Felipe Caparros
Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Παραβατικότητα ανηλίκων (αίτια & τρόποι αντιμετώπισης)
Η παραβατική ή αποκλίνουσα συμπεριφορά
των ανηλίκων -μέχρι την ηλικία των 18 ετών- συνιστά ένα ιδιαιτέρως ανησυχητικό
φαινόμενο, ιδίως όταν η φύση των παραβάσεων αποκτά εγκληματικό χαρακτήρα
(πρόκληση σοβαρής σωματικής βλάβης, σεξουαλική επίθεση, ληστεία, απόπειρα ή τέλεση
ανθρωποκτονίας). Το πέρασμα από την ήπια παραβατικότητα στην τέλεση
εγκληματικών ενεργειών υποδηλώνει σημαντικές ελλείψεις αφενός στη λειτουργία
της οικογένειας και αφετέρου στην εκπλήρωση του παιδαγωγικού καθήκοντος της
κοινωνίας.
Μεταξύ των επιβαρυντικών παραγόντων μπορούν να καταγραφούν οι αρνητικές επιδράσεις των συνομηλίκων, οι οικονομικές δυσκολίες, ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, το περιεχόμενο προγραμμάτων των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, όπως και υλικού διακινούμενου στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Παραλλήλως, οι ανήλικοι επηρεάζονται από τις επιδόσεις τους στο σχολείο και, σαφώς, από την ατελή οικογενειακή καθοδήγηση.
Κύρια
αίτια φαινομένου:
Οικογένεια
- Το κλίμα που επικρατεί στο πλαίσιο της οικογένειας, οι σχέσεις μεταξύ των γονέων, ο ακολουθούμενος τρόπος διαπαιδαγώγησης, η ηθική ποιότητα των γονέων, ο χρόνος που αφιερώνουν στο παιδί, τα πιθανά τραυματικά βιώματα των γονέων, αλλά και το ενδιαφέρον που εκφράζουν για τη μετάδοση ουσιαστικών αρχών στο παιδί συγκαταλέγονται στους παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά ή θετικά τη συμπεριφορά του παιδιού.
- Αν οι σχέσεις μεταξύ των γονέων είναι συγκρουσιακές, ο αντίκτυπος στην ψυχολογία και στη συμπεριφορά του παιδιού είναι σημαντικός. Κατά τον ίδιο τρόπο, αν έστω ο ένας γονέας έχει παραβατική συμπεριφορά ή αδιαφορεί για τη μετάδοση ενός υγιούς προτύπου συμπεριφοράς στο παιδί, οι συνέπειες είναι προφανώς εξαιρετικά αρνητικές.
- Γονείς που έχουν βιώσει ως παιδιά κακοποιητική συμπεριφορά από τους δικούς τους γονείς ενδέχεται να αναπαράγουν τη συμπεριφορά αυτή στο δικό τους παιδί, προκαλώντας σημαντική ζημιά στην ψυχολογία του παιδιού. Είναι προφανές, άλλωστε, πως αν ένα παιδί έρχεται αντιμέτωπο με ενδοοικογενειακή βία, είναι πολύ πιθανό να επιδιώξει την εκτόνωση του θυμού και του πόνου που αισθάνεται φερόμενο με βίαιο τρόπο σε πιο αδύναμα από αυτό πρόσωπα.
- Αν οι γονείς αδυνατούν να εκφράσουν συναισθήματα στοργής και ειλικρινούς αγάπης και αποδοχής στο παιδί, εκείνο βιώνει την αίσθηση της απόρριψης ή της αδιαφορίας, με αποτέλεσμα να οδηγείται σε αναποτελεσματικές συμπεριφορές εκτόνωσης των συναισθημάτων αυτών.
- Οι γονείς που δεν αφιερώνουν ποιοτικό χρόνο στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού, φέρουν ακέραια την ευθύνη για τη συμπεριφορά του. Η μέριμνα, μάλιστα, για την ορθή διαπαιδαγώγηση του παιδιού οφείλει να χαρακτηρίζεται από δημοκρατικότητα και να βασίζεται στη λελογισμένη οριοθέτηση των ελευθεριών που παρέχονται στο παιδί. Ένας αυταρχικός γονέας βλάπτει εξίσου το παιδί με έναν γονέα που παρέχει πλήρη ελευθερία στο παιδί, χωρίς να το ελέγχει καθόλου. Τα παιδιά χρειάζεται να λαμβάνουν σταδιακά ελευθερία κινήσεων και μόνο αφού έχουν αποδείξει με τη στάση τους πως μπορούν να τη διαχειρίζονται με σύνεση. Παραλλήλως, οι γονείς οφείλουν να φέρνουν το παιδί αντιμέτωπο με τις συνέπειες των λαθών του, ώστε να αποκτά εκείνο επίγνωση πως δεν μπορεί να αναμένει ότι θα του συγχωρούνται χωρίς κυρώσεις οι όποιες λανθασμένες συμπεριφορές του.
- Γονείς που αντιμετωπίζουν το παιδί τους ως μια «ανεπιθύμητη» υποχρέωση ή που δεν έχουν την αναγκαία ωριμότητα, ώστε να αναγνωρίσουν το εύρος της συνδεόμενης με την ανατροφή ενός παιδιού ευθύνης προκαλούν σημαντική ψυχολογική βλάβη, εφόσον η αδιαφορία τους και η ανώριμη στάση απέναντι στο παιδί συνιστούν σοβαρή μορφή κακοποίησης.
Η
επίδραση των συνομηλίκων
- Στο πρόσωπο των φίλων το παιδί αναζητά την κάλυψη εκείνων των συναισθηματικών αναγκών που απομένουν ακάλυπτες από το οικογενειακό του περιβάλλον. Τείνει, έτσι, να διαμορφώνει αισθήματα θαυμασμού για τα φιλικά του πρόσωπα, με αποτέλεσμα να είναι ευάλωτο στην επιρροή τους. Αν, επομένως, το παιδί συναναστρέφεται με συνομηλίκους του που έχουν τάσεις παραβατικότητας, είναι πολύ πιθανό πως θα μιμηθεί τη συμπεριφορά τους και θα επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από αυτούς.
- Η καθημερινή και πολύωρη συνύπαρξη με το φιλικό περιβάλλον διευκολύνει την άσκηση αρνητικής επίδρασης, ιδίως όταν οι ενασχολήσεις που επιλέγουν τα μέλη της παρέας δεν έχει θετικά χαρακτηριστικά. Αν, μάλιστα, οι δραστηριότητες της παρέας πραγματοποιούνται χωρίς την επίβλεψη κάποιου ενήλικα, τότε καθίσταται πιθανότερη η παρέκκλιση σε επιζήμιες επιλογές είτε λόγω ανίας είτε σε μια προσπάθεια να τονιστεί η αρρενωπότητα ή το θάρρος των μελών της παρέας.
- Η κατάσταση επιδεινώνεται δραστικά όταν τα μέλη μιας παρέας σχηματίσουν μια κλειστή ομάδα «φίλων» και της προσδώσουν τον χαρακτήρα οργανωμένης συμμορίας. Υπό την επίδραση της ομαδικότητας και της συλλογικής δράσης η ατομικότητα του παιδιού αφανίζεται και υιοθετεί εντελώς άκριτα οποιαδήποτε -όσο ακραία και αν είναι αυτή- επιλογή προκρίνεται από τη συμμορία.
- Με την ανάγκη του παιδιού να διατηρήσει την αποδοχή των μελών της ομάδας/συμμορίας να υπερτερεί των όποιων αρχών και λογικών του αντιστάσεων, εφόσον αναζητά το συναισθηματικό δέσιμο που απουσιάζει από την οικογένειά του, η καταφυγή σε παράνομες ή και εγκληματικές ενέργειες καθίσταται αναπόφευκτη. Είτε πρόκειται για συγκρούσεις με άλλες συμμορίες είτε για τη διάπραξη ληστειών ή βιασμών, το ανήλικο παιδί δεν θα έχει τη δυνατότητα να φέρει αντίρρηση, αφού θα έχει το φόβο πως θα το απορρίψουν τα άλλα μέλη της ομάδας.
Οικονομικά
& κοινωνικά αίτια
Παρά το γεγονός ότι -για διαφορετικούς λόγους- η παραβατικότητα μπορεί να εμφανιστεί σε νέους οποιασδήποτε οικονομικής κατάστασης, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πως οι συνθήκες ανεργίας και φτώχειας επιδεινώνουν το πρόβλημα. Ένας νέος που αισθάνεται πως δεν έχει ουσιαστικές επαγγελματικές προοπτικές ή πως δεν μπορεί -σε ευκαιριακό επίπεδο- να αποκτήσει συγκεκριμένα υλικά αγαθά είναι επιρρεπής σε «εύκολες» λύσεις, όπως είναι οι κλοπές και οι ληστείες. Παραλλήλως, βέβαια, βιώνει συναισθήματα θυμού και απογοήτευσης που επηρεάζουν ευρύτερα τη συμπεριφορά του, αν δεν κατανοήσει εγκαίρως πως μέσω της συνεπούς εργατικότητας μπορεί να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής του, όσο κι αν αυτό μοιάζει δύσκολο ή ανέφικτο.
Ηλικιακή
ανωριμότητα
Το παιδί λόγω της ηλικίας του αδυνατεί να κατανοήσει πλήρως την προοπτική του χρόνου και κατ’ επέκταση το γεγονός πως οι δυσκολίες που βιώνει θα καταστούν σταδιακά περισσότερο διαχειρίσιμες, ιδίως αν μέσω ορθών επιλογών οδηγηθεί ηπιότερα στην ενηλικίωση. Αδυνατεί, συνάμα, να αντιληφθεί τις συνέπειες που ενδέχεται να έχει η παραβατική συμπεριφορά του στο πώς θα εξελιχθεί το μέλλον του. Με το να καταφεύγει σε βίαιες αντιδράσεις ή σε παράνομες πράξεις αντί να εστιάζει στην προσωπική του βελτίωση μέσω της μελέτης, του αθλητισμού και των υγιών διαπροσωπικών σχέσεων θέτει εν τέλει πρόσθετα εμπόδια στον ίδιο του τον εαυτό.
Μέσα
Μαζικής Ενημέρωσης & Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης
Οι εικόνες και τα μηνύματα που δέχεται το παιδί είτε μέσω της τηλεόρασης και του διαδικτύου είτε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν ιδιαίτερη επίδραση στη συναισθηματική του κατάσταση και στη σκέψη του. Μη μπορώντας πάντοτε να αντιληφθεί το επίπλαστο ορισμένων καταστάσεων τείνει να αισθάνεται πως μειονεκτεί έναντι εκείνων που έχουν υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης ή θελκτικότερη εμφάνιση. Μπαίνει, έτσι, σε διαδικασίες σύγκρισης που εντείνουν τα αρνητικά του συναισθήματα και το ωθούν είτε στην αντίδραση είτε στη μίμηση επιζήμιων προτύπων. Δεδομένη θεωρείται, άλλωστε, η έντονα αρνητική επίδραση των σκηνών βίας που περιέχονται σε τηλεοπτικές σειρές και κινηματογραφικές ταινίες.
Παραβατικότητα
ανηλίκων & σχολικό περιβάλλον
Το σχολείο αποτελεί τον χώρο όπου είναι πολύ πιθανό να γίνει -ήδη από τα πρώτα της στάδια- αντιληπτή η παραβατική συμπεριφορά ενός ανηλίκου. Η αδιαφορία για τις επιδόσεις στα μαθήματα, η απείθεια απέναντι στους εκπαιδευτικούς, καθώς και φαινόμενα εκφοβισμού εις βάρος άλλων μαθητών αποτελούν σαφείς ενδείξεις πως το παιδί βιώνει κάποια συγκρουσιακή κατάσταση που δεν μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά.
Οι εκπαιδευτικοί, επομένως, έχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσουν πολύ νωρίς τις τάσεις διαμόρφωσης παραβατικής συμπεριφοράς ενός παιδιού και, ως εκ τούτου, έχουν την ευθύνη της έγκαιρης παρέμβασης. Στις περιπτώσεις αυτές, βέβαια, τίθενται σε εφαρμογή οι συνήθεις τρόποι συνετισμού του παιδιού μέσω των προβλεπόμενων από το νόμο σχολικών κυρώσεων. Η ορθή εφαρμογή των μέσων αυτών μπορεί να επιφέρει βελτίωση στη συμπεριφορά του παιδιού, αν εκείνο αντιληφθεί πως οι αναποτελεσματικές συμπεριφορές του το καθιστούν επίκεντρο αρνητικής προσοχής.
Πολύ συχνά, ωστόσο, οι συνήθεις αυτές κυρώσεις δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, ιδίως όταν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το παιδί είναι διαρκή και σοβαρά. Η μη ανταπόκριση του παιδιού, άρα, στα μέσα αυτά οφείλει να θέσει σε επαγρύπνηση τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι θα χρειαστεί να το προσεγγίσουν σε προσωπικό επίπεδο προκειμένου να κατανοήσουν τους λόγους της αρνητικής συμπεριφοράς του. Σε αυτή την περίπτωση, αν το παιδί βιώνει κάποια ανησυχητική κατάσταση στο οικογενειακό του περιβάλλον, οφείλουν να επικοινωνήσουν με τις αρμόδιες υπηρεσίες, για να διαφυλαχτεί η ασφάλεια του παιδιού.
Τρόποι
αντιμετώπισης της παραβατικότητας των ανηλίκων
Η παραβατικότητα των ανηλίκων, όπως και η αντίστοιχη των ενηλίκων, είναι ένα σύνθετο πρόβλημα με πολλά παράλληλα αίτια, γεγονός που καθιστά απαιτητική την αντιμετώπισή της. Η συμπεριφορά, άλλωστε, των ανηλίκων επηρεάζεται άμεσα από το τι συμβαίνει στον κόσμο των ενηλίκων. Αν οι σχέσεις των ενηλίκων χαρακτηρίζονται από ένταση λόγω οικονομικών προβλημάτων, κομματικών αντιπαλοτήτων ή άλλων κοινωνικών ζητημάτων, αυτό θα καθρεφτιστεί και στις σχέσεις των ανηλίκων. Αν, αντιστοίχως, οι ενήλικες έχουν απωλέσει τις αξίες τους, έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην εργατικότητα και στην καρτερία, το ίδιο θα συμβεί και στους ανήλικους.
Προκειμένου να υπάρξουν ουσιαστικά βήματα βελτίωσης της κατάστασης απαιτείται συνεργασία ανάμεσα στην οικογένεια, το σχολείο, το κράτος, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και του κοινωνικού συνόλου ευρύτερα.
Ο
ρόλος της οικογένειας: Η
οικογένεια ως ο πρώτος και βασικότερος φορέας αγωγής καλείται να επιτελέσει τον
ουσιαστικότερο ρόλο, εφόσον μέσω αυτής αναμένεται να λάβει το παιδί τις
αναγκαίες αξίες και αρχές προκειμένου να κοινωνικοποιηθεί ορθά και να
επιδεικνύει σεβασμό στα άλλα μέλη της κοινωνίας.
Αν, ωστόσο, η οικογένεια αντιμετωπίζει
προβλήματα που δυσχεραίνουν τη ζητούμενη λειτουργία της απαιτείται συγκροτημένη
κρατική αρωγή, ώστε οι γονείς να είναι σε θέση να υπηρετήσουν πληρέστερα την
αποστολή τους. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την οικογένεια αξίζει να ληφθούν υπόψη
τα εξής:
Με δεδομένο τον ειδικό ρόλο που διαδραματίζει η οικογένεια σε όλα τα στάδια της μάχης κατά της παραβατικότητας ανηλίκων, απαιτούνται τα κατάλληλα μέτρα στήριξης για τους γονείς∙ απαιτείται ειδικότερα στήριξη σε οικογένειες που αντιμετωπίζουν οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, με μέτρα, όπως, μεταξύ άλλων, η κάλυψη των ουσιαστικών αναγκών για στέγαση και διατροφή, εξασφάλιση της πρόσβασης όλων των μελών των οικογενειών, ιδίως δε των παιδιών, στη βασική εκπαίδευση και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αλλά και δράσεις ισότιμης ένταξης των μελών των οικογενειών αυτών στην αγορά εργασίας και την κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή, προκειμένου να διασφαλιστεί ένα υγιές και δίκαιο οικογενειακό περιβάλλον ανάπτυξης και πρώτης κοινωνικοποίησης των παιδιών. Απαιτείται, επίσης, μια αποτελεσματική υπηρεσία ψυχολογικής και κοινωνικής στήριξης που θα διαθέτει, μεταξύ άλλων, σημεία επαφής για τις οικογένειες που αντιμετωπίζουν προβλήματα παραβατικότητας ανηλίκων.
Ο
ρόλος του σχολείου
Ο ρόλος που διαδραματίζει το σχολείο και η σχολική κοινότητα στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών και των εφήβων είναι καταλυτικός. Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του σημερινού σχολείου, ωστόσο, η πολυπολιτισμικότητα και η όξυνση των ταξικών διαφορών, είναι δυνατόν, εάν απουσιάζουν οι κατάλληλες δομές παρέμβασης, υποστήριξης και προσέγγισης των μαθητών από το εκπαιδευτικό σύστημα, να οδηγήσουν σε φαινόμενα ενδοσχολικής βίας και καλλιέργειας εχθρικού περιβάλλοντος μεταξύ επιθετικών μαθητών, που επωμίζονται το ρόλο του θύτη, και των μαθητών θυμάτων.
Είναι, άρα, σημαντικό να δίνονται στις σχολικές αρχές οι κατάλληλες κατευθυντήριες γραμμές για μία σύγχρονη διαδικασία επίλυσης των συγκρούσεων στον χώρο του σχολείου με διαμεσολαβητικούς θεσμούς, στους οποίους θα συμμετέχουν από κοινού μαθητές, γονείς, δάσκαλοι και αρμόδιες υπηρεσίες των τοπικών φορέων.
Απολύτως αναγκαία, παράλληλα, είναι η παροχή κατάλληλης κατάρτισης στους εκπαιδευτικούς, προκειμένου να μπορούν να διαχειρίζονται την ετερογένεια της τάξης, να αναπτύσσουν μία παιδαγωγική όχι ηθικολογίας, αλλά πρόληψης και αλληλεγγύης, και να αποτρέπουν το στιγματισμό και την περιθωριοποίηση τόσο των δραστών ανηλίκων όσο και των θυμάτων συμμαθητών τους. Χρειάζεται, επομένως, να ενταχθούν στην εκπαιδευτική πολιτική η παροχή ιδιαίτερης συμβουλευτικής και ψυχολογικής στήριξης σε παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα κοινωνικοποίησης, η δυνατότητα παροχής ιατρικής περίθαλψης σε κάθε σχολείο, ο διορισμός, ανά μικρό αριθμό εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, κοινωνικού λειτουργού, κοινωνιολόγου-εγκληματολόγου και παιδοψυχολόγου, εξειδικευμένων σε θέματα παιδικής παραβατικότητας, ο αυστηρός έλεγχος σε θέματα χρήσης ναρκωτικών ουσιών από μαθητές και η καταπολέμηση κάθε είδους διάκρισης εις βάρος μελών της σχολικής κοινότητας.
Ο
ρόλος των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας
Τα ΜΜΕ χρειάζεται να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν την ευθύνη που τους αναλογεί στην εμφάνιση του φαινομένου της παραβατικότητας των ανηλίκων λόγω της συχνής -και κάποτε ηρωοποιημένης- παρουσίασης της βίας. Οφείλουν, έτσι, να προχωρήσουν σε εμφατικότερη επισήμανση του περιεχομένου τηλεοπτικών εκπομπών και άλλων προγραμμάτων που ενδέχεται να περιλαμβάνουν ιδιαίτερα βίαιες ή ακατάλληλες για ανηλίκους σκηνές. Έτι περαιτέρω απαιτείται από το κράτος να συμφωνήσει με τους φορείς των ΜΜΕ έναν «οδικό χάρτη» προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών, και ειδικότερα των ανήλικων παραβατών, σχετικά με την απαγόρευση τόσο της προβολής ακραίων εικόνων σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας όσο και της αποκάλυψης της ταυτότητας ανηλίκων που εμπλέκονται σε παραβατική συμπεριφορά.
Ένα από τα βασικά στοιχεία, άρα, της πρόληψης και της καταπολέμησης της εγκληματικότητας των ανηλίκων συνίσταται στην ανάπτυξη πολιτικής επικοινωνίας που θα επιτρέπει την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης στο πρόβλημα αυτό, καθώς και την εκρίζωση της βίας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ευρύτερα από τις πλατφόρμες τηλεοπτικού περιεχομένου.
Τα ΜΜΕ, άλλωστε, μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη του φαινομένου της παραβατικότητας των ανηλίκων, μέσω της ανάληψης πρωτοβουλιών ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του κοινού, καθώς και της παροχής υψηλής ποιότητας εκπομπών, οι οποίες θα προβάλλουν τη θετική συνεισφορά των νέων στην κοινωνία, ενώ αντίθετα θα ελέγχουν την προβολή χρήσης βίας, πορνογραφίας και κατανάλωσης ναρκωτικών ουσιών, βάσει συμφωνιών που θα ενταχθούν στον «οδικό χάρτη» προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών·
Ο
ρόλος της Δικαιοσύνης
Στο ζήτημα της παραβατικότητας των ανηλίκων, η διεξαγωγή της δικαστικής διαδικασίας και η διάρκειά της, η επιλογή του μέτρου που πρέπει να ληφθεί καθώς και η μετέπειτα εκτέλεσή του πρέπει να υπαγορεύονται από την αρχή του υψίστου συμφέροντος του παιδιού και του σεβασμού του δικονομικού δικαίου. Κάθε μέτρο εγκλεισμού δεν πρέπει παρά να αποτελεί έσχατη λύση και να εκτελείται σε υποδομές ειδικά προσαρμοσμένες για τους ανήλικους παραβάτες.
Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Παραβατικότητα ανηλίκων (αίτια & τρόποι αντιμετώπισης)
Μεταξύ των επιβαρυντικών παραγόντων μπορούν να καταγραφούν οι αρνητικές επιδράσεις των συνομηλίκων, οι οικονομικές δυσκολίες, ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, το περιεχόμενο προγραμμάτων των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, όπως και υλικού διακινούμενου στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Παραλλήλως, οι ανήλικοι επηρεάζονται από τις επιδόσεις τους στο σχολείο και, σαφώς, από την ατελή οικογενειακή καθοδήγηση.
- Το κλίμα που επικρατεί στο πλαίσιο της οικογένειας, οι σχέσεις μεταξύ των γονέων, ο ακολουθούμενος τρόπος διαπαιδαγώγησης, η ηθική ποιότητα των γονέων, ο χρόνος που αφιερώνουν στο παιδί, τα πιθανά τραυματικά βιώματα των γονέων, αλλά και το ενδιαφέρον που εκφράζουν για τη μετάδοση ουσιαστικών αρχών στο παιδί συγκαταλέγονται στους παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά ή θετικά τη συμπεριφορά του παιδιού.
- Αν οι σχέσεις μεταξύ των γονέων είναι συγκρουσιακές, ο αντίκτυπος στην ψυχολογία και στη συμπεριφορά του παιδιού είναι σημαντικός. Κατά τον ίδιο τρόπο, αν έστω ο ένας γονέας έχει παραβατική συμπεριφορά ή αδιαφορεί για τη μετάδοση ενός υγιούς προτύπου συμπεριφοράς στο παιδί, οι συνέπειες είναι προφανώς εξαιρετικά αρνητικές.
- Γονείς που έχουν βιώσει ως παιδιά κακοποιητική συμπεριφορά από τους δικούς τους γονείς ενδέχεται να αναπαράγουν τη συμπεριφορά αυτή στο δικό τους παιδί, προκαλώντας σημαντική ζημιά στην ψυχολογία του παιδιού. Είναι προφανές, άλλωστε, πως αν ένα παιδί έρχεται αντιμέτωπο με ενδοοικογενειακή βία, είναι πολύ πιθανό να επιδιώξει την εκτόνωση του θυμού και του πόνου που αισθάνεται φερόμενο με βίαιο τρόπο σε πιο αδύναμα από αυτό πρόσωπα.
- Αν οι γονείς αδυνατούν να εκφράσουν συναισθήματα στοργής και ειλικρινούς αγάπης και αποδοχής στο παιδί, εκείνο βιώνει την αίσθηση της απόρριψης ή της αδιαφορίας, με αποτέλεσμα να οδηγείται σε αναποτελεσματικές συμπεριφορές εκτόνωσης των συναισθημάτων αυτών.
- Οι γονείς που δεν αφιερώνουν ποιοτικό χρόνο στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού, φέρουν ακέραια την ευθύνη για τη συμπεριφορά του. Η μέριμνα, μάλιστα, για την ορθή διαπαιδαγώγηση του παιδιού οφείλει να χαρακτηρίζεται από δημοκρατικότητα και να βασίζεται στη λελογισμένη οριοθέτηση των ελευθεριών που παρέχονται στο παιδί. Ένας αυταρχικός γονέας βλάπτει εξίσου το παιδί με έναν γονέα που παρέχει πλήρη ελευθερία στο παιδί, χωρίς να το ελέγχει καθόλου. Τα παιδιά χρειάζεται να λαμβάνουν σταδιακά ελευθερία κινήσεων και μόνο αφού έχουν αποδείξει με τη στάση τους πως μπορούν να τη διαχειρίζονται με σύνεση. Παραλλήλως, οι γονείς οφείλουν να φέρνουν το παιδί αντιμέτωπο με τις συνέπειες των λαθών του, ώστε να αποκτά εκείνο επίγνωση πως δεν μπορεί να αναμένει ότι θα του συγχωρούνται χωρίς κυρώσεις οι όποιες λανθασμένες συμπεριφορές του.
- Γονείς που αντιμετωπίζουν το παιδί τους ως μια «ανεπιθύμητη» υποχρέωση ή που δεν έχουν την αναγκαία ωριμότητα, ώστε να αναγνωρίσουν το εύρος της συνδεόμενης με την ανατροφή ενός παιδιού ευθύνης προκαλούν σημαντική ψυχολογική βλάβη, εφόσον η αδιαφορία τους και η ανώριμη στάση απέναντι στο παιδί συνιστούν σοβαρή μορφή κακοποίησης.
- Στο πρόσωπο των φίλων το παιδί αναζητά την κάλυψη εκείνων των συναισθηματικών αναγκών που απομένουν ακάλυπτες από το οικογενειακό του περιβάλλον. Τείνει, έτσι, να διαμορφώνει αισθήματα θαυμασμού για τα φιλικά του πρόσωπα, με αποτέλεσμα να είναι ευάλωτο στην επιρροή τους. Αν, επομένως, το παιδί συναναστρέφεται με συνομηλίκους του που έχουν τάσεις παραβατικότητας, είναι πολύ πιθανό πως θα μιμηθεί τη συμπεριφορά τους και θα επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από αυτούς.
- Η καθημερινή και πολύωρη συνύπαρξη με το φιλικό περιβάλλον διευκολύνει την άσκηση αρνητικής επίδρασης, ιδίως όταν οι ενασχολήσεις που επιλέγουν τα μέλη της παρέας δεν έχει θετικά χαρακτηριστικά. Αν, μάλιστα, οι δραστηριότητες της παρέας πραγματοποιούνται χωρίς την επίβλεψη κάποιου ενήλικα, τότε καθίσταται πιθανότερη η παρέκκλιση σε επιζήμιες επιλογές είτε λόγω ανίας είτε σε μια προσπάθεια να τονιστεί η αρρενωπότητα ή το θάρρος των μελών της παρέας.
- Η κατάσταση επιδεινώνεται δραστικά όταν τα μέλη μιας παρέας σχηματίσουν μια κλειστή ομάδα «φίλων» και της προσδώσουν τον χαρακτήρα οργανωμένης συμμορίας. Υπό την επίδραση της ομαδικότητας και της συλλογικής δράσης η ατομικότητα του παιδιού αφανίζεται και υιοθετεί εντελώς άκριτα οποιαδήποτε -όσο ακραία και αν είναι αυτή- επιλογή προκρίνεται από τη συμμορία.
- Με την ανάγκη του παιδιού να διατηρήσει την αποδοχή των μελών της ομάδας/συμμορίας να υπερτερεί των όποιων αρχών και λογικών του αντιστάσεων, εφόσον αναζητά το συναισθηματικό δέσιμο που απουσιάζει από την οικογένειά του, η καταφυγή σε παράνομες ή και εγκληματικές ενέργειες καθίσταται αναπόφευκτη. Είτε πρόκειται για συγκρούσεις με άλλες συμμορίες είτε για τη διάπραξη ληστειών ή βιασμών, το ανήλικο παιδί δεν θα έχει τη δυνατότητα να φέρει αντίρρηση, αφού θα έχει το φόβο πως θα το απορρίψουν τα άλλα μέλη της ομάδας.
Παρά το γεγονός ότι -για διαφορετικούς λόγους- η παραβατικότητα μπορεί να εμφανιστεί σε νέους οποιασδήποτε οικονομικής κατάστασης, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πως οι συνθήκες ανεργίας και φτώχειας επιδεινώνουν το πρόβλημα. Ένας νέος που αισθάνεται πως δεν έχει ουσιαστικές επαγγελματικές προοπτικές ή πως δεν μπορεί -σε ευκαιριακό επίπεδο- να αποκτήσει συγκεκριμένα υλικά αγαθά είναι επιρρεπής σε «εύκολες» λύσεις, όπως είναι οι κλοπές και οι ληστείες. Παραλλήλως, βέβαια, βιώνει συναισθήματα θυμού και απογοήτευσης που επηρεάζουν ευρύτερα τη συμπεριφορά του, αν δεν κατανοήσει εγκαίρως πως μέσω της συνεπούς εργατικότητας μπορεί να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής του, όσο κι αν αυτό μοιάζει δύσκολο ή ανέφικτο.
Το παιδί λόγω της ηλικίας του αδυνατεί να κατανοήσει πλήρως την προοπτική του χρόνου και κατ’ επέκταση το γεγονός πως οι δυσκολίες που βιώνει θα καταστούν σταδιακά περισσότερο διαχειρίσιμες, ιδίως αν μέσω ορθών επιλογών οδηγηθεί ηπιότερα στην ενηλικίωση. Αδυνατεί, συνάμα, να αντιληφθεί τις συνέπειες που ενδέχεται να έχει η παραβατική συμπεριφορά του στο πώς θα εξελιχθεί το μέλλον του. Με το να καταφεύγει σε βίαιες αντιδράσεις ή σε παράνομες πράξεις αντί να εστιάζει στην προσωπική του βελτίωση μέσω της μελέτης, του αθλητισμού και των υγιών διαπροσωπικών σχέσεων θέτει εν τέλει πρόσθετα εμπόδια στον ίδιο του τον εαυτό.
Οι εικόνες και τα μηνύματα που δέχεται το παιδί είτε μέσω της τηλεόρασης και του διαδικτύου είτε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν ιδιαίτερη επίδραση στη συναισθηματική του κατάσταση και στη σκέψη του. Μη μπορώντας πάντοτε να αντιληφθεί το επίπλαστο ορισμένων καταστάσεων τείνει να αισθάνεται πως μειονεκτεί έναντι εκείνων που έχουν υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης ή θελκτικότερη εμφάνιση. Μπαίνει, έτσι, σε διαδικασίες σύγκρισης που εντείνουν τα αρνητικά του συναισθήματα και το ωθούν είτε στην αντίδραση είτε στη μίμηση επιζήμιων προτύπων. Δεδομένη θεωρείται, άλλωστε, η έντονα αρνητική επίδραση των σκηνών βίας που περιέχονται σε τηλεοπτικές σειρές και κινηματογραφικές ταινίες.
Το σχολείο αποτελεί τον χώρο όπου είναι πολύ πιθανό να γίνει -ήδη από τα πρώτα της στάδια- αντιληπτή η παραβατική συμπεριφορά ενός ανηλίκου. Η αδιαφορία για τις επιδόσεις στα μαθήματα, η απείθεια απέναντι στους εκπαιδευτικούς, καθώς και φαινόμενα εκφοβισμού εις βάρος άλλων μαθητών αποτελούν σαφείς ενδείξεις πως το παιδί βιώνει κάποια συγκρουσιακή κατάσταση που δεν μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά.
Οι εκπαιδευτικοί, επομένως, έχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσουν πολύ νωρίς τις τάσεις διαμόρφωσης παραβατικής συμπεριφοράς ενός παιδιού και, ως εκ τούτου, έχουν την ευθύνη της έγκαιρης παρέμβασης. Στις περιπτώσεις αυτές, βέβαια, τίθενται σε εφαρμογή οι συνήθεις τρόποι συνετισμού του παιδιού μέσω των προβλεπόμενων από το νόμο σχολικών κυρώσεων. Η ορθή εφαρμογή των μέσων αυτών μπορεί να επιφέρει βελτίωση στη συμπεριφορά του παιδιού, αν εκείνο αντιληφθεί πως οι αναποτελεσματικές συμπεριφορές του το καθιστούν επίκεντρο αρνητικής προσοχής.
Πολύ συχνά, ωστόσο, οι συνήθεις αυτές κυρώσεις δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, ιδίως όταν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το παιδί είναι διαρκή και σοβαρά. Η μη ανταπόκριση του παιδιού, άρα, στα μέσα αυτά οφείλει να θέσει σε επαγρύπνηση τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι θα χρειαστεί να το προσεγγίσουν σε προσωπικό επίπεδο προκειμένου να κατανοήσουν τους λόγους της αρνητικής συμπεριφοράς του. Σε αυτή την περίπτωση, αν το παιδί βιώνει κάποια ανησυχητική κατάσταση στο οικογενειακό του περιβάλλον, οφείλουν να επικοινωνήσουν με τις αρμόδιες υπηρεσίες, για να διαφυλαχτεί η ασφάλεια του παιδιού.
Η παραβατικότητα των ανηλίκων, όπως και η αντίστοιχη των ενηλίκων, είναι ένα σύνθετο πρόβλημα με πολλά παράλληλα αίτια, γεγονός που καθιστά απαιτητική την αντιμετώπισή της. Η συμπεριφορά, άλλωστε, των ανηλίκων επηρεάζεται άμεσα από το τι συμβαίνει στον κόσμο των ενηλίκων. Αν οι σχέσεις των ενηλίκων χαρακτηρίζονται από ένταση λόγω οικονομικών προβλημάτων, κομματικών αντιπαλοτήτων ή άλλων κοινωνικών ζητημάτων, αυτό θα καθρεφτιστεί και στις σχέσεις των ανηλίκων. Αν, αντιστοίχως, οι ενήλικες έχουν απωλέσει τις αξίες τους, έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην εργατικότητα και στην καρτερία, το ίδιο θα συμβεί και στους ανήλικους.
Προκειμένου να υπάρξουν ουσιαστικά βήματα βελτίωσης της κατάστασης απαιτείται συνεργασία ανάμεσα στην οικογένεια, το σχολείο, το κράτος, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και του κοινωνικού συνόλου ευρύτερα.
Με δεδομένο τον ειδικό ρόλο που διαδραματίζει η οικογένεια σε όλα τα στάδια της μάχης κατά της παραβατικότητας ανηλίκων, απαιτούνται τα κατάλληλα μέτρα στήριξης για τους γονείς∙ απαιτείται ειδικότερα στήριξη σε οικογένειες που αντιμετωπίζουν οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, με μέτρα, όπως, μεταξύ άλλων, η κάλυψη των ουσιαστικών αναγκών για στέγαση και διατροφή, εξασφάλιση της πρόσβασης όλων των μελών των οικογενειών, ιδίως δε των παιδιών, στη βασική εκπαίδευση και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αλλά και δράσεις ισότιμης ένταξης των μελών των οικογενειών αυτών στην αγορά εργασίας και την κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή, προκειμένου να διασφαλιστεί ένα υγιές και δίκαιο οικογενειακό περιβάλλον ανάπτυξης και πρώτης κοινωνικοποίησης των παιδιών. Απαιτείται, επίσης, μια αποτελεσματική υπηρεσία ψυχολογικής και κοινωνικής στήριξης που θα διαθέτει, μεταξύ άλλων, σημεία επαφής για τις οικογένειες που αντιμετωπίζουν προβλήματα παραβατικότητας ανηλίκων.
Ο ρόλος που διαδραματίζει το σχολείο και η σχολική κοινότητα στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών και των εφήβων είναι καταλυτικός. Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του σημερινού σχολείου, ωστόσο, η πολυπολιτισμικότητα και η όξυνση των ταξικών διαφορών, είναι δυνατόν, εάν απουσιάζουν οι κατάλληλες δομές παρέμβασης, υποστήριξης και προσέγγισης των μαθητών από το εκπαιδευτικό σύστημα, να οδηγήσουν σε φαινόμενα ενδοσχολικής βίας και καλλιέργειας εχθρικού περιβάλλοντος μεταξύ επιθετικών μαθητών, που επωμίζονται το ρόλο του θύτη, και των μαθητών θυμάτων.
Είναι, άρα, σημαντικό να δίνονται στις σχολικές αρχές οι κατάλληλες κατευθυντήριες γραμμές για μία σύγχρονη διαδικασία επίλυσης των συγκρούσεων στον χώρο του σχολείου με διαμεσολαβητικούς θεσμούς, στους οποίους θα συμμετέχουν από κοινού μαθητές, γονείς, δάσκαλοι και αρμόδιες υπηρεσίες των τοπικών φορέων.
Απολύτως αναγκαία, παράλληλα, είναι η παροχή κατάλληλης κατάρτισης στους εκπαιδευτικούς, προκειμένου να μπορούν να διαχειρίζονται την ετερογένεια της τάξης, να αναπτύσσουν μία παιδαγωγική όχι ηθικολογίας, αλλά πρόληψης και αλληλεγγύης, και να αποτρέπουν το στιγματισμό και την περιθωριοποίηση τόσο των δραστών ανηλίκων όσο και των θυμάτων συμμαθητών τους. Χρειάζεται, επομένως, να ενταχθούν στην εκπαιδευτική πολιτική η παροχή ιδιαίτερης συμβουλευτικής και ψυχολογικής στήριξης σε παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα κοινωνικοποίησης, η δυνατότητα παροχής ιατρικής περίθαλψης σε κάθε σχολείο, ο διορισμός, ανά μικρό αριθμό εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, κοινωνικού λειτουργού, κοινωνιολόγου-εγκληματολόγου και παιδοψυχολόγου, εξειδικευμένων σε θέματα παιδικής παραβατικότητας, ο αυστηρός έλεγχος σε θέματα χρήσης ναρκωτικών ουσιών από μαθητές και η καταπολέμηση κάθε είδους διάκρισης εις βάρος μελών της σχολικής κοινότητας.
Τα ΜΜΕ χρειάζεται να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν την ευθύνη που τους αναλογεί στην εμφάνιση του φαινομένου της παραβατικότητας των ανηλίκων λόγω της συχνής -και κάποτε ηρωοποιημένης- παρουσίασης της βίας. Οφείλουν, έτσι, να προχωρήσουν σε εμφατικότερη επισήμανση του περιεχομένου τηλεοπτικών εκπομπών και άλλων προγραμμάτων που ενδέχεται να περιλαμβάνουν ιδιαίτερα βίαιες ή ακατάλληλες για ανηλίκους σκηνές. Έτι περαιτέρω απαιτείται από το κράτος να συμφωνήσει με τους φορείς των ΜΜΕ έναν «οδικό χάρτη» προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών, και ειδικότερα των ανήλικων παραβατών, σχετικά με την απαγόρευση τόσο της προβολής ακραίων εικόνων σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας όσο και της αποκάλυψης της ταυτότητας ανηλίκων που εμπλέκονται σε παραβατική συμπεριφορά.
Ένα από τα βασικά στοιχεία, άρα, της πρόληψης και της καταπολέμησης της εγκληματικότητας των ανηλίκων συνίσταται στην ανάπτυξη πολιτικής επικοινωνίας που θα επιτρέπει την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης στο πρόβλημα αυτό, καθώς και την εκρίζωση της βίας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ευρύτερα από τις πλατφόρμες τηλεοπτικού περιεχομένου.
Τα ΜΜΕ, άλλωστε, μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη του φαινομένου της παραβατικότητας των ανηλίκων, μέσω της ανάληψης πρωτοβουλιών ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του κοινού, καθώς και της παροχής υψηλής ποιότητας εκπομπών, οι οποίες θα προβάλλουν τη θετική συνεισφορά των νέων στην κοινωνία, ενώ αντίθετα θα ελέγχουν την προβολή χρήσης βίας, πορνογραφίας και κατανάλωσης ναρκωτικών ουσιών, βάσει συμφωνιών που θα ενταχθούν στον «οδικό χάρτη» προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών·
Στο ζήτημα της παραβατικότητας των ανηλίκων, η διεξαγωγή της δικαστικής διαδικασίας και η διάρκειά της, η επιλογή του μέτρου που πρέπει να ληφθεί καθώς και η μετέπειτα εκτέλεσή του πρέπει να υπαγορεύονται από την αρχή του υψίστου συμφέροντος του παιδιού και του σεβασμού του δικονομικού δικαίου. Κάθε μέτρο εγκλεισμού δεν πρέπει παρά να αποτελεί έσχατη λύση και να εκτελείται σε υποδομές ειδικά προσαρμοσμένες για τους ανήλικους παραβάτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου