Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρεμάννυμι»

Sebastien Del Grosso

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρεμάννυμι»
 
κρεμάννυμι = κρεμάω   
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κρεμάννυμι, κρεμάννυς, κρεμάννυσι, κρεμάννυμεν, κρεμάννυτε, κρεμαννύασι(ν)
Υποτακτική
κρεμαννύω, κρεμαννύς, κρεμαννύ, κρεμαννύωμεν, κρεμαννύητε, κρεμαννύωσι(ν)
Ευκτική
κρεμαννύοιμι, κρεμαννύοις, κρεμαννύοι, κρεμαννύοιμεν, κρεμαννύοιτε, κρεμαννύοιεν
Προστακτική
---, κρεμάννυ, κρεμαννύτω, ---, κρεμάννυτε, κρεμαννύντων (ή κρεμαννύτωσαν)
Απαρέμφατο
κρεμαννύναι
Μετοχή
κρεμαννύς, κρεμαννσα, κρεμαννύν
 
Αόριστος
Οριστική
κρέμασα, κρέμασας, κρέμασε(ν), κρεμάσαμεν, κρεμάσατε, κρέμασαν
Υποτακτική
κρεμάσω, κρεμάσς, κρεμάσ, κρεμάσωμεν, κρεμάσητε, κρεμάσωσι(ν)
Ευκτική
κρεμάσαιμι, κρεμάσαις ή κρεμάσειας, κρεμάσαι ή κρεμάσειε, κρεμάσαιμεν, κρεμάσαιτε, κρεμάσαιεν ή κρεμάσειαν
Προστακτική
---, κρέμασον, κρεμασάτω, ---, κρεμάσατε, κρεμασάντων (ή κρεμασάτωσαν)
Απαρέμφατο
κρεμάσαι
Μετοχή
κρεμάσας, κρεμάσασα, κρεμάσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κρεμάννυμαι, κρεμάννυσαι, κρεμάννυται, κρεμαννύμεθα, κρεμάννυσθε, κρεμάννυνται
Υποτακτική
κρεμαννύωμαι, κρεμαννύ, κρεμαννύηται, κρεμαννυώμεθα, κρεμαννύησθε, κρεμαννύωνται
Ευκτική
κρεμαννυοίμην, κρεμαννύοιο, κρεμαννύοιτο, κρεμαννυοίμεθα, κρεμαννύοισθε, κρεμαννύοιντο
Προστακτική
---, κρεμάννυσο, κρεμαννύσθω, ---, κρεμάννυσθε, κρεμαννύσθων ή κρεμαννύσθωσαν
Απαρέμφατο
κρεμάννυσθαι
Μετοχή
κρεμαννύμενος
κρεμαννυμένη
κρεμαννύμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
κρεμάσθην, κρεμάσθης, κρεμάσθη, κρεμάσθημεν, κρεμάσθητε, κρεμάσθησαν
Υποτακτική
κρεμασθ, κρεμασθς, κρεμασθ, κρεμασθμεν, κρεμασθτε, κρεμασθσι(ν)
Ευκτική
κρεμασθείην, κρεμασθείης, κρεμασθείη, κρεμασθείημεν ή κρεμασθεμεν, κρεμασθείητε ή κρεμασθετε, κρεμασθείησαν ή κρεμασθεεν
Προστακτική
---, κρεμάσθητι, κρεμασθήτω, ---, κρεμάσθητε, κρεμασθέντων ή κρεμασθήτωσαν
Απαρέμφατο
κρεμασθναι
Μετοχή
κρεμασθείς
κρεμασθεσα
κρεμασθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κρέμαμαι, κρέμασαι, κρέμαται, κρεμάμεθα, κρέμασθε, κρέμανται
 
Υποτακτική
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον ς
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα μεν
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα τε
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα σι
 
Ευκτική
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον εην
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον εης
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον εη
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα εημεν (εμεν)
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα εητε (ετε)
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κρέμασο, κρεμάσθω, --- κρέμασθε, κρεμάσθων ή κρεμάσθωσαν
 
Απαρέμφατο
κρεμάσθαι
Μετοχή
κρεμάμενος,
κρεμάμενη,
κρεμάμενον

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου