Bob Orsillo
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κτείνω»
(κτείνω = φονεύω)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κτείνω, κτείνεις, κτείνει, κτείνομεν, κτείνετε, κτείνουσι(ν)
κτείνω, κτείνῃς, κτείνῃ, κτείνωμεν, κτείνητε, κτείνωσι(ν)
κτείνοιμι, κτείνοις, κτείνοι, κτείνοιμεν, κτείνοιτε, κτείνοιεν
& κτιννύοιμι, κτιννύοις, κτιννύοι, κτιννύοιμεν, κτιννύοιτε, κτιννύοιεν
Προστακτική
---, κτεῖνε, κτεινέτω, ---, κτείνετε, κτεινόντων (ή κτεινέτωσαν)
κτείνειν & κτιννύειν
Μετοχή
κτείνων, κτείνουσα, κτεῖνον & κτιννύς, κτιννῦσα, κτιννύν
Παρατατικός
Οριστική
ἔκτεινον, ἔκτεινες, ἔκτεινε, ἐκτείνομεν, ἐκτείνετε, ἔκτεινον
Μέλλοντας
Οριστική
κτενῶ, κτενεῖς, κτενεῖ, κτενοῦμεν, κτενεῖτε, κτενοῦσι(ν)
κτενοῖμι, κτενοῖς, κτενοῖ, ή κτενοίην, κτενοίης, κτενοίη, κτενοῖμεν, κτενοῖτε, κτενοῖεν
κτενεῖν
κτενῶν, κτενοῦσα, κτενοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἔκτεινα, ἔκτεινας, ἔκτεινε(ν), ἐκτείναμεν, ἐκτείνατε, ἔκτειναν
κτείνω, κτείνῃς, κτείνῃ, κτείνωμεν, κτείνητε, κτείνωσι(ν)
κτείναιμι, κτείναις / κτείνειας, κτείναι / κτείνειε(ν), κτείναιμεν, κτείναιτε, κτείναιεν / κτείνειαν
Προστακτική
---, κτεῖνον, κτεινάτω, ---, κτείνατε, κτεινάντων (ή κτεινάτωσαν)
κτεῖναι
κτείνας, κτείνασα, κτεῖναν
Οριστική
ἔκτανον, ἔκτανες, ἔκτανε(ν), ἐκτάνομεν, ἐκτάνετε, ἔκτανον
κτάνω, κτάνῃς, κτάνῃ, κτάνωμεν, κτάνητε, κτάνωσι(ν)
κτάνοιμι, κτάνοις, κτάνοι, κτάνοιμεν, κτάνοιτε, κτάνοιεν
Προστακτική
---
Απαρέμφατο
κτανεῖν
κτανών, κτανοῦσα, κτανόν
Παρακείμενος
Οριστική
ἔκτονα, ἔκτονας, ἔκτονε, ἐκτόναμεν, ἐκτόνατε, ἐκτόνασι(ν)
Υποτακτική
ἐκτονώς- ἐκτονυῖα- ἐκτονός ὦ
ἐκτονώς- ἐκτονυῖα- ἐκτονός ᾖς
ἐκτονότες- ἐκτονυῖαι- ἐκτονότα ὦμεν
Ευκτική
ἐκτονώς- ἐκτονυῖα- ἐκτονός εἴην
Προστακτική
---
ἐκτονώς- ἐκτονυῖα- ἐκτονός ἴσθι
ἐκτονότες- ἐκτονυῖαι- ἐκτονότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἐκτονέναι
ἐκτονώς- ἐκτονυῖα- ἐκτονός
Οριστική
ἐκτόνειν, ἐκτόνεις, ἐκτόνει, ἐκτόνεμεν, ἐκτόνετε, ἐκτόνεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κτείνομαι, κτείνῃ/κτείνει, κτείνεται, κτεινόμεθα, κτείνεσθε, κτείνονται
κτείνωμαι, κτείνῃ, κτείνηται, κτεινώμεθα, κτείνησθε, κτείνωνται
κτεινοίμην, κτείνοιο, κτείνοιτο, κτεινοίμεθα, κτείνοισθε, κτείνοιντο
Προστακτική
---, κτείνου, κτεινέσθω, ---, κτείνεσθε, κτεινέσθων ή κτεινέσθωσαν
Απαρέμφατο
κτείνεσθαι
Μετοχή
κτεινόμενος
κτεινομένη
κτεινόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκτεινόμην, ἐκτείνου, ἐκτείνετο, ἐκτεινόμεθα, ἐκτείνεσθε, ἐκτείνοντο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου