Οδυσσέας
Ελύτης «Το παράπονο» Εδώ
στου δρόμου τα μισά έφτασε η ώρα να το πω Άλλα
είν’ εκείνα που αγαπώ γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα Στ’
αληθινά στα ψεύτικα το λέω και τ’ ομολογώ Σαν
να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ μες στη ζωή πορεύτηκα Όσο
κι αν κανείς προσέχει όσο κι αν τα κυνηγά Πάντα
πάντα θα ‘ναι αργά δεύτερη ζωή δεν έχει. Από
τη συλλογή «Τα Ρω του έρωτα» (1972) Το
παράπονο είναι ένα από τα ιδιαιτέρως γνωστά και αγαπητά ποιήματα του Οδυσσέα
Ελύτη, το οποίο καταπιάνεται με ένα θέμα βιωματικά οικείο σε πολλούς ανθρώπους
-ανεξάρτητα από την ηλικία τους-, καθώς η ακούσια παρέκκλιση από στόχους,
επιθυμίες και όνειρα συνιστά μια πραγματικότητα που επηρεάζει άτομα όλων των
ηλικιών. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αν και το ποιητικό υποκείμενο είναι «μέσης
ηλικίας» εκφράζει ένα παράπονο που συγκινεί την πλειονότητα των ανθρώπων. Στη
συλλογή Τα Ρω του έρωτα ο Οδυσσέας Ελύτης λειτουργεί έχοντας κατά νου την
πιθανή μελοποίηση των ποιημάτων του, γι’ αυτό και σε αντίθεση με άλλες συλλογές
του ο στίχος έχει κανονικότητα -δεν είναι ελεύθερος-, αξιοποιεί το λυρικό μέσο
της ομοιοκαταληξίας, τη μουσικότητα των παρηχήσεων και δίνει ακόμη μεγαλύτερη
προσοχή στην ηχητική αξία των λέξεων που χρησιμοποιεί. Τα Ρω του έρωτα είναι
εύληπτα, δοθέντος πως μέριμνα του ποιητή είναι κυρίως η μουσικότητα των
συνθέσεων και όχι τόσο το περιεχόμενό τους. Κάνει, δηλαδή, μια σημαντική
παραχώρηση ο Ελύτης σε ό,τι αφορά το νοηματικό βάθος των συνθέσεων αυτών, ώστε
να διευκολύνει αφενός την πρόσληψή τους από ένα ευρύτερο αριθμητικά κοινό κι
αφετέρου προκειμένου να δώσει την αναγκαία έμφαση στη λυρική διάσταση της
δομικής και γλωσσικής τους μορφής. Στις
στροφές του ποιήματος αξιοποιείται σταυρωτή ομοιοκαταληξία (αββα), ο πρώτος
στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τέταρτο και ο δεύτερος με τον τρίτο. Οι στίχοι
είναι οκτασύλλαβοι και έχουν ιαμβικό μέτρο (εναλλαγή μιας άτονης συλλαβής με
μια τονισμένη: Εδώ στου δρόμου τα μισά). «Εδώ
στου δρόμου τα μισά έφτασε η ώρα να το πω Άλλα
είν’ εκείνα που αγαπώ γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα» Η
παραδοχή του ποιητικού υποκειμένου στην πρώτη κιόλας στροφή του ποιήματος πως η
ζωή του έχει οδηγηθεί σε μια πορεία διαφορετική από εκείνη που πραγματικά
επιθυμούσε και επιδίωξε μας βάζει εξαρχής στην ουσία του προβληματισμού. Βρισκόμενος
ο ποιητής στο μέσο της ζωής του, όπως το αποδίδει με τη χρήση μεταφορικού λόγου
(«Εδώ στου δρόμου τα μισά»), έρχεται αντιμέτωπος με την ανάγκη να το ομολογήσει
στους άλλους, αλλά να το παραδεχτεί κι ο ίδιος πως τα όσα βιώνει είναι
διαφορετικά από εκείνα που πραγματικά επιθυμεί και πως όταν ξεκίνησε την πορεία
της ενήλικης ζωής του είχε θέσει έναν εντελώς διαφορετικό προορισμό. Την
αντίθεση αυτή ανάμεσα στα όσα αγαπά και όσα έχει καταλήξει τελικά να ζει την
αποδίδει εμφατικά με την επανάληψη («γι’ αλλού γι’ αλλού»), καθώς και με την
παρήχηση που προκύπτει μέσω των λέξεων «Άλλα», «αλλού... αλλού». Η λυρική αυτή
παρήχηση τονίζει την αίσθηση πικρίας που βαραίνει την ψυχή του ποιητή και
φανερώνει εναργώς τη νοσταλγική χροιά των όσων έχει κατά νου ως τον ιδεατό του
προορισμό. «Στ’
αληθινά στα ψεύτικα το λέω και τ’ ομολογώ Σαν
να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ μες στη ζωή πορεύτηκα» Ο
ποιητής αιτιολογεί εν μέρει την παρέκκλιση από τους αρχικούς του στόχους
αποδίδοντάς τη στο γεγονός πως δεν κατόρθωσε να ζήσει, να εκφραστεί και να επιδιώξει
τα όσα επιθυμούσε ακολουθώντας την αυθεντική του ταυτότητα. Πέρασε τη ζωή του
σαν να ήταν κάποιος άλλος και κατ’ επέκταση χωρίς να έχει πραγματικά τον έλεγχο
των επιλογών του. Με την αρχική αντίθεση «Στ’ αληθινά στα ψεύτικα» υποδηλώνει
πως η κατάσταση αυτή άλλοτε συνιστούσε μια συνειδητή διαδικασία -πιθανώς
υποκινούμενη από την ανάγκη προσαρμογής στο κοινωνικό του περιβάλλον- κι άλλοτε
συνέβαινε σχεδόν εν αγνοία του. Παραλλήλως με την αντίθεση αυτή επιχειρεί να
προλάβει τις αντιρρήσεις που θα προκαλέσει η ομολογία του πως δεν κατόρθωσε να
είναι ο αληθινός εαυτός του. Ο ποιητής, άλλωστε, αντιλαμβάνεται το πόσο μεγάλη
προδοσία απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό υπήρξε η κατάσταση αυτή, γι’ αυτό και
παραδέχεται εμφατικά το λάθος του με τη χρήση δύο ρημάτων («το λέω και τ’
ομολογώ»). Η
παρομοίωση, όπως και η αντίθεση («Σαν να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ») αποδίδουν
εμφατικά το παράπονο του ποιητή για το γεγονός πως είτε δεν βρήκε το σθένος
είτε δεν του επιτράπηκε να ακολουθήσει στη ζωή του την πορεία που ήθελε ο ίδιος.
Στη διαπίστωση αυτή εντοπίζεται σαφώς ένα διαχρονικό πρόβλημα που επηρεάζει και
απασχολεί πολλούς ανθρώπους, εφόσον με διαφορετικό κάθε φορά αίτιο προκύπτει
συχνά το ίδιο ατυχές αποτέλεσμα. Αν για κάποιους η «προδοσία» αυτή απέναντι
στον εαυτό τους οφείλεται σε ενδογενείς λόγους -ανασφάλεια, δειλία, αβουλία-, για
άλλους επιβάλλεται λόγω εξωγενών συνθηκών -παρεμβάσεις άλλων προσώπων,
κοινωνική πίεση, ακραίες πολιτικές ή οικονομικές συνθήκες, πόλεμοι, κ.ά.-, με
κοινό, ωστόσο, αποτέλεσμα. Το
παράπονο αυτό του ποιητή συνιστά ουσιώδες και καίριο πρόβλημα του ανθρώπινου
βίου, με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι -με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- οι
περισσότεροι άνθρωποι. Κατορθώνει, έτσι, ο Οδυσσέας Ελύτης να εκφράσει με λιτό
και δραστικό τρόπο ένα πανανθρώπινο παράπονο και μια κοινή αγωνία. Όπως,
άλλωστε, προκύπτει από τον τίτλο της συλλογής του «Τα Ρω του έρωτα» ο ποιητής
επιθυμεί να εστιάσει στην πραγματική ουσία του έρωτα και άλλων κοινών
ανθρώπινων καταστάσεων, δοθέντος πως το ρω είναι η κεντρική συλλαβή στη λέξη
έρωτας. Μας προετοιμάζει, άρα, ήδη με τον τίτλο της συλλογής του πως πρόθεσή
του είναι να στοχεύσει σε κεντρικής σημασίας ζητούμενα για τους ανθρώπους. «Όσο
κι αν κανείς προσέχει όσο κι αν τα κυνηγά Πάντα
πάντα θα ‘ναι αργά δεύτερη ζωή δεν έχει.» Ο
ποιητής, πάντως, θεωρεί πως η αδυναμία εκπλήρωσης των πραγματικών του
επιδιώξεων δεν οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός πως δεν έζησε ως ο αυθεντικός
του εαυτός. Όπως το δηλώνει, άλλωστε, με σχήμα επαναφοράς («Όσο κι αν… όσο κι
αν») ακόμη κι αν κάποιος είναι απόλυτα προσεκτικός στις επιλογές και στις πράξεις
του, ακόμη κι αν επιδιώξει τα όνειρά του με τη μεγαλύτερη δυνατή επιμονή, πάλι
δεν είναι εφικτή η πλήρης εκπλήρωσή τους, διότι ο χρόνος δεν επαρκεί ποτέ. Με
απόλυτο τρόπο, όπως αυτό εκφράζεται με τη χρήση επανάληψης («Πάντα πάντα»), ο
ποιητής επισημαίνει πως δεν θα υπάρξει ποτέ επαρκής χρόνος για όσα οι άνθρωποι
επιθυμούν, καθώς δεν υπάρχει στη διάθεσή τους μια δεύτερη ζωή, στο πλαίσιο της οποίας
θα είχαν τη δυνατότητα να κινηθούν με μεγαλύτερη σύνεση και θα είχαν επαρκή
χρονικά περιθώρια, ώστε να εκπληρώσουν το σύνολο των επιθυμιών τους. Κάθε
εμπόδιο, κάθε δισταγμός, κάθε παρέκκλιση που προκύπτει κατά τη διάρκεια της μίας
και μοναδικής ζωής του ατόμου έχει υψηλότατο κόστος, εφόσον οδηγεί κατ’ ανάγκη
στη ματαίωση μέρους -αν όχι του συνόλου- των προσδοκιών του. Πρόκειται, βέβαια,
για μια κοινή ανθρώπινη κατάσταση που αφορά όλα τα άτομα κι όχι μόνο τον ίδιο
τον ποιητή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου