Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νεωτερίζω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νεωτερίζω, νεωτερίζεις, νεωτερίζει, νεωτερίζομεν, νεωτερίζετε, νεωτερίζουσι(ν)
νεωτερίζω, νεωτερίζῃς, νεωτερίζῃ, νεωτερίζωμεν, νεωτερίζητε, νεωτερίζωσι(ν)
νεωτερίζοιμι, νεωτερίζοις, νεωτερίζοι, νεωτερίζοιμεν, νεωτερίζοιτε, νεωτερίζοιεν
Προστακτική
---, νεωτέριζε, νεωτεριζέτω, ---, νεωτερίζετε, νεωτεριζόντων (ή νεωτεριζέτωσαν)
Απαρέμφατο
νεωτερίζειν
Μετοχή
νεωτερίζων, νεωτερίζουσα, νεωτερίζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐνεωτέριζον, ἐνεωτέριζες, ἐνεωτέριζε, ἐνεωτερίζομεν, ἐνεωτερίζετε, ἐνεωτέριζον
Μέλλοντας
Οριστική
νεωτεριῶ, νεωτεριεῖς, νεωτεριεῖ, νεωτεριοῦμεν, νεωτεριεῖτε, νεωτεριοῦσι(ν)
νεωτεριοῖμι, νεωτεριοῖς, νεωτεριοῖ, ή νεωτεριοίην, νεωτεριοίης, νεωτεριοίη, νεωτεριοῖμεν, νεωτεριοῖτε, νεωτεριοῖεν
νεωτεριεῖν
νεωτεριῶν, νεωτεριοῦσα, νεωτεριοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἐνεωτέρισα, ἐνεωτέρισας, ἐνεωτέρισε(ν), ἐνεωτερίσαμεν, ἐνεωτερίσατε, ἐνεωτέρισαν
νεωτερίσω, νεωτερίσῃς, νεωτερίσῃ, νεωτερίσωμεν, νεωτερίσητε, νεωτερίσωσι(ν)
νεωτερίσαιμι, νεωτερίσαις ή νεωτερίσειας, νεωτερίσαι ή νεωτερίσειε(ν), νεωτερίσαιμεν, νεωτερίσαιτε, νεωτερίσαιεν ή νεωτερίσειαν
Προστακτική
---, νεωτέρισον, νεωτερισάτω, ---, νεωτερίσατε, νεωτερισάντων (ή νεωτερισάτωσαν)
Απαρέμφατο
νεωτερίσαι
Μετοχή
νεωτερίσας, νεωτερίσασα, νεωτερίσαν
Ενεστώτας
Οριστική
νεωτερίζομαι, νεωτερίζῃ ή νεωτερίζει, νεωτερίζεται, νεωτεριζόμεθα, νεωτερίζεσθε, νεωτερίζονται
νεωτερίζωμαι, νεωτερίζῃ, νεωτερίζηται, νεωτεριζώμεθα, νεωτερίζησθε, νεωτερίζωνται
νεωτεριζοίμην, νεωτερίζοιο, νεωτερίζοιτο, νεωτεριζοίμεθα, νεωτερίζοισθε, νεωτερίζοιντο
Προστακτική
---, νεωτερίζου, νεωτεριζέσθω, ---, νεωτερίζεσθε, νεωτεριζέσθων ή νεωτεριζέσθωσαν
Απαρέμφατο
νεωτερίζεσθαι
Μετοχή
νεωτεριζόμενος
νεωτεριζομένη
νεωτεριζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐνεωτεριζόμην, ἐνεωτερίζου, ἐνεωτερίζετο, ἐνεωτεριζόμεθα, ἐνεωτερίζεσθε, ἐνεωτερίζοντο
Οριστική
ἐνεωτερίσθην, ἐνεωτερίσθης, ἐνεωτερίσθη, ἐνεωτερίσθημεν, ἐνεωτερίσθητε, ἐνεωτερίσθησαν
νεωτερισθῶ, νεωτερισθῇς, νεωτερισθῇ, νεωτερισθῶμεν, νεωτερισθῆτε, νεωτερισθῶσι(ν)
νεωτερισθείην, νεωτερισθείης, νεωτερισθείη, νεωτερισθείημεν ή νεωτερισθεῖμεν, νεωτερισθείητε ή νεωτερισθεῖτε, νεωτερισθείησαν ή νεωτερισθεῖεν
---, νεωτερίσθητι, νεωτερισθήτω, ---, νεωτερίσθητε, νεωτερισθέντων ή νεωτερισθήτωσαν
Απαρέμφατο
νεωτερισθῆναι
νεωτερισθείς
νεωτερισθεῖσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου