Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἐπιμέλομαι & ἐπιμελοῦμαι»

Anka Zhuravleva

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιμέλομαι & πιμελομαι»
 
[πιμέλομαι: φροντίζω, ασχολούμαι με κάτι]
 
Ενεστώτας
Οριστική
πιμέλομαι, πιμέλ ή πιμέλει, πιμέλεται, πιμελόμεθα, πιμέλεσθε, πιμέλονται
& πιμελομαι, πιμελ ή πιμελε, πιμελεται, πιμελούμεθα, πιμελεσθε, πιμελονται
Υποτακτική
πιμέλωμαι, πιμέλ, πιμέληται, πιμελώμεθα, πιμέλησθε, πιμέλωνται
Ευκτική
πιμελοίμην, πιμέλοιο, πιμέλοιτο, πιμελοίμεθα, πιμέλοισθε, πιμέλοιντο
Προστακτική
---, πιμέλου, πιμελέσθω, ---, πιμέλεσθε, πιμελέσθων ή πιμελέσθωσαν
Απαρέμφατο
πιμέλεσθαι
Μετοχή
πιμελόμενος
πιμελομένη
πιμελόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
πεμελόμην, πεμέλου, πεμέλετο, πεμελόμεθα, πεμέλεσθε, πεμέλοντο
& πεμελούμην, πεμελο, πεμελετο, πεμελούμεθα, πεμελεσθε, πεμελοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
πιμελήσομαι, πιμελήσ ή πιμελήσει, πιμελήσεται, πιμελησόμεθα, πιμελήσεσθε, πιμελήσονται
Ευκτική
πιμελησοίμην, πιμελήσοιο, πιμελήσοιτο, πιμελησοίμεθα, πιμελήσοισθε, πιμελήσοιντο
Απαρέμφατο
πιμελήσεσθαι
Μετοχή
πιμελησόμενος
πιμελησομένη
πιμελησόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
πιμεληθήσομαι, πιμεληθήσ ή πιμεληθήσει, πιμεληθήσεται, πιμεληθησόμεθα, πιμεληθήσεσθε, πιμεληθήσονται
Ευκτική
πιμεληθησοίμην, πιμεληθήσοιο, πιμεληθήσοιτο, πιμεληθησοίμεθα, πιμεληθήσοισθε, πιμεληθήσοιντο
Απαρέμφατο
πιμεληθήσεσθαι
Μετοχή
πιμεληθησόμενος
πιμεληθησομένη
πιμεληθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
πεμελήθην, πεμελήθης, πεμελήθη, πεμελήθημεν, πεμελήθητε, πεμελήθησαν
Υποτακτική
πιμεληθ, πιμεληθς, πιμεληθ, πιμεληθμεν, πιμεληθτε, πιμεληθσι(ν)
Ευκτική
πιμεληθείην, πιμεληθείης, πιμεληθείη, πιμεληθείημεν ή πιμεληθεμεν, πιμεληθείητε ή πιμεληθετε, πιμεληθείησαν ή πιμεληθεεν
Προστακτική
---, πιμελήθητι, πιμεληθήτω, ---, πιμελήθητε, πιμεληθέντων ή πιμεληθήτωσαν
Απαρέμφατο
πιμεληθναι
Μετοχή
πιμεληθείς
πιμεληθεσα
πιμεληθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πιμεμέλημαι, πιμεμέλησαι, πιμεμέληται, πιμεμελήμεθα, πιμεμέλησθε, πιμεμέληνται
 
Υποτακτική
πιμεμελημένος- πιμεμελημένη- πιμεμελημένον
πιμεμελημένος- πιμεμελημένη- πιμεμελημένον ς
πιμεμελημένος- πιμεμελημένη- πιμεμελημένον
πιμεμελημένοι- πιμεμελημέναι- πιμεμελημένα μεν
πιμεμελημένοι- πιμεμελημέναι- πιμεμελημένα τε
πιμεμελημένοι- πιμεμελημέναι- πιμεμελημένα σι
 
Ευκτική
πιμεμελημένος- πιμεμελημένη- πιμεμελημένον εην
πιμεμελημένος- πιμεμελημένη- πιμεμελημένον εης
πιμεμελημένος- πιμεμελημένη- πιμεμελημένον εη
πιμεμελημένοι- πιμεμελημέναι- πιμεμελημένα εημεν (εμεν)
πιμεμελημένοι- πιμεμελημέναι- πιμεμελημένα εητε (ετε)
πιμεμελημένοι- πιμεμελημέναι- πιμεμελημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, πιμεμέλησο, πιμεμελήσθω, --- πιμεμέλησθε, πιμεμελήσθων ή πιμεμελήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
πιμεμελσθαι
Μετοχή
πιμεμελημένος- πιμεμελημένη- πιμεμελημένον

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου