι, κέχυται, κεχύμεθα, κέχυσθε, κέχυνται
 
Υποτακτική
κεχυμένος- κεχυμένη- κεχυμένον
κεχυμένος- κεχυμένη- κεχυμένον ς
κεχυμένος- κεχυμένη- κεχυμένον
κεχυμένοι- κεχυμέναι- κεχυμένα μεν
κεχυμένοι- κεχυμέναι- κεχυμένα τε
κεχυμένοι- κεχυμέναι- κεχυμένα σι
 
Ευκτική
κεχυμένος- κεχυμένη- κεχυμένον εην
κεχυμένος- κεχυμένη- κεχυμένον εης
κεχυμένος- κεχυμένη- κεχυμένον εη
κεχυμένοι- κεχυμέναι- κεχυμένα εημεν (εμεν)
κεχυμένοι- κεχυμέναι- κεχυμένα εητε (ετε)
κεχυμένοι- κεχυμέναι- κεχυμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κέχυσο, κεχύσθω, --- κέχυσθε, κεχύσθων ή κεχύσθωσαν
 
Απαρέμφατο
κεχύσθαι
Μετοχή
κεχυμένος,
κεχυμένη,
κεχυμένον
 
Υπερσυντέλικος
κεχύμην, κέχυσο, κέχυτο, κεχύμεθα, κέχυσθε, κέχυντο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου